Η αλήθεια σκοτώνει… - Free Sunday
Η αλήθεια σκοτώνει…
Δολοφονίες δημοσιογράφων βάζουν την ευρωπαϊκή δημοσιογραφία στο στόχαστρο.

Η αλήθεια σκοτώνει…

Στην ιστοσελίδα των Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα rsf.org το μότο προσδιορίζει ξεκάθαρα τη σημασία της δημοσίευσης των ειδήσεων: «Μην περιμένετε να στερηθείτε πρώτα τις ειδήσεις για να υπερασπιστείτε την αλήθεια μετά». Ιστορικά, τα απολυταρχικά καθεστώτα φρόντιζαν πρώτα να ελέγξουν τα ΜΜΕ για να εγκαθιδρύσουν την προπαγάνδα τους και να ελέγξουν την εξουσία. Ο έλεγχος των μίντια, η βίαιη «σίγαση» δημοσιογράφων που παλεύουν για τη δημοσιοποίηση της αλήθειας, δεν άπτονται των αρχών της δημοκρατίας. Και μπορεί να διανύουμε μία από τις πιο δημοκρατικές περιόδους της Ιστορίας στο πλαίσιο της Ε.Ε., ωστόσο η μελέτη των Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα αναφέρει πως τους εννέα μήνες του 2018 δολοφονήθηκαν περισσότεροι δημοσιογράφοι σε σχέση με τους δώδεκα μήνες του 2017 και το πρόβλημα είναι πως αυτές οι δολοφονίες, που έχουν ως στόχο την απόκρυψη της αλήθειας, έχουν πλέον επεκταθεί και σε χώρες της Ε.Ε. Σε χώρες που βρίσκονται ψηλά στη λίστα της ελευθερίας του Τύπου.

Βικτόρια Μαρίνοβα από τη Βουλγαρία

Την περασμένη εβδομάδα η Βουλγάρα δημοσιογράφος Βικτόρια Μαρίνοβα δολοφονήθηκε άγρια, αφού πρώτα έπεσε θύμα βιασμού. Η 30χρονη δημοσιογράφος ήταν παρουσιάστρια του δικτύου TVN Ruse και στις τελευταίες της εκπομπές είχε παρουσιάσει ένα καυτό θέμα περί κακοδιαχείρισης ευρωπαϊκών κονδυλίων στη Βουλγαρία και εκτεταμένης διαφθοράς σε τομείς της δημόσιας διοίκησης της χώρας, γνωστό ως «GPGate».

Η νεαρή δημοσιογράφος στην τελευταία της εκπομπή φιλοξένησε δύο διάσημους ρεπόρτερ, τον Ντιμίταρ Στογιάνοφ και τον Ατίλα Μπίρο, οι οποίοι είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση και είχαν συλληφθεί πριν από μήνες εξαιτίας του θέματος που ερευνούσαν, προκαλώντας τεράστιες αντιδράσεις από ανθρωπιστικές οργανώσεις αλλά και την ίδια την Ε.Ε.

Οι δύο ρεπόρτερ αποκάλυψαν πως έχουν στη διάθεσή τους έγγραφα που αφορούν κατασκευαστικά έργα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ τα οποία εμφανίζουν πολλές περιπτώσεις δωροδοκίας ακόμη και πολιτικών προσώπων. Όπως αποκάλυψε η Μαρίνοβα, πολλά ολοκληρωμένα έργα που έχουν σχέση με την εταιρεία GP Group έχουν πραγματοποιηθεί με τη χρήση παράλληλων λογαριασμών, με λιγότερες εργασίες και λιγότερα υλικά, ωστόσο όλα υπερτιμολογούνται σε κάποιο από τα ταμεία της Ε.Ε. και οι εταιρείες λαμβάνουν το πλήρες ποσό. Πρακτικά, λοιπόν, πραγματοποιούνται έργα αμφίβολης ποιότητας, ωστόσο το κόστος παραμένει υψηλό και το μισό καταβάλλεται υπό μορφή μίζας.

Ο επικοινωνιολόγος Ντάνιελ Κάντικ ανέφερε στην DW ότι «η κοινωνία των πολιτών στη Βουλγαρία είναι βέβαιη πως η δολοφονία της Μαρίνοβα έχει πολιτικά κίνητρα». Η Βουλγαρία βρίσκεται στην 111η θέση της λίστας για την ελευθερία του Τύπου. Κατέχει την τελευταία θέση στην Ε.Ε. Τα μέσα ενημέρωσης στη Βουλγαρία χρηματοδοτούνται με ευρωπαϊκά κονδύλια, τα οποία κατανέμει αναλόγως το Υπουργικό Συμβούλιο. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις μέσων που δεν ασκούν κριτική στην κυβέρνηση, διότι έχουν λάβει χρηματοδότηση, ενώ ταυτόχρονα πολλοί ερευνητές-δημοσιογράφοι δέχονται απειλές και επιθέσεις, οι οποίες έχουν γίνει πιο έντονες τους τελευταίους μήνες, όπως αναφέρει η ιστοσελίδα των Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα, καταλήγοντας πως είναι επικίνδυνο να είσαι δημοσιογράφος στη Βουλγαρία.

Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε πως συνελήφθη ύποπτος Ρουμάνος στη Γερμανία για τον βιασμό και τη δολοφονία της Μαρίνοβα. Ο ύποπτος αφέθηκε ελεύθερος και όσο κι αν οι αρχές της χώρας προσπαθούν να εμφανίσουν το έγκλημα ως σεξουαλικό ή τυχαίο, η κοινή γνώμη είναι σαφώς πεπεισμένη ότι η δολοφονία της 30χρονης δημοσιογράφου αποτελεί προσπάθεια φίμωσης της αλήθειας και ενδεχομένως παραδειγματισμού για άλλους εν δυνάμει μάχιμους ρεπόρτερ.

Δάφνη Καρουάνα Γκαλίσια από τη Μάλτα

Πριν από έναν χρόνο μια πολιτική δολοφονία συγκλόνισε συθέμελα τη Μάλτα, αλλά και την Ε.Ε. Η δημοσιογράφος και μπλόγκερ Δάφνη Καρουάνα Γκαλίσια δολοφονήθηκε με βόμβα που τοποθετήθηκε στο αυτοκίνητό της. Τα τελευταία της δημοσιεύματα και οι έρευνές της είχαν σχέση με τα Panama Papers και τα κινήματα διαφθοράς στη Μάλτα. Η 53χρονη δημοσιογράφος ήταν εξαιρετικά διάσημη στη Μάλτα, ενώ το μπλογκ της, Running Commentary, είχε τεράστια επισκεψιμότητα. Το διάβαζαν περισσότεροι πολίτες απ’ όσους διάβαζαν τις εφημερίδες σε όλη τη χώρα. Μάλιστα, η ιστοσελίδα Politico είχε χαρακτηρίσει την Γκαλίσια ως «wikileaks από μόνη της», αναφέροντας πως είναι ένα από τα 28 πρόσωπα που διαμορφώνουν, αλλάζουν και διαταράσσουν τις ισορροπίες στην Ε.Ε.

Η Γκαλίσια από το 2016 μέσα από το προσωπικό της μπλογκ είχε αποκαλύψει την εμπλοκή του υπουργού Κόνραντ Μίτσι με εταιρείες στον Παναμά, ενώ έναν χρόνο αργότερα δημοσιοποίησε την εμπλοκή της συζύγου του πρωθυπουργού της Μάλτας, Μισέλ Μουσκάτ, με εταιρεία στον Παναμά. Το σκάνδαλο οδήγησε τον πρωθυπουργό στο να προκηρύξει εκλογές τον Ιούνιο του 2017, τις οποίες, ωστόσο, κέρδισε. Η Γκαλίσια συνέχισε να ερευνά τα Panama Papers, την εμπλοκή πολιτικών προσώπων, τη σχέση με την ιταλική μαφία, που έχει παρεισφρήσει σε πολλούς τομείς στη χώρα, και η απήχηση των κειμένων της ενοχλούσε. Τον Οκτώβριο του 2017 δολοφονήθηκε με παραδειγματικό τρόπο.

Οι περισσότεροι Μαλτέζοι θεωρούν πολιτική τη δολοφονία της. Αναφέρουν πως η χώρα τους είναι πολωμένη μεταξύ Εργατικών και Δεξιών. Η Γκαλίσια υπήρξε γι’ αυτούς μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, καθώς ήταν επικριτική με όλους τους πολιτικούς. Κάποιοι θεωρούν ότι πίσω από τη δολοφονία της βρίσκεται η κυβέρνηση, ενώ άλλοι ότι οι ηθικοί αυτουργοί βρίσκονται εκτός συνόρων, καθώς τα Panama Papers είχαν διεθνές άρωμα διαφθοράς. Οι προσπάθειες για την εύρεση των δολοφόνων της πέφτουν διαρκώς στο κενό. Σύμφωνα με την οικογένεια Γκαλίσια, η δικαστής που ανέλαβε στην αρχή την έρευνα ήταν ορκισμένη εχθρός της δημοσιογράφου, με την οποία είχαν αναμετρηθεί ουκ ολίγες φορές στα δικαστήρια.

Η υπόθεση ανατέθηκε σε άλλον δικαστή, ο οποίος, σύμφωνα με την αδελφή της Δάφνης, απομακρύνθηκε από την υπόθεση, καθώς ήταν αφοσιωμένος και ίσως είχε φτάσει κοντά σε κάποια αποκάλυψη. Η αδελφή της ασκεί κριτική στα μαλτέζικα μέσα ενημέρωσης μέσω του δικού μας thepressproject.gr, επισημαίνοντας πως «τα μίντια είναι πολωμένα και οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να γράψουν ελεύθερα, καθώς ο χώρος για ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι πολύ περιορισμένος, όπως περιορισμένη είναι και η αντίληψη των ανθρώπων για την ελεύθερη δημοσιογραφία. Τα νέα τα μαθαίνουν από κανάλια που σχετίζονται με πολιτικά κόμματα και οι άνθρωποι δεν διαβάζουν διαφορετικές απόψεις. Σε αυτό το περιβάλλον εργαζόταν η αδελφή μου. Όσο για την κοινωνία των πολιτών, υπάρχει το ίδιο πρόβλημα με τα μίντια. Όλοι διαμαρτύρονται πίσω από ένα κομματικό πανό. Η ιδέα μιας ανεξάρτητης κοινωνίας των πολιτών είναι ακόμα κάτι πολύ νέο στη Μάλτα. Μετά τον θάνατο της Δάφνης, όμως, είδαμε ομάδες να κινητοποιούνται για να διεκδικήσουν δικαιοσύνη, γιατί καταλαβαίνουν ότι η δολοφονία της μας αφορά όλους».

Μετά τον θάνατο της Δάφνης Καρουάνα Γκαλίσια το έργο της συνεχίζεται από την ιστοσελίδα forbiddenstories.org. Πρόκειται για ένα διαδικτυακό project στο οποίο απευθύνονται δημοσιογράφοι οι οποίοι δέχονται απειλές ή έχουν να αποκαλύψουν επικίνδυνες ιστορίες. Η εν λόγω ιστοσελίδα διαμόρφωσε την πλατφόρμα The Daphne Project, όπου 45 δημοσιογράφοι από 15 χώρες συνεχίζουν τη δουλειά της δολοφονημένης δημοσιογράφου, διαβάζουν τα έγγραφα που είχε μαζέψει, ελέγχουν πηγές και πληροφορίες και δημοσιεύουν άρθρα. Πρόσφατα, οι δημοσιογράφοι του Daphne Project αποκάλυψαν τη σχέση μεταξύ ιταλικής μαφίας και online gaming στη Μάλτα. Από την ιταλική εφημερίδα «La Repubblica» και τους «Times Malta» μέχρι τη «Süddeutsche Zeitung» και τον «Guardian», οι πιο έγκριτες εφημερίδες του κόσμου είναι μέλη του Daphne Project, που πλέον έχει λάβει διεθνείς διαστάσεις.

Η Μάλτα βρίσκεται στην 65η θέση της λίστας για την ελευθερία του Τύπου, πέφτοντας 18 θέσεις από το 2017 εξαιτίας της δολοφονίας της Γκαλίσια. Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα των Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα, η δημοσιογράφος αντιμετώπιζε 42 μηνύσεις την περίοδο που δολοφονήθηκε. Η δικαστική παρενόχληση, σύμφωνα με το rsf.org, ήταν ένα κλασικό παράδειγμα SLAPPs, δηλαδή πολλαπλών μηνύσεων κατά τις οποίες ισχυρά και πλούσια πρόσωπα καταθέτουν μηνυτήριες αναφορές με σκοπό να κλείσουν το στόμα δημοσιογράφων ή «επικίνδυνων» πολιτών μέσα από τον φόβο του τεράστιου κόστους των δικαστικών εξόδων: «Πολλά ανεξάρτητα μίντια έχουν αναγκαστεί να αποσύρουν άρθρα από τις ιστοσελίδες τους δεχόμενα απειλές από ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες και εταιρείες».

Γιαν Κούτσιακ από τη Σλοβακία

Τη ζωή του έχασε άδικα και βίαια ο Σλοβάκος δημοσιογράφος Γιαν Κούτσιακ, καθώς και η αρραβωνιαστικιά του, που υπήρξε παράπλευρη απώλεια, τον Φεβρουάριο του 2018.

Ο 27χρονος Κούτσιακ πυροβολήθηκε στο στήθος, ενώ η αρραβωνιαστικιά του στο κεφάλι, και τα δύο εγκλήματα προκάλεσαν τεράστιες αντιδράσεις στη Σλοβακία, σε τέτοιον βαθμό που ο πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίτσο εξαναγκάστηκε σε παραίτηση.

Ο Κούτσιακ εργαζόταν στο site aktuality.sk, μία ενημερωτική ιστοσελίδα που ανήκει στον γερμανικό όμιλο Axel Springer και στον ελβετικό Ringier. Ο Κούτσιακ είχε αναλάβει τον τομέα της ερευνητικής δημοσιογραφίας, ενώ ειδικευόταν σε υποθέσεις διαφθοράς. Οι τελευταίες του δημοσιογραφικές αναζητήσεις είχαν να κάνουν με πιθανές σχέσεις μεταξύ του επιχειρηματικού κόσμου, της ιταλικής μαφίας και του κόμματος SMER-SD του τότε πρωθυπουργού της χώρας Ρόμπερτ Φίτσο. Τη νύχτα που έγινε γνωστή η δολοφονία του, το site και οι συνάδελφοί του δημοσίευσαν άμεσα μια εκδοχή της τελευταίας του δουλειάς, όπου αναφέρονταν σχέσεις Ιταλών επιχειρηματιών-μελών της καλαβρέζικης μαφίας «Ντραγκέτα», η οποία είχε βρει πρόσφορο έδαφος και δραστηριοποιούνταν στην ανατολική Σλοβακία, με πολιτικούς της χώρας.

Στο άρθρο του με τίτλο «Η ιταλική μαφία στη Σλοβακία, τα δαιμόνιά της εξαπλώνονται στην πολιτική» ο Κούτσιακ ανέφερε ξεκάθαρα πως «δύο πρόσωπα προσκείμενα σε έναν άνδρα που ήρθε στη Σλοβακία, ενώ κατηγορούνταν σε υπόθεση της μαφίας στην Ιταλία, έχουν καθημερινά πρόσβαση στον πρωθυπουργό της Σλοβακίας».

«Οι Ιταλοί που συνδέονται με τη μαφία βρήκαν ένα δεύτερο σπίτι στη Σλοβακία: άρχισαν να κάνουν επιχειρήσεις, να παίρνουν επιδοτήσεις, να μαζεύουν ευρωπαϊκούς πόρους, αλλά κυρίως να δημιουργούν σχέσεις με πολιτικές προσωπικότητες με επιρροή, μέχρι τη σλοβακική κυβέρνηση» επισήμαινε ο αδικοχαμένος δημοσιογράφος.

Ο πρωθυπουργός της χώρας είχε επικρίνει τα μέσα ενημέρωσης για τη δημοσίευση αυτών των άρθρων, λέγοντας πως συνδέουν αθώους ανθρώπους με μια διπλή ανθρωποκτονία. Ο ίδιος στο παρελθόν είχε χαρακτηρίσει τα μίντια «αντισλοβάκικες βρόμικες πόρνες» και τους δημοσιογράφους «κοινές ηλίθιες ύαινες» και «γλοιώδη φίδια». Τα μίντια δεν είχαν σκοπό σε καμία περίπτωση να υποκύψουν στις απειλές και τους κακοχαρακτηρισμούς του Φίτσο. Η κοινωνία των πολιτών της Σλοβακίας ενεργοποιήθηκε άμεσα. Στη χώρα πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων πολιτών. Στην Μπρατισλάβα πάνω από 60.000 πολίτες διαδήλωσαν διαμαρτυρόμενοι για τη δολοφονία. Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση μετά τη Βελούδινη Επανάσταση του 1989. Στις 15 Μαρτίου ο πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίτσο υπέβαλε την παραίτησή του.

Στις αρχές Οκτωβρίου η σλοβάκικη εφημερίδα «Dennik N» δημοσίευσε ένα άρθρο όπου ένας από τους τέσσερις υπόπτους που είχαν συλληφθεί για τον φόνο του Κούτσιακ κατονόμασε τον πολυεκατομμυριούχο Μάριαν Κότσνερ ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας. Ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι προφυλακισμένος από το καλοκαίρι για υπόθεση απάτης και οι δραστηριότητές του ήταν πράγματι αντικείμενο έρευνας του Κούτσιακ. Ο άνδρας που κατηγορεί τον Κότσνερ είναι επιχειρηματίας και στην απολογία του εμπλέκει και μια γυναίκα ονόματι Αλένα, η οποία επίσης φέρεται να ζήτησε τη δολοφονία του Κούτσιακ. Τέσσερις άνθρωποι κρατούνται, πάντως, από τις αρχές της Σλοβακίας για εμπλοκή στη δολοφονία και οι έρευνες προχωρούν γρήγορα, χωρίς παρεμβάσεις, υπό τον φόβο ότι ίσως προκληθούν νέες και μεγαλύτερες διαδηλώσεις των Σλοβάκων πολιτών.

Η Σλοβακία είναι από τις χώρες της Ε.Ε. που βρίσκονται ψηλά στη λίστα ελευθερίας του Τύπου. Κατέχει την 27η θέση στην παγκόσμια κατάταξη για το 2018, ενώ πέρυσι βρισκόταν στη 17η θέση. Η δολοφονία Κούτσιακ αμαύρωσε το δημοκρατικό προφίλ των μίντια της χώρας και την έριξε 10 θέσεις. Όπως αναφέρει το rsf.org, η απουσία ισχυρών δημοσιογραφικών οργανισμών που μπορούν να προστατέψουν τους δημοσιογράφους τούς θέτει σε κίνδυνο και εκτεθειμένους σε κάθε είδους παρενόχληση και εκφοβισμό. Το 2008 και το 2015 δύο δημοσιογράφοι εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και η τύχη τους εξακολουθεί να αγνοείται. Τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης της χώρας –που παλαιότερα ήταν ιδιοκτησίας μεγάλων ομίλων ενημέρωσης– ανήκουν πλέον σε τοπικούς ολιγάρχες των οποίων τα επιχειρηματικά συμφέροντα δεν έχουν καμία σχέση με τη δημοσιογραφία. Ακόμη και το RTVS, το δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο, που ήταν σύμβολο ανεξάρτητης και έγκριτης δημοσιογραφίας, έχει αρχίσει να απειλείται. Ο γενικός διευθυντής του τον Αύγουστο του 2017 έκοψε τη μοναδική ερευνητική δημοσιογραφική εκπομπή, αφού πρόβαλε επικριτικό ρεπορτάζ για ένα μικρό κόμμα που συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό της χώρας.

Ο δημοσιογράφος και συνάδελφος του Γιαν Κούτσιακ, Άρπαντ Σολτέζ, δήλωσε στο AFP πως «η δολοφονία ενός δημοσιογράφου εξαιτίας της δουλειάς του είναι ίσως κάτι που μπορεί να συμβεί στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, σίγουρα γίνεται στη Ρωσία, αλλά όχι στην Ε.Ε. Δεν υπάρχει καμία άλλη απάντηση σε αυτού του είδους την πράξη – μόνον ότι θα φέρουμε σε πέρας τη δουλειά του». Και να που με την πρόσφατη δολοφονία της Βικτόρια Μαρίνοβα η Ε.Ε. μετράει τρεις άδικες πολιτικές δολοφονίες δημοσιογράφων στους κόλπους της, μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο. Ποιος θα μπορέσει να προστατέψει την αλήθεια από δω και πέρα άραγε;