Σωτήρης Χατζάκης: «Ζούμε σε εργασιακή ζούγκλα» - Free Sunday
Σωτήρης Χατζάκης: «Ζούμε σε εργασιακή ζούγκλα»

Σωτήρης Χατζάκης: «Ζούμε σε εργασιακή ζούγκλα»

Το «Από Μηχανής Θέατρο» παρουσιάζει το κορυφαίο ψυχολογικό θρίλερ του Άντονι Σάφερ «Σλουθ», που παίχτηκε για περισσότερες από 2.300 παραστάσεις στο West End του Λονδίνου και περίπου 2.000 παραστάσεις στο Broadway. Στους δύο ήρωες του έργου απολαμβάνουμε τον σκηνοθέτη της παράστασης, Σωτήρη Χατζάκη και τον Δημήτρη Μυλωνά. Ο κ. Χατζάκης εξηγεί γιατί το «Σλουθ» δεν είναι αντρικό έργο και περιγράφει τις συνθήκες εργασίας σε εποχή COVID.

Στην Ντέπυ Κουρέλλου

 

Τι σας γοήτευσε στο «Σλουθ»; Γιατί θελήσατε να το σκηνοθετήσετε αλλά και να πρωταγωνιστήσετε σε αυτό;

Το «Σλουθ» κινείται ανάμεσα στον Πίντερ και στον Μπέκετ, στο Βωντβίλ και στο αστυνομικό μυθιστόρημα, στη φάρσα, στο ψυχολογικό θρίλερ, στην κωμωδία και στην τραγωδία. Είναι ένα έργο-σταθμός, ένα εύρωστο και χυμώδες παιδί της εποχής του. Είναι πρόκληση για κάθε σκηνοθέτη να το ανεβάσει, γιατί τελικά δεν διδάσκει ένα, αλλά πολλά έργα. Η κατανόηση αυτού του έργου απαιτεί παιδεία και εκπαίδευση, φλέγμα αλλά και συγκίνηση. Φόρμα που αναδεικνύει το περιεχόμενο αλλά και το αντίθετο.

Οποιοσδήποτε αγαπά τον Χίτσκοκ, την Άγκαθα Κρίστι, τον Νάσιελ Χάμετ, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, θα λατρέψει τον Άντονι Σάφερ, αυτόν τον αναρχικό λόρδο των γραμμάτων και του θεάτρου. Ευτυχισμένος δε ο ηθοποιός που θα παίξει στο «Σλουθ». Καλείται να υποδυθεί όχι έναν, αλλά δεκάδες χαρακτήρες, αποθεώνοντας όχι απλώς τη μεταμφίεση, αλλά και την εσωτερική μεταμόρφωση, καθώς οι δύο ρόλοι κρύβουν δεκάδες χαρακτήρες που ξεδιπλώνονται κατά τη διάρκεια του έργου.

Θα λέγατε πως το «Σλουθ» είναι ένα αντρικό έργο;

Το «Σλουθ» παίζεται από δύο άντρες. Ξεδιπλώνει την ψυχοσύνθεση και την ιδιοσυγκρασία στη νίκη, στον θρίαμβο, στην ήττα, στη συντριβή, στο πάθος, στη γενναιότητα ή στη δειλία, στον φόβο και στην αντοχή των αντρών.

Είναι ένα έργο για ζόρικα αγόρια, αλλά η κεντρική πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα. Διαρκώς απούσα, διαφεύγουσα και υποσχετική, άπιστη και παθιασμένη, γατούλα και τίγρης μαζί, θηλυκιά μέχρι το κόκκαλο, κυρίαρχη και αφημένη, άθυρμα και κοφτερό μαχαίρι, μυστικό νερό και δηλητήριο. Υπαγορεύει, οργανώνει, οπλίζει τις πράξεις των αντρών, όπως ο κουκλοπαίκτης κινεί τα νήματα της μαριονέτας. Γι’ αυτήν γίνονται όλα, σ’ αυτήν καταλήγουν όλα, στην εκκωφαντική κυνική σχεδόν απουσία της. Και όλα γίνονται για μια απουσία, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη.

Στο σκηνοθετικό σας σημείωμα γράφετε πως οι δύο πρωταγωνιστές είναι μαχητές. Θα μπορούσαν να είναι και φίλοι; Αναγνωρίζουμε τελικά σαν εχθρό μας κάποιον που ζηλεύουμε, άρα θαυμάζουμε;

Γίνονται φίλοι κατά τη διάρκεια του πολεμικού παιχνιδιού που παίζουν. Ο μαχητής αναγνωρίζει τις τεχνικές του αντιπάλου, τις θαυμάζει γιατί γνωρίζει την εκπαίδευση, το κόστος, τον πόνο, το θάρρος που απαιτείται για να τις αποκτήσει. Η Εθνολογία μάς παραδίδει κάποιες φυλές που, μαζί με τους νεκρούς τους, τιμούν κάθε χρόνο τον σκοτωμένο αρχηγό των εχθρών τους.

Από όλα τα ανεβάσματα του «Σλουθ», έχει τύχει να δείτε κάποιο; Και ποιο θα θέλατε να είχατε δει;

Έχω δει τις δύο ταινίες, με τον Λ. Ολίβιε και τον Μ. Κέιν, όπως και το ριμέικ με τον Τζουντ Λο και τον Μ. Κέιν –αυτήν τη φορά στον άλλον ρόλο–, εννοείται ότι θα ήθελα να είχα δει τους δύο αγγέλους του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, Δημήτρη Χορν και Αλέκο Αλεξανδράκη, που ανέβηκε σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη το 1970 στο θέατρο «Διονύσια».

 

Είναι ευκολότερο ή δυσκολότερο για έναν σκηνοθέτη και αντίστοιχα έναν ηθοποιό να βρίσκεται σε μεγάλο θίασο σε σχέση με ένα έργο όπως το «Σλουθ» για δύο ρόλους;

Όλα τα σημαντικά έργα έχουν υψηλές απαιτήσεις, θέτουν κρίσιμα προβλήματα και δυσκολεύουν το ίδιο σκηνοθέτες και ερμηνευτές, είτε είναι πολυπρόσωπα είτε ολιγοπρόσωπα. Το ζητούμενο είναι η βαθιά κατανόηση του έργου από τον σκηνοθέτη, η «ταπείνωσή» του και η πάταξη του εγωισμού του. Μέγιστο σκηνοθετικό επίτευγμα είναι η ξεκάθαρη παρουσίαση του έργου, χωρίς ημιμαθείς συσκοτίσεις και παρεμβάσεις «εξυπνότερες» του συγγραφέα, το ίδιο συμβαίνει και με τον ηθοποιό, το ζητούμενο είναι να ελαφρύνει, να λεπτύνει, να πετάξει τα περιττά, να γίνει μια φλογέρα που από μέσα της θα περάσει προς τους θεατές το πνεύμα του έργου.

 

Δύο υποθέσεις COVID στο ελληνικό θέατρο έχουν απασχολήσει τελευταία την κοινή γνώμη. Από τη μία η «Συνοικία το όνειρο», που σκηνοθετήσατε, κατέβηκε μετά από κρούσματα ανάμεσα στους ηθοποιούς, με αποτέλεσμα 15 εργαζόμενοι να μείνουν άνεργοι, και από την άλλη η απόφαση του Άρη Σερβετάλη να μην παίζει σε κοινό αμιγώς εμβολιασμένο, αφήνοντας επίσης συναδέλφους και τεχνικούς άνεργους. Ένα σχόλιο;

Όσα συνέβησαν στο «Συνοικία το όνειρο» με αφορούν προσωπικά, είδα μέσα σε δύο χρόνια δεκαπέντε ανθρώπους συν συντελεστές και τεχνικούς να εργάζονται πυρετωδώς σε συνθήκες τρόμου, με μάσκες, με αντισηπτικά, με τρομαγμένα μάτια, πρώτη και δεύτερη καραντίνα να δίνουν τον εαυτό τους για το έργο. Ποιο ήταν το ευχαριστώ; Δέκα ημέρες μετά την έναρξη των παραστάσεων, πριν καν γίνει γνωστό ότι ξεκίνησε το έργο, τρία παιδιά του θιάσου αρρώστησαν από COVID και τότε το «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο» τους απέλυσε όλους, αγνοώντας την υγεία, τις ζωές τους, τις οικογένειές τους, την κάλυψη των βασικών τους αναγκών. Στον Μίκη Θεοδωράκη ήταν αφιερωμένη η παράσταση και η μουσική του πλημμύριζε το έργο. Θα μας βλέπει από ψηλά και θα λυπάται. Κρίμα. Δεν ζούμε σε ήπιο καπιταλισμό, αλλά σε άναρχη, ελεύθερη αγορά, σε εργασιακή ζούγκλα. Δεκαπέντε άνθρωποι ξόδεψαν δύο χρόνια απ’ τη ζωή τους και βρέθηκαν σαν στυμμένες λεμονόκουπες στον δρόμο. Τα συμπεράσματα δικά σας. Όσον αφορά τον Άρη Σερβετάλη, τον βρίσκω μικρό και ασήμαντο, όταν κάθε μέρα πεθαίνει ένα χωριό από COVID. Κι αυτές οι μόδες περί Χριστού και μοναχισμού και άλλων δημοτικοφανών, αυτά αλλού. Όταν δεν υπάρχει αναμμένη ψυχή μέσα σου, όταν δεν κατοικείσαι από πνεύμα ανθρωπιάς κι αλληλεγγύης, τι να τον κάνω τον μοδάτο, επινοημένο Χριστό σου;