Γιάννης Ευσταθιάδης: «Το καλό γούστο υπάρχει και στην πόλη» - Free Sunday
Γιάννης Ευσταθιάδης: «Το καλό γούστο υπάρχει και στην πόλη»

Γιάννης Ευσταθιάδης: «Το καλό γούστο υπάρχει και στην πόλη»

Ιστορίες για την πρωτεύουσα με πρωταγωνιστές γνωστά και όχι και τόσο γνωστά πρόσωπα του κοντινού παρελθόντος περιλαμβάνει το βιβλίο «Κλεινόν, μυθιστορίες για την Αθήνα» (εκδόσεις Μελάνι) του Γιάννη Ευσταθιάδη.

Ο συγγραφέας μίλησε στην FS για το τι τον ενέπνευσε να γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά και για τη σημασία των αναμνήσεων.

Efstathiadis book

Πώς προέκυψε η ιδέα να γράψετε ένα βιβλίο για την Αθήνα;

Από μια συζήτηση με τον σημαντικό μεταφραστή Ντέιβιντ Κόνολι, ο οποίος αναζητούσε κείμενα για την Αθήνα. Εγώ, βεβαίως, δεν είχα κανένα σχετικό κείμενο, αλλά, αργότερα, η ιδέα να γράψω κάτι για την πόλη όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω ήταν ερεθιστική. Μόνο που αντί για ένα κείμενο προέκυψε ένα ολόκληρο βιβλίο – έτσι είναι αυτά τα πράγματα, δεν ορίζονται εκ των προτέρων.

Στο βιβλίο σας υπάρχουν φανταστικές καταθέσεις 30 προσώπων που μιλούν για την Αθήνα. Βάσει ποιων κριτηρίων έγινε η επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων;

Βάσει κριτηρίων υποκειμενικών και –το ομολογώ– ιδιοτελών. Στην ουσία, χρησιμοποίησα τα πρόσωπα αυτά για να μεταφέρουν προσωπικές μου εν πολλοίς εμπειρίες και μνήμες. Σεβάστηκα απολύτως και την ιστορία τους και την προσωπικότητά τους και το έργο τους – γι’ αυτό και όλα τα στοιχεία που εμμέσως παρατίθενται (χρονολογίες, συμβάντα, βιογραφικές λεπτομέρειες) είναι απολύτως ακριβή. Πρωτίστως, όμως, με ενδιέφερε να συνταιριάξω διαφορετικές ιδιότητες που θα μου πρόσφεραν μια πολυπρισματική οπτική της Αθήνας. Δεν με ενδιέφερε καθόλου μια τουριστική άποψη της πόλης –μακριά από μένα–, αλλά οι πολλές και διαφορετικές ματιές στη ζωή της. Η ζωή στην πόλη δεν αποτελείται μόνο από πολιτικές, καλλιτεχνικές ή αισθητικές παρεμβάσεις, αλλά και, κυρίως, από πράγματα καθημερινά, ταπεινά: ποδόσφαιρο, ράλι, φαγητά σε μαγειρεία, νυχτερινά κλαμπ, τσιγάρα, μυρωδιές, ήχους. Και βέβαια, στην Αθήνα ειδικά, συσσωρεύονται και πόλεμοι, εμφύλιοι σπαραγμοί, σεισμοί κ.λπ.

Διαβάζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης συμπεραίνει ότι οι αφηγήσεις δεν ακολουθούν κάποια χρονολογική σειρά. Αυτό έγινε σκόπιμα;

Ναι... γιατί, όπως είπα και πριν, είναι ένα βιβλίο πρωτίστως αναμνήσεων. Και οι αναμνήσεις δεν ακολουθούν ποτέ χρονολογική σειρά.

Των κειμένων προηγούνται αποσπάσματα από βιβλία λογοτεχνών που αναφέρονται στην Αθήνα. Ποιος είναι ο ρόλος τους;

Να μας οδηγήσουν στον χώρο κυρίως ή στην κατηγορία στην οποία ανήκει ο αφηγητής. Ο Τσίρκας, φέρ’ ειπείν, περιγράφει την πανηγυρική, χαοτική ατμόσφαιρα έξω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού κι εγώ δίνω τον λόγο στον Κώστα Λινοξυλάκη.

Εκτός από το κείμενο για τον πιλοποιό Νίκο Ευσταθιάδη, σε ποια άλλα συναντάμε στοιχεία από τη ζωή σας;

Σε όλα κάπου εισχωρεί η προσωπική εμπειρία, η οπτική, αλλά σε κάποια είναι πιο έντονο το προσωπικό βίωμα. Για παράδειγμα, το συμβάν που περιγράφει η νοσοκόμα στο πρώτο κείμενο είναι ο τοκετός της μάνας μου, δηλαδή η γέννησή μου. Επίσης, η μαρτυρία της Αγγελικής Χατζημιχάλη είναι 100% δικές μου μνήμες, γιατί πέρασα όλα τα προεφηβικά μου χρόνια στην Πλάκα.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου εικονίζεστε πάνω σε ένα ποδήλατο στην οδό Σταδίου το 1953. Πώς ήταν τότε η κυριακάτικη βόλτα;

Ειλικρινά, δεν θυμάμαι. Μάλλον πρέπει να ρωτήσουμε τη φωτογραφία. Οι φωτογραφίες θυμούνται καλύτερα.

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στο κέντρο της Αθήνας. Ποια είναι η πιο χαρακτηριστική ανάμνησή σας;

Η απίστευτη κίνηση που είχαν τότε η Κολοκοτρώνη και όλοι οι γύρω δρόμοι. Πολυκοσμία, βαβούρα, πάρε-δώσε, ένα πολύβουο μελίσσι. Και κάθε δρόμος είχε τη δική του αγορά. Η Λέκκα με τις δεκάδες συλλογές κουμπιών εκτεθειμένες, η Φωκίωνος με τα μαγαζιά γυναικείων ειδών και μόδας, η Θησέως με έπιπλα. Όλα αυτά σώπασαν τις τελευταίες δεκαετίες – ειδικά το βράδυ, η απόλυτη νέκρα. Με πόση χαρά, λοιπόν, μαθαίνω ότι όλη η περιοχή ζωντανεύει ξανά. Μπαράκια, καφέ, νεολαία παντού.

«...Προσπαθούσα να διαδώσω αυτές τις τελευταίες μαρτυρίες του καλού γούστου» αναφέρεται στο κείμενο του Γιάννη Τσαρούχη, ενώ σε αυτό του Κώστα Χατζηχρήστου γίνεται λόγος για την κάθοδο των βλάχων που γκρέμισαν παραδοσιακά κτίρια για αντιπαροχή. Υπάρχει καλό γούστο στη σημερινή Αθήνα;

Το καλό γούστο υπάρχει και στην πόλη –πολύ καλύτερη σήμερα–, με κτίρια που προστατεύτηκαν ή ανακαινίστηκαν, και άλλα καλόγουστα που χτίστηκαν ή χτίζονται. Υπάρχει όμως κυρίως στους ανθρώπους, κυρίως στους νέους. Τα θεατρικά δρώμενα, οι μουσικές εκδηλώσεις, οι ζυμώσεις στις τέχνες, τα ποικίλα κινήματα, δηλώνουν πρωτίστως καλό γούστο, γιατί στο νεωτερικό εμπεριέχεται συνήθως το καλό γούστο.

«...Εγώ μπορώ να διακρίνω όχι μόνο την τάξη των κτισμάτων αλλά και την αρχιτεκτονική των συναισθημάτων, ανθρώπινες μορφές, φιλίες, έρωτες παλιούς και μνήμες» αναφέρει ο πιλότος της Ολυμπιακής. Τι άλλο μπορούμε να διακρίνουμε βλέποντας την Αθήνα από ψηλά;

Αν μπορείς να διακρίνεις «αρχιτεκτονική συναισθημάτων, ανθρώπινες μορφές, φιλίες, έρωτες παλιούς και μνήμες», όπως ο πιλότος, τότε, ισχυρίζομαι, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο. Απλώς, προσθέτω, είναι καλύτερα να «διακρίνουμε» τις αναμνήσεις σαν πιλότοι του χρόνου παρά σαν επιβάτες.

Οι αναμνήσεις φέρνουν μελαγχολία;

Θυμάμαι μια τηλεοπτική εκπομπή της δεκαετίας του 1970 – ασπρόμαυρη βεβαίως. Σε γηροκομείο, ο ρεπόρτερ κουβεντιάζει με γέροντα. Κάποια στιγμή τον ρωτά: Έχετε πολλές αναμνήσεις; «Πάρα πολλές» απαντά εκείνος. Παύση. «Καλές ή κακές αναμνήσεις;» ξαναρωτά ο ρεπόρτερ. Μεγαλύτερη παύση. Ο γέρος κοιτά στον φακό και λέει με τον πιο φυσικό τρόπο μια υπέροχη φράση: «Μα υπάρχουν κακές αναμνήσεις; Δεν υπάρχουν...».

Το βιβλίο «Κλεινόν, μυθιστορίες για την Αθήνα» του Γιάννη Ευσταθιάδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.