Περιμένοντας τον Τραμπ - Free Sunday
Περιμένοντας τον Τραμπ

Περιμένοντας τον Τραμπ

Ποτέ άλλοτε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου την περίοδο 1990-1991 μια επικείμενη αλλαγή φρουράς στις ΗΠΑ δεν είχε προκαλέσει ένα δίχως υπερβολή παγκόσμιο βραχυκύκλωμα, με την πλειονότητα των μέχρι τώρα συμμάχων της Ουάσινγκτον να ανησυχούν και να προσπαθούν είτε να διασφαλίσουν τη συνέχεια είτε να περιχαρακωθούν απέναντι στις επερχόμενες αλλαγές και ανατροπές, και αντίστοιχα την πλειονότητα των χωρών που ήρθαν σε αντιπαράθεση ή και σε σύγκρουση με την αμερικανική εξωτερική πολιτική να προσδοκούν ένα νέο ξεκίνημα.

Ανατροπές σε θολό τοπίο

Ένα είναι βέβαιο, ότι πλέον ουδείς τρέφει αυταπάτες πως οι ανατροπές που ανήγγειλε κατά την προεκλογική εκστρατεία ο Τραμπ ήταν επικοινωνιακά πυροτεχνήματα με μόνο επί της ουσίας ζητούμενο τον χρονικό ορίζοντα και τη μεθόδευση της επιστροφής στην πεπατημένη. Αργά αλλά σταθερά, ο εκτός πολιτικής, εσωτερικής και διπλωματικής, ορθότητας νέος ένοικος του Λευκού Οίκου φαίνεται να σηματοδοτεί από αλλαγές έως ανατροπές στην εξωτερική πολιτική με έναν θολό ορίζοντα, καθώς όσα έχει κατά καιρούς δηλώσει συχνά είναι αντιφατικά και αλληλοαναιρούμενα.

Η συνολική προσέγγιση με τη Μόσχα, στην οποία εμμένει ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος αναλαμβάνοντας το κόστος μιας σύγκρουσης με τις υπηρεσίες πληροφοριών, την ιεραρχία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου, θα έχει άμεσες επιπτώσεις στη Συρία και στην Ουκρανία.

Στη Συρία, στενή συνεργασία ΗΠΑ-Ρωσίας με στόχο την πλήρη εξάλειψη του Ισλαμικού Κράτους θα έχει καταλυτικές ανατρεπτικές συνέπειες: θα ενδυναμώσει το καθεστώς Άσαντ, θα ενισχύσει τον βασικό του σύμμαχο, την Τεχεράνη, και θα μειώσει, αν δεν εκμηδενίσει, τα όποια περιθώρια ελιγμών της Τουρκίας του Ερντογάν.

Εύλογα τίθεται το ερώτημα πώς τα παραπάνω θα συμβαδίσουν με τη σκληρή γραμμή που έχει εξαγγείλει ότι θα υιοθετήσει ο Τραμπ απέναντι στο Ιράν, φτάνοντας μέχρι την αμφισβήτηση της συμφωνίας για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, αλλά και με την ανεπιφύλακτη στήριξη στον Νετανιάχου που προσδοκά άμεση επανεξισορρόπηση της ψυχροπολεμικής σχέσης που είχε διαμορφωθεί ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Ομπάμα-Κέρι.

Το τοπίο είναι τόσο θολό, που επιτρέπει στον Ερντογάν όχι μόνο να μη δημοσιοποιεί την εύλογη ανησυχία του για την προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας στη Συρία αλλά να δηλώνει ευθέως ότι προσδοκά από τον Τραμπ τον τερματισμό της υποστήριξης των Κούρδων στη Συρία αλλά και την έκδοση του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν.

Άρση κυρώσεων και νέα μέτωπα

Περισσότερο όμως από τη Συρία και τη Μέση Ανατολή, η προσέγγιση Ουάσινγκτον-Μόσχας θα έχει λογικά ως πρώτο βήμα την άρση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία λόγω Ουκρανίας, μια κίνηση χωρίς την οποία δεν μπορεί να περπατήσει μια φιλόδοξη στρατηγική ανατροπής που είναι η αντεστραμμένη επανέκδοση της πολιτικής των Νίξον-Κίσινγκερ το 1971-1972, που εξομάλυναν τις σχέσεις με την Κίνα του Μάο για να μπορέσουν να διαπραγματευτούν από θέση ισχύος με τη Σοβιετική Ένωση του Μπρέζνιεφ. Σήμερα, με τον Τραμπ να θεωρεί την κινεζική ισχύ τη σοβαρότερη αμφισβήτηση της παντοδυναμίας των ΗΠΑ, η αξία μιας συνολικής συνεργασίας με τη Ρωσία γίνεται αντιληπτή κυρίως αν τη δούμε σε σχέση με την ανάσχεση της προβολής γεωπολιτικής ισχύος του Πεκίνου στην ευρύτερη περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

Άρση των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία ανοίγει ένα μέτωπο με τη Γερμανία και την Ανατολική Ευρώπη, καθώς παρακάμπτει εντελώς την Ε.Ε., που μόλις παρέτεινε τις δικές της κυρώσεις απέναντι στη Μόσχα, και πιέζει ή ίσως δίνει την ευκαιρία στο Βερολίνο να επιδιώξει μια σταδιακή γεωπολιτική χειραφέτηση από την Ουάσινγκτον. Ήδη, με άλλοθι την απόκλιση σε θέματα αξιών και δημοκρατίας, πληθαίνουν τα δημοσιεύματα στον γερμανικό Τύπο που προαναγγέλλουν ως δύσκολη και ταραγμένη τη διμερή σχέση ΗΠΑ-Γερμανίας από την αρχή της θητείας του Τραμπ.

Χειραφέτηση της Γερμανίας και της Ε.Ε. από τις ΗΠΑ προϋποθέτει μια κοινή βαρύνουσα αμυντική προσπάθεια της Ευρώπης, όπου το Βερολίνο έχει απόλυτη ανάγκη τη συνεισφορά τόσο της Γαλλίας όσο και της Βρετανίας, των δύο ισχυρότερων στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, με πυρηνικά όπλα και μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας.

Έτσι, δεν αποκλείεται να δούμε τη μελλοντική προοπτική του γαλλογερμανικού άξονα εντός της Ε.Ε.-Ευρωζώνης αλλά και τη μεθόδευση του Brexit να επηρεάζονται σε βαρύνοντα βαθμό από τον μονόδρομο της χειραφέτησης της Γηραιάς Ηπείρου που θα πυροδοτήσει μια συνολική προσέγγιση Τραμπ-Πούτιν.

Η σχέση με την Κίνα

Η πιο περίπλοκη πτυχή της εξωτερικής πολιτικής Τραμπ θα είναι η σχέση με την Κίνα, όπου οι δύο πλευρές είναι ταυτόχρονα οικονομικά αλληλοεξαρτώμενες και γεωπολιτικά σε πορεία μετωπικής σύγκρουσης:
  • Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής-κάτοχος χρεογράφων του αμερικανικού Δημοσίου και οι ΗΠΑ είναι η πιο σημαντική αγορά για τις εξαγωγές κινεζικών προϊόντων.
  • Το Πεκίνο έχει στα χέρια του ένα πλεονέκτημα το οποίο μπορεί να καθυστερήσει ή και να ματαιώσει μια υπό την Ουάσινγκτον πολιτικοστρατιωτική συσπείρωση εναντίον του όλων των χωρών της περιοχής, από την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα μέχρι το Βιετνάμ και τις υπόλοιπες χώρες της ΝΑ Ασίας: τη δυνατότητα να ελέγχει ή να ανέχεται την απρόβλεπτη επιθετική-προκλητική συμπεριφορά του καθεστώτος Κιμ Γιονγκ Ουν στη Βόρεια Κορέα και να εξαργυρώνει με υψηλό γεωπολιτικό αντίτιμο την όποια κατευναστική παρέμβασή του.

Εθνική περιχαράκωση

Ένα είναι βέβαιο: η ανάγκη στρατηγικών διορθωτικών κινήσεων στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είχε καταγραφεί έντονα στη δεύτερη θητεία Ομπάμα, όπου καταγράφηκαν η προσέγγιση με το Ιράν και η προτεραιότητα συντριβής των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους, κινήσεις που οδήγησαν στην επιδείνωση των σχέσεων της Ουάσινγκτον με παραδοσιακούς συμμάχους της, όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία. Αυτό που οριοθέτησε την αλλαγή πορείας των Ομπάμα-Κέρι στη Μέση Ανατολή ήταν η έλλειψη βούλησης και δυνατότητας για μια συνολική εξομάλυνση με τη Μόσχα.

Περιμένοντας τον Τραμπ, έχουν ξετυλιχθεί όλες οι αντιφάσεις και αντινομίες της μεταψυχροπολεμικής εποχής.

Το κυριότερο όμως είναι ότι η Ουάσινγκτον του Τραμπ φαίνεται να θέλει να περιορίσει και να ελέγξει με μια δόση εθνικής περιχαράκωσης μια παγκοσμιοποίηση την οποία η ίδια επέβαλε ως μονόδρομη επιλογή.