Σεξουαλική παρενόχληση: Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες - Free Sunday
Σεξουαλική παρενόχληση: Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες

Σεξουαλική παρενόχληση: Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες

Τον Αύγουστο του 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν επικεφαλής της ελληνικής αντιπολίτευσης και διατηρούσε εγκάρδιες σχέσεις με την κυβέρνηση της Βενεζουέλας, ήρθε στην Αθήνα ο νέος πρέσβης της χώρας στην Ελληνική Δημοκρατία. Ο καθηγητής Φράνκλιν Ραμόν Γκονζάλες ήταν κοινωνιολόγος με διδακτορικό στις Κοινωνικές Επιστήμες στο Κεντρικό Πανεπιστήμιο της Βενεζουέλας (UCV), με μεγάλη εμπειρία στον ακαδημαϊκό χώρο. Ήταν επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος και διευθυντής της Σχολής Διεθνών Σπουδών στο Κεντρικό Πανεπιστήμιο της Βενεζουέλας και ήταν επίσης στενός συνεργάτης και προσωπικός φίλος του Νικολάς Μαδούρο. Μέρος της αποστολής του ήταν να υποστηρίξει τον Τσίπρα και το κόμμα του, σε μια στιγμή κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε να γίνει η εναλλακτική λύση στην πολιτική σκηνή της Ευρώπης.

Αντ’ αυτού, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα που είδαν το φως στα ελληνικά ΜΜΕ και πρώτα απ’ όλα στο «Πρώτο Θέμα», ο διπλωμάτης παρενοχλούσε σεξουαλικά, με ψυχολογική και σωματική βία, πέντε υπαλλήλους της πρεσβείας στην Αθήνα, ανάμεσά τους και την κόρη ενός πρώην υπουργού της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Το παρελθόν του πρέσβη

Πριν αναλάβει στην Αθήνα, ο Φράνκλιν Γκονζάλες είχε διατελέσει πρέσβης στην Ουκρανία από το 2006 έως το 2010 και στην Ουρουγουάη από το 2010 έως το 2012. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Ιάσονα Πιπίνη, που ταξίδεψε στη Βενεζουέλα για τα γυρίσματα ντοκιμαντέρ, πρώην στενός συνεργάτης του Τσάβες του αποκάλυψε ότι ο Γκονζάλες παύτηκε από πρέσβης στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης λόγω των καταγγελιών που υπήρξαν για σεξουαλική παρενόχληση υπαλλήλων της πρεσβείας: «Παρ’ ότι υπήρξαν συγκεκριμένες καταγγελίες, αυτές δεν δημοσιοποιήθηκαν, η υπόθεση αποσιωπήθηκε και ο Γκονζάλες δεν τιμωρήθηκε ποτέ».

Την ίδια τακτική επανέλαβε στην εδώ πρεσβεία. Όπως έγινε γνωστό από τα δημοσιεύματα, και καθώς οι μήνες της θητείας του πρέσβη περνούσαν και η άσκηση σεξουαλικής παρενόχλησης συνεχιζόταν, στα τέλη Μαρτίου του 2013 ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας έστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Βενεζουέλας, με αφορμή τις επικείμενες εκλογές της χώρας, αναφερόμενος στο θέμα: «Τέλος, εφιστώ την προσοχή σου σε ένα ευαίσθητο θέμα, στο οποίο περιμένω τη συμβολή σου και την παρέμβασή σου με τον καλύτερο τρόπο, το ήδη γνωστό σε εσάς ζήτημα που έχει προκύψει με τον νέο πρέσβη στην Αθήνα. Μέχρι στιγμής το προσωπικό της πρεσβείας έχει επιδείξει πολιτική ωριμότητα και δεν θα λάβει μέτρα εντός της Ελλάδας που θα δημοσιοποιούσαν το πρόβλημα, γεγονός που θα το εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τα συστημικά ΜΜΕ για να βλάψουν την Αριστερά τόσο στη Βενεζουέλα όσο και στην Ελλάδα».

Η δημοσιοποίηση της ιστορίας και της επιστολής προκάλεσε ακριβώς αυτό που ήθελε να αποφύγει ο κ. Τσίπρας. Πυρ ομαδόν από την αντιπολίτευση σχετικά με το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς», που έμοιαζε να χάνεται στη μετάφραση της επιστολής που έκανε λόγο για πολιτική ωριμότητα στην περίπτωση εργαζόμενων γυναικών που υπέστησαν τις επιθέσεις του πρέσβη, ο οποίος, σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, δεν δίσταζε να τις αγγίζει, να τις φιλάει και να τις απειλεί ότι θα χάσουν τη δουλειά τους. Όπως και τελικά συνέβη αμέσως μετά την απομάκρυνσή του.
Παντελώς ανώριμες πολιτικά, δεκαεπτά Γαλλίδες, πρώην υπουργοί απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, εξέδωσαν δημόσια ανακοίνωση με την οποία κάνουν γνωστό ότι «δεν θα σιωπούν πλέον» όταν βρίσκονται αντιμέτωπες με περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στην πολιτική και θα καταγγέλλουν «συστηματικά όλα τα σεξιστικά σχόλια, τις χειρονομίες και την ανάρμοστη συμπεριφορά» των συναδέλφων τους.

Γαλλικό μπέρδεμα

Η ανακοίνωση, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Journal du Dimanche», υπογράφεται μεταξύ άλλων από τις Σεσίλ Ντιφλό, Κορίν Λεπάζ, Ροζελίν Μπασελό, αλλά και από την πρώην υπουργό Οικονομικών και νυν γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ. Πρόκειται για την αντίδραση των γυναικών πολιτικών σε δύο περιστατικά που σόκαραν την κοινή γνώμη. Πρώτον, σχετικά με τις καταγγελίες οκτώ γυναικών, ανάμεσά τους και τέσσερις βουλευτίνες, που κατηγόρησαν για σεξουαλική παρενόχληση τον βουλευτή των Οικολόγων και αντιπρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης Ντενί Μποπέν. Η γαλλική Δικαιοσύνη ήδη έχει διατάξει την έναρξη έρευνας για τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν σε βάρος του παραιτηθέντος πλέον Μποπέν και οι οποίες «μπορούν να χαρακτηριστούν σεξουαλικές επιθέσεις, σεξουαλικές παρενοχλήσεις, κακόβουλες τηλεφωνικές κλήσεις».

«Όπως όλες οι γυναίκες που απέκτησαν πρόσβαση σε χώρους οι οποίοι στο παρελθόν ανήκαν αποκλειστικά στους άνδρες, υποστήκαμε και αγωνιστήκαμε ενάντια στον σεξισμό. Δεν εναπόκειται στις γυναίκες να προσαρμοστούν σε αυτούς τους χώρους, αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι η συμπεριφορά ορισμένων ανδρών» τονίζουν στο κείμενό τους οι Γαλλίδες πολιτικοί.

«Φτάνει! Η ατιμωρησία τελείωσε. Δεν θα σιωπήσουμε άλλο. Θα καταγγέλλουμε συστηματικά όλα τα σεξιστικά σχόλια, τις εκτός τόπου χειρονομίες, τις ανάρμοστες συμπεριφορές. Θα ενθαρρύνουμε όλα τα θύματα της σεξουαλικής παρενόχλησης και των σεξουαλικών επιθέσεων να μιλήσουν και να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη» συνεχίζει το κείμενο. «Σήμερα υπάρχει το νομικό πλαίσιο, όμως οι νόμοι δεν εφαρμόζονται επαρκώς. Ο κώδικας εργασίας προστατεύει την υπάλληλο, όμως δεν τηρείται. Ελάχιστες γυναίκες καταγγέλλουν και ελάχιστες μηνύσεις καταλήγουν σε καταδίκες» σημειώνουν.

Η υπόθεση Μποπέν έφερε στην επιφάνεια άλλο ένα περιστατικό. Πριν από περίπου έναν μήνα ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν είχε αναγκαστεί να διαψεύσει δύο φορές ότι είχε επιλήψιμη και σεξιστική συμπεριφορά απέναντι σε μια δημοσιογράφο. Τελικά, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι «είπε λόγια και προέβη σε ανάρμοστη χειρονομία» σε βάρος γυναίκας δημοσιογράφου.

Στις 22 Απριλίου ο Σαπέν απέρριπτε ως «ανακριβείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς» τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν σε βιβλίο ότι «τράβηξε το λάστιχο του εσωρούχου» μιας δημοσιογράφου στη διάρκεια του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός τον Ιανουάριο του 2015. Όμως μετά παραδέχτηκε ότι «στη διάρκεια ενός ταξιδιού τον Ιανουάριο του 2015 στο Νταβός, εν μέσω περίπου 20 ανθρώπων, έκανα σε μια δημοσιογράφο μια παρατήρηση για την ενδυματολογική της εμφάνιση βάζοντας το χέρι μου στην πλάτη της. Δεν υπήρχε στη στάση μου καμία επιθετική ή σεξιστική βούληση, αλλά και μόνο το γεγονός ότι προσέβαλα το εν λόγω πρόσωπο δείχνει πως αυτά τα λόγια και αυτή η χειρονομία ήταν ανάρμοστα, και λυπήθηκα γι’ αυτό και εξακολουθώ να λυπάμαι».

«Στη διάρκεια των επόμενων λεπτών η δημοσιογράφος ζήτησε να με δει προσωπικά για να μου γνωστοποιήσει την αγανάκτησή της. Φυσικά της εξέφρασα την ειλικρινή μου συγνώμη» πρόσθεσε ο Σαπέν, αποδεικνύοντας ότι η πολιτική και κάθε δραστηριότητα στην οποία οι άνδρες έχουν εξουσία είναι ένα πεδίο όπου οι επιθέσεις εναντίον της αξιοπρέπειας των γυναικών ανθούν, ανεξαρτήτως πολιτικού προσήμου.

Διάκριση με κόστος

Η σεξουαλική παρενόχληση είναι μια μορφή έμφυλης βίας που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Αποτελεί ιδιαίτερα συχνή, άμεση διάκριση λόγω φύλου στον χώρο εργασίας, η οποία τροφοδοτείται από την κοινωνική ανοχή και συντηρείται από τις κυρίαρχες στερεότυπες αντιλήψεις για τη θέση των γυναικών στην απασχόληση, σημειώνεται σε φυλλάδιο της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων. Η σεξουαλική παρενόχληση έχει προσωπικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες για τις γυναίκες. Συνιστά εμπόδιο και απειλή για την οικονομική αυτονομία τους, καθώς συχνά τις ωθεί εκτός της αμειβόμενης εργασίας. Οι αρνητικές συνέπειες επεκτείνονται και στην ψυχική και σωματική υγεία, στην αυτοπεποίθηση και στην ανέλιξη στην επαγγελματική ιεραρχία.

Η ευρωπαϊκή και η ελληνική νομοθεσία έχουν πια ορίσει ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι παράνομη (νόμος 3896/2010). Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αρκετές γυναίκες έχουν αποζημιωθεί και αρκετοί παρενοχλούντες άνδρες έχουν χάσει τη δουλειά τους. Στη χώρα μας, σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, που είναι ο αρμόδιος κεντρικός φορέας για την εφαρμογή του νόμου για την ισότητα, είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθούν εξωδίκως καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση, που φαίνεται ότι είναι συνήθης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, με θύματα γυναίκες. Πόσο μάλλον όταν η σιωπή περιγράφεται ως πολιτική ωριμότητα.