Ο Michael Seibel ανεβάζει το «Όνομα του Ρόδου» στη θεατρική Αθήνα - Free Sunday
Ο Michael Seibel ανεβάζει το «Όνομα του Ρόδου» στη θεατρική Αθήνα

Ο Michael Seibel ανεβάζει το «Όνομα του Ρόδου» στη θεατρική Αθήνα

Το «Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο εξακολουθεί να σαγηνεύει το κοινό 40 χρόνια μετά την έκδοσή του. Ενδεικτική η επιτυχία που γνώρισε η πρώτη θεατρική μεταφορά του, το 2016, οπότε ανέβηκε στο ιστορικό Piccolo Teatro του Μιλάνου, με την υπογραφή του Stefano Massini. Τον Ιανουάριο του 2020 το αριστούργημα του Ουμπέρτο Έκο κάνει πρεμιέρα στο Altera Pars. Για πρώτη φορά στα ελληνικά, σε θεατρική μεταφορά του βραβευμένου θεατρικού συγγραφέα, σκηνοθέτη και δημοσιογράφου Stefano Massini. Ο σκηνοθέτης της φιλόδοξης παραγωγής, Michael Seibel, μας μιλάει.

Σκηνοθετείτε ένα έργο που θεωρείται από τα κορυφαία του είδους του. Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση όταν το αναλάβατε;

Η αρχική μου σκέψη ήταν πόσο δύσκολο είναι να καταταχθεί το συγκεκριμένο έργο σε ένα λογοτεχνικό είδος. Θα μπορούσε να διαβαστεί ως μεσαιωνικό χρονικό, ιστορικό μυθιστόρημα, αστυνομικό μυθιστόρημα, ιδεολογικό, φιλοσοφικό αφήγημα ή και αλληγορία. Μας θυμίζει την πολυειδία, την ανάμειξη των λογοτεχνικών ειδών (contaminatio generum) των ποιητικών έργων της ελληνιστικής περιόδου της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Καταλήγοντας θα έλεγα ότι μάλλον έχουμε να κάνουμε με ένα φιλοσοφικό ανάγνωσμα και ότι η θεατρική μεταφορά θα πρέπει να φέρει τη φιλοσοφία επί σκηνής.

Πώς προσεγγίσατε το έργο δεδομένου ότι πλέον καλείστε να επικοινωνήσετε το κείμενο όχι στον αναγνώστη αλλά στον θεατή και μάλιστα σε πραγματικό χρόνο;

Όλοι γνωρίζουμε ότι το «Όνομα του Ρόδου» εκτός από δημοφιλές ανάγνωσμα σηματοδότησε κατά την τελευταία εικοσαετία του περασμένου αιώνα τη συγγραφή πολυσέλιδων μυθιστορημάτων που χαρακτηρίστηκαν από την επάνοδο του επικού στοιχείου και των δραματικών χαρακτήρων. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είναι αυτά που με ώθησαν αρχικά να ασχοληθώ σκηνοθετικά με την επί σκηνής μεταφορά του μυθιστορήματος αυτού.

Η σκηνοθεσία θα καταδείξει τον φανατισμό και τους κινδύνους που εγκυμονεί, προβληματίζοντας και παράλληλα διδάσκοντας τον θεατή. Ευελπιστώ ότι μέσα από αυτή την παράσταση ο θεατής θα σκύψει περισσότερο μέσα του, θα αναγνωρίσει τον δικό του προσωπικό φανατισμό και θα κατανοήσει πόσο αυτός δυσχεραίνει την ατομική και κοινωνική του ζωή. Θα συνειδητοποιήσει ότι η βιαιότητα και η άκαμπτη μισαλλοδοξία, απόρροια του φανατισμού, αδρανοποιούν τις δημιουργικές του δυνάμεις και παρουσιάζονται ως τροχοπέδη στην εξέλιξή του. Το έργο αυτό δίνει έμφαση στη σημασία της ορθής, ανθρωπιστικής παιδείας, που προσφέρει στους ανθρώπους αφενός την ικανότητα να κρίνουν με αντικειμενικότητα τα δεδομένα της κοινωνικής πραγματικότητας και αφετέρου τους εξοπλίζει με βαθύ και αδιαπραγμάτευτο σεβασμό για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Και όλα αυτά τα επιτυγχάνει η ανθρωπιστική παιδεία με την ανάδειξη της σημασίας του διαλόγου στην αναζήτηση της αλήθειας, της ανεκτικότητας στις διαφορετικές απόψεις και αντιλήψεις, της κατανόησης πως η αλήθεια δεν είναι μονοσήμαντη ή μονόπλευρη, αλλά και της αξίας της αμφισβήτησης ως μέσου για τη διαρκή βελτίωση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών. Η ελευθερία έκφρασης και σκέψης, η διαλλακτικότητα και η μετριοπάθεια συνιστούν βασικές ποιότητες για τους πολίτες μιας υγιούς κοινωνίας.

Τι δυσκολίες συναντήσατε, τόσο στο αρχικό «χτίσιμο» της σκηνοθεσίας, όσο και κατά τη διάρκεια των προβών;

Η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στη μεταφορά του μυθιστορήματος επί σκηνής και αφορά περισσότερο στην αισθητική που έπρεπε να επιλέξω. Με ποια δηλ. αισθητικά μέσα θα επιτύχω τη μεταφορά ενός μεταμοντέρνου μυθιστορήματος στη σκηνή ώστε το αποτέλεσμα να είναι ρεαλιστικό, όπως ρεαλιστικό είναι και το μυθιστόρημα, και εύληπτο από τους θεατές. Δεν έχουμε πλέον αναγνωστικό κοινό, αλλά θεατές, στους οποίους απευθύνεται η συγκεκριμένη δημιουργία.

Να περιμένουμε και νεωτεριστικά στοιχεία ή έχετε μείνει πιστός στην ατμόσφαιρα που αποπνέει το βιβλίο;

Η παράσταση θα μείνει πιστή στην ατμόσφαιρα που περιγράφει το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο σε όλα τα επίπεδα μιας θεατρικής μεταφοράς επί σκηνής. Η επικαιρότητα εδώ δεν βρίσκεται στη μεταφορά σε μια σύγχρονη εποχή αλλά στην επεξεργασία των βασικών θεμάτων του έργου, όπως ο φανατισμός και η ανάγκη για μόρφωση, θέματα τα οποία απασχολούν κάθε εποχή εκ νέου.

Ποιος θα λέγατε ότι είναι ο πυρήνας του βιβλίου;

Η πολυεπίπεδη ανάγνωση αυτού του κειμένου αποτέλεσε για μένα πρόκληση ενασχόλησης. Το «Όνομα του Ρόδου» είναι ένα ρεαλιστικό έργο, το οποίο μπορεί να αναγνωστεί σε διάφορα επίπεδα. Αποτελεί κατ’ αρχάς μια αστυνομική ιστορία, στην οποία ο αναγνώστης περιμένει να αποκαλυφθεί ο δολοφόνος. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας παραπέμπει σε έναν «μεσαιωνικό Σέρλοκ Χολμς». Το δεύτερο επίπεδο είναι καθαρά ιστορικό. Η ιστορία εκτυλίσσεται στον ύστερο Μεσαίωνα, δίνοντας στον αναγνώστη πολλές πληροφορίες για μια εποχή που οδεύει αργά και βασανιστικά στην Αναγέννηση. Το τρίτο επίπεδο είναι φιλοσοφικό και θεολογικό. Οι αιρέσεις, οι θεολογικές διαφωνίες των λογίων της Εκκλησίας την εποχή εκείνη, η σύγκρουση του καλού με το κακό, όπως διαφαίνεται μέσα από την αντιπαράθεση των δύο μερών της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη: το πρώτο αναφέρεται στην τραγωδία, δηλαδή στο καλό, στο ιερό. Το δεύτερο στην κωμωδία και εκπροσωπεί το κακό και το βέβηλο. Το βασικότερο επίπεδο κατά τη γνώμη μου είναι καθαρά ποιητολογικής υφής: η αγάπη για τα βιβλία και την ανάγνωση. Ένας από τους κεντρικούς ήρωες είναι ένας φανατικός βιβλιοφάγος και όλη η υπόθεση έχει να κάνει με ένα βιβλίο, για το οποίο θύτης και θύματα είναι σε θέση να κάνουν τα πάντα. Ο δράστης των δολοφονιών, ο τυφλός βιβλιοθηκάριος Χόρχε ντε Μπούργκος, παραπέμπει στον συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος ήταν επίσης τυφλός και βιβλιοθηκάριος. Μάλιστα η βιβλιοθήκη της μονής μοιάζει μ’ εκείνη που ο Μπόρχες περιγράφει στο διήγημά του «Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ». Αυτά τα επίπεδα ανάγνωσης καλούμαι να τα μεταφέρω επί σκηνής μέσα σε ένα απόλυτα ρεαλιστικό πλαίσιο.

Σχεδόν σαράντα χρόνια από την έκδοση του βιβλίου, έπειτα από μια ταινία και-προσφάτως σχετικά- μια μίνι τηλεοπτική σειρά, τι κάνει κατά τη γνώμη σας «Το Όνομα του Ρόδου» επίκαιρο; 

Όπως ανέφερα πριν όλη η υπόθεση έχει να κάνει με ένα βιβλίο. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία το βιβλίο, το διάβασμα, η μόρφωση είναι κάτι που χάνεται όλο και περισσότερο.  Η μόρφωση όμως είναι ένας βασικός παράγοντας, καθοριστικός και καταλυτικός για την πορεία της ζωής του ανθρώπου και την εξέλιξή του. Οδηγεί στη γνώση, η οποία δεν περιορίζεται στον επαγγελματικό τομέα μόνο, αλλά συμβάλλει στην ανάπτυξη του εσωτερικού κόσμου  και της συνείδησης του κάθε ανθρώπου για την απόκτηση της εσωτερικής ελευθερίας. Η μόρφωση φέρνει σε επαφή και εξοικειώνει τον άνθρωπο με την πληροφορία και κατ’ επέκταση καλλιεργεί και τροφοδοτεί την επικοινωνία. Ενδυναμώνει τη σκέψη, την αναζήτηση, τη ζύμωση και την κυοφορία νέων προσεγγίσεων - ιδεών - αντιλήψεων που οδηγούν την κοινωνία στην πρόοδο και την ανάπτυξη όλων των μελών της. Ο Δημόκριτος θεωρεί την εκπαίδευση ως μια δια βίου λειτουργία σε τρία επίπεδα: α) ως απόκτηση δεξιοτήτων (αναγκαίων για την προσαρμογή στις απαιτήσεις της ζωής), β) ως απόκτηση της αρετής (αναγκαίας ιδιότητας για τις αμοιβαίες σχέσεις στην κοινωνία) και γ) ως απόκτηση γνώσεων, μιας πνευματικής χαράς που αποτελεί προϋπόθεση της ευτυχίας και βέβαια της εσωτερικής ελευθερίας. Το «γηράσκω ἀεὶ διδασκόμενος» του Σόλωνα συμβάλλει στην απόκτηση νέων δεξιοτήτων, ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα, την ανάληψη ευθυνών και φυσικά το κριτικό πνεύμα. Το θέμα της μόρφωσης και της δύναμής της αποτελεί, όπως προείπα, και το βασικότερο επίπεδο ανάγνωσης του μυθιστορήματος του Έκο.

Untitled design 5 min

Αν ένας υποψήφιος θεατής δεν έχει διαβάσει ποτέ το βιβλίο, ούτε έχει δει την ταινία μπορεί να δει την παράσταση;

Το θέατρο ανήκει στις παραστατικές τέχνες που σημαίνει ότι στο επίκεντρο βρίσκεται πάντα η εμπειρία που μπορεί να έχει ένας θεατής παρακολουθώντας μια θεατρική παράσταση. Έτσι το ενδιαφέρον που μπορεί να βρει κανείς είναι η άμεση επίδραση που έχει ο θεατής με το να παρακολουθήσει μια παράσταση. Μιλάμε εδώ για μια δημιουργία την οποία θα πρέπει να την δει κανείς ανεξάρτητα από τις άλλες μορφές τέχνης. Σε κάθε περίπτωση η σύγκριση μεταξύ αυτών των διαφορετικών μορφών τέχνης δημιουργεί προβλήματα σε πολλά επίπεδα και σίγουρα αδικεί την περίπτωση μας. Ο θεατής που έρχεται με προκαταλήψεις και προσδοκίες έτσι κι αλλιώς χάνει κατά την γνώμη μου την ευκαιρία για μια προσωπική εμπειρία σε μια τέχνη που διαδραματίζεται αποκλειστικά στην διαδικασία του χρόνου.

Ο θεατής καλείται να απολαύσει «Το Όνομα του Ρόδου» ζωντανά ως θεατρικό έργο πλέον και όχι ως κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά μέσω μίας εντελώς διαφορετικής αισθητικής στη σκηνοθετική προσέγγιση που διαφέρει κατά πολύ από αυτή της μεγάλης ή της μικρής οθόνης.

Εκτός από την Ελλάδα, δραστηριοποιείστε και στην Γερμανία, τον τόπο καταγωγής σας. Ποιες διαφορές παρατηρείτε στις θεατρικές σκηνές των δύο αυτών χωρών;

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να μιλήσω περισσότερο για τους θεατές οι οποίοι κατά την γνώμη μου, βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο των θεατρικών σκηνών και των παραγωγών  τους παρά για τις διαφορές που μπορούν να υπάρχουν στην γενική αντίληψη για την λειτουργία μιας θεατρικής σκηνής. Θεωρώ σε γενικές γραμμές τους Γερμανούς θεατές περισσότερο εκπαιδευμένους από τους Έλληνες και αυτό γιατί η θεατρική παιδεία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Γερμανικού σχολικού προγράμματος. Επίσης, τα ίδια τα θέατρα οργανώνουν εκπαιδευτικές δράσεις και εκδηλώσεις για τις παραγωγές τους προετοιμάζοντας έτσι τους θεατές για τις παραστάσεις που πρόκειται να παρακολουθήσουν. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην αρχαιότητα με το θεσμό των προαγώνων στα Μεγάλα Διονύσια, δηλ. οι θεατές ενημερώνονταν από πριν για τα δράματα που θα παρακολουθούσαν. Θα ήταν πολύ χρήσιμο αν οι Έλληνες θεατές θα είχαν την ευκαιρία να ασκούνται περισσότερο σε αυτό το τομέα έτσι ώστε να εκλαμβάνουν τη θεατρική παράσταση περισσότερο ως συνολικό έργο τέχνης  εμβαθύνοντας στη σκηνοθεσία και την υποκριτική. Με τον τρόπο αυτό θα είναι σε θέση να απολαμβάνουν περισσότερο τη σκηνική παρουσίαση, να ψυχαγωγούνται πραγματικά – ο όρος με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, αγωγή της ψυχής.

INFO

Το Όνομα του Ρόδου

Συγγραφέας: Umberto Eco

Θεατρική διασκευή: Stefano Massini

Μετάφραση: Ντίνα Μπόγρη

Σκηνοθεσία: Michael Seibel

Παίζουν (με σειρά εμφάνισης): Δημήτρης Μπικηρόπουλος, Μίλτος Δημουλής, Αντώνιος Αντωνιάδης, Δημήτρης Νικολόπουλος, Ιωάννης Πολυτάκης, Κωνσταντίνος Συράκης, Παναγιώτης Σπηλιόπουλος, Αντώνης Αντωνάκος, Μαρίνος Ορφανός, Σάκης Τσινάρης, Αλέξανδρος Ζαχαρέας, Πασχάλης Μερμιγκάκης, Μανώλης Δεστούνης, Νατάσα Κορομβόκη, Νίκος Πανόπουλος

Altera Pars

Μεγάλου Αλεξάνδρου 123

Τηλ.: 210 3410011

Από 27 Ιανουαρίου και κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη στις 21:00