Μαρίτα Παπαρίζου: «Σε αυτήν τη μικρή γωνιά της γης θα γίνονται πάντα θαύματα» - Free Sunday
Μαρίτα Παπαρίζου: «Σε αυτήν τη μικρή γωνιά της γης θα γίνονται πάντα θαύματα»

Μαρίτα Παπαρίζου: «Σε αυτήν τη μικρή γωνιά της γης θα γίνονται πάντα θαύματα»

Η χαρισματική Βολιώτισσα μεσόφωνος Μαρίτα Παπαρίζου τραγούδησε στο Προεδρικό Μέγαρο και στο επίσημο δείπνο που παρέθεσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, προς τιμήν του βασιλιά Φιλίππου του Βελγίου και της βασίλισσας Ματθίλδης, παρουσία σύσσωμης της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.

Η Μαρίτα Παπαρίζου σπούδασε στο Ορφείο Ωδείο Αθηνών, στο Μιλάνο, με τον Ρομπέρτο Κοβιέλλο, και μελέτησε γαλλική όπερα στο Παρίσι με τη Ζανίν Ράις. Έχει ερμηνεύσει ρόλους σε λυρικά θέατρα σε Ελλάδα, Ιταλία, Μόντε Κάρλο, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, ενώ έχει συμπράξει με τις ορχήστρες Φιλομούζικα της Οξφόρδης, Φιλαρμόνια και Βασιλική Φιλαρμονική του Λονδίνου, Ορχήστρα Δωματίου της Σκάλα του Μιλάνου.

Ωστόσο, η ελιτίστικη προσέγγιση της λυρικής μουσικής δεν την αφορά: «Καλός ο φυσικός ήχος και οι λουσάτες αίθουσες, αλλά όσο πιο πολύ βγαίνουμε από το “καβούκι” μας, τόσο πιο μεγάλο κοινό του αύριο χτίζουμε», λέει στην FS.

Την προηγούμενη εβδομάδα βρεθήκατε στο Προεδρικό Μέγαρο και στο επίσημο δείπνο που παρέθεσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, προς τιμήν του βασιλιά Φιλίππου του Βελγίου και της βασίλισσας Ματθίλδης, παρουσία σύσσωμης της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Σε συνεργασία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ), ερμηνεύσατε τον υπέροχο και όχι τόσο γνωστό κύκλο του Μίκη Θεοδωράκη «Μια θάλασσα γεμάτη μουσική». Πώς έγινε η επιλογή του συγκεκριμένου έργου;

Να σας πω, όταν κλήθηκα από την ΚΟΑ, ενημερώθηκα πως ο συγκεκριμένος κύκλος ζητήθηκε από τη Γραμματεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας, μιας και πρωτοηχογραφήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη για την πρόσφατα θανούσα Angélique Ionatos, η οποία έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στο Βέλγιο, πριν μετοικήσει μόνιμα στο Παρίσι. Πρόκειται για έναν υπέροχο κύκλο που θυμίζει σε πολλά σημεία γαλικκό lied (κλασικότροπο τραγουδι), χάρη στην εξαιρετική ενορχήστρωση του Αλέκου Βρέτου, και μας ταξιδεύει σε ένα μουσικό σύμπαν όπου η Ελλάδα και η παρισινή μουσική συνυπάρχουν.

Τι θέση στην καρδιά σας έχει ο Μίκης Θεοδωράκης;

Είναι ο Μίκης μου, ο Μίκης μας, ο άνθρωπος που έμαθε σε αυτόν τον τόσο περήφανο και ξεχωριστό λαό που λέγονται Έλληνες να τραγουδά και να γλεντά με τους στίχους των ποιητών, πηγαίνοντας τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Βάρναλη, τον Ρίτσο και τόσους άλλους σε κάθε γωνιά. Θυμάμαι τους δικούς μου να λένε πως την εποχή της επταετίας πηγαίναν με καΐκι στο νησάκι της Πρασούδας, στον Παγασητικό, για να ακούσουν τον «απαγορευμένο» Μίκη. Θυμάμαι τον εαυτό μου, κάποια χρόνια πριν, να ερμηνεύω «Μικρές Κυκλάδες», «Μαουτχάουζεν» και «Επιτάφιο», αλλά και τα «Παιδικά» του Μίκη, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, σε μια μαγική βραδιά, στη Ρεματιά Χαλανδρίου. Θυμάμαι τον ίδιο τον Μίκη να μου δίνει στο σπίτι του, στου Φιλοπάππου, παρτιτούρες και να μου λέει «αυτά θέλω να τα πεις εσύ»...

Και ποια ήταν η ανταπόκριση του κοινού; Συνήθως σε αυτές τις τόσο επίσημες εκδηλώσεις υπάρχει κάποιο «πρωτόκολλο» που σχεδόν απαγορεύει τον πολύ ενθουσιασμό.

Έχοντας κάποια σχετική πείρα σε θέματα πρωτοκόλλου, οφείλω να ομολογήσω πως κι εγώ εξεπλάγην από την αντίδραση του βασιλικού ζεύγους του Βελγίου. Όπως ανακοίνωσε και η ΚΟΑ, η αντίδρασή τους ήταν τόσο ενθουσιώδης, που χειροκροτούσαν μετά από κάθε κομμάτι κι όχι στο τέλος της εκδήλωσης, ως είθισται. Στο τέλος, μου ευχήθηκαν να με ακούσουν σύντομα στο Théâtre Royal de la Monnaie, ποιος ξέρει;

IMG 0037 min

Διαβάζω ότι ετοιμάζετε κάτι δισκογραφικά. Πείτε μας περισσότερα.

Μετά από την πολύ επιτυχημένη μου δισκογραφία με τους Solisti Veneti και τον αλησμόνητο Claudio Scimone, σκεφτόμαστε να επαναλάβουμε το εγχείρημα, αλλά αυτήν τη φορά με τον νέο μαέστρο της ορχήστρας, τον υπέροχο Giuliano Carella, αλλά θα μου επιτρέψετε να μην αποκαλύψω περισσότερες λεπτομέρειες, μιας και το θέμα του ρεπερτορίου κρύβει μια σημαντική έκπληξη.

Οι ζωντανές σας εμφανίσεις τι περιλαμβάνουν;

Πρόσφατα συμμετείχα στο Ρέκβιεμ του Μπρούκνερ, στο θέατρο «Ολύμπια», το παλιό σπίτι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε μια συγκινητική βραδιά. Όσο για το μέλλον, ακολουθούν εμφανίσεις στη Γένοβα της Ιταλίας, το Σαντιάγο της Χιλής, αλλά και ο διπλός ρόλος της Διδούς και της Αρχιμάγισσας σε ένα ξεχωριστό ανέβασμα του έργου «Διδώ και Αινείας», στο Διεθνές Φεστιβάλ Χόρτου, στον τόπο μου, σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, καθώς και ο ρόλος του Φαρνάκη στην ομώνυμη όπερα του Βιβάλντι, στο Μεσογειακό Φεστιβάλ Δήμου Καλλιθέας του οποίου έχω την τιμή να έχω την καλλιτεχνική επιμέλεια από γεννήσεώς του. Συζητώντας φέτος με τον δήμαρχο και τον αντιδήμαρχο Πολιτισμού της Καλλιθέας, το πρώτο που με ρώτησαν ήταν ποιο έργο θα κάνουμε φέτος… Κάτι καλό έχουμε καταφέρει μετά από επτά πια χρόνια, δεν νομίζετε;

Είσαστε νέα γυναίκα. Οι νέοι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τη συμφωνική μουσική, την μπαρόκ, την όπερα; Ή πάντοτε, διαχρονικά, οι μεγαλύτερες ηλικίες;

Θα σας το θέσω ως εξής, τα παιδιά είναι οι πιο αληθινοί και οι πιο σκληροί κριτές. Έχει έρθει, λοιπόν, στην Αθήνα η κουνιάδα μου με τον σύζυγό της και τους πηγαίνουμε βόλτα στο Κέντρο Πολιτισμού-Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος». Εκεί, στο πωλητήριο του ισογείου βρίσκουμε ένα υπέροχο βιβλίο για παιδιά για τον Μότσαρτ, όπου πατώντας κουμπιά ακούγονται μουσικές του, και το αγοράζουμε για να το προσφέρουμε ως δώρο στην ανιψιά μας. Το αποτέλεσμα ήταν ένα παιδί που ζητούσε έκτοτε να ακούει περισσότερη κλασική μουσική και τη φωνή της «θείας». Με άλλα λόγια, τα πάντα είναι θέμα παιδείας και καλλιέργειας από το σπίτι. Γιατί εγώ έγινα λυρική καλλιτέχνις;

Τι χρειάζεται για να βγει η όπερα εκτός των «τειχών», έξω από τα θέατρα που απαιτούν και αντίστοιχο τελετουργικό προσέλευσης; Υποθέτω πως είναι ένας από τους λόγους που η όπερα δεν έχει τη δημοφιλία άλλων ειδών.

Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε όλο και μικρότερες ηλικίες να πηγαίνουν στην όπερα, και όχι μόνο. Εμείς χαρακτηριστικά παρουσιάσαμε το 2016 την «Carmen» του Μπιζέ, σε ένα ανέβασμα πιο έξω κι από το έξω… στον προαύλιο χώρο του Δημοτικού Σταδίου «Γρ. Λαμπράκης», οδηγώντας στο πρότζεκτ της Δημιουργικής Ευρώπης «Opera out of Opera», με το οποίο συνεργάστηκα σε Ρώμη, Αθήνα, Παμπλόνα και Σάλτσμπουργκ, τραγουδώντας σε συναυλιακές αίθουσες, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, πλάι στη θάλασσα, μέσα σε αεροδρόμια ή σε εμπορικά malls. Παντού η αντίδραση ήταν η ίδια, ενθουσιασμός, χαρά και κάθε είδους ηλικία, οπότε ναι, καλός ο φυσικός ήχος και οι λουσάτες αίθουσες, αλλά όσο πιο πολύ βγαίνουμε από το «καβούκι» μας, τόσο πιο μεγάλο κοινό τού αύριο χτίζουμε.

Το βιογραφικό σας περιλαμβάνει πολύ σημαντικές συνεργασίες και εμφανίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ποιες προσωπικότητες και ποιες στιγμές της πορείας σας σάς καθόρισαν ως καλλιτέχνιδα;

Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος μέντοράς μου, ο άνθρωπος που μου έμαθε πως ο Χατζιδάκις κι ο Θεοδωράκης μπορούν να συνυπάρχουν με τον Βέρντι και τον Ροσίνι. Ο Χρήστος Λαμπράκης με βοήθησε με την υποτροφία «Αλεξάνδρα Τριάντη» και με την προσωπική του αρωγή στη συνέχεια για σπουδές στο γαλλικό ρεπερτόριο, πλάι στη Janine Reiss, έναν άλλο φωτεινό πυλώνα της ζωής μου. Ο Claudio Scimone, που με πήρε από το χέρι και με πήγε στο Théâtre des Champs-Elysées, συστήνοντάς με στο παρισινό κοινό, και τέλος το ζεύγος Nicolas & Matti Egon καθώς και ο Οδυσσέας Κυριακόπουλος, που υπήρξαν οι προσωπικοί μου φάροι.

Ποιο είδος ρεπερτορίου σάς εκφράζει περισσότερο;

Λένε πως όποιο δάκτυλο και να κόψεις, το ίδιο θα πονέσεις. Τι να πω; Το μπαρόκ, το μπελκάντο, η γαλλική όπερα, οι αντρικοί ρόλοι; Δεν υπάρχει κάτι που να πω ότι μου αρέσει πιο πολύ, χωρίς να το ξανασκεφτώ και να πω, όχι το άλλο προτιμώ. Τι να αφαιρέσω, τη δική μας μουσική; Δεν γίνεται, αν όμως έπρεπε να διαλέξω ένα έργο και έναν ρόλο, αυτός θα ήταν ο ρόλος του Tancredi από την ομώνυμη όπερα του Ροσίνι, ένας ρόλος αντρικός, ενός νέου πολεμιστή, ρομαντικού, ζηλιάρη, πατριώτη, με υπέροχες μουσικές.

Και ποιο ρόλο θεωρείτε δυσκολότερο για μια κοντράλτο, όπως εσείς;

Αναντίρρητα αυτόν του Falliero, από την όπερα «Bianca e Falliero» του Ροσίνι. Απαιτεί τεράστια φωνητική έκταση, γεγονός που οδηγεί πολλές διάσημες που τον αποτόλμησαν να τον τραγουδούν σε πιο χαμηλή τονικότητα, καθώς και αυτός της Fidès από την όπερα «Le prophète» του Μέγερμπερ. Μιλάμε για ρόλους κόλαφους, με αποτέλεσμα να μην ανεβαίνουν εύκολα τα έργα αυτά.

Και τώρα θέλετε να μας εξηγήσετε τι είναι μια κοντράλτο και τι διαφορά έχει από τις υψιφώνους ή μεσοφώνους;

Ωραία ερώτηση! Μια κοντράλτο μπορεί να ερμηνεύσει πιο εύκολα ρόλους μιας μεσοφώνου, αλλά όχι το αντίθετο. Οι περισσότεροι ρόλοι για κοντράλτο απαιτούν μεγάλη έκταση και φωνητική ευελιξία, κολοτούρα όπως λέμε στη γλώσσα μας οι μουσικοί, και συνήθως μια κοντράλτο αισθάνεται πιο άνετα στις χαμηλές τραγουδιστικές περιοχές, ζητώντας όμως πού και πού κάποιες πυροτεχνικές φωνητικές εκρήξεις σε περιοχές του πενταγράμμου που ανήκουν στις υψιφώνους, τις πιο λεπτές γυναικείες φωνές. Όσο για τις μεσοφώνους, είναι αυτό ακριβώς που λέει και το όνομά τους, η μεσαία ζεστή γυναικεία φωνή. Τώρα, αν είναι να αναλύσουμε και τις ενδιάμεσες βαθμίδες (λυρικές, δραματικές κ.λπ.), δεν μας φτάνει μια συνέντευξη, αφήστε που θα μείνουν κι οι αντρικές φωνές ασχολίαστες και θα μας μαλώσουν τα αγόρια (γέλια).

Στο σπίτι σας τι ακούτε; Έχετε π.χ. δίσκους της ροκ μουσικής ή ακόμη και λαϊκής;

Υπάρχει αρκετό έντεχνο ελληνικό τραγούδι, ωραίο αρχοντορεμπέτικο, μιας και τρέχουμε και μια παράσταση για τη Σοφία Βέμπο, κάποια ρεμπέτικα και αρκετή jazz και soul. Δεν είμαστε τόσο της ροκ ως συλλέκτες, αλλά το στέκι μας με τον σύζυγο στα νιάτα μας ήταν το «Cafe Santan», επί της οδού Ογλ, το απόλυτο ροκάδικο του Βόλου. Τότε, φυσικά, όταν από το ροκάδικο πήγαινες στο τσιπουράδικο δεν άκουγες Βέρντι, αλλά μάλλον Διονυσίου και Μπέλλου. Κάπως έτσι μεγάλωσα, ακούγοντας τότε και συνεχίζοντας και τώρα να ακούω σχεδόν τα πάντα… σχεδόν, αλλά η αγάπη μου ήταν, είναι και θα είναι η όπερα.

Έχουν ταλέντο οι νέοι μουσικοί στην Ελλάδα;

Ευτυχώς ΝΑΙ και το τονίζω με κεφαλαία γράμματα. Το βλέπω στο επίπεδο των μαθητών μου. Πρόσφατα, επίσης, έγινε ο Πανελλήνιος Διαγωνισμός Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα, που διοργάνωσε το Διεθνές Μουσικό Σωματείο Gina Bachauer και δεν ήξερες τι να πρωτοδιαλέξεις και ποιον να χειροκροτήσεις περισσότερο. Αν, δε, αναλογιστούμε και το μικρό μέγεθος της Ελλάδας, σε σχέση με την αναλογία των ταλέντων που παράγουμε, θα πρέπει να είμαστε κάτι παραπάνω από περήφανοι, εάν υπάρχει κάτι τέτοιο. Σε αυτήν τη μικρή γωνιά της γης θα γίνονται πάντα θαύματα.