Η σύνοδος των exits - Free Sunday
Η σύνοδος των exits

Η σύνοδος των exits

«To be or not to be together;» μοιάζει να είναι η ερώτηση που απασχολεί όλο και περισσότερο την Ευρώπη των «28». Με αυτή την ατάκα στις 2 Φεβρουαρίου ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, παρουσίασε το προσχέδιο συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο. Στις δεκαέξι σελίδες του προτείνονται λύσεις στις απαιτήσεις για μεταρρύθμιση και επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης της Βρετανίας με την Ε.Ε. που είχε προβάλει επίσημα ο πρωθυπουργός Κάμερον με επιστολή του στις 10 Νοεμβρίου. Οι απαντήσεις στα τέσσερα «καλάθια θεμάτων», όπως ονομάζονται –οικονομική ένωση, εμβάθυνση της Ε.Ε., ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και ανταγωνιστικότητα–, που είχε θέσει η βρετανική κυβέρνηση ως πεδία διαπραγμάτευσης, αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία θα κινηθεί από δω και πέρα η σχέση του Λονδίνου με τις Βρυξέλλες και συνιστούν το αποτέλεσμα μακρών διαπραγματεύσεων μεταξύ αξιωματούχων των δύο πλευρών.

Κι ενώ τα ελληνικά μέσα επικεντρώνονται κυρίως στην προσφυγική κρίση και τις επιπτώσεις της στη ζώνη Σένγκεν, οι οποίες μας αφορούν άμεσα, το Brexit αποτέλεσε το άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην ατζέντα της διήμερης συνόδου κορυφής που είχε ως στόχο να αναζητήσει έναν συμβιβασμό ικανό να κρατήσει τη Βρετανία εντός Ε.Ε.

Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει plan Β για πιθανή έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωζώνη, όπως δήλωσε ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ πριν από τη συνάντησή του με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον στις Βρυξέλλες. «Δεν έχουμε plan B, έχουμε plan A. Η Βρετανία θα παραμείνει στην Ε.Ε. και θα είναι εποικοδομητικό και ενεργό μέλος της Ένωσης» διαμήνυε ο πρόεδρος της Κομισιόν πριν από την έναρξη της συνόδου. Επέλεξε μάλιστα να τονίσει το αυτονόητο: «Αν έλεγα ότι έχουμε plan B, αυτό θα έδινε την εντύπωση ότι υπάρχει κάποια θέληση από την πλευρά της Επιτροπής να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο η Βρετανία να εγκαταλείψει την Ε.Ε.».


Τα σχέδια Β

Επειδή όμως, όπως μάθαμε κι από την ιστορία που εκτυλίχθηκε γύρω από το ελληνικό δημοψήφισμα και το Grexit, η ύπαρξη σχεδίων Β δεν προαναγγέλλεται, ίσως τα λεγόμενα του Γιούνκερ να αποτελούν ευσεβείς πόθους. Κι αυτό γιατί, παρ’ ότι στις αρχές του 2015 η πιθανότητα ενός Brexit της αποχώρησης, δηλαδή, της Βρετανίας από την Ε.Ε.– φάνταζε απίθανη, σήμερα, σε μεγάλο βαθμό λόγω της προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη, αλλά και των δυσκολιών της ζώνης του ευρώ, δεν μοιάζει τόσο μακρινή. Παρ’ ότι η Βρετανία δεν ανήκει στην Ευρωζώνη, το τελευταίο που θα χρειαζόταν η Ε.Ε. θα ήταν μια έξοδος του Λονδίνου σε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας στις αγορές και με το προσφυγικό να «καίει» στην καρδιά της Ευρώπης.

Για τους Βρετανούς, όμως, και τον Ντέιβιντ Κάμερον, η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων και του δημοψηφίσματος αποτελούσε προεκλογική υπόσχεση. Το προεκλογικό μανιφέστο των Συντηρητικών περιλάμβανε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με το εάν η Βρετανία θα πρέπει να παραμείνει ή να αποχωρήσει από την Ε.Ε. μέχρι το τέλος του 2017. Ο Κάμερον επιβεβαίωσε τον Ιανουάριο του 2013 τη δέσμευσή του, τονίζοντας ότι γι’ αυτόν υπήρχε ένα στοιχείο-κλειδί, που ήταν ότι θα επιδίωκε να αλλάξει τη λειτουργία της Ε.Ε. ή τουλάχιστον να επαναδιαπραγματευτεί τους κανόνες που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο ως μέλος της. Όταν θα ολοκληρωνόταν αυτή η διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης, τότε μόνο θα έβαζε το θέμα σε δημοψήφισμα στους Βρετανούς ψηφοφόρους.

Το τελικό σχέδιο της συμφωνίας με το οποίο θα πάει στην ψηφοφορία είναι το μεγάλο του στοίχημα και τις τελευταίες μέρες ο Βρετανός πρωθυπουργός έκανε ό,τι μπορούσε για να κερδίσει όσο περισσότερες παραχωρήσεις γινόταν από την πλευρά των Βρυξελλών. Βρίσκεται ήδη αντιμέτωπος με ένα σοβαρό πρόβλημα εντός του κόμματός του, με μεγάλη μερίδα ευρωσκεπτικιστών βουλευτών να αντιτίθενται στο προσχέδιο του Τουσκ, θεωρώντας ότι δεν καλύπτει τις απαιτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Μεγάλη μερίδα του Τύπου επίσης στάθηκε αρνητικά απέναντι στο προσχέδιο, ενώ τις τελευταίες μέρες όλο και περισσότερα δημοσιεύματα αφιερώνονται στο τι θα σημάνει μια πιθανή αποχώρηση για τη βρετανική οικονομία συνολικά αλλά και για επιμέρους τομείς. Με κίνδυνο να δει το ατού της διαπραγμάτευσης με τις Βρυξέλλες να γυρνάει μπούμερανγκ για την ηγετική εικόνα του, ο Κάμερον τώρα βιάζεται να προχωρήσει στην υπόσχεσή του.

Η σύνοδος που πέρασε έβαλε τη σφραγίδα της στην επαναδιαπραγμάτευση αυτή και μένει τώρα να ξεκαθαρίσει το τοπίο για τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας. Σύμφωνα με όσα ξέραμε, αυτό θα συνέβαινε μέχρι το τέλος του 2017, όμως ήδη γίνεται κουβέντα για αμεσότερη διεξαγωγή. Υπήρξαν προτάσεις να πραγματοποιηθεί τον Μάιο του 2016, για να συμπέσει με τις εκλογές στη Σκοτία, την Ουαλία, τη Βόρεια Ιρλανδία και το Λονδίνο, αλλά φαίνεται ότι η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί το τέλος Ιουνίου του 2016 πιο κατάλληλο. Πολλά δημοσιεύματα μάλιστα προβάλλουν τις 23 Ιουνίου ως πιθανή ημερομηνία, αν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις.


Διχασμένη κοινή γνώμη

Την ίδια ώρα στη Βρετανία οι εταιρείες δημοσκοπήσεων διστάζουν να πάρουν θέση για την έκβαση του δημοψηφίσματος. Δεδομένης και της αποτυχίας τους να προβλέψουν το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών με την εμφατική επανεκλογή του Κάμερον, πολλοί τις αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα και αμφισβητούν αν και κατά πόσο μπορούν να προβλέψουν μια τόσο κρίσιμη ψηφοφορία. Ορισμένες πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι η πλειοψηφία των Βρετανών επιθυμεί την έξοδο από την Ένωση. Σε γενικές γραμμές, όμως, οι ψηφοφόροι είναι μοιρασμένοι κι αυτό που άρχισε σαν ένα εσωτερικό πολιτικό ζήτημα για το κόμμα των Συντηρητικών έχει γίνει κεντρικό ζήτημα επιλογής για την πολιτική και οικονομική κατεύθυνση της χώρας.

Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η μάχη που θα δοθεί ανάμεσα στα δύο λόμπι, του «ναι» και του «όχι» στην παραμονή, δεν έχει αμιγώς κομματικά χαρακτηριστικά. Εκτός από το αντιευρωπαϊκό UKIP, που τερμάτισε πρώτο στις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014 και κέρδισε 13% στις εθνικές εκλογές του περασμένου Μαΐου, το οποίο ολόψυχα προπαγανδίζει την αποχώρηση, οι βουλευτές από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν έχουν ενιαία θέση. Αρκετοί Συντηρητικοί υποστηρίζουν την παραμονή στην Ε.Ε. και Εργατικοί καλοβλέπουν την έξοδο.

Σε περίπτωση που οι ψηφοφόροι επιλέξουν την αποχώρηση, θα ισχύσει η τυπική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία μια χώρα μπορεί να αποχωρήσει από την Ε.Ε. δύο χρόνια μετά την κοινοποίηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της πρόθεσής της να φύγει. Ωστόσο, η αποχώρηση δεν είναι απλή υπόθεση και θα προκαλέσει «περίπλοκες και μακρές διαπραγματεύσεις» σχετικά με το μέλλον των σχέσεων της Βρετανίας με την Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσο η πρώτη θα εξακολουθούσε να έχει πρόσβαση στην ενιαία αγορά. Είναι σαφές ότι ένα τέτοιο διαζύγιο θέλει χρόνο για την επίλυση των σύνθετων ζητημάτων που θα προκύψουν, αλλά και για την επούλωση των πληγών στην έννοια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Διότι «η αποχώρηση της Βρετανίας θα σηματοδοτούσε ένα σοκ για την Ευρώπη, κυρίως όμως ένα σοκ σχετικά με την αντίληψη που ο κόσμος θα έχει για την Ευρώπη, η οποία θα βίωνε μια κρίση», όπως δήλωσε ο «αιώνιος εχθρός», Γάλλος πρωθυπουργός, Μανουέλ Βαλς, στη γαλλική Εθνοσυνέλευση.