Περιμένοντας τον Ντόναλντ - Free Sunday
Περιμένοντας τον Ντόναλντ

Περιμένοντας τον Ντόναλντ

Το παραπάνω ερώτημα προφανώς κυριάρχησε στη συνάντηση που είχαν με τον απερχόμενο Πρόεδρο Ομπάμα την Παρασκευή 18 Νοεμβρίου οι Ολάντ, Ρέντσι, Ραχόι, Μέι και Μέρκελ, με την προσδοκία ότι στη σύντομη συνάντηση που είχε ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου με τον διάδοχό του Ντόναλντ Τραμπ έχουν προκύψει κάποια δεδομένα και παραδοχές συνέχειας τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την πολιτική απέναντι στη Ρωσία, στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε.

Με θέα στο χάος

Με το παιχνίδι της παράθεσης των αντιφατικών και αλληλοαναιρούμενων δηλώσεων του Τραμπ να έχει ήδη γίνει κουραστικό, πιο ενδιαφέρον είναι να ανιχνεύσουμε, πέρα από την πλήρη αντίστιξη της ρητορικής, κοινά σημεία μεταξύ του απερχόμενου και του νεοεκλεγέντος Προέδρου για τη θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή.

Ας πάμε οκτώ χρόνια πίσω, στην προεκλογική εκστρατεία του Ομπάμα, όπου σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική κυριαρχούσαν, πρώτον, οι δεσμεύσεις για απεμπλοκή με απόσυρση των μάχιμων αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων τόσο από το Αφγανιστάν όσο και από το Ιράκ, καθώς και η επένδυση σε μια Ε.Ε. συνεκτική και ισότιμο συνεισφέροντα στην κοινή ασφάλεια της Δύσης στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Και οι δύο επιλογές, για τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, θα στήριζαν την εστίαση του στρατηγικού σχεδιασμού των ΗΠΑ στις διμερείς σχέσεις με το Πεκίνο και στην εξύφανση πλαισίου και προϋποθέσεων γεωπολιτικής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

Στο τέλος της θητείας του ο στρατηγικός αναπροσανατολισμός που είχε αναζητήσει ο Ομπάμα τόσο ως υποψήφιος όσο και τους πρώτους μήνες της θητείας του στον Λευκό Οίκο παρέμεινε ζητούμενος. Όχι γιατί άλλαξε η προσέγγιση ή η συνολική θεώρηση, αλλά γιατί δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις και τα προαπαιτούμενα μιας νέας προσέγγισης για τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη που θα επέτρεπαν τη στροφή στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

Οβιδιακές μεταμορφώσεις

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή, οι μεταμορφώσεις του Ομπάμα και των ΗΠΑ παραπέμπουν στον Οβίδιο: Ξεκίνησε την άνοιξη του 2009 με τις ομιλίες του στην Κωνσταντινούπολη και στο Κάιρο να κάνει άνοιγμα προς το μετριοπαθές σουνιτικό Ισλάμ και καλλιέργησε σε κάποιον βαθμό το έδαφος για την Αραβική Άνοιξη, δύο χρόνια αργότερα, που γρήγορα έγινε Αραβικός Χειμώνας, με τη Συρία να απειλεί με γενικευμένη περιφερειακή σύρραξη.

Στη Συρία ο Ομπάμα και οι ΗΠΑ άρχισαν να αλλάζουν πολιτική: από την προτεραιότητα που έδιναν μέχρι το 2013 στην ανατροπή του Άσαντ και στην εξάλειψη της επιρροής του Ιράν στη Μέση Ανατολή, έδωσαν απόλυτη προτεραιότητα στη συντριβή των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους, μια επιλογή που τους οδήγησε σε προσέγγιση με την Τεχεράνη και σε συνεργασία με τη Μόσχα. Με δυο λόγια, ο Ομπάμα θα παραδώσει στον Τραμπ μια εξωτερική πολιτική που είναι μια ανολοκλήρωτη στροφή, ένα μετέωρο βήμα τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στην Ευρώπη και στη Ρωσία, με συνέπεια να προκαλείται σύγχυση σε συμμάχους παλαιούς και νέους, αλλά και σε αντιπάλους.

Στη διάρκεια της Προεδρίας Ομπάμα το 2013-2014 είδαμε να επαναλαμβάνεται στην Ουκρανία το σενάριο της Γιουγκοσλαβίας: Η Γερμανία να παρασύρει την Ε.Ε. σε μια σύγκρουση που δεν μπορεί να διαχειριστεί, με αποτέλεσμα την μπάλα να την παίρνουν οι ΗΠΑ και μετά από έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων Ουάσινγκτον-Μόσχας στην ανατολική Ουκρανία η κατάσταση να έχει πάρει τη μορφή παγωμένης σύγκρουσης.

Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει συνέχεια, με τον Τραμπ σε γενικές γραμμές να συμφωνεί στην προτεραιότητα που έχουν οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και οι περιφερειακές ισορροπίες στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, τότε οι ανατροπές που φαίνεται ότι εξήγγειλε ο Τραμπ σε σχέση με τη Μόσχα τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή είναι περισσότερο αναζήτηση συνέχειας παρά τομής.

Το βλέμμα στη Μόσχα

Δεν αποκλείεται, δηλαδή, ο Τραμπ να διατυπώσει μια ρεαλπολιτίκ απέναντι στη Ρωσία που να παραπέμπει στις τολμηρές πρωτοβουλίες του διδύμου Νίξον-Κίσινγκερ στις αρχές της δεκαετίας του ’70.

Το 1971-1972 οι ΗΠΑ, και πιο συγκεκριμένα οι Νίξον-Κίσινγκερ, την ώρα που μαινόταν ακόμη ο πόλεμος στο Βιετνάμ, εξομάλυναν τις σχέσεις με την Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ, που από το 1960 βρισκόταν σε σύγκρουση με την ΕΣΣΔ.

Μέχρι τότε οι ΗΠΑ αναγνώριζαν ως μόνη Κίνα το καθεστώς Τσανγκ Κάι Σεκ στην Ταϊβάν, το οποίο είχε δημιουργήσει ένα από τα πιο ισχυρά λόμπι στην αμερικανική πρωτεύουσα.

Η εξομάλυνση-προσέγγιση Ουάσινγκτον-Πεκίνου διευκόλυνε αποφασιστικά την αμερικανική πλευρά στον παράλληλο και ταυτόχρονο διάλογο με τη Μόσχα που κατέληξε στις συμφωνίες για τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών το 1973 και το 1975 στη Διάσκεψη Κορυφής του Ελσίνκι για την ασφάλεια στην Ευρώπη.

Σήμερα, με δεδομένο ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για τις ΗΠΑ είναι η Κίνα και οι γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, η ρεαλπολιτίκ που έχει εξαγγείλει ο Τραμπ απέναντι στη Ρωσία θα μπορούσε να είναι μια επανάληψη της τριγωνικής ισορροπίας που έστησαν οι Νίξον-Κίσινγκερ, με την προσέγγιση με το Κρεμλίνο να διευκολύνει τη διαμόρφωση ενός σταθερού πλαισίου σχέσεων με το Πεκίνο.

Αν την καχυποψία και επιφυλακτικότητα των ΗΠΑ απέναντι στη μετακομμουνιστική Ρωσία τη συντηρούσε ο φόβος μιας ευρασιατικής σύγκλισης μιας υπό γερμανική ηγεσία Ε.Ε. με τη Ρωσία που δεν θα άφηνε ρόλο για την Ουάσινγκτον, η πολύπλευρη κρίση στην Ε.Ε.-Ευρωζώνη επιτρέπει στην αμερικανική πλευρά να κινηθεί χωρίς αυτό τον φόβο.

Η ρωσική απειλή, πραγματική ή προσχηματική, δεν είναι πλέον η αναγκαία προϋπόθεση για ρόλο των ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές ισορροπίες. Τον ρόλο τον έχουν ούτως ή άλλως οι ΗΠΑ, με δεδομένες τις ρωγμές, στα όρια του θρυμματισμού, που επέφερε η Γερμανία στην Ευρωζώνη: Δεν είναι μόνο η Βρετανία που θέλει στήριξη της Ουάσινγκτον στις διεθνείς ισορροπίες που αναζητά μετά το Brexit, αλλά και η Γαλλία και η Ιταλία.
Οι εταίροι της Γερμανίας στην Ευρωζώνη όχι μόνο δεν ενοχλούνται αλλά θα εύχονταν πιο ενεργό ανάμειξη της Ουάσινγκτον.

Διπλωματική α-συνέχεια;

Η εσωστρεφής-απομονωτική ρητορική του Τραμπ, σε πλήρη επικοινωνιακή αντίστιξη με το στίγμα του Ομπάμα απέναντι στην Ευρώπη, δεν αλλάζει τα δεδομένα, η Ουάσινγκτον δεν πρόκειται την ώρα που θα αναζητά τριγωνική ισορροπία με τη Μόσχα και το Πεκίνο να απεμπολήσει την ευκαιρία βαρύνουσας επιρροής στις ευρωπαϊκές ισορροπίες προς την κατεύθυνση μιας κάποιας σταθεροποίησης.

Ας θυμηθούμε επί τη ευκαιρία τον ορισμό του ΝΑΤΟ που είχε διατυπώσει ο πρώτος γενικός γραμματέας της Ατλαντικής Συμμαχίας, ο λόρδος Ισμέι, το 1950: «Το ΝΑΤΟ χρειάζεται για να κρατά τους Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω».

Αν στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας η σταθεροποίηση έχει ορατό ορίζοντα την αναγνώριση της πρώην ΕΣΣΔ ως άτυπης ζώνης επιρροής της Μόσχας στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, όλα είναι ρευστά μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου.

Από την εγγύηση της ασφάλειας της Κορεατικής Χερσονήσου, το μέλλον της Ταϊβάν, μέχρι και τις επιλογές-ανατροπές συμμαχιών και συμπλεύσεων που θα κάνουν οι χώρες της περιοχής, με πρόσφατο παράδειγμα τα ανοίγματα των Φιλιππίνων και της Μαλαισίας προς την Κίνα.

Τούτων λεχθέντων, η αναγόρευση της ανάσχεσης της προβολής ισχύος της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή Ασίας Ειρηνικού δεν έχει την ευκρίνεια και την καθαρή οριοθέτηση του Ψυχρού Πολέμου: Οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές της Κίνας και το Πεκίνο ο σημαντικότερος επενδυτής στο δημόσιο χρέος της Ουάσινγκτον.