Η κρίση, τα ΜΜΕ και η δημοκρατία - Free Sunday
Η κρίση, τα ΜΜΕ και η δημοκρατία

Η κρίση, τα ΜΜΕ και η δημοκρατία

Με το προσφυγικό και την αδυναμία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει την κατάσταση ασχολήθηκε την περασμένη Τρίτη, μετά τη σύνοδο κορυφής, η γαλλική εφημερίδα «Le Monde». Στο βασικό της άρθρο σχολίαζε πως η επιβίωση της Ευρώπης εξαρτάται από την Τουρκία, στην οποία παρέδωσε τα κλειδιά, μετατρέποντάς την ξανά σε «Υψηλή Πύλη». Και όλα αυτά την ημέρα που οι τουρκικές αρχές έθεταν υπό έλεγχο, μετά την αντιπολιτευόμενη εφημερίδα «Zaman», και το πρακτορείο ειδήσεων Chihan. Η δικαστική επιβολή κρατικού ελέγχου στα δύο μέσα, που ανήκουν στην ίδια εταιρεία, δεν είναι η πρώτη απόπειρα του νέου «σουλτάνου» να ελέγξει την ενημέρωση, προκάλεσε όμως διεθνείς αντιδράσεις και σχόλια για την ελευθερία του Τύπου στην Τουρκία. Το θέμα έφτασε και στις Βρυξέλλες, όπου λίγοι ηγέτες, μεταξύ αυτών και ο Πρόεδρος Ολάντ, ψέλλισαν κάτι σχετικό. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που επισήμαναν ότι η κίνηση αυτή ήταν ένα μάθημα που θέλησε να δώσει ο Ερντογάν στους Ευρωπαίους ηγέτες, αμφισβητώντας τη διάθεση και τη δυνατότητά τους να υπερασπιστούν τις ευρωπαϊκές αξίες.

Όμως και στη Δύση ολοένα και περισσότερες συζητήσεις γίνονται σχετικά με το κατά πόσο οι αλλαγές στο πεδίο των ΜΜΕ μπορεί να προκαλέσουν «έλλειμμα πολυμορφίας» που θα θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση της υγιούς πολυφωνίας που έχουμε συνηθίσει. Σε ένα περιβάλλον ψηφιακής έκρηξης της πληροφορίας κανείς δεν φοβάται την έλλειψη ειδήσεων. Αντιθέτως, η υπερπροσφορά ειδήσεων και μέσων δημιουργεί ερωτηματικά για το κατά πόσο μπορεί κάποιος να φιλτράρει και να επιλέγει σωστά τους σοβαρούς παραγωγούς περιεχομένου, που μπορούν πραγματικά να βοηθήσουν τον αναγνώστη να κατανοήσει τον κόσμο.


Το τέλος του χαρτιού;

Στην προσπάθειά τους να επιδιορθώσουν επιχειρηματικά μοντέλα που ταιριάζουν στην αναλογική εποχή, πολλά μέσα επιχειρούν τη μετάβαση από τις έντυπες σε ψηφιακές εκδόσεις. Εξάλλου πολλοί από εμάς έχουν ήδη παραιτηθεί από την αγορά εφημερίδων και λίγοι θα στενοχωρηθούν αν η «πρέσα» πεθάνει ως πλατφόρμα ενημέρωσης. Ως αναγνώστες, έχουμε πρόσβαση σε ειδήσεις στις ταμπλέτες, στα κινητά τηλέφωνα ή στους φορητούς υπολογιστές και τυπωμένες σελίδες πέφτουν στα χέρια μας μόνο σε εκείνες τις όλο και πιο σπάνιες περιπτώσεις που δεν υπάρχει πρόσβαση στο διαδίκτυο.

Με τις καταναλωτικές συνήθειες να αλλάζουν, αφήνοντας μόνο τους πιο παραδοσιακούς και ηλικιωμένους αναγνώστες να αγοράζουν εφημερίδες απέναντι στην πληθώρα των online μέσων με έγκαιρη ενημέρωση και αυξανόμενες δυνατότητες διείσδυσης, παραμένει ζητούμενο ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο για τις εκδόσεις, καθώς οι έντυπες δεν μπορούν πλέον να συντηρηθούν με τα έσοδα από τις πωλήσεις και οι ψηφιακές δεν έχουν ακόμη κατασταλάξει στον πιο αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης ενός paywall. Οι τίτλοι που επιβιώνουν και όσοι παλεύουν με εναλλακτικά μοντέλα, όπως crowdfunding και φύλλα δωρεάν διανομής, δεν αποτελούν εγγύηση για τη μακροημέρευση της διαφοροποιημένης, υψηλής ποιότητας δημοσιογραφίας την οποία έχουν συνηθίσει η Ευρώπη και η Αμερική.

Καθώς νέα ειδησεογραφικά ΜΜΕ που υπάρχουν μόνο ψηφιακά, όπως τα BuzzFeed και Business Insider, αυξάνουν τη δημοτικότητά τους, σημαντικοί τίτλοι αναστέλλουν την έντυπη έκδοσή τους και συνεχίζουν online, συμπεριλαμβανομένου του αμερικανικού «Newsweek», το οποίο έγινε μόνο ψηφιακό το 2012. Στην Ευρώπη, τίτλοι όπως οι «Financial Times Deutschland» (Γερμανία), η «Frankfurter Rundschau» (Γερμανία) και η «Le Soir» (Γαλλία) έβαλαν λουκέτο, πλάι σε εκατοντάδες τοπικές εκδόσεις σε πολλές χώρες. Μάλιστα στις ΗΠΑ βρίσκει κάποιος τη μοναδική ιστοσελίδα newspaperdeathwatch.com, η οποία έχει ως στόχο την καταγραφή των αμερικανικών εφημερίδων που πεθαίνουν.


Εφημερίδες σε αδιέξοδο

Από τα συμπτώματα της μακράς ασθένειας που συνήθως προηγείται του θανάτου μιας έντυπης έκδοσης (δημοσιογράφοι απολύονται, οι προϋπολογισμοί για ρεπορτάζ κόβονται, οι σελίδες μειώνονται και η τιμή πώλησης ανεβαίνει) υπέφεραν και δύο ιστορικές ευρωπαϊκές εφημερίδες.

Όπως έγινε γνωστό, η εφημερίδα με την υψηλότερη κυκλοφορία στην Ισπανία, η «El Pais», σκοπεύει να διακόψει την έντυπη έκδοσή της και να μετατραπεί σε online μέσο, ακολουθώντας την παγκόσμια τάση. Η «El Pais», που ιδρύθηκε το 1976 και έγινε η εφημερίδα της δημοκρατικής Ισπανίας μετά τον θάνατο του Φράνκο, αντιμετώπιζε τη σταθερή μείωση του αναγνωστικού κοινού της από το 2008, οπότε ξέσπασε η οικονομική κρίση.

Όπως πολλές άλλες ισπανικές εφημερίδες, αντιμετώπισε προβλήματα χρέους όταν τα διαφημιστικά της έσοδα έπεσαν κατακόρυφα, ενώ είδε την κυκλοφορία της να μειώνεται σταθερά. Οι πωλήσεις της πέρυσι συρρικνώθηκαν κατά 15%, στα περίπου 220.000 φύλλα. Αντίθετη τροχιά είχε η κίνηση της online έκδοσης, με τους μοναδικούς χρήστες να εκτοξεύονται κατά 15,3% πέρυσι, σε έναν μηνιαίο μέσο όρο 13,5 εκατομμυρίων αναγνωστών.

«Η μετάβαση από την έντυπη στην ψηφιακή έκδοση είναι μόνο ένα βήμα και δεν είναι καν το μεγαλύτερο από τα πολλά βήματα που οι εφημερίδες θα πρέπει να κάνουν για να βρουν τον αληθινό χώρο τους στο μέλλον» ανέφερε ο διευθυντής της εφημερίδας Αντόνιο Κάνιο σε ανοιχτή επιστολή του προς το προσωπικό, διαβεβαιώνοντας πως η έντυπη «El Pais» θα συνεχίσει να κυκλοφορεί «για όσο το δυνατόν περισσότερο». Επιβεβαίωσε όμως ότι παράλληλα θα εργαστεί ώστε να οικοδομηθεί ένα ψηφιακό μέσο που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις των αναγνωστών. «Μπορούμε ήδη να υποθέσουμε ότι η συνήθεια της αγοράς εφημερίδας στο περίπτερο είναι η μειονότητα. Η πλειονότητα των ανθρώπων, ιδίως οι νέοι, αναζητούν την πληροφόρησή τους σε μια σειρά από διαφορετικές συσκευές και την καταναλώνουν με διαφορετικό τρόπο» δήλωσε ο Κάνιο.

Η πιθανότητα να εξαφανιστεί από τα περίπτερα μία από τις πιο γνωστές ισπανόφωνες εφημερίδες ακολουθεί τη μοίρα της βρετανικής «Independent», που ανακοίνωσε την αναστολή της έκδοσης σε χαρτί και θα πάψει να τυπώνεται στο τέλος Μαρτίου. Επικαλούμενος την πτώση της κυκλοφορίας της, ο ιδιοκτήτης της «Ιndependent», Εβγκένι Λεμπέντεφ, που την αγόρασε το 2010 για 1 λίρα, δήλωσε πως «η βιομηχανία του Τύπου αλλάζει και η αλλαγή αυτή άρχισε από τους αναγνώστες. Μας δείχνουν ότι το μέλλον είναι ψηφιακό». Από τις 26 Μαρτίου η βρετανική εφημερίδα θα κυκλοφορεί αποκλειστικά στο διαδίκτυο, ενώ έξι μέρες νωρίτερα θα τυπωθεί η τελευταία κυριακάτικη έκδοση. Τις οικονομικές πιέσεις που δεχόταν η εφημερίδα τόνισε και ο αρχισυντάκτης Άμολ Ράτζαν, υποστηρίζοντας ότι η συνέχιση της έντυπης έκδοσης δεν ήταν «οικονομικά βιώσιμη». Η ηλεκτρονική έκδοση έχει 58 εκατομμύρια μηνιαίους αναγνώστες, είναι κερδοφόρα και αναμένεται να αυξήσει τα έσοδά της κατά 50% μέσα στον χρόνο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του διοικητικού συμβουλίου. Η απόφαση συνοδεύεται από τη συμφωνία να πωληθεί η ηλεκτρονική έκδοση έναντι 32 εκατ. ευρώ.

O Στίβεν Γκλόβερ, συνιδρυτής της «Independent», ανέφερε ότι η εφημερίδα πωλούσε «τόσο λίγα αντίτυπα, που πραγματικά δεν έχει νόημα να τυπώνεται κάθε μέρα». Σχολιάζοντας την είδηση στην εκπομπή «Newsnight» του BBC, δήλωσε ότι θα είναι ένα από τα πολλά μέσα τα οποία σταματούν τις έντυπες εκδόσεις για να γίνουν ψηφιακά. Ακόμα και οι «Financial Times» και ο «Guardian» θα μπορούσαν να σταματήσουν να τυπώνονται μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, ενώ σε 10-15 χρόνια δεν θα υπάρχουν και πάρα πολλές τυπωμένες εφημερίδες. Το ζήτημα είναι ευρύτερο, τόνισε, σχετικά με το αν οι οnline εφημερίδες θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τον ίδιο αριθμό δημοσιογράφων και να παραγάγουν το ίδιο είδος δημοσιογραφίας με τις έντυπες.


Νέοι μιντιάρχες

Η μετάβαση έρχεται σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς πολλών μέσων στη Μεγάλη Βρετανία, με αποκορύφωμα την πώληση των «Financial Times» από τον εκδοτικό οίκο Pearson στον ιαπωνικό όμιλο Nikkei, έναντι 1,2 δισ. ευρώ σε μετρητά. Αλλά και στην Ιταλία ανακοινώθηκε από την εταιρεία Itedi του ομίλου Fiat, ιδιοκτήτρια της εφημερίδας «La Stampa», η συγχώνευση που συμφώνησε με την ιδιοκτήτρια εταιρεία της εφημερίδας «La Repubblica», Gruppo Editoriale L’ Espresso. Σκοπός της συμφωνίας, όπως ανακοινώθηκε, είναι η δημιουργία ενός κυρίαρχου παίκτη στον χώρο της έντυπης και ψηφιακής ενημέρωσης, αλλά και των εκδόσεων γενικότερα. Σε μια περίοδο κατά την οποία οι δύο κύριες πηγές εσόδων, οι πωλήσεις και οι καταχωρίσεις διαφημίσεων, βρίσκονται σε πτώση, η ερώτηση «πώς θα σωθούν οι ευρωπαϊκές εφημερίδες;» θα αντηχεί όλο και περισσότερο στις αίθουσες ειδήσεων.