Είδαμε την παράσταση LULU, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης - Free Sunday
Είδαμε την παράσταση LULU, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Είδαμε την παράσταση LULU, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Την ιδιαίτερη παράσταση LULU, του Φρανκ Βέντεκιντ, σε νέα μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, υπό την σκηνοθεσία του πρώην διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Γιάννη Χουβαρδά… παρακολουθήσαμε.

ΚΡΙΤΙΚΗ-ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δύο μικρά χέρια, δύο ηδυπαθή χείλη, μία ανεπιτήδευτα ερωτική παθητικότητα και ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο συναντά κανείς απογυμνωμένα τα πάθη και τις επιθυμίες του.

Κανείς δεν υπάρχει εδώ, παρά για να υπάρξει ερωτευμένος, ολοκληρωτικά δοσμένος στο απίθανο, στο άφταστο, στο δικό του… στο ξένο.

Σώματα επάνω σε σώματα, συμπλέγματα σαγήνης και τύφλωσης, μία Κόλαση του Δάντη επί της γης, επί σκηνής, όπου στα μάτια της Lulu, μιας μικρής πόρνης, αντανακλάται όλη η φτώχεια του αυτοσκοπού της επιθυμίας.

Μια βαθιά αποκρυπτογράφηση της κατακρήμνισης των χρηστών ηθών, όπου τραπεζίτες, επιστήμονες, γιατροί, ένας μεγαλοεκδότης, ένας ακροβάτης και μία ομοφυλόφιλη αριστοκράτισσα παραδίδουν το πνεύμα τους στη σάρκα και αυτή, στα χέρια της πρωταγωνίστριας.

Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, ή οικονομικής προέλευσης και τάξης στον κυκεώνα που απογυμνώνει το ανθρώπινο από το ηθικό και το αξιοπρεπές και το προσφέρει έναντι αντιτίμου πενιχρού στο ζωώδες.

Η Lulu είναι η επιθυμία της σάρκας, το θανάσιμο αμάρτημα της λαγνείας και όπως καθετί θανάσιμο, η υπερβολική σε αυτό έκθεση οδηγεί με ακρίβεια μαθηματική στο θάνατο.

Για ετούτο και η συντριβή μέσω της απόλυτης σεξουαλικότητας που πρεσβεύει ο Βέντεκιντ, έρχεται να συγκρουστεί με το κατεστημένο της εποχής του, που πιο σαθρό στο βάθος και από το θάνατο τον ίδιο, τον καταδικάζει ως ανήθικο και επικίνδυνο για τα δημόσια ήθη. Τι ειρωνεία!

Το τσίρκο είναι ο κήπος του παράδοξου, του υπέρλογου, του ακραίου, μέσα στο οποίο κάθε λογική και εγκράτεια καταλύεται, εμπρός στα έκπληκτα μάτια των παρευρισκόμενων.

Η ζωή είναι ένα αστείο και σε αυτό μπορεί να στοιχηματίσει ο θηριοδαμαστής, ο οποίος με ένα μικρό, επαναλαμβανόμενο, απόκοσμο ήχο, μας ρίχνει μέσα στην του θεάματος παραδοξολογία.

Ο Χουβαρδάς, σκηνοθέτης και θηριοδαμαστής της παράστασης, ξεκίνα να μας εκπλήσσει με μία ιδιάζουσα υπερσυσσώρευση εραστών στο πλατό του θεάτρου και εκείνη την αλλόκοτη εκφραστικότητα του δικού του σουρεαλισμού.

Κάπου όμως όλο αυτό σκληραίνει και όχι στην επιλογή των συντελεστών, όσο στην απώλεια ελαστικότητας του συμπεράσματος μιας κρυφής ποιητικότητα. Οι ηθοποιοί περιστρέφονται γύρω από το μαγνητισμό της Lulu, φερέφωνα, κατευθυνόμενοι από τα θέλγητρα της αντανάκλασης τους επάνω της, της αντανακλάσεις της επάνω τους.

Και ενώ η Lulu, (Άλκηστις Πουλοπούλου), είναι ο πλανήτης γύρω στον οποίο περιστρέφεται όλη αυτή η αδιάφορη στο βάθος για αυτή θνητότητα, χάθηκε το ακούσιο θέλγητρο της, η σιωπηλή δύναμη της επιθυμίας που εκπέμπει, έτσι ώστε σε πολλές των περιπτώσεων να μας δυσκολεύει να πιστέψουμε πως το πλάσμα αυτό, έχει τη δύναμη να σκορπά όλη ετούτη τη συντριβή.

Ρόλος παθητικός ναι, μία γυναίκα που δεν χρειάζεται να προσπαθήσει για να σαγηνεύσει φυσικά, μα η εσωτερική δύναμη της αθωότητας ήταν αυτό που μας έλειπε.

Κατά τα άλλα η Καραμπέτη Κόμισσα Γκέσβιτς, σε μία ερμηνεία στωική και υπομονετική εμπρός την ασίγαστη διαρκή φλόγα που την καίει, μία καρικατούρα υπέροχη, που δομείται και αποδομείται από την επιθυμία, την δοσμένη ολοκληρωτικά θυσιαστικά στο πρόσωπο της αγαπημένης της.

Ο Αλέκος Συσσοβίτης, δυναμικά παθιασμένος, γνήσιο τέκνο της υπερβολής του τσίρκου, η οποία περιέχεται και στο συναίσθημα του.

Ο Άκης Σακελλαρίου διεισδυτικά δυναμικός σε μία πληρέστατη ερμηνεία καθώς και η τραγελαφική φιγούρα του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη, στο ρόλο του Ζωγράφου Σβαρτς.

Ο Χατζόπουλος πολύ καλός καθώς επίσης και οι Μπινιάρης και Φραγκούλης.

Τα σκηνικά λιτά, όχι όμως ελλιπή, μα εξαιτίας της ιδιαζούσης δομής του θεάτρου ίσως να φαντάζουν λίγο φτωχά, τα κοστούμια της Εύας Μανιδάκη υπέροχα μας μετέφεραν ευθύγραμμα στο κλίμα της παράστασης, η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου καλή καθώς και οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου.

Μία παράσταση εν κατακλείδι ιδιαίτερη γεμάτη πάθη και πόνο, βγαλμένη από τα έγκατα του προσωπικού μας παραλογισμού, της δικής μας παράδοσης στο πάθος.

Συντελεστές:

Διασκευή-Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας

Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Ιωάνννα Τσάμη

Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου 

Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Βοηθός σκηνοθέτη: Ειρήνη Φαναριώτη 

Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Πιταούλη

Βοηθός σκηνογράφου: Φιλάνθη Μπουγάτσου

Βοηθός ενδυματολόγου: Ήρα Καραγκούνη

Φωτογραφίες: Άλεξ Κατ

Video: Παντελής Μάκκας

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά):

Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη

Γιώργος Μπινιάρης

Άλκηστις Πουλοπούλου

Άκης Σακελλαρίου

Αλέκος Συσσοβίτης

Χάρης Φραγκούλης

Νίκος Χατζόπουλος 

 Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Διακουμοπούλου

Ημέρες και ώρες παραστάσεων:

Κυριακή, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 20.30

Σάββατο: 18.00 & 21.00