Είδαμε την παράσταση “Άνθρωποι και Ποντίκια”, στο Θέατρο Cartel - Free Sunday
Είδαμε την παράσταση “Άνθρωποι και Ποντίκια”, στο Θέατρο Cartel

Είδαμε την παράσταση “Άνθρωποι και Ποντίκια”, στο Θέατρο Cartel

Μια παράσταση σταθμός στα θεατρικά πράγματα, από το σπουδαίο μυθιστόρημα του 1937

του Τζον Στάινμπεκ, σε ελεύθερη μετάφραση και απόδοση, της Σοφίας Αδαμίδου, υπό την

εξαίρετη σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη… παρακολουθήσαμε.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ

Άνθρωποι και ποντίκια… άνθρωποι ποντίκια. “Άχθος αρούρης”, βάρος της γης…                                 κατά τον Όμηρο.

Ένα τεράστιο έργο του Νομπελίστα Τζον Στάινμπεκ, ένα μυθιστόρημα σταθμός που απογυμνώνει την σκληρή όψη της αλήθειας σε βαθμό τέτοιο, που ακόμη                                        και αν ο σύγχρονος άνθρωπος την αντικρύσει άθελά του εμπρός του,

μηχανικά, αυτοματοποιημένα θα στρέψει αλλού το κεφάλι και σιωπηλά με αποστροφή και βιασύνη θα αποχωρήσει, σαν ποτέ να μην την απάντησε.

Η σπουδαία παράταση το Βασίλη Μπισμπίκη, μας μεταφέρει από τις συνθήκες της                 Αμερικής του συγγραφέα στα 1937,

με την προσαρμοσμένη απόδοση της Σοφίας Αδαμίδου στο σήμερα,

σε έναν χώρο όπως αυτός του Cartel, που σε τίποτα δεν θυμίζει ένα κλασικό θέατρο του

κέντρου, μα όντας κι αυτό τοποθετημένο σε μια περιθωριακή περιοχή που ερημώνει τις

νύχτες, μια συνοικία στην μέση του πουθενά, γεμάτη λάσπη, μοναξιά, σιωπή και

εγκατάλειψη, όντας και ο ίδιος ο χώρος πρώην μηχανουργείο, καταφέρνει με την μέθοδο

της ταύτισης του πραγματικού χώρου με το ίδιο το θέμα του έργου, με την ζωγραφική                                                                τεχνική του sfumato, να μην ξεχωρίζουμε πια αν βρισκόμαστε εν τω μέσω μιας παράστασης                                                  ή απλά και συμπτωματικά θεατές μιας σκληρής και αδυσώπητης πραγματικότητας.


Δυο φίλοι, φαινομενικά διαφορετικοί, ο Τζώρτζ και ο Λένι, ο πρώτος γεροδεμένος, ψηλός

οξύθυμος και περισσότερο ευφυής και ο δεύτερος πάσχων από μια πνευματική αναπηρία

που του έχει στερήσει τον ορθό τρόπο σκέψης και τον έχει καταστήσει να συμπεριφέρεται

σαν μωρό παιδί, αγαθός και γεμάτος φοβίες και ανασφάλειες, γαντζωμένος απόλυτα στον

βίαιο μα και σε στιγμές τρυφερό απέναντί του Τζώρτζ, που ουσιαστικά τον φέρει στην

πλάτη του σαν κατάρα… μα και σαν μικρή ευλογία, μιας και ως ένα λειτουργούν.  

Σύντροφοι και συνοδοιπόροι στην ασχήμια και της μοίρας την σκληρότητα,    

που σε ετούτη τη θέση τους οδήγησε.

Μα «ακόμα κι όταν κάποιος είναι πεπεισμένος για την απελπισία του, μας λέει ο Καμύ πρέπει να δρα σαν να ελπίζει. Ή να αυτοκτονεί. Ο πόνος δεν δίνει δικαιώματα.»

Διαφοροποιώντας  τα ονόματα και προσαρμόζοντάς τα στην Ελληνική πραγματικότητα,

ο Βασίλης πλέον και ο Λένος, δυο προϊόντα , παράγωγα της  μικροαστικής και βαθιά

τραυματικής  εποχής, εμπρός σε μια ανοιχτή πόρτα που παύει πια να κοιτά το θέατρο,

μα το καταθλιπτικό  και τόσο παρακμιακό εξωτερικό περιβάλλον σε μια κάθετη οδό επί της Αγίας Άννης, (τα παλιά εργοστάσια, τους λασπωμένους δρόμους ,τη  μοναξιά                              και τον κίνδυνο του άγνωστου ),         

μας παρουσιάζονται με τρόπο τόσο φυσικό και ανεπιτήδευτο, που θαρρεί κανείς πως

καλείται να σηκωθεί και μια κουβέντα να πει, να κραυγάσει, να πει… “φτάνει”, μιας και…. σε καμιά άλλη περίπτωση μη σκηνοθετημένη δεν θα το έκανε, διότι κανείς δεν επιθυμεί, σε “υποθέσεις ξένες”, τέτοιας φύσης να εμπλέκεται.

Ύστερα το σκηνικό αλλάζει και μεταφέρεται σε άλλο χώρο. Βρισκόμαστε μπροστά στην ποντικοφωλιά, σε ένα μηχανουργείο, όπου οι άνθρωποι και τα ποντίκια συμβιώνουν, μετακινούμενοι μέσα της από μια τρύπα στον τοίχο, προς τις του θεάματος διαστάσεις.

Εκεί οι πρωταγωνιστές μας πηγαίνουν για να πιάσουν δουλειά.

Εκεί έρχονται σε επαφή με νέες πραγματικότητες, νέους πρωταγωνιστές και  ζωές που είναι σημαδεμένες από θάνατο, εθνικισμό, φόβο, επιβολή, προδοσία, μαρασμό, εγκατάλειψη,  μα και όνειρα απατηλά για διαφυγή, σε μια άλλη, αδύνατη για αυτούς πραγματικότητα.

Μέσα σε αυτό το άκρως πραγματικό σκηνικό, με τους ηθοποιούς να ξεπερνούν το ερμηνευτικό ιδίωμα και να έχουν προσχωρήσει στον απόλυτο ρεαλισμό και την ολοκληρωτική ταύτιση  με αυτό που ο καθένας ερμηνεύει, γινόμαστε μάρτυρες μιας θεατρικής αποκάλυψης, μιας παράστασης τόσο βαθιά ανθρώπινης όσο και απάνθρωπης, τόσο φυσικής, όσο και υπερρεαλιστικής, τόσο δυναμικής και κραυγαλέας, όσο και ενδόμυχα αθόρυβης, που σε καθορίζει και για τους μη μυημένους θεατές  τέτοια …                                                                                      ώστε να εντρυφήσουν και στο θέατρο να πιστέψουν.

Η γλώσσα που παρουσιάζεται μολονότι χρησιμοποιεί εντονότατες βωμολοχίες και ιδιώματα, είναι μια γλώσσα που απαντάται στους δρόμους και οι συμπεριφορές  που σε αρκετές περιπτώσεις κινούνται στα άκρα, «είναι τόσες όσο», συνεπώς αγγίζουν με ακρίβεια το όριο όπου η πρόθεση δεν παρερμηνεύει την πράξη, μα ορθά και αποτελεσματικά ως το τέλος την επιβεβαιώνει.

Οι δύο κύριοι πρωταγωνιστές απόλυτα, αφιλτράριστα φυσικοί, με τον ιδιαίτερα αβανταδόρικο, δύσκολο όσο και επικίνδυνο ρόλο του Λένου (Δημήτρη Δρόσου) ώστε να γίνει γραφικός, ερμηνευμένο τέλεια, σε σημείο που να περιμένεις το τέλος της παράστασης για να πειστείς πως ο ηθοποιός πράγματι δεν έχει πραγματικό πρόβλημα,καθώς και τον Βασίλη, (Βασίλη Μπισμπίκη) να δίνει με τη σειρά του μαθήματα υποκριτικής φυσικότητας.

Αναφορικά με τους υπόλοιπους συντελεστές, ο Γιώργος Σιδέρης, ο Μάνος Καζαμίας,                       ο Θάνος Περιστέρης, ο Στέλιος Τυριακίδης και ο  ερασιτέχνης Γιανμάζ Ερντάλ , μετουσιώνουν τη σκηνή σε χώρο και τόπο πραγματικό, ένα χαλί πλεγμένο με διαφορετικές μα τόσο συμβατές μεταξύ τους ίνες, σε ένα τελικά ουσιαστικά πραγματικό αποτέλεσμα.

Καλή και αρκετά φυσική και η γυναίκα της παράστασης Νικολέτα Κοτσαηλίδου, ενώ η ερωτική σκηνή που παρουσιάζεται από την Αγγέλα Πατσέλη και τον Βασίλη Μπισμπίκη, καταδεικνύει τα βιώματα και την του σώματος γλώσσα, σε σιωπή και αληθοφάνεια τυλιγμένη.

Ο χώρος κάτι περισσότερο από ένα σκηνικό θεάτρου, οι φωτισμοί πραγματικοί, και ακόμη και οι λεπτομέρειες στην διαχείριση της μουσικής, που ταυτίζει τα πάθη και τις επιθυμίες με τους σύγχρονους λαϊκούς αιδούς και το λαϊκό και γεμάτο εξάρσεις εσωτερισμού ρεπερτόριο, είναι συγκλονιστικά.

Μέχρι και η τηλεόραση ήταν και αυτή προσαρμοσμένη θεματικά σε ιστορίες και εικόνες καθημερινής τρέλας, που δένουν με ακρίβεια με την παράσταση.

Αν κάποιος δεν είναι υπέρμαχος του θεάτρου, την παράσταση αυτή προτείνουμε για να επαναπροσδιορίσει τις απόψεις του, μα ακόμη και αν είναι, με αυτή την παράσταση μπορεί να επαναδιατυπώσει τις θέσεις και την αντίληψή του αναφορικά με το πραγματικά δυνατό και ανεπιτήδευτα ρεαλιστικό θέατρο.

Συντελεστές:

Μετάφραση- Ελεύθερη απόδοση: Σοφία Αδαμίδου

Δραματουργική επεξεργασία - Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης

Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη

Φωτισμοί: Λάμπρος Παπούλιας

Κινησιολογία: Αγγέλα Πατσέλη

Βοηθός Σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου

Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης

Αφίσα: Παναγιώτης Μητσομπόνος

Υπεύθυνη Παραγωγής: Φαίη Τζήμα

Τεχνική Υποστήριξη: Δημήτρης Κουτάς, Δημήτρης Σαρρής

Κατασκευή Σκηνικού: Ομάδα Cartel

Ηθοποιοί: Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Δρόσος, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Θάνος Περιστέρης, Αγγέλα Πατσέλη.