Déjà vu - Free Sunday
Déjà vu

Déjà vu

Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου δεν ήταν η πρώτη εκλογική έκπληξη της χρονιάς. Την αίσθηση του απροσδόκητου συμβάντος είχε δημιουργήσει στις 23 Ιουνίου της φετινής χρονιάς και η επικράτηση της «επιλογής εξόδου» στο βρετανικό δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην Ε.Ε. 

Το ξάφνιασμα της διεθνούς κοινής γνώμης ή η αποτυχία των ειδικών αναλυτών και των μίντια να προβλέψουν το εκλογικό αποτέλεσμα δεν είναι τα μόνα κοινά σημεία των δύο εκλογών.

Υπάρχει και ένα τρίτο, στο οποίο μάλιστα βρίσκεται κρυμμένη και η κοινή ερμηνεία των δύο αναπάντεχων, για τους περισσότερους, γεγονότων: το μούδιασμα των ελίτ έναντι των δύο πολιτικών εξελίξεων. Τόσο η Χίλαρι Κλίντον όσο και η «παραμονή στην Ε.Ε.» υπήρξαν οι αγαπημένες επιλογές του πολιτικού, οικονομικού, δημοσιογραφικού ή ακόμα και ακαδημαϊκού κατεστημένου. Η ήττα και των δύο επιλογών αποσυντόνισε τις δυνάμεις εκείνες που δεν έχουν μάθει, ή δεν έχουν ποτέ σκεφτεί, πώς να χάνουν. Και είναι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, δηλαδή την αλαζονεία τους, που οι επιλογές τους καταψηφίστηκαν στην κάλπη.

Από τα πολλά και ενδιαφέροντα ευρήματα των ερευνών που προηγήθηκαν του βρετανικού δημοψηφίσματος, ανεξαρτήτως από το αν αυτά κατάφεραν ή όχι να κατευθύνουν σωστά τις προβλέψεις των αναλυτών, ξεχωρίζει η κατανομή των απαντήσεων στο ερώτημα που έθεσε η YouGov για το αν οι καμπάνιες της «παραμονής» και της «εξόδου» από την Ε.Ε. αντιπροσώπευαν καλύτερα τα συμφέροντα του κατεστημένου ή του μέσου πολίτη. 

Για τους πρώτους, η πλειοψηφία των πολιτών (περίπου οι μισοί απ’ όσους απάντησαν σαφώς στο ερώτημα) δήλωσε ότι οι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής προοπτικής της Βρετανίας εκπροσωπούν κατά μεγάλη πλειοψηφία τους συσχετισμούς των συμφερόντων και λιγότερο τα αιτήματα των καθημερινών πολιτών. Για τους δεύτερους, τους υποστηρικτές της «εξόδου», οι Βρετανοί φάνηκε να πιστεύουν ότι κατανοούν περισσότερο τα αιτήματα των «καθημερινών ανθρώπων», ενώ μόλις το 1/5 απάντησε ότι η καμπάνια της «εξόδου» υπηρετεί το κατεστημένο. 

Για ένα μεγάλο μέρος της βρετανικής κοινωνίας, η παραμονή στην Ε.Ε. κατέστη μια συνθήκη ικανή να επιτρέπει μόνο τη διασφάλιση των συμφερόντων των παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων και των πολιτικών ελίτ, καθώς και των ανώτερων οικονομικών τάξεων, ενώ συγχρόνως εμποδίζει την ικανοποίηση των αιτημάτων όλων των υπολοίπων και κυρίως των χαμηλότερων εισοδηματικά κοινωνικών στρωμάτων.

Τα παραπάνω ευρήματα φανερώνουν ότι η πειστικότερη ερμηνεία του Brexit βρίσκεται στην ταύτιση της επιλογής «εξόδου» με τη διάχυτη αντισυστημική διάθεση. Αυτό δεν ήταν ένα δημοψήφισμα για τον ρόλο της Ε.Ε. στα εσωτερικά της Βρετανίας ή τον βαθμό δημοκρατικής λειτουργίας της Ε.Ε. ή έστω την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, αλλά πολύ περισσότερο ένα δημοψήφισμα υπέρ ή κατά των ελίτ, οι οποίες εν πολλοίς ταυτίζονται στη Βρετανία, αλλά και σε άλλες χώρες, με την εξουσία των Βρυξελλών. 

Ανεξαρτήτως των όποιων κοινωνικών χαρακτηριστικών της ψήφου υπέρ της αποχώρησης, η ερμηνεία του Brexit θα πρέπει να αναζητηθεί στη δυσαρέσκεια του ακροατηρίου έναντι των ελίτ. Ομοίως και στο στιγμιότυπο-επανάληψη των αμερικανικών προεδρικών εκλογών της 8ης Νοεμβρίου. Η απόδοση ταξικών χαρακτηριστικών, ή ακόμη και χαρακτηριστικών κουλτούρας, στις επιλογές ψήφου αποπροσανατολίζει τις ελίτ από τον στόχο της επαναπροσέγγισης των μαζών. 

Η ταξική ανάλυση της ψήφου αποκρύβει τα εκλογικά κίνητρα πίσω από τις επιλογές της αντισυστημικότητας και τελικά αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα περαιτέρω ενίσχυσης της τελευταίας έξω από τα όποια ταξικά όρια.