Αργύρης Μπακιρτζής: «Δεν υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας» - Free Sunday
Αργύρης Μπακιρτζής: «Δεν υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας»

Αργύρης Μπακιρτζής: «Δεν υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας»

Ο Αργύρης Μπακιρτζής με ή χωρίς τους Χειμερινούς Κολυμβητές με την παρουσία του στην ελληνική μουσική σκηνή έχει αποδείξει πως μπορείς να πετύχεις με διάρκεια χωρίς να κάνεις θόρυβο. Ίσως γιατί δεν προσπαθεί να αποδείξει κάτι, όπως ο ίδιος λέει. Με αφορμή τη συμμετοχή των Χειμερινών Κολυμβητών στο Καραγκιόζης Γιούργια Φέστιβαλ στο Παλιό Αμαξοστάσιο της ΟΣΥ στο Γκάζι μιλήσαμε μαζί του.

Ξεκίνησαν οι καλοκαιρινές συναυλίες. Πού θα σας ακούσουμε;

Ως Χειμερινούς Κολυμβητές στις 30 Ιουνίου στο Αμαξοστάσιο στην Αθήνα, στις 8 Αυγούστου στη Βλάστη και 18 Αυγούστου στο Πήλιο. Ίσως στις 14 Αυγούστου στη Ραψάνη. Πιθανόν να προκύψουν δύο ή τρεις ακόμη συναυλίες. Ως «Θέλω να πάρω τα βουνά», σχήμα με τους Κ. Βόμβολο, Ε. Μάζη, Μ. Σιγανίδη και χορωδία υπό τον Γ. Βρυζάκη, 7 ή 8 Αυγούστου στο Πήλιο. Ίσως προκύψει και γι’ αυτό το δευτερεύον σχήμα μας κάτι ακόμη.

Η αγωνία, ο δημιουργικός πυρετός για ένα πρόγραμμα, μια συναυλία, εξακολουθεί να είναι ανεβασμένη μετά από τόσα χρόνια;

Μια αγωνία μικρή πάντα υπάρχει, εξάρσεις πυρετού όταν παρουσιάζουμε κάτι καινούργιο.

Ένας δίσκος, ένα τραγούδι, αποκτούν νέα, διαφορετική υπόσταση όταν παρουσιάζονται ζωντανά;

Είναι κάτι διαφορετικό, το καθένα έχει την αξία του. Ζωντανά μου φαίνεται ότι είναι καλύτερα. Και οι ηχογραφήσεις στο στούντιο όπου παίζουν όλοι μαζί, ζωντανά, είναι καλύτερες. Και πιο οικονομικές. Πολλοί νεαροί την πατάνε ψάχνοντας την τελειότητα, χρεώνονται στο στούντιο και μετά δεν μπορούν να βγάλουν τον δίσκο τους. Βέβαια, και όταν παίζουν ένας-ένας κι αυτό ζωντανό είναι, όμως το αποτέλεσμα συνήθως είναι άψυχο, κάπως παγωμένο, μπαίνει και ο πειρασμός των ηλεκτρονικών διορθώσεων και πάει λέγοντας.

Στα live σας υπάρχει πάντα πολύ πιτσιρίκι. Πώς το εξηγείτε;

Λέτε να μην έχουμε μεγαλώσει; Ή έχουμε μεγαλώσει τόσο πολύ και συμβαίνει να ξαναγινόμαστε μωρά; Ή για κάποιον λόγο τα τραγούδια είναι πειστικά, ίσως γιατί οι στίχοι είναι βιωματικοί και όχι ωραίοι στίχοι που μελοποιήθηκαν. Πιθανόν γιατί δεν υπερασπιζόμαστε –αν αυτό συμβαίνει, όπως πιστεύω– τους εαυτούς μας, γιατί ίσως φαίνεται ότι δεν προσπαθούμε να αποδείξουμε κάτι. Ή καταλαβαίνουν ότι εγώ τουλάχιστον είμαι πεπεισμένος ότι πιθανότατα η κάθε συναυλία μας μπορεί και να είναι η τελευταία.

Η αγάπη σας για το ελληνικό –λαϊκό και ρεμπέτικο– τραγούδι πού οφείλεται;

Μικρό, μου άρεζαν οι καντάδες, τα ροκ εντ ρολ, ο Θεοδωράκης, τα δημοτικά της Μακεδονίας, στην εφηβεία χορεύαμε τσατσά και μάμπο με λαϊκά της εποχής, «Όσο αξίζεις εσύ» κ.ά. Μια μέρα κατηφόριζα από τα παλιατζίδικα προς το σπίτι μου και άκουσα από γραμμόφωνο μια μουσική που με μάγεψε, μου αποκάλυψε μια Ελλάδα που δεν φανταζόμουν ότι υπήρχε. Ήταν το «Χαράματα η ώρα τρεις». Νέος, το έκανε καντάδα ο πατέρας μου στη μάνα μου. Ήταν ανοιχτός ο δρόμος προς τα ρεμπέτικα και τα δημοτικά.

Στο σπίτι τι μουσική ακούτε;

Όχι και πολύ, αφού οι ώρες της μέρας κυλάν γρήγορα, μπαξές, ξεχορτάριασμα, μπάνιο, κάνα έργο, ψηφιοποίηση κασετών ήχου και εικόνας που έχουν αρκετή φασαρία, αφού οι κεφαλές του βίντεο θέλουν συνέχεια καθάρισμα με καθαρό οινόπνευμα από τα οξείδια που δημιουργούνται στην επιφάνεια των παλιών κασετών. Ακούμε δουλειές φίλων ή άλλων, που καταφθάνουν σχετικά συχνά και οφείλω απαντήσεις, ο μεγάλος μου γιος με μύησε στις μπαλάντες του Johnny Cash και άλλων παρεμφερών, ο μικρός στην πρώιμη τζαζ, μικρός είχα αδυναμία στον Scott Joplin. Ακούμε ρεμπέτικα, επίσης πρώιμα, δημοτικά, αρκετά ιταλικά παραδοσιακά, τελευταία δυο φίλοι από τους Κήπους του Ζαγορίου μου έστειλαν τρεις ωραίους δίσκους της παρέας του Πλαστήρα από τα Γιάννενα που τους έψαχνα από καιρό.

Σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, θεωρείτε πως ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος ανταποκρίνεται επαρκώς στα μηνύματα της εποχής; Για παράδειγμα, την περίοδο της δικτατορίας το πολιτικό τραγούδι έγινε η φωνή του λαού.

Αδυνατώ να σας απαντήσω. Τότε τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα, ο κακός ορατός. Τώρα, έγκυρες εφημερίδες μας λεν πως οι ταγματασφαλίτες ήταν κι αυτοί πατριώτες, δωδεκαθεϊστές τακιμιάζουν με ορθόδοξους χριστιανούς, το τοπίο της κρίσης είναι θολό, πάμε πάλι να βγάλουμε τα μάτια μας μόνοι μας. Θα κλείσω μ’ έναν στίχο του Γέιτς («Ο Τροχός», 1928), που συχνά επαναλαμβάνω στις συναυλίες μας, γι’ αυτούς που όλο γκρινιάζουν και κατηγορούν τους άλλους, επισημαίνοντας παράλληλα τον νεκροφιλικό χαρακτήρα της πλειονότητας των ελληνικών κομμάτων: «…δεν ξέρουμε πως ό,τι ενοχλεί το αίμα το ζεστό / είναι μονάχα ο πόθος για του τάφου την αγκάλη».

INFO

Καραγκιόζης Γιούργια Φέστιβαλ

30/6 & 1/7

Παλιό Αμαξοστάσιο ΟΣΥ

Γκάζι