Οι Γάλλοι Σοσιαλιστές (και πάλι) στον αέρα - Free Sunday
Οι Γάλλοι Σοσιαλιστές (και πάλι) στον αέρα

Οι Γάλλοι Σοσιαλιστές (και πάλι) στον αέρα

Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές είναι ο επόμενος μεγάλος εκλογικός σταθμός στον δυτικό κόσμο. Παρ’ ότι η προσοχή του ακροατηρίου είναι στραμμένη στις διαδικασίες ανάδειξης υποψηφίου της κεντροδεξιάς, κυρίως εξαιτίας της πεποίθησης ότι η γαλλική κεντροαριστερά δεν θα καταφέρει να προχωρήσει στον δεύτερο γύρο των εκλογών λόγω της δύναμης που αναμένεται να καταγράψει η Μαρίν Λεπέν στον πρώτο γύρο, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εξελίξεις στο στρατόπεδο του Σοσιαλιστικού Κόμματος. 

Τον Ιανουάριο του 2017 αναμένεται η διεξαγωγή των προκριματικών εκλογών για την ανάδειξη του υποψήφιου σοσιαλιστή για τις προεδρικές εκλογές την ερχόμενη άνοιξη. Ενώ ο Πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ συνεχίζει να τηρεί σιγήν ιχθύος αναφορικά με το ενδεχόμενο της νέας υποψηφιότητάς του, παράλληλα έχει αρχίσει να αναπτύσσεται το σχετικό ενδιαφέρον από έτερους επίδοξους διεκδικητές της υποψηφιότητας.

Ολάντ: Ο Πρόεδρος που ξεχάστηκε

Η δυστοκία της απόφασης του σημερινού Προέδρου να είναι υποψήφιος στις προκριματικές εκλογές συνδέεται με τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά δημοτικότητάς του. Συγκεκριμένα, καμία μέτρηση πλέον δεν παρουσιάζει την απήχησή του πάνω από 20%, το χαμηλότερο ποσοστό δημοτικότητας εν ενεργεία Γάλλου Προέδρου μεταπολεμικά. Μην έχοντας παρουσιάσει σαφή τεκμήρια βελτίωσης του ατομικού εισοδήματος, παρά τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών σε βάρος του εισοδήματος των δημοσίων υπαλλήλων, και υπό το συναισθηματικό βάρος της απώλειας εκατοντάδων ανθρώπων από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και στη Νίκαια, ο Πρόεδρος Ολάντ μοιάζει αδύναμος να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Γάλλων τόσο στο ζήτημα της οικονομίας όσο και στο ζήτημα της ασφάλειας.

Πριν από τέσσερα χρόνια ο Φρανσουά Ολάντ κατάφερε να κερδίσει τις προκριματικές του 2012 και μετέπειτα την εκλογή έναντι του Νικολά Σαρκοζί. Τότε, προεκλογικά εξέφρασε μια ατζέντα σε βάρος της λιτότητας και ασκούσε επιθετική κριτική σε βάρος των έργων και της χρηματοοικονομικής στόχευσης του γαλλογερμανικού άξονα.

Η αντίδραση της αγοράς στο άκουσμα της ρητορικής αυτής, σε συνδυασμό με τις πρώτες πολιτικές κινήσεις του νέου Προέδρου –σφοδρή υπερφορολόγηση των ανώτερων εισοδηματικά κοινωνικών ομάδων–, επιδείνωσε την οικονομική κατάσταση στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, το οικονομικό έτος του 2012 έκλεισε για τη Γαλλία με στασιμότητα, με σημαντικό βαθμό αποεπένδυσης, μείωση της καταναλωτικής δύναμης και περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού ως λογική συνέπεια του τελευταίου. Ο Πρόεδρος Ολάντ, εκείνη τη στιγμή, με δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 5%, με δημόσιο χρέος σε ποσοστό 70% και με δεδομένη την απειλή χρεοκοπίας σε χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Πορτογαλία και η Ελλάδα, δεν μπορούσε να αγνοήσει τις εισηγήσεις τόσο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσο και της Επιτροπής περί της υποχρέωσης της κυβέρνησής του για μια σφιχτή δημοσιονομική πολιτική.

Το ζήτημα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, άμεσα, τοποθετήθηκε στον πυρήνα μιας νέας ατζέντας της Προεδρίας και ήδη από το τέλος του πρώτου έτους της διακυβέρνησής του λήφθηκαν μέτρα για τη μείωση των δημοσίων δαπανών και κυρίως για τον περιορισμό των δημοσίων υπαλλήλων. Ο νέος προσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής δυσαρέστησε ένα σημαντικό μέρος της κυβέρνησης και γενικότερα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, με αποτέλεσμα ο ανασχηματισμός τον Αύγουστο του 2014 να είναι επιβεβλημένος λόγω παραιτήσεων και πολεμικής κριτικής.

Η πιο σημαντική αλλαγή στο Υπουργικό Συμβούλιο ήταν η αντικατάσταση του υπουργού Οικονομίας και Βιομηχανίας Αρνό Μοντεμπούργκ με τον τεχνοκράτη και πρώην σύμβουλο, για ζητήματα οικονομίας, του Ολάντ, Εμανουέλ Μακρόν. Η δημοσιονομική προσαρμογή της γαλλικής οικονομίας εντατικοποιήθηκε μετά τον νέο ανασχηματισμό.

Ωστόσο, αν και η υπερφορολόγηση είχε ήδη εξασφαλίσει μια σημαντική αύξηση στα φορολογικά έσοδα, η αποεπένδυση και η αύξηση της ανεργίας συνέβαλαν σε μια διαρκώς πτωτική τάση της δημοτικότητας του Γάλλου Προέδρου. Ο νέος υπουργός Οικονομίας, με στόχο την προσέλκυση του επενδυτικού κεφαλαίου στη Γαλλία, επιχείρησε με νομοθετικές ρυθμίσεις να διαμορφώσει ένα ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον, με ευελιξία στην αγορά εργασίας.

Οι πολιτικές αυτές, ωστόσο, συνέχιζαν να προκαλούν δυσαρέσκεια στους Σοσιαλιστές, με αποτέλεσμα σχηματικά να επικρατήσουν έκτοτε στο εσωτερικό του κόμματος δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα. Από τη μια βρίσκονται οι λεγόμενοι «μεταρρυθμιστές», στους οποίους περιλαμβάνονται ο νέος υπουργός Οικονομίας, ο υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν και ασφαλώς ο Γάλλος πρωθυπουργός, από τον Αύγουστο του 2014 και μετά, Μανουέλ Βαλς. Από την άλλη βρίσκεται η αριστερή γραμμή των Σοσιαλιστών, ανάμεσα στους οποίους και ο παραιτηθείς Αρνό Μοντεμπούργκ.

Η εσωκομματική αυτή αναταραχή, η οποία πρακτικά σηματοδοτεί την απώλεια του ερείσματος που ο Ολάντ είχε στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος το 2012, σε συνδυασμό με το δυσμενές, σε βάρος του, κοινωνικό αίσθημα, δεν προσδίδει καμία αισιοδοξία περί της επιτυχούς εκλογικής του πορείας για το 2017. Αντίθετα, οι προβλέψεις κάνουν λόγο και για την αδυναμία του Γάλλου Προέδρου να επικρατήσει στις προκριματικές εκλογές ενώπιον άλλων Σοσιαλιστών.

Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος ο Ολάντ είχε δηλώσει ότι θα μπορούσε να είναι εκ νέου υποψήφιος για την Προεδρία μόνο εάν είχε σημειωθεί μείωση στα ποσοστά της ανεργίας, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να μπορεί να γίνει.

Μανουέλ Βαλς: Η επιλογή συνέχειας

Η προσοχή όλων, ωστόσο, επικεντρώνεται στο τι θα πράξει ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς. O Μανουέλ Βαλς αντικατέστησε τον Ζαν-Μαρκ Ερό στην πρωθυπουργία τον Μάρτιο του 2014. Η διεκδίκηση της υποψηφιότητας τον έχει απασχολήσει και στο παρελθόν. Στις προκριματικές εκλογές του 2012 είχε αναμετρηθεί και πάλι για την υποψηφιότητα. Με ποσοστό, όμως, μόλις 6% στον πρώτο γύρο, αποκλείστηκε. Στον δεύτερο γύρο της εκλογής ο Βαλς είχε στηρίξει τον Φρανσουά Ολάντ. Στην πρώτη κυβέρνηση που σχημάτισε ο Γάλλος Πρόεδρος, τον Μάιο του 2012, με πρώτο πρωθυπουργό τον Ζαν-Μαρκ Ερό, τοποθέτησε τον Βαλς στο υπουργείο Εσωτερικών.

Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Βαλς δεν έχει κρύψει το ενδιαφέρον του, και αυτή τη φορά, για την Προεδρία της Γαλλίας, ωστόσο αναμένει, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, τις κινήσεις του Ολάντ. Συνοπτικά, εάν ο Ολάντ επιλέξει να μην κατέβει εκ νέου υποψήφιος, ο Βαλς θα εκδηλώσει αμέσως ενδιαφέρον.

Ο Μανουέλ Βαλς είναι ένας πολιτικός με φιλελεύθερη άποψη στα ζητήματα της οικονομίας και με συντηρητικές θέσεις στα ζητήματα του κοινωνικού άξονα. Τοποθετείται στα δεξιά των Σοσιαλιστών. Πιο συγκεκριμένα, δηλώνει παρών σε όλες τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες προσανατολίζονται στο άνοιγμα της αγοράς, ενώ δηλώνει αντίθετος στην αποποινικοποίηση των μαλακών ναρκωτικών ή στο ζήτημα της μπούρκας για τις μουσουλμάνες γυναίκες. Ως προς την εσωκομματική αναταραχή, ανάμεσα στους «μεταρρυθμιστές» και στους «κρατιστές» του κόμματος, ο ίδιος δηλώνει μεταρρυθμιστής και συμπληρώνει ότι είναι επιτακτικός ο εκσυγχρονισμός των Σοσιαλιστών στο εγγύς μέλλον στα πρότυπα όλων των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών.

Μακρόν: Ο κεντρώος τεχνοκράτης

Η παρουσία του Εμανουέλ Μακρόν στον ανασχηματισμό του Αυγούστου του 2014 σηματοδότησε τη μεταρρυθμιστική ενίσχυση της γαλλικής κυβέρνησης. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 2016 ο ίδιος παραιτήθηκε, προκειμένου να ανακοινώσει ένα νέο πολιτικό εγχείρημα με τίτλο «En Marche!». Πρόκειται για έναν κεντρώο πολιτικά χώρο, με τον οποίο ο Μακρόν φιλοδοξεί να προσελκύσει στελέχη τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά.

Ο Μακρόν υπήρξε σύμβουλος του Ολάντ και υπουργός Οικονομίας, ωστόσο δεν έχει εκλεγεί ποτέ σε κάποιο αξίωμα. Εργάστηκε ως τραπεζίτης με σημαντική επιτυχία, ενώ στην πολιτική του δράση επέδειξε ότι είναι υπέρ της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και του γενικότερου –άμεσου– εκσυγχρονισμού του κράτους.

Ο Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε ότι θα κατέλθει υποψήφιος για την Προεδρία ως ανεξάρτητος.

Αρνό Μοντεμπούργκ: Μια υποψηφιότητα από τα αριστερά
Σίγουρη θα πρέπει να θεωρείται και η υποψηφιότητα του πρώην υπουργού Οικονομίας, Βιομηχανίας και Τεχνολογίας Αρνό Μοντεμπούργκ. Ο Μοντεμπούργκ αναμένεται να εκπροσωπήσει την αριστερή πτέρυγα του κόμματος στις επικείμενες εσωκομματικές εκλογές, εκφράζοντας μια ατζέντα ενάντια στην οικονομική λιτότητα.

Ο πρώην υπουργός, και διαχρονικά εσωκομματικός ανταγωνιστής του Ολάντ, προσέρχεται σε αυτή την αναμέτρηση σαφώς με προσωπική δυσαρέσκεια σε βάρος του Ολάντ, καθώς τον Αύγουστο του 2014 αντικαταστάθηκε στο κυβερνητικό σχήμα από τον τεχνοκράτη τότε Εμανουέλ Μακρόν, όσο και με πολιτική δυσαρέσκεια, καθώς η αριστερή πτέρυγα του κόμματος, όπως περιγράψαμε, εδώ και περίπου δύο χρόνια βρίσκεται σθεναρά απέναντι στην τρέχουσα διακυβέρνηση.

Τα ζητούμενα της στρατηγικής

Δεδομένης της δημοσκοπικής ανόδου του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν, καθώς και της πρωτιάς που σημείωσε στις ευρωεκλογές του 2014, η απειλή από το ακροδεξιό τμήμα του άξονα είναι ζωντανή και για πολλούς κοντινή. Το γεγονός αυτό αξιώνει τόσο από τους Συντηρητικούς όσο και από τους Σοσιαλιστές τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής ικανής να ανακόψει τη φιλοδοξία της Λεπέν για την Προεδρία.

Η δημοσκοπική φθορά του Προέδρου Ολάντ δημιουργεί σαφέστατη ανασφάλεια αναφορικά με τις εκλογές του 2017 για τους Σοσιαλιστές. Η δημοσκοπική πρόβλεψη, η οποία περιγράφει τον Πρόεδρο αδύναμο να περάσει στον δεύτερο γύρο των προκριματικών εκλογών, πόσο δε μάλλον να επικρατήσει στον πρώτο γύρο για τις προεδρικές εκλογές, έχει από νωρίς συμβάλει στην αναζήτηση νέων πολιτικών, ικανών να διεκδικήσουν το «γαλλικό χρίσμα» των Σοσιαλιστών για την υποψηφιότητα και να συγκρατήσουν τις δυνάμεις του κόμματος. Για την ώρα, οι πλέον δυναμικές υποψηφιότητες φαίνεται να προέρχονται από το φιλελεύθερο, μετριοπαθές τμήμα των Σοσιαλιστών, με την πλειοψηφία της κεντροαριστερής κοινής γνώμης να προσβλέπει στην υποψηφιότητα Βαλς.

Εξίσου φιλόδοξη είναι και η ανεξάρτητη υποψηφιότητα Μακρόν. Ο Μακρόν, ενώ στο παρελθόν υπήρξε μέλος του κόμματος και διετέλεσε και υπουργός, τελικά προχωρά ως ανεξάρτητος. Αυτό ενδεχομένως να αποτελέσει ένα είδος εκλογικής διεξόδου για φιλελεύθερους ψηφοφόρους οι οποίοι επιδιώκουν μια «νέα αρχή» ή μια πιο έντονη μεταρρυθμιστική πνοή χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος. Με αισθητό το έλλειμμα υποστήριξης από την αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλιστών, καθώς και από εκείνο το μέρος στο σύνολο της κοινωνίας το οποίο αισθάνεται να απειλείται από τη φιλελεύθερη οπτική της οικονομίας, η δυναμική της υποψηφιότητάς του εξαρτάται αποκλειστικά από το ποσοστό των φιλελεύθερων ψηφοφόρων οι οποίοι θα εγκαταλείψουν τους υποψηφίους των κομμάτων τους και θα μετακινηθούν στο «En Marche!».

Σαφέστατα την υποψηφιότητα Μακρόν θα ευνοήσει η επικράτηση μη κεντρώων υποψηφίων στους Συντηρητικούς και στους Σοσιαλιστές. Με δεδομένη την ήττα Σαρκοζί και την επικράτηση Φιγιόν στον πρώτο γύρο των προκριματικών των Républicains-UMP, μπορεί κάποιος να συμπεράνει την αποκήρυξη του λαϊκισμού μεν στο δεξιό στρατόπεδο, αλλά τη σαφή επικράτηση του δεξιού στοιχείου στην ψήφο αυτή.

Τελικό σχόλιο

Φαίνεται πως η αντίδραση του μετριοπαθούς χώρου απέναντι στην απειλή της Μαρίν Λεπέν επικεντρώνεται σε κεντρώους υποψηφίους. Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει εάν και κατά πόσο ο κεντρώος αυτός συνωστισμός, με βασικές αναφορές στο παρελθόν, καθώς τόσο ο Φιγιόν όσο και ο Βαλς είναι γνώριμοι και παλιοί πολιτικοί, μπορεί να αναγεννήσει μια φρέσκια και αισιόδοξη προεκλογική συζήτηση, ικανή να αποδομήσει τα αίτια εμφάνισης και διόγκωσης του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία.


Η ανάλυση έχει αναρτηθεί στο site της εταιρείας ερευνών και δημοσκοπήσεων Prorata