Υποβοηθούμενη ευθανασία - Free Sunday
Υποβοηθούμενη ευθανασία

Υποβοηθούμενη ευθανασία

Πήραν τον σκύλο τους όταν τα κορίτσια πήγαν γυμνάσιο. Αυτή ήταν η συμφωνία. Να είναι αρκετά μεγάλες, ώστε να τον βγάζουν μόνες τους βόλτα, να εξοικονομούν από το χαρτζιλίκι τους για τα κτηνιατρικά του έξοδα, να φροντίζουν για το φαγητό του.

Οι πρώτοι μήνες δεν ήταν εύκολοι. Ο σκύλος, όταν κοιμόταν στο μπαλκόνι, σήκωνε τη γειτονιά στο πόδι με τα κλάματά του, και όταν κοιμόταν μέσα, λέρωνε παντού. Είχε μασουλήσει τρία τηλεκοντρόλ, είχε ξεριζώσει τις μπιγκόνιες, κατασπάραξε παπούτσια και παντόφλες, και όταν έβρεχε, έβρισκε τον τρόπο να κάνει βουτιά στις νερολακκούβες. Στον χρόνο πάνω συνήλθε. Περίμενε ήσυχα στην έξοδο του σούπερ μάρκετ να ολοκληρώσουν τα ψώνια τους, ανέβαινε στο μηχανάκι του πατέρα, δεν πηδούσε στην αγκαλιά της γιαγιάς που την πονούσαν τα γόνατά της.

Τα κορίτσια δεν αποχωρίζονταν ποτέ την Ντένα. Κρέμονταν από τον λαιμό της να κλάψουν όταν ήταν τιμωρία, τη χτένιζαν, της φορούσαν τα ρούχα τους, της έβαφαν τα νύχια, της έπαιρναν δώρο Χριστουγέννων, της έκαναν πάρτι γενεθλίων, την έπαιρναν μαζί στις βόλτες τους. Μαζί της έκαναν τις πρώτες τους κοπάνες. «Πάω τον σκύλο βόλτα» έλεγαν και στην πραγματικότητα πήγαιναν στην πλατεία. Λίγα χρόνια μετά, η Ντένα ζευγάρωσε.

Της έφτιαξαν το δικό της σπίτι μέσα στο σπίτι τους για να γεννήσει με ασφάλεια και να μεγαλώσει τα μικρά της με ασφάλεια. Κι όταν την έπιασαν οι πόνοι, ξημερώματα Τετάρτης, πήγε και ξύπνησε τη μικρή να ειδοποιήσει την οικογένεια. Έξι ώρες γεννούσε κουτάβια. Κανείς δεν πήγε για δουλειά εκείνη την ημέρα, κανείς δεν πήγε σχολείο. Έκανε πέντε κουτάβια. Το ένα πέθανε λίγες ώρες μετά. Το έθαψε ο πατέρας στον λόφο της γειτονιάς. Έπιαναν τα κουτάβια και τα ξεχώριζαν, για να βρουν βυζί και να μη μείνουν ατάιστα. Κι όταν η Ντένα βαρέθηκε να τα ταΐζει, η μεγάλη ξυπνούσε κάθε τρεις ώρες να τα ταΐσει εκείνη με μπιμπερό.

Κράτησαν ένα και στα άλλα βρήκαν δικό τους σπίτι. Όλα από την αρχή. Τα τηλεκοντρόλ, τα κλάματα, οι μπιγκόνιες. Κι όταν η μικρή άλλαξε πόλη για σπουδές, πήρε το κουτάβι μαζί της. Ανακουφίστηκε η οικογένεια που δεν έφευγε μόνο του το παιδί, που θα είχε κάποιον να τη φροντίζει. Που θα είχε κάποιον να φροντίζει κι εκείνη.

Τα χρόνια πέρασαν, η Ντένα γέρασε. Έγιναν όλα πιο αργά. Στις βόλτες κουραζόταν εύκολα, τα περιστέρια πια δεν τα κυνηγούσε, δεν έβλεπε καλά, ήθελε μαλακές τροφές γιατί τα δόντια της πονούσαν. Ένας όγκος έκανε τα πράγματα χειρότερα. Πήραν το ρίσκο και τη χειρούργησαν. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά. Για έναν μήνα. Μετά η Ντένα κατέρρευσε. Δεν μπορούσε να σηκωθεί από το ροζ κρεβατάκι της, είχε ακράτεια, δεν έτρωγε. Η μανά τής άλεθε το φαγητό και την τάιζε με το κουταλάκι. Ο πατέρας την έπαιρνε αγκαλιά να την πάει να κάνει την ανάγκη της. Δεν γάβγιζε, δεν κουνούσε την ουρά της. Μόνο κοιμόταν και έκλαιγε κάθε φορά που άλλαζε πλευρό. Ένα κλάμα πονετικό, που μαρτυρούσε βάσανο.

Μια μέρα σηκώθηκε. Θέλησε να βγει στο μπαλκόνι, είχε μυρίσει τον ήλιο. Τα πόδια της όμως άνοιξαν. Έπεσε με τα μούτρα στο μωσαϊκό και, όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να σηκωθεί. Μόνο να βγάλει εκείνη την κραυγή απελπισίας μπόρεσε. Εκείνη την κραυγή του πόνου. Κοιτάχτηκαν αμίλητοι με δάκρυα στα μάτια. Τις εβδομάδες που θα ακολουθούσαν, αν είχε τόσες, το φάσμα της φθοράς θα μεγάλωνε. Πήραν τηλέφωνο τη μικρή να γυρίσει σπίτι τους. Το πρωινό της Κυριακής ήρθε η κτηνίατρος. Καθένας κρατούσε από ένα ποδαράκι όταν το θανατηφόρο υγρό μπήκε στη φλέβα της. Της έκλεισαν τα μάτια και την τύλιξαν στη ροζ κουβέρτα της. Δίπλα, τα παιχνίδια της και ένα μπισκοτάκι με γεύση βοδινό που τόσο της άρεσε να μασουλάει. Την επόμενη μέρα κανείς δεν πήγε στη δουλειά, κανείς δεν πήγε πουθενά.

Για τον σκύλο τους, που τους χάρισε μόνο αγάπη, που τους γέμισε συναισθήματα και τους έμαθε να αγαπάνε χωρίς να περιμένουν ανταπόδοση, θέλησαν έναν θάνατο με αξιοπρέπεια, ένα ειρηνικό τέλος. Πώς μπορεί αυτό να μην είναι και ατομικό δικαίωμα του καθενός από εμάς;