Κερδίζοντας από το κέντρο - Free Sunday
 Κερδίζοντας από το κέντρο

Κερδίζοντας από το κέντρο

Η γαλλική προεκλογική περίοδος, στον δρόμο για τις προεδρικές εκλογές της 23ης Απριλίου 2017, παρουσιάζει ολοένα και μεγαλύτερο πολιτικό και εκλογικό ενδιαφέρον. Όχι μόνο για την ίδια την εξέλιξη στο εσωτερικό μιας από τις χώρες-πυλώνες της Ε.Ε. αλλά κυρίως για την επαλήθευση των τάσεων αμφισβήτησης των επιλογών του συστήματος που παρατηρούνται τον τελευταίο χρόνο διεθνώς. Το βρετανικό δημοψήφισμα για την έξοδο από την Ε.Ε., οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές και το ιταλικό δημοψήφισμα για τις θεσμικές αλλαγές αποτελούν τα τρία χαρακτηριστικά σημεία αποτύπωσης της αυξανόμενης ισχύος της αντισυστημικής συμπεριφοράς. Θα είναι η Γαλλία ο επόμενος σταθμός της αντισυστημικής ταχείας;

Οι δημοσκοπικές εκτιμήσεις του τελευταίου χρόνου δείχνουν να επαληθεύουν αυτή τη διεθνή τάση, καθώς καταγράφουν με σταθερότητα την υπεροχή της υποψήφιας του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, της Μαρίν Λεπέν. Η ευρεία αποδοχή του αντιδικομματικού και αντισυστημικού λόγου της Λεπέν και η ουσιαστική απαξίωση του Προέδρου Ολάντ καθρεφτίζουν τις τάσεις που καταγράφηκαν στις προηγουμένως αναφερθείσες τρεις περιπτώσεις. Ωστόσο, οι μετρήσεις του τελευταίου δεκαημέρου ανέδειξαν μια ενδιαφέρουσα και για πολλούς απροσδόκητη παράμετρο: τη δυνατότητα έκφρασης της αντισυστημικότητας από το κέντρο και όχι από κάποιο άκρο. Η εναλλακτική αυτή φαίνεται να ενσαρκώνεται στην υποψηφιότητα του ανεξάρτητου Εμανουέλ Μακρόν. 

Η πορεία του Μακρόν προς τη σημερινή υποψηφιότητα

Ο Μακρόν, υπουργός Οικονομίας και Βιομηχανίας της κυβέρνησης Ολάντ, καταγράφεται στη διεθνή ειδησεογραφία για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2016, όταν παραιτείται από την κυβέρνηση. Στα αίτια της παραίτησής του καταγράφηκε και η στάση σημαντικού τμήματος των Σοσιαλιστών, το οποίο με πρωτεργάτες τους Μπενουά Χαμόν και Αρνό Μοντεμπούργκ, επί της ουσίας επαναστάτησε σε βάρος των μεταρρυθμίσεων της αγοράς του Μακρόν. Λίγους μήνες αργότερα o Μακρόν δημιούργησε ένα αυτόνομο, κεντρώο πολιτικό κόμμα, το En Marche!, και ανακοίνωσε τη διάθεσή του να διεκδικήσει ως ανεξάρτητος υποψήφιος την Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Την ίδια στιγμή στο εσωτερικό των Σοσιαλιστών διαφαίνονταν έντονα η ιδεολογική ρωγμή και η δημιουργία δύο αντίθετων στρατοπέδων, οι εκπρόσωποι των οποίων σε λίγες εβδομάδες θα ανταγωνίζονταν σε εσωκομματικές διαδικασίες για το χρίσμα του υποψηφίου των Σοσιαλιστών. Από τη μια πλευρά βρισκόταν η αριστερή πτέρυγα, με βασικούς εκπροσώπους και διεκδικητές του χρίσματος τους Χαμόν και Μοντεμπούργκ, και από την άλλη η φιλική προς τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς, με βασικούς εκπροσώπους τον Πρόεδρο Ολάντ και τον πρώην πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς. 

Γρήγορα ο Ολάντ ανακοίνωσε την απόφασή του να μη διεκδικήσει για δεύτερη φορά την Προεδρία και ο Βαλς έθεσε υποψηφιότητα στις προκριματικές. Με τον ανεξάρτητο Μακρόν να καταγράφει σημαντική δυναμική (10%) από την περίοδο προ των προκριματικών στο κεντροδεξιό και στο κεντροαριστερό στρατόπεδο, έγινε από την αρχή φανερό ότι οι νικητές των προκριματικών εκλογών θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την υποψηφιότητα του Μακρόν. Ίσως αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που ο Βαλς επιχείρησε να φέρει τον Μακρόν εντός της εσωκομματικής εκλογής, προτείνοντάς του να συμμετάσχει στις τηλεμαχίες που έλαβαν χώρα μεταξύ των υποψηφίων των Σοσιαλιστών, ώστε να είναι σε θέση να «ελέγξει» την υποψηφιότητά του εσωκομματικά. Η άρνηση του Μακρόν δυσκόλεψε το Σοσιαλιστικό Κόμμα, καθώς υπογράμμιζε τη φρεσκάδα της υποψηφιότητας και την απέχθεια προς τις κλασικές, στρατιωτικού τύπου, παραδοσιακές κομματικές στηρίξεις.

Η έναρξη της προεκλογικής περιόδου

Και η δυσκολία έγινε μεγαλύτερη όταν οι εσωκομματικές κάλπες έφεραν νικητή τον Χαμόν, τον εκπρόσωπο της αριστερής πτέρυγας του κόμματος. Ευνοούμενος από το άνοιγμα της εκλογικής διαδικασίας στο σύνολο του εκλογικού σώματος και φυσικά από τη χαμηλή δημοτικότητα του Προέδρου Ολάντ, ο παραδοσιακότερος υποψήφιος Χαμόν επικράτησε με ευκολία επί του μετριοπαθέστερου και τελικά εκλαμβανόμενου ως συμβιβασμένου υποψηφίου Βαλς. Η δυναμική αντίδραση μιας σχολής Σοσιαλιστών απέναντι στην πολιτική Ολάντ ήταν πιθανώς αρκετή για την κατάκτηση του χρίσματος, όμως η προοπτική προσέλκυσης κεντρώων ψηφοφόρων μειώθηκε σημαντικά, τη στιγμή μάλιστα που οι τελευταίοι είχαν μπροστά τους μια ακόμη δυνητική επιλογή: τον πρώην υπουργό της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, τον Μακρόν.

Παρόμοια δυσκολία βρέθηκε να αντιμετωπίζει και ο νικητής των προκριματικών εκλογών της κεντροδεξιάς. Η επικράτηση του Φρανσουά Φιγιόν προοιωνιζόταν την προώθηση μιας νεοσυντηρητικής ατζέντας, η οποία θα άφηνε ευρύ περιθώριο επιρροής στον χώρο του φιλελεύθερου κέντρου για τον Μακρόν. Οι επιλογές των δύο μεγάλων κομμάτων είχαν διαμορφώσει θεωρητικά την τέλεια ευκαιρία για την ανάδειξη μιας ενδιάμεσης, χωροταξικά, υποψηφιότητας. Το γεγονός ότι η υποψηφιότητα αυτή είχε ήδη ανακοινωθεί πριν ακόμη δοθούν τα χρίσματα στους υποψηφίους των δύο μεγάλων κομμάτων φώτισε άμεσα τον Μακρόν. Και η δημοσκοπική καταγραφή δεν άργησε να έρθει.

Οι πρώτες δημοσκοπήσεις μετά την ανακοίνωση και των δύο υποψηφίων των μεγάλων κομμάτων έδειξαν τον ανεξάρτητο υποψήφιο στην τρίτη θέση, μετά τη Λεπέν και τον Φιγιόν, με ποσοστό σημαντικά αυξημένο, στο 20%. Ωστόσο, ο προεκλογικός αγώνας επιφύλασσε σημαντική έκπληξη στην πρώτη του στροφή. Η αποκάλυψη ενός σκανδάλου με επίμαχα πρόσωπα τον υποψήφιο Φιγιόν και τη σύζυγό του, με την κατηγορία ότι η δεύτερη ως αργόμισθη λάμβανε υπέρογκα ποσά κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του συζύγου της, ήταν ικανή να περιορίσει την απήχηση του κεντροδεξιού υποψηφίου και να οδηγήσει τον Μακρόν στη δεύτερη θέση. Οι μετρήσεις της τελευταίας εβδομάδας συγκλίνουν στο ενδεχόμενο επικράτησης του Μακρόν στον δεύτερο γύρο, σε βάρος της Λεπέν, στην περίπτωση που τελικά θα είναι εκείνος που θα περάσει στον δεύτερο γύρο μαζί με την υποψήφια του Εθνικού Μετώπου.

Ο κεντρώος αντιπερισπασμός;

Η ενίσχυση του Μακρόν έναντι των μη μετριοπαθών υποψηφίων των δύο μεγάλων κομμάτων μοιάζει σχετικά προφανής. Όμως είναι εφικτός ένας κεντρώος αντιπερισπασμός απέναντι στο κύμα αντισυστημικότητας που εκφράζει η Λεπέν; Στη στρατηγική του διακρίνονται δύο σημεία που δείχνουν ενθαρρυντικά για έναν τέτοιο στόχο:
α) Παρά τις εμφανώς θετικές τοποθετήσεις πολιτικών του κλασικού γαλλικού κατεστημένου, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν και η πρώην υποψήφια για την Προεδρία Σεγκολέν Ρουαγιάλ, υπέρ του, ο Μακρόν στρατηγικά επιλέγει να τηρήσει αποστάσεις από πρόσωπα που θα λειτουργούσαν ως αναφορές στο σύστημα. Αποκηρύσσοντας εξίσου πολιτικές των κεντροδεξιών και των κεντροαριστερών, πετυχαίνει να εμφανίζεται ως οιονεί αντισυστημικός.
β) Διαβλέποντας την ανατροπή που φέρνει σε όλο τον δυτικό κόσμο η αντιελιτιστική ορμή σε βάρος των μεταρρυθμιστικών προσεγγίσεων, της ευρωπαϊκής ιδέας ή της παγκοσμιοποίησης, προτείνει μια πολιτική ισορροπίας ανάμεσα στις δημοσιονομικές υποχρεώσεις της χώρας και στις ανάγκες για μια κοινωνική πολιτική με έμφαση στη χαμηλή φορολογία φυσικών προσώπων και στον εξορθολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών. Προσανατολιζόμενος στη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης της μεσαίας τάξης, επιδιώκει να κερδίσει έδαφος σε βάρος του κρατιστή Χαμόν και του νεοσυντηρητικού Φιγιόν. 

Σε επίπεδο ευρωπαϊκής πολιτικής, ένα ζήτημα στο οποίο ο κίνδυνος ταύτισης με την οικονομική και προσφυγική πολιτική της Γερμανίας μοιάζει επικίνδυνος, ο Μακρόν απευθύνεται στη Γερμανία και αποζητά μια νέα οικονομική σχέση, στο πλαίσιο της οποίας η Γαλλία του Μακρόν θα δεσμευτεί ότι θα αποφέρει δημοσιονομικά οφέλη μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενώ η Γερμανία θα αποφασίσει να διαχειριστεί αναπτυξιακά και προς όφελος της Ε.Ε. το ισχυρό εμπορικό της πλεόνασμα.

Ευθυγραμμιζόμενος με τη διάχυτη αντισυστημική διάθεση και τηρώντας καθαρές αποστάσεις από τη στείρα μεταρρυθμιστική λογική, ο Μακρόν δημιουργεί ένα εναλλακτικό μη συστημικό ανάχωμα. Η τύχη τον ευνοεί. Από την αποστροφή που προκαλούν στη διεθνή κοινή γνώμη οι πρώτες κινήσεις του αντισυστημικού νέου Αμερικανού Προέδρου μέχρι τις κακές επιλογές υποψηφίων των δύο μεγάλων κομμάτων, οι συνθήκες δίνουν στον Μακρόν τα περιθώρια ανάδειξης της υποψηφιότητάς του. 

Η αριστερή στροφή των Σοσιαλιστών προς έναν αμφισβητούμενο ρεαλισμό, με επικεφαλής μια μη χαρισματική προσωπικότητα, και η δεξιά στροφή των Συντηρητικών, συνοδευόμενη με σκάνδαλα ενδεικτικά της κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος στο παρελθόν, δημιουργούν συνθήκες εκλογικού αδιεξόδου για μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων. Χωρίς τον Μακρόν, οι αντισυστημικές επιλογές θα περιορίζονταν στη Λεπέν ή, δευτερευόντως, στον υποψήφιο του αριστερού άκρου Ζαν-Λικ Μελανσόν. 

Πλέον διαφαίνεται να υπάρχει και μια επιπρόσθετη επιλογή εξίσου ενάντια στο κατεστημένο του γαλλικού διπολισμού. Αν η προεκλογική τακτική του Μακρόν εξελιχθεί χωρίς λάθη, μοιάζει να είναι δυνατή η ήττα του συστήματος «από το κέντρο».