H Καρολίνα Μέρμηγκα μιλάει για το νέο της βιβλίο, ο Έλληνας Γιατρός - Free Sunday
H Καρολίνα Μέρμηγκα μιλάει για το νέο της βιβλίο, ο Έλληνας Γιατρός

H Καρολίνα Μέρμηγκα μιλάει για το νέο της βιβλίο, ο Έλληνας Γιατρός

Από τις εκδόσεις Μελάνι κυκλοφορεί το ιστορικό μυθιστόρημα της Καρολίνας Μέρμηγκα «Ο Έλληνας γιατρός».


Πώς προέκυψε ο «Έλληνας γιατρός»;
Το βιβλίο ξεκίνησε από μια προσωπική συγκίνηση, όπως ξεκινάνε όλα τα βιβλία. Συγκίνηση για έναν άνθρωπο του οποίου τα χνάρια συνέχεια διέκρινα, αχνά αλλά ορατά, γιατί πάτησε εκεί όπου τα χνάρια γίνονται ανεξίτηλα – δηλαδή στη μνήμη των ανθρώπων. Επειδή ασχολήθηκε με τους ανθρώπους, με πάθος, ανασκουμπώθηκε και «βούτηξε στα μπερδεμένα, πονεμένα ανθρώπινα υλικά». Ξεκίνησα, λοιπόν, την ιστορία μου και σχεδόν αμέσως κατάλαβα αυτό που όλοι ξέρουμε αλλά ξεχνούμε, ότι η ζωή ενός ανθρώπου είναι μικρή αλλά και τεράστια. Ότι δηλαδή κάποιος που γεννήθηκε το 1874 και έζησε 67 χρόνια (που δεν είναι και τόσο πολύ) ήταν παρών ενώ συνέβαιναν απίστευτα πράγματα εδώ, στην Ελλάδα, αλλά και στον κόσμο ολόγυρα. Το πόσο παρών είναι βέβαια κανείς σε αυτά που συμβαίνουν γύρω του εξαρτάται από το πόσα βλέπει, δέχεται να δει. Ο συγκεκριμένος όμως δεν απέστρεψε ποτέ τα μάτια του, δεν κατέβασε το βλέμμα. Αυτού του άντρα, λοιπόν, το βλέμμα φαντάστηκα και με αυτό θέλησα να δω την ιστορία μου. Κι αμέσως κατάλαβα ότι αυτά που έβλεπε εκείνος ήταν η αληθινή ιστορία μου.


Πώς διαλέξατε τις αληθινές ιστορίες και τα αληθινά πρόσωπα που περνούν από τις σελίδες σας;
Ξεκίνησα να τιμήσω έναν άνθρωπο αλλά είδα ότι η τιμή ανήκει σε πολλούς. Συνέχεια σκόνταφτα σε ιστορίες αντρών και γυναικών μισοσκεπασμένες από τη λήθη, ακριβώς επειδή η προβολή και η έπαρση τους ήταν ξένες και μάλλον αποκρουστικές. Τους γνωρίζουμε λίγο ή και καθόλου, αλλά βρίσκονται εκεί, ακριβώς κάτω από την κρούστα των σχολικών μας βιβλίων, και λίγο να ψάξει κανείς (οποιοσδήποτε) στην ιστορία της χώρας μας, βλέπει ότι οι σιωπηλές τους στρατιές στοιχίζονται ολόγυρά μας. Η τιμή τούς ανήκει. Και είμαι σίγουρη ότι καμία αντίρρηση δεν θα είχε σε αυτό ο ήρωας του βιβλίου μου – ίσα-ίσα, θα το προτιμούσε. Δεν είμαι όμως ιστορικός. Ξέρω (όλοι μπορούμε να ξέρουμε) πού βρισκόταν η Δέλτα μια δεδομένη στιγμή, τι έγραψε ο Νιρβάνας για τις ψυχασθένειες, πόσο προσηλωμένος ήταν ο Βενιζέλος στις εργασίες της Αναθεωρητικής Βουλής του ’11, ποιες ήταν οι ιατρικές εξετάσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου το φοβερό καλοκαίρι του ’15. Όλοι μπορούμε να βρούμε τα βιογραφικά για τον Χρήστο Τσούντα, την Αγγελική Παναγιωτάτου, τον Γιώργο Μιμήκο και τη Μαίρη Βέμπερ, τον Ζαχάρωφ, τον Σαραντάρη, τον Πρωτοπαπαδάκη, τη Μελά-Παπαδοπούλου, τον πάστορα Τζένινγκς. Όλοι μπορούμε να διαβάσουμε για τον κομήτη του Χάλεϊ, για το πώς πέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος, για την τελευταία παράσταση του Βασιλικού Θεάτρου και τη δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία παραμονές της 28ης Οκτωβρίου του ’40. Αλλά μπορούμε μόνο να φανταστούμε, ανάλογα με το πώς το θέλουμε, τη λάμψη του ουρανού ή των βλεμμάτων τους, τον ήχο της μουσικής ή των φωνών τους, το βάθος και το ύψος της ελπίδας και του φόβου τους. Αυτό έκανα εγώ, ως μυθιστοριογράφος.

Το ιστορικό μυθιστόρημα, παγκοσμίως, αποδεικνύεται ιδιαίτερα δημοφιλές. Υπάρχουν τελικά «μόδες» στη συγγραφή;
Ελπίζω πως όχι, μου είναι αδιανόητο να γράφει κάποιος υπακούοντας σε «μόδες» ή «τάσεις του μάρκετινγκ». Υπάρχουν όμως, όντως, εποχιακές προτιμήσεις αναγνωστών, για διάφορους λόγους. Είναι, επομένως, μια ευτυχής συγκυρία αν η συγγραφική αγωνία (γιατί περί αυτού πρόκειται) συμπέσει με τις αναγνωστικές επιθυμίες. Εγώ ανέτρεξα στο παρελθόν γιατί αυτή ήταν η ιστορία που ήθελα να πω, αλλά και με κάποια ανακούφιση: γράφουμε για να μπορούμε να δούμε τον κόσμο αλλιώς, να τον ονειρευτούμε αλλιώς, να τον περιγράψουμε αλλιώς, και όταν το παρόν μάς τρομάζει, το παρελθόν ανακουφίζει. Γιατί είναι μακριά από την παγωμάρα του παρόντος, και γιατί έζησαν σε αυτό άνθρωποι που μπορούμε να θαυμάσουμε – και, ειδικά τώρα, έχουμε, νομίζω, όλοι μεγάλη ανάγκη να θαυμάσουμε. Στο παρελθόν αναζητάμε ένα νόημα, μια εξήγηση και, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, μιαν ελπίδα. Γιατί κάτι ωραίο που υπήρξε, μπορεί να ξαναγίνει. Εν προκειμένω, ας πούμε, κάποιοι Έλληνες που μας έκαναν περήφανους μπορεί, ίσως, να ξαναϋπάρξουν. Καταλαβαίνω, λοιπόν, γιατί οι αναγνώστες αναζητούν και αποζητούν αυτή την περίοδο μιαν εξήγηση, ένα πνευματικό αποκούμπι, ακόμα και μιαν ελπίδα σε ιστορικά μυθιστορήματα – στα οποία, ας σημειωθεί, δεν έχουμε μεγάλη παράδοση στην Ελλάδα: γιατί η Ιστορία (με γιώτα κεφαλαίο) παραμένει ένα ναρκοθετημένο πεδίο με σημαιούλες διαφόρων χρωμάτων μπηγμένες πάνω του, όπου ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν να εκραγούν μισοβυθισμένοι διχασμοί, εμφύλιοι κ.λπ.

Στη δική σας περίπτωση τι υπερέχει, το μυθιστόρημα ή η Ιστορία;
Χωρίς καμία αμφιβολία, το μυθιστόρημα. Ναι, σε κάποια σημεία η μυθοπλασία και η Ιστορία συναντιούνται, γιατί και η Ιστορία είναι πάντα ιδωμένη μέσα από τη ματιά του παρόντος, και το παρόν «βλέπει» αυτό που θέλει να δει. Αλλά ως ένα σημείο: κάπου η μυθοπλασία πρέπει να ονοματίζεται ως τέτοια, κυρίως επειδή οι νεκροί είναι ανυπεράσπιστοι. Σαν μυθιστοριογράφος, λοιπόν, πήρα τις αποστάσεις μου απ’ οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «βιογραφία» ή «Ιστορία».


312