Το Facebook ενισχύει την προπαγάνδα; - Free Sunday
Το Facebook ενισχύει την προπαγάνδα;
Το διάσημο «παιδί» του Μαρκ Ζάκερμπεργκ διέρχεται τη μεγαλύτερη κρίση του.

Το Facebook ενισχύει την προπαγάνδα;

Με τον τίτλο «Καθυστέρηση, άρνηση, εκτροπή: Πώς οι ιθύνοντες του Facebook αντιμετώπισαν την κρίση» οι «New York Times» δημοσίευσαν την περασμένη εβδομάδα ένα ρεπορτάζ-κόλαφο για το modus operandi της ανώτατης διοίκησης του Facebook αναφορικά με το σκάνδαλο της Cambridge Analytica και το αντίστοιχο με την παρέμβαση Ρώσων τρολ στις αμερικανικές εκλογές.

Σύμφωνα με το αναλυτικό ρεπορτάζ της εφημερίδας, το δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο προσέλαβε μέχρι και εταιρεία δημοσίων σχέσεων για να διαδίδει αρνητικές ειδήσεις αναφορικά με τους ανταγωνιστές του. Γεγονός το οποίο προσεγγίζει τη μάστιγα των fake news και της διαδικτυακής προπαγάνδας που το Facebook είτε αρνείται είτε δεν είναι σε θέση να ελέγξει. Και πώς άλλωστε μπορεί να το κάνει, όταν η ίδια η εταιρεία φέρεται να χρησιμοποιεί όλες τις αρνητικές για τη δημοκρατία πρακτικές προκειμένου να φαίνεται άμεμπτη στο μυαλό των χρηστών.

Το εκλογικό σκάνδαλο

Το φθινόπωρο του 2017 οι αρμόδιοι του Facebook ανακάλυψαν μυστήρια δραστηριότητα Ρώσων αναφορικά με τη διάδοση ειδήσεων για τις αμερικανικές εκλογές. Καμπάνιες υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ και πολλά fake news που επιδρούσαν αρνητικά στην αντίπαλο Χίλαρι Κλίντον είχαν χρηματοδοτηθεί από το Κρεμλίνο. Πώς είναι δυνατόν το Facebook να μην έχει προβλέψει μηχανισμούς άμυνας; Ακόμα κι όταν έγινε γνωστή η εν λόγω πληροφορία, όμως, τα δύο αφεντικά του Facebook, ο ιδρυτής Μαρκ Ζάκερμπεργκ και η Σέριλ Σάντμπεργκ, δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στο γεγονός.

Το Facebook συνδέει περισσότερους από 2,2 δισεκατομμύρια χρήστες. Μια παγκόσμια κοινότητα η οποία αναδιαμόρφωσε τις πολιτικές καμπάνιες, τις εμπορικές διαφημίσεις και την καθημερινότητα εν γένει. Το Facebook απέκτησε μία από τις μεγαλύτερες βάσεις δεδομένων, με φωτογραφίες, προσωπικά στοιχεία, μηνύματα, likes που υποδείκνυαν το ψυχολογικό προφίλ του χρήστη, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σταδιακά η δύναμη του μέσου έπεσε θύμα εκμετάλλευσης για παρεμβολές σε εκλογές δημοκρατικών κρατών, για διάδοση προπαγάνδας και την ενίσχυση του μίσους και του ρατσισμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι έξυπνοι ιθύνοντες της εταιρείας σκάλωσαν στην προαναφερθείσα αρνητική τροπή και άφησαν τα πράγματα να εξελιχθούν.

Την περασμένη άνοιξη, όταν οι χρήστες έμαθαν ότι το Facebook είχε θυσιάσει τα προσωπικά τους δεδομένα υπέρ της επιθυμίας του να επεκταθεί, επιτρέποντας σε μια εταιρεία έρευνας συνδεδεμένη με τον Πρόεδρο Τραμπ να έχει πρόσβαση σε αυτά, το κοινωνικό δίκτυο έσπευσε να αποποιηθεί την ευθύνη και να μετριάσει τις συνέπειες του προβλήματος. Όταν φυσικά αυτό απέτυχε, το Facebook πέρασε στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με τους «New York Times», πριν από μερικούς μήνες και για όσο ο ιδρυτής Μαρκ Ζάκερμπεργκ πραγματοποιούσε μια περιοδεία δημόσιας συγνώμης –είχε εμφανιστεί και στις Βρυξέλλες, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο– το δεξί του χέρι, η Σέριλ Σάντμπεργκ, διαμόρφωνε μια επιθετική καμπάνια με πολιτικές προεκτάσεις η οποία θα βοηθούσε το Facebook να ξεπεράσει τις επιπτώσεις των σκανδάλων. Το ρεπορτάζ της εφημερίδας αναφέρει ότι έλαβαν συνεντεύξεις από 50 άτομα, πρώην και νυν εργαζομένους της εταιρείας, πολιτικούς, λομπίστες και επιτελικούς γερουσιαστών, οι οποίοι μίλησαν ανώνυμα για τον τρόπο της εταιρείας να διαχειρίζεται τις κρίσεις της.

Το μήνυμα του Facebook ήταν εξαρχής «να γίνει ο κόσμος πιο ανοιχτός και πιο συνδεδεμένος». Η Σέριλ Σάντμπεργκ από το 2013 υπήρξε φεμινιστικό είδωλο για τις γυναίκες, διάσημη για την ιδεολογία και τις δημοκρατικές της απόψεις. Μαζί με τον Ζάκερμπεργκ είχαν συγκροτήσει το προφίλ ενός σύγχρονου εργοδοτικού διδύμου, ανοιχτού στην κοινωνία, με έντονη ακτιβιστική δράση και ευαισθητοποιημένου απέναντι στα προβλήματα του κόσμου. Στόχος τους, να διαδώσουν όλα αυτά μέσα από την επέκταση του Facebook παγκοσμίως, μόνο που μαζί με τις καλές ιδέες διαδόθηκαν και το bullying, η ρητορική του μίσους, ο ρατσισμός, η πολιτική προπαγάνδα, τα fake news, η εθνοκάθαρση, η λογική του εγκλήματος και όλα τα κακά του κόσμου. Εκείνοι απλώς τα αγνόησαν και τώρα τρέχουν και δεν φτάνουν.

Project P

Η αρχή έγινε με την προσπάθεια συγκάλυψης της παρεμβολής στις αμερικανικές εκλογές των Ρώσων χάκερ. Το γεγονός ήταν γνωστό από το 2016, οπότε μια ομάδα εργαζομένων ανέφερε στους υπεύθυνους περίεργη δραστηριότητα. Όταν γνωστοποιήθηκε σε Ζάκερμπεργκ και Σάντμπεργκ, εκείνοι έδωσαν εντολή να δημιουργηθεί το Project P, μια ομάδα με αποστολή να ανακαλύπτει προπαγανδιστικές ειδήσεις μέσω Facebook. Λίγους μήνες μετά, η ομάδα αποκάλυψε πως η εμπλοκή των Ρώσων στις εκλογές ήταν πολύ μεγαλύτερη και εκ του πονηρού απ’ όσο είχαν αρχικά εκτιμήσει. Οι μισοί εργαζόμενοι έλεγαν να δημοσιοποιήσουν τα ευρήματα, ωστόσο ανώτατα στελέχη υποστήριξαν πως αν το Facebook έδινε αποδείξεις για εμπλοκή των Ρώσων στις εκλογές υπέρ του Τραμπ, οι Ρεπουμπλικάνοι θα τους κατηγορούσαν ότι τοποθετούνταν στο πλευρό των Δημοκρατικών, έτσι σιώπησαν.

Όταν κάποια στιγμή έγινε γνωστή η εμπλοκή των Ρώσων, το Facebook έσπευσε να υποβαθμίσει την είδηση. Λίγες ημέρες μετά, με ρεπορτάζ τους οι «New York Times» αποκάλυψαν το μέγεθος της επιρροής των Ρώσων. Οι Δημοκρατικοί εξοργίστηκαν. Πολλοί πολιτικοί που συνεργάζονταν με στελέχη της Σίλικον Βάλεϊ για θέματα υπέρ των δικαιωμάτων των μεταναστών και των ομοφυλοφίλων κατηγόρησαν την ανοχή του Facebook στην παραπληροφόρηση για τη νίκη του Προέδρου Τραμπ. Πριν από έναν χρόνο κι έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση οι υπεύθυνοι της εταιρείας ανακοίνωσαν πως 126 εκατομμύρια Αμερικανοί είχαν δει έστω ένα ψεύτικο post προερχόμενο από Ρώσους χρήστες και τρολ. Λίγο αργότερα, δύο Δημοκρατικοί γερουσιαστές παρουσίασαν ένα σχέδιο νόμου σύμφωνα με το οποίο όλες οι εταιρείες internet θα έπρεπε να αποκαλύπτουν ποιος αγόρασε χώρο για πολιτικές διαφημίσεις στα sites τους. To Facebook αξιοποίησε τους λομπίστες του ώστε να επηρεάσουν υπέρ της ψήφισης του νομοσχεδίου, ενώ κατέκρινε δημόσια όσες εταιρείες αναφέρθηκαν αρνητικά σε αυτό.

Παραπληροφόρηση

Τον Οκτώβριο του 2017 το Facebook προσέλαβε την εταιρεία Definers Public Affairs, ειδική στην εφαρμογή πολιτικής επικοινωνίας σε εταιρικές δημόσιες σχέσεις. Στόχος ήταν η πολιτική επιρροή, κεκαλυμμένη όμως με τακτικές των δημοσίων σχέσεων. Η στρατηγική της Definers ήταν «να προωθείς θετικό περιεχόμενο για τη δική σου εταιρεία και αρνητικό περιεχόμενο που έχει παραχθεί από άλλους για τους ανταγωνιστές». Το Facebook υιοθέτησε αυτή τη στρατηγική άμεσα. Τον Νοέμβριο του 2017 το κοινωνικό δίκτυο υποστήριξε ένα νομοσχέδιο το οποίο έθετε τις εταιρείες internet υπεύθυνες για διαφημίσεις που προωθούσαν το trafficking στα sites τους, ακόμα κι αν προέρχονταν από χάκερ. Η Google και άλλες εταιρείες τάσσονταν κατά της ψήφισης του νομοσχεδίου, γεγονός που επέτρεψε στην εταιρεία Definers να ενισχύσει τη θετική απόκριση του Facebook ως προς το νομοσχέδιο και να κατακεραυνώσει τις υπόλοιπες εταιρείες, δημιουργώντας αρνητική δημοσιότητα. Η Definers είχε συνεργασίες με ιστοσελίδες –κάποιες ήταν δικές της– υψηλής επισκεψιμότητας που διέδιδαν τέτοιου τύπου ειδήσεις και fake news για το καλό των πελατών της.

Όταν έσκασε το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, το Facebook άργησε και πάλι να απαντήσει και να μετριάσει τις συνέπειές του. Εν τω μεταξύ, ο CEO της Apple Τιμ Κουκ άσκησε κριτική στο Facebook, γεγονός που εξόργισε τον Ζάκερμπεργκ, ο οποίος, σύμφωνα με το δημοσίευμα των «New York Times», υποχρέωσε τους εργαζομένους του να χρησιμοποιούν τηλέφωνα με λειτουργικό σύστημα Android αντί για iPhones, ενώ δημοσιεύματα που υπονοούσαν ότι το νέο iPhone έχει δυσλειτουργικό λογισμικό άρχισαν να διαρρέουν. Το σκάνδαλο με τη διαρροή των προσωπικών δεδομένων έπληξε την εικόνα του Facebook ανεπανόρθωτα, με αποτέλεσμα η εταιρεία να χρησιμοποιήσει υπέρ το δέον τις πρακτικές της Definers, διαδίδοντας αρνητικές φήμες έως και fake news για ανταγωνιστές και επικριτές της.

Μάλιστα η εταιρεία παρουσίασε τον Τζορτζ Σόρος ως ιθύνοντα νου στις κριτικές κατά του Facebook και ωθούσε τους δημοσιογράφους να ψάξουν δήθεν οικονομικές διασυνδέσεις μεταξύ του Σόρος και της οικογένειάς του και πολλών ακτιβιστικών οργανώσεων που μάχονταν κατά του Facebook, μόλις δημοσιοποιήθηκε το σκάνδαλο με τη διαρροή των προσωπικών δεδομένων. Η Definers είχε επιστρατεύσει όλες της τις δυνάμεις, συνεργαζόμενα sites, τρολ, λομπίστες, προκειμένου να αποκαταστήσει μια θετική εικόνα για το Facebook, βασιζόμενη όμως σε αρνητικές ειδήσεις για τους ανταγωνιστές ή τους επικριτές, που σε πολλές περιπτώσεις αποτελούσαν παραπληροφόρηση.

Το επικοινωνιακό σκάνδαλο

Την περασμένη Πέμπτη το Facebook παραδέχτηκε δημόσια ότι ένα ανώτατο στέλεχός του, ο Έλιοτ Σκρέιτζ, προσέλαβε μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων για να επιτεθεί επικοινωνιακά στον Τζορτζ Σόρος, όπως αποκάλυψε ο «Guardian». Ο Σκρέιτζ, που ήδη έχει αποχωρήσει από το Facebook, πήρε την ευθύνη και είπε πως όταν ο Σόρος χαρακτήρισε την Google και το Facebook «μάστιγα της κοινωνίας» σε ομιλία του στο οικονομικό φόρουμ του Νταβός τον περασμένο Ιανουάριο, θεώρησε πως έπρεπε να ανιχνευτεί αν ο γνωστός δισεκατομμυριούχος είχε οικονομικό κίνητρο να πλήξει τις δύο εταιρείες. Έτσι, δικαιολόγησε τη «δουλειά» της Definers, ότι δηλαδή ανίχνευε τυχόν προσωπικά συμφέροντα του Σόρος εις βάρος του Facebook. Ο Σκρέιτζ, που ανέλαβε την ευθύνη, είχε γνωστοποιήσει εδώ και καιρό στην εταιρεία τα σχέδια αποχώρησής του, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη ότι αποτέλεσε τον αποδιοπομπαίο τράγο. Σε πρόσφατο δημοσίευμά τους, πάντως, οι «New York Times» αναφέρουν ότι η Σέριλ Σάντμπεργκ ήταν ενήμερη για τη συνεργασία της εταιρείας της με την Definers και τον τρόπο με τον οποίο η τελευταία λειτουργούσε. Αξίζει να σημειωθεί ότι την περασμένη εβδομάδα το Facebook απέλυσε την Definers, στον απόηχο των αποκαλύψεων των «New York Times».

Είναι γεγονός πως με τις πρακτικές του και την αδυναμία του να ελέγξει τα fake news το Facebook έχει περιέλθει σε μία εξαιρετικά σημαντική επικοινωνιακή και ουσιαστική κρίση. Θα δυσκολευτούν πολύ να πείσουν τους χρήστες ότι μάχονται την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση, όταν ουσιαστικά έχουν ήδη κάνει χρήση των μεθόδων αυτών για δικό τους όφελος. Ο οίκος Oxford Dictionaries αναγνώρισε ως χαρακτηριστική λέξη της περασμένης χρονιάς το «post-truth» (μετα-αλήθεια). Πρόκειται για έναν νεολογισμό που ορίζεται ως η γκρίζα ζώνη μεταξύ αλήθειας και ψέματος. Εξηγεί την κυριαρχία του συναισθήματος επί της λογικής και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η κοινή γνώμη, παραβλέποντας τα αντικειμενικά γεγονότα και υιοθετώντας το κοινό συναίσθημα έναντι της κοινής λογικής. Το Facebook, υπεύθυνο ως έναν βαθμό για τη διαμόρφωση αυτής της έννοιας, δυστυχώς εξακολουθεί να μη βρίσκεται στον σωστό δρόμο και συνεχίζει να ενισχύει την αμφιλεγόμενη «μετα-αλήθεια» μεταξύ των χρηστών του εις βάρος του πλουραλισμού και της ειδησεογραφικής αντικειμενικότητας.

BOXAKI

Στη χώρα μας, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (4/11/2018) που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία about people για λογαριασμό της Interweave σε 635 χρήστες του Facebook, η συντριπτική πλειονότητα διαβάζει ειδήσεις, είτε πρόκειται για πραγματικές είτε για fake news. Το 83,9% των χρηστών απάντησε ότι μπαίνει στο Facebook για να «μάθει τα νέα της ημέρας», 57,1% δήλωσαν πως αν έπρεπε να ζήσουν τρεις μήνες χωρίς Facebook «θα τους έλειπε, αλλά θεωρούν ότι δεν θα είχαν πρόβλημα», ενώ 64% των χρηστών δήλωσαν πως φοβούνται που το Facebook έχει πρόσβαση στα προσωπικά τους δεδομένα.