Super League: Ο συνεταιρισμός στο σημείο μηδέν - Free Sunday
Super League: Ο συνεταιρισμός στο σημείο μηδέν

Super League: Ο συνεταιρισμός στο σημείο μηδέν

Την ώρα που τα έσοδα των ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών συλλόγων, κατά μέσο όρο, διαρκώς αυξάνονται και των ελληνικών συλλόγων διαρκώς μειώνονται, το ελληνικό ποδόσφαιρο και ιδίως η Super League αναγκάζονται να έρθουν προ των ευθυνών τους.

Η κίνηση που έθεσε σε λειτουργία τον μηχανισμό ήταν αυτή της Forthnet (ιδιοκτήτριας της συνδρομητικής τηλεοπτικής πλατφόρμας Nova), η οποία αποφάσισε να ενεργοποιήσει την σχετική οψιόν και να «σπάσει» τη σύμβαση για την κεντρική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της επόμενης σεζόν. Μία κεντρική διαχείριση που ήταν ήδη «κουτσουρεμένη», εφόσον ο ΠΑΟΚ έχει υπογράψει διμερές συμβόλαιο με την Forthnet, και προς αυτή την κατεύθυνση θα κινηθεί η συνδρομητική τηλεόραση και για τις υπόλοιπες ομάδες. Τουλάχιστον για όσες την ενδιαφέρουν ως τηλεοπτικό προϊόν. Ο κύβος ερρίφθη και η πρωτοβουλία των κινήσεων μεταφέρεται στην πλευρά της Super League, η οποία πλέον δεν έχει ως δεδομένο τον τηλεοπτικό της εταίρο εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες.

Όλο και χειρότερα

Λίγες μέρες πριν την απόφαση της Forthnet δημοσιευόταν η ετήσια έκθεση της UEFA για τα οικονομικά των ευρωπαϊκών συλλόγων, βάσει της οποίας το ελληνικό πρωτάθλημα είναι το ένα από τα μόλις τέσσερα στην Ευρώπη στα οποία τα έσοδα των συλλόγων μειώθηκαν την εξαετία 2011-2016, διάστημα εφαρμογής του Financial Fair Play από την UEFA. Κατά μέσο όρο κάθε ελληνική ομάδα παράγει έσοδα της τάξης των 8,9 εκατ. ευρώ ετησίως, δηλαδή συνολικά οι ομάδες της Super League παράγουν έσοδα 142,4 εκατ. ευρώ ετησίως.

Η πραγματική εικόνα, βέβαια, είναι πολύ χειρότερη, καθώς βάσει των ισολογισμών του ο Ολυμπιακός παρουσιάζει αυτά τα χρόνια κατά μέσο όρο έσοδα άνω των 70 εκατ. ετησίως. Αν λοιπόν αφαιρέσουμε τον Ολυμπιακό, που προφανώς παίζει σε άλλα επίπεδα λόγω της σταθερής παρουσίας του στους «χρυσοφόρους» ομίλους του Champions League αλλά και των παικτών που με συνέπεια πουλάει ακριβά τα τελευταία χρόνια, οι υπόλοιπες ομάδες παράγουν κατά μέσο όρο έσοδα της τάξης των 4,8 εκατ. ευρώ ετησίως. Αν βγάλουμε από την εξίσωση και τους Παναθηναϊκό, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ γίνεται σαφές πως για τις μικρομεσαίες και τις μικρότερες ομάδες τα 1 έως 1,6 εκατ. ευρώ που εισπράττουν ετησίως από την Forthnet αποτελούν τη βασική πηγή των εσόδων τους. Προφανώς χωρίς την κεντρική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων δεν μπορούν να βρουν αυτά τα χρήματα στην τηλεοπτική αγορά, κάποιες θα βρουν πιθανότατα συμβόλαια της τάξης των 500.000 ευρώ και κάποιες δεν θα βρουν καθόλου συμβόλαια. Η τελευταία πρόταση της Nova πριν αποφασίσει να σπάσει την σύμβαση ήταν να δώσει στις 15 ομάδες (πλην ΠΑΟΚ) 30 εκατ. ευρώ για την επόμενη σεζόν, με την Super League να αντιπροτείνει 33,5 εκατ. ευρώ, πρόταση που δεν έγινε αποδεκτή.

Απόλυτη εξάρτηση

Προφανώς σε μία περίοδο παρατεταμένης οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και με τα αρνητικά ρεκόρ στα εισιτήρια να διαδέχονται το ένα το άλλο η εξάρτηση της Super League από την Forthnet-Nova είναι τεράστια, ενώ χωρίς κεντρική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων παύει να υφίσταται και ο λόγος ύπαρξης του Συνεταιρισμού. Αν δεν υπάρξει κεντρική τηλεοπτική διαχείριση την επόμενη σεζόν, η Nova ή ο οποίος άλλος πιθανός ενδιαφερόμενος, δηλαδή η Cosmote TV, τα «ελεύθερα» ιδιωτικά κανάλια και η ΕΡΤ, θα κλείσουν τους χωρίς τηλεοπτική στέγη «μεγάλους» (Ολυμπιακό, ΑΕΚ, Παναθηναϊκό), θα κλείσουν και κάποιες από τις υπόλοιπες ομάδες που μπορούν να προσφέρουν ένα καλό τηλεοπτικό προϊόν, για παράδειγμα Πανιώνιο, Ατρόμητο, Ξάνθη, Αστέρα Τρίπολης, Λάρισα, και οι υπόλοιποι είτε θα βρουν τηλεοπτική στέγη με… ψίχουλα είτε θα πουλάνε συγκεκριμένα παιχνίδια τους που παρουσιάζουν ενδιαφέρον, όπως τα παιχνίδια με τους «μεγάλους».

Το προϊόν

Το τρομερό είναι πως ενώ πουλούσε ένα σαφώς υπερτιμημένο προϊόν η Super League δεν φρόντισε τουλάχιστον να έχει κατά το δυνατόν ευχαριστημένο τον αγοραστή και βασικό τροφοδότη της. Η Nova ζητάει, μεταξύ άλλων, τα τελευταία δύο χρόνια την μείωση των ομάδων, ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστικό το πρωτάθλημα, σε 12, και την ανάδειξη του πρωταθλητή μέσω της διαδικασίας των πλέι οφ, ώστε να μπορεί να προσφέρει περισσότερα ανταγωνιστικά παιχνίδια στο κοινό που πληρώνει για τις υπηρεσίες της. Η Super League αποφάσισε το καλοκαίρι να παραμείνουν 16 οι ομάδες και παράλληλα την κατάργηση των πλέι οφ, που διεξάγονταν τα προηγούμενα δέκα χρόνια.

Μιλάμε άλλωστε για ένα πρωτάθλημα το οποίο όχι μόνο παρακολουθεί ολοένα και λιγότερος κόσμος πληρώνοντας εισιτήριο αλλά και με το οποίο ασχολείται γενικά ολοένα και λιγότερος κόσμος. Ένα πρωτάθλημα που κάθε χρόνο έχει αναβολές σε αγωνιστικές ή παιχνίδια λόγω εξωγενών ή ενδογενών παραγόντων, με συνέπεια να μην μπορεί να κάνει τον προγραμματισμό της η τηλεοπτική πλατφόρμα που το μεταδίδει. Ένα πρωτάθλημα στο οποίο διακόπτονται παιχνίδια λόγω επεισοδίων και στο οποίο κυριαρχούν οι άγριες, συχνά εξωποδοσφαιρικές, κόντρες μεταξύ των μεγαλοπαραγόντων του, οι δίκαιες και άδικες κραυγές για τη διαιτησία. Είναι κυρίαρχη, και συνήθως δικαιολογημένη, η αίσθηση ότι πολλά κρίνονται εκτός αγωνιστικών χώρων. Μία αίσθηση που κάθε άλλο παρά βελτιώθηκε στο φετινό πρωτάθλημα, του οποίου την ευθύνη διεξαγωγής έχoυν αναλάβει ουσιαστικά η UEFA και η FIFA. Απλώς άλλαξαν οι ευνοημένοι του συστήματος.

Δεδομένου ότι απομένουν 9 αγωνιστικές για να κριθεί ο πρωταθλητής είναι σαφές πως τα λάθη που έκαναν οι διεθνείς Ομοσπονδίες στην στελέχωση των Αρχών που εγκαθίδρυσαν ενδέχεται να κοστίσουν πανάκριβα. Αν (και) το φετινό πρωτάθλημα, που διαφημίζεται από τους ενδιαφερόμενους ως το «πρωτάθλημα της κάθαρσης», κριθεί από τις αποφάσεις των διαιτητών στις τελευταίες αγωνιστικές, τότε η αίσθηση που θα μείνει στο κοινό είναι του «μία από τα ίδια» παρ’ ότι την ευθύνη είχαν πλέον οι διεθνείς Ομοσπονδίες. Σε μεγάλο βαθμό η κατάσταση θα παγιωθεί στη συνείδηση του κοινού ως μη αναστρέψιμη.

Ώρα αποφάσεων

Η απόφαση της Nova να καταγγείλει τη σύμβαση για την κεντρική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων εν όψει της νέας σεζόν ουσιαστικά φέρνει την Super League στο σημείο μηδέν. Πλέον δεν υπάρχει η σιγουριά των εσόδων από τον τηλεοπτικό εταίρο ανεξαρτήτως της ποιότητας του προϊόντος που προσφέρει η Super League. Οι ομάδες καλούνται να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη τόσο της τηλεοπτικής αγοράς όσο και του κοινού που απομάκρυναν με τις επιλογές τους τις τελευταίες δεκαετίες. Είτε θα καταφέρουν έστω και την ύστατη ώρα να συνεργαστούν ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα του προϊόντος τους –σε όλα τα επίπεδα, από το ποδόσφαιρο που αποδίδουν μέχρι την παραγωγή παικτών και φυσικά τις υποδομές- είτε θα συνεχίσουν την αργή πλην νομοτελειακή πορεία προς την πλήρη απαξίωση και τον θάνατό του.