Ε.Ε. - Ηνωμένο Βασίλειο: Δύσκολος γάμος με πανάκριβο διαζύγιο - Free Sunday
Ε.Ε. - Ηνωμένο Βασίλειο: Δύσκολος γάμος με πανάκριβο διαζύγιο
Ποτέ δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν οι Βρετανοί με τους άλλους Ευρωπαίους.

Ε.Ε. - Ηνωμένο Βασίλειο: Δύσκολος γάμος με πανάκριβο διαζύγιο

Το πολιτικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου βρήκε επιτέλους την ισορροπία του. Η Βουλή συμφώνησε με μεγάλη πλειοψηφία τη διενέργεια εκλογών στις 12 Δεκεμβρίου με βασικό θέμα την έγκριση της συμφωνίας για το Brexit που διαπραγματεύτηκε η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον με την Ε.Ε. των «27».

Είναι η πρώτη φορά από το 1974 που θα πραγματοποιηθούν βουλευτικές εκλογές τον χειμώνα και η πρώτη φορά που θα πραγματοποιηθούν εκλογές τον Δεκέμβριο, από το 1923. Οι εκλογές τον Δεκέμβριο αποφεύγονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, γιατί νυχτώνει νωρίς και οι καιρικές συνθήκες δεν είναι καλές. Στη Βουλή έγινε ολόκληρη συζήτηση για το εάν οι εκλογές θα γίνουν Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου ή Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου, με τους Εργατικούς να επιχειρηματολογούν υπέρ της 9ης Δεκεμβρίου, με το σκεπτικό ότι θα κλείσουν πολλά πανεπιστήμια για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές και θα χαθούν πολλές ψήφοι της νεολαίας.

Επιτέλους εκλογές

Στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να διακοπεί η πενταετής θητεία της κυβέρνησης και να πραγματοποιηθούν πρόωρες βουλευτικές εκλογές, παρά μόνο με εξαιρετικά ενισχυμένη πλειοψηφία στη Βουλή.

Οι Εργατικοί συναίνεσαν στο αίτημα του Συντηρητικού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον για πρόωρες εκλογές, αφού πρώτα τον υποχρέωσαν να εγκαταλείψει τη βασική θέση του για Brexit στις 31 Οκτωβρίου 2019 με ή χωρίς συμφωνία. Η προθεσμία πέρασε, ο Τζόνσον διαπραγματεύτηκε μια συμφωνία με τις Βρυξέλλες που στα περισσότερα σημεία μοιάζει με τη συμφωνία της Τερέζα Μέι που ο ίδιος χρησιμοποίησε για να ρίξει την κυβέρνησή της, αλλά δεν υπήρχαν τα περιθώρια για την έγκαιρη έγκρισή της από τη Βουλή.

Το αποτέλεσμα ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο να ζητήσει νέα παράταση για τη διαδικασία του Brexit. Η Ε.Ε. των «27» ανταποκρίθηκε, παρά τις αντιρρήσεις της Γαλλίας, και όρισε νέα καταληκτική ημερομηνία την 31η Ιανουαρίου 2020.

Το Συντηρητικό Κόμμα και ο Μπόρις Τζόνσον απέκτησαν μέσα από μια σύνθετη διπλωματική και κοινοβουλευτική διαδικασία το πλεονέκτημα, εφόσον πέρασαν από την αδιαλλαξία του σκληρού Brexit, που προκαλούσε την αντίδραση πολλών μετριοπαθών στελεχών και ψηφοφόρων του Συντηρητικού Κόμματος, στην πρόταση για μια συμβιβαστική συμφωνία οργανωμένου Brexit, η οποία αξιολογείται θετικά και από τις Βρυξέλλες.

Η προεκλογική αναμέτρηση προβλέπεται σκληρή, με τους Συντηρητικούς να υποστηρίζουν ότι αυτοί εξασφαλίζουν μια σταθερή πορεία προς το Brexit, τους Εργατικούς να έχουν καταλήξει στη θέση της νέας διαπραγμάτευσης και της έγκρισης του αποτελέσματος με νέο δημοψήφισμα, τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους να τάσσονται υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε., τους Σκοτσέζους εθνικιστές, που δείχνουν απόλυτα κυρίαρχοι στη Σκοτία, να έχουν την ίδια θέση και το Κόμμα του Brexit –του οποίου ηγείται ο Φάρατζ– να καταγγέλλει τον Τζόνσον για απαράδεκτες υποχωρήσεις.

Πλεονέκτημα στον Τζόνσον

Όλες οι δημοσκοπήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Συντηρητικοί προηγούνται άνετα των Εργατικών από 8 έως και 15 μονάδες.

Τα γραφεία στοιχημάτων επενδύουν στον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης των Συντηρητικών, οι αναλυτές όμως προειδοποιούν για τις αρκετά μεγάλες πιθανότητες εφαρμογής ενός σεναρίου όπου κανένα κόμμα δεν θα έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Αναφέρονται στο προηγούμενο των εκλογών του 2017. Οι Συντηρητικοί και η Τερέζα Μέι ξεκίνησαν την προσπάθεια έχοντας διψήφιο προβάδισμα έναντι των Εργατικών και κατέληξαν να χάσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να στηρίζονται στις ψήφους των Ενωτικών της Βορείου Ιρλανδίας.

Κατά την άποψή μου, η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική απ’ ό,τι το 2017. Ο Τζόνσον είναι πολύ καλύτερος ρήτορας από τη Μέι. Ο ηγέτης των Εργατικών, Κόρμπιν, έχει πολύ χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας και φαίνεται να έχει κουράσει την κοινή γνώμη, ενώ τίποτα δεν προμηνύει έναν νέο θρίαμβο του δικομματισμού, με τα δύο μεγάλα κόμματα να μοιράζονται το 80% των ψήφων, όπως το 2017.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τους Συντηρητικούς στο 34%-37%, τους Εργατικούς στο 22%-26%, τους Φιλελεύθερους στο 18%-19%, το Κόμμα του Brexit στο 10%-12% και τους Πράσινους και τους Σκοτσέζους εθνικιστές να κινούνται ο καθένας γύρω στο 4%.

Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η δυναμική που θα αναπτυχθεί προεκλογικά, ενώ εντυπωσιάζει το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό των αναποφάσιστων. Στόχος των Συντηρητικών και του Μπόρις Τζόνσον είναι να συμπιέσουν τα ποσοστά του Κόμματος του Brexit, ακολουθώντας σκληρή γραμμή. Επιδίωξη των Εργατικών είναι να ανακάμψουν σε βάρος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, οι οποίοι αποσπούν πολλούς ψηφοφόρους από το Εργατικό Κόμμα, το οποίο είναι διχασμένο στο θέμα του Brexit. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θέλουν να κρατήσουν τα δημοσκοπικά τους κέρδη απευθυνόμενοι στη μετριοπαθή πτέρυγα των Συντηρητικών και στη φιλοευρωπαϊκή πτέρυγα των Εργατικών.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο ισχύει πλειοψηφικό σύστημα σε μονοεδρικές περιφέρειες, γι’ αυτό είναι δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια η κατανομή των 650 εδρών.

Το βασικό σενάριο, πάντως, είναι η επικράτηση του Συντηρητικού Κόμματος και ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης. Υπάρχει και το σενάριο –με μικρότερες πιθανότητες εφαρμογής– συνεργασίας Εργατικών, Φιλελεύθερων Δημοκρατών και Σκοτσέζων εθνικιστών για να απομακρυνθεί ο Τζόνσον από την εξουσία, σε περίπτωση φυσικά που θα το επιτρέπει ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός δυνάμεων.

Το περιεχόμενο της συμφωνίας

Η συμφωνία που έχει παρουσιάσει η κυβέρνηση Τζόνσον είναι η ίδια, στα περισσότερα σημεία, με αυτήν που είχε διαπραγματευτεί η κυβέρνηση Μέι το 2018.

Πρώτον, το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να εφαρμόζει τους ευρωπαϊκούς κανόνες μέχρι τα τέλη του 2020, ενώ δεν αποκλείεται να συμφωνηθεί παράταση της μεταβατικής περιόδου, εάν κριθεί αναγκαίο για την επιτυχημένη προσαρμογή της οικονομίας.

Δεύτερον, το Ηνωμένο Βασίλειο θα καταβάλει στο ακέραιο τον λογαριασμό των 39 δισ. λιρών που αποτελεί μέρος των υποχρεώσεων του «διαζυγίου».

Τρίτον, θα υπάρξουν εγγυήσεις για τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών που ζουν και εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο και των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου που ζουν και εργάζονται στην Ε.Ε. των «27».

Υπάρχουν όμως και σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τη Βόρεια Ιρλανδία και την Πολιτική Διακήρυξη που περιγράφει τη μελλοντική σχέση των δύο πλευρών.

Η Βόρεια Ιρλανδία θα ευθυγραμμιστεί με την ενιαία αγορά της Ε.Ε.

Το αμφιλεγόμενο σύστημα ασφαλείας για τη διαχείριση των σχέσεων της Βόρειας Ιρλανδίας με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας εγκαταλείπεται οριστικά, γιατί θεωρήθηκε από την κυβέρνηση Τζόνσον μέθοδος των Βρυξελλών για να κρατηθεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην τελωνειακή ένωση με την Ε.Ε.

Η Βόρεια Ιρλανδία θα παραμείνει αναπόσπαστο τμήμα του τελωνειακού χώρου του Ηνωμένου Βασιλείου και γι’ αυτό θα συμπεριληφθεί σε όλες τις μελλοντικές εμπορικές συμφωνίες που θα συνάψει η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το Brexit.

Η Βόρεια Ιρλανδία, όμως, θα παραμείνει σημείο εισόδου στην τελωνειακή ζώνη της Ένωσης των «27» και οι τελωνειακοί κανόνες της Ε.Ε. θα συνεχίσουν να ισχύουν.

Μια μεικτή επιτροπή Ε.Ε. και Ηνωμένου Βασιλείου θα αποφασίζει ποια προϊόντα υπάρχει πιθανότητα να εισέλθουν στην ενιαία αγορά και το Ηνωμένο Βασίλειο θα εισπράττει τους ευρωπαϊκούς δασμούς που ισχύουν γι’ αυτά, για λογαριασμό της Ε.Ε.

Τέλος, η κοινοβουλευτική συνέλευση της Βόρειας Ιρλανδίας, η οποία έχει σταματήσει να λειτουργεί από τον Ιανουάριο του 2017 λόγω πολιτικού αδιεξόδου, θα ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια για τη συνέχιση του εμπορικού διακανονισμού. Η απόφαση θα στηρίζεται σε απλή πλειοψηφία, ώστε να μη χρειάζεται συναίνεση μεταξύ ενωτικών και εθνικιστών. Σε περίπτωση που η Συνέλευση δεν μπορεί να λειτουργήσει, οι διακανονισμοί θα παραμένουν σε ισχύ.

Επίσης, σημαντική είναι η αλλαγή στην Πολιτική Διακήρυξη που αφορά τη μελλοντική οικονομική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ε.Ε. Η κυβέρνηση Τζόνσον θέλει να περιορίσει τη συνεργασία στη βάση ενός μοντέλου που θα στηρίζεται σε Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου. Με βάση αυτή τη συμφωνία θα μηδενιστούν οι δασμοί και θα καταργηθούν οι ποσοστώσεις, ενώ θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται, κατάλληλα εκσυγχρονισμένοι, οι κανόνες που αφορούν την προέλευση των προϊόντων. Θα υπάρξει δέσμευση των δύο πλευρών για ανοιχτό και δίκαιο ανταγωνισμό και σεβασμό κανόνων που θα αποτρέπουν τον φορολογικό ανταγωνισμό προς τα κάτω, όπως και την υποβάθμιση σε ζητήματα εργασιακής-κοινωνικής και περιβαλλοντικής προστασίας.

Η δικαίωση του Ντε Γκολ

Η διαδικασία του Brexit αποδεικνύεται εξαιρετικά σύνθετη και θα διαρκέσει, μαζί με τη μεταβατική περίοδο, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2020.

Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζεται γύρω στα πέντε χρόνια για να βγει από την Ε.Ε., θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι χρειάστηκε πάνω από δέκα χρόνια για να μπει σε αυτήν.

Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η πρώτη χώρα που υπέγραψε Συμφωνία Σύνδεσης με την τότε ΕΟΚ. Κατέθεσε την πρώτη αίτηση για ένταξη το 1961, αντιμετώπισε δύο φορές το βέτο του Προέδρου Ντε Γκολ και χρειάστηκε η απομάκρυνση του τελευταίου από την εξουσία για να υποβάλει το 1969 την τρίτη αίτηση ένταξης, που είχε ευτυχή κατάληξη.

Η συνθήκη Προσχώρησης υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1972 στις Βρυξέλλες και τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1973. Μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο υπέγραψαν συνθήκες Προσχώρησης η Δανία, η Ιρλανδία και η Νορβηγία, αλλά στη Νορβηγία δεν υπήρξε τελικά πλειοψηφία για την επικύρωσή της.

Ανακοινώνοντας το δεύτερο βέτο του στην ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου, τον Νοέμβριο του 1967, ο Ντε Γκολ υποστήριξε ότι η βρετανική άποψη για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση χαρακτηριζόταν από βαθιά εχθρότητα και πως χρειαζόταν δραστικός μετασχηματισμός του Ηνωμένου Βασιλείου για να του επιτραπεί να γίνει μέλος της τότε ΕΟΚ.

Αναφερόμενος στη σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Ντε Γκολ υποστήριξε ότι η συμμετοχή στην ΕΟΚ δεν συμβιβαζόταν με τα χαρακτηριστικά της βρετανικής οικονομίας, η οποία είχε χρόνιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, προμηθευόταν αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα σε χαμηλές τιμές από διάφορα μέρη του κόσμου και δεν μπορούσε να προχωρήσει στην άρση περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων λόγω της αδυναμίας της στερλίνας, της υποτίμησής της και των δανείων που χρειάστηκαν για τη σταθεροποίησή της.

Όλα αυτά εμπόδιζαν, κατά την άποψή του, την επιτυχημένη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΟΚ.

Ο στρατηγός Ντε Γκολ ήταν πάντα καχύποπτος έναντι του Λονδίνου, γιατί θεωρούσε ότι δεν έτυχε της σωστής πολιτικής μεταχείρισης όταν κατέφυγε στο Λονδίνο μετά την κατάληψη της Γαλλίας από τους ναζί και ζήτησε να αναγνωριστεί ως εκπρόσωπος της ελεύθερης Γαλλίας. Επιπλέον, θεωρούσε ότι οι Βρετανοί θα λειτουργούσαν στο εσωτερικό της ΕΟΚ ως εκφραστές της αμερικανικής επιρροής.

Από την πλευρά τους, οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι τα βέτο του Ντε Γκολ αποσκοπούσαν στη γαλλική κυριαρχία στο εσωτερικό της ΕΟΚ και στη δημιουργία ενός γαλλογερμανικού άξονα όπου το Παρίσι θα είχε το πλεονέκτημα έναντι της Βόννης, εφόσον η ήττα της Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Ψυχρός Πόλεμος είχαν οδηγήσει στη δημιουργία δύο γερμανικών κρατών.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η έκθεση του υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας που συνόδευε την τρίτη αίτηση ένταξης που υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο. Επεσήμαινε μεταξύ των άλλων: «Οι περιοχές της πολιτικής στις οποίες θα επηρεαστεί η ελευθερία του Κοινοβουλίου να νομοθετεί εξαιτίας της ένταξης στις ευρωπαϊκές κοινότητες είναι οι τελωνειακοί δασμοί, ο αγροτικός τομέας, η ελεύθερη κίνηση εργαζομένων, οι υπηρεσίες και το κεφάλαιο, οι μεταφορές και η κοινωνική ασφάλιση για τους μετανάστες». Η έκθεση κατέληγε (παράγραφος 26) ότι συνιστάται να τοποθετηθούν οι εκτιμήσεις της επιρροής και της ισχύος πάνω από αυτές της επίσημης κυριαρχίας.

Τη δεκαετία του ’60 το κύριο βάρος της προσπάθειας για την προσέγγιση με την τότε ΕΟΚ ανέλαβε ο Έντουαρντ Χιθ, Συντηρητικός ηγέτης και πρωθυπουργός, που θεωρείται ο πιο φιλοευρωπαίος πολιτικός στη βρετανική ιστορία. Το 1964 ήρθαν στην εξουσία οι Εργατικοί με τον Χάρολντ Γουίλσον, ο οποίος δεν έδειχνε τον ίδιο ενθουσιασμό με τον Έντουαρντ Χιθ αλλά συνέχισε στην ίδια πορεία.

«Θέλω τα λεφτά μου πίσω»

Προκαλεί εντύπωση η ταχύτητα με την οποία πέρασαν οι Βρετανοί, από την προσπάθεια να ενταχθούν στην τότε ΕΟΚ, στον ευρωσκεπτικισμό.

Το 1975 το δημοψήφισμα που έγινε για την έγκριση της ένταξης στην ΕΟΚ κατέληξε σε θρίαμβο των φιλοευρωπαίων, με τα 2/3 των πολιτών να ψηφίζουν «ναι». Το κλίμα της εποχής ήταν τέτοιο ώστε μέχρι και η Μάργκαρετ Θάτσερ έκανε εκστρατεία υπέρ του «ναι».

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Θάτσερ εμφανίστηκε το 1978 ανοιχτή στην κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση σε ζητήματα άμυνας, ενώ έκανε κριτική στην τότε κυβέρνηση των Εργατικών επειδή δεν προσυπέγραψε τον μηχανισμό διακύμανσης των ισοτιμιών (ERM).

Ύστερα όμως από την εκλογική επικράτηση των Συντηρητικών και τον σχηματισμό κυβέρνησης άλλαξε τακτική. Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου του Δουβλίνου (30/11/1979) η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου εξέθεσε τη νέα στρατηγική της, με συνέντευξη στην εφημερίδα «Guardian», όπου είπε τη χαρακτηριστική φράση «θέλω τα λεφτά μου πίσω».

Όπως είχε προβλέψει ο Ντε Γκολ, το Ηνωμένο Βασίλειο επιβαρύνθηκε από τη λειτουργία της τελωνειακής ένωσης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τα αγροτικά προϊόντα. Οι Βρετανοί κατέληξαν να έχουν πολύ μεγάλη καθαρή συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό και ζήτησαν τον δραστικό περιορισμό της. Οι σχετικές διαπραγματεύσεις κράτησαν από το 1980 μέχρι τη Σύνοδο του Φοντενεμπλό, τον Ιούλιο του 1984. Η Θάτσερ πήρε σε γενικές γραμμές αυτά που ήθελε, εφόσον οι επιστροφές που συμφωνήθηκαν κάλυπταν για πέντε χρόνια τα 7/9 της καθαρής συνεισφοράς των Βρετανών στον κοινοτικό προϋπολογισμό και υπήρξαν πρόσθετες δικλείδες ασφαλείας για το μέλλον.

Η διαμάχη γύρω από τη βρετανική συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό δηλητηρίασε τις σχέσεις της Θάτσερ με τους ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας, επέφερε νέες δυσκολίες στην ανάπτυξη της ΕΟΚ, ενώ προκάλεσε και τη μεταστροφή της βρετανικής κοινής γνώμης. Ήδη από τον Νοέμβριο του 1979 έρευνα της κοινής γνώμης εμφάνιζε το 40% των Βρετανών να υποστηρίζει το Brexit σε περίπτωση που η ΕΟΚ δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της Θάτσερ.

Παρά την αντιευρωπαϊκή της προσέγγιση, η Θάτσερ προσυπέγραψε τον Ιούλιο του 1987 την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, η οποία άνοιξε τον δρόμο στη δημιουργία της ενιαίας αγοράς.

Το 1988 επανήλθε δριμύτερη στον ευρωσκεπτικισμό της με ομιλία της στην Μπριζ, στην οποία τόνισε: «Δεν περιορίσαμε με επιτυχία τα όρια του κράτους στη Βρετανία για να τα δούμε να επανέρχονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο με ένα ευρωπαϊκό υπερ-κράτος το οποίο ασκεί μια νέα κυριαρχία από τις Βρυξέλλες».

Τον Οκτώβριο του 1990 δέχτηκε να συμμετάσχει το Ηνωμένο Βασίλειο στον ERM, αλλά αντέδρασε με ένα τριπλό «όχι, όχι, όχι» στην ομιλία της στη Βουλή απαντώντας στα σχέδια του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζακ Ντελόρ, για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών θεσμών.

Λίγες μέρες αργότερα η φιλοευρωπαϊκή πτέρυγα των Συντηρητικών ξεκίνησε τη διαδικασία απομάκρυνσής της από την ηγεσία και την πρωθυπουργία και αντικατάστασής της από τον φιλοευρωπαίο Τζον Μέιτζορ. Από τότε, τα εσωκομματικά των Συντηρητικών είναι μια διαρκής πάλη μεταξύ της αντιευρωπαϊκής πτέρυγας, που συνήθως έχει το πλεονέκτημα, και της φιλοευρωπαϊκής.

Ακόμη και μετά την απομάκρυνσή της από την εξουσία η Μάργκαρετ Θάτσερ επιτέθηκε αρκετές φορές στην ΕΟΚ και στην προσπάθεια της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Το 1995 άσκησε κριτική στην κυβέρνηση του Μέιτζορ επειδή προσυπέγραψε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ το 1996 αναρωτήθηκε δημόσια εάν θα έπρεπε το Ηνωμένο Βασίλειο να αποσυρθεί από την ΕΟΚ. Ενδεικτικό της νοοτροπίας της είναι το περιεχόμενο του βιβλίου που εξέδωσε το 2002 («Statecraft»), με το οποίο υποστήριζε ότι η προσπάθεια δημιουργίας ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος θα οδηγούσε σε ένα ευρωπαϊκό «σούπερ κράτος» και επρόκειτο να αποτύχει «οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά».

Τόνιζε επίσης ότι «τα περισσότερα προβλήματα που αντιμετώπισε ο κόσμος προήλθαν από την ηπειρωτική Ευρώπη και οι λύσεις έξω από αυτήν».

Με αυτή τη νοοτροπία να κυριαρχεί στο εσωτερικό του Συντηρητικού Κόμματος, το Brexit θα μπορούσε να είχε έρθει πολύ νωρίτερα.

Χτυπήματα από Κάμερον

Ο Ντέιβιντ Κάμερον, ο Συντηρητικός πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου που «προήδρευσε» της διαδικασίας του Brexit, δεν είχε το σκληρό πολιτικό προφίλ της Θάτσερ και στην πορεία προς το κρίσιμο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 υποστήριξε, χωρίς να πείσει, την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε.

Πήρε όμως δύο κρίσιμες αποφάσεις που προετοίμασαν το έδαφος για το οριστικό διαζύγιο.

Στην προσπάθειά του να επικρατήσει στη μάχη για την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος το 2005, ξεπέρασε σε ευρωσκεπτικισμό τους ανταγωνιστές του και δεσμεύτηκε ότι στην περίπτωση που θα τον ψήφιζαν θα απέσυρε το Συντηρητικό Κόμμα από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), τον βασικό εκφραστή της κεντροδεξιάς σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το 2009 το Συντηρητικό Κόμμα αποχώρησε από το ΕΛΚ, το οποίο τότε ήταν πανίσχυρο με 287 ευρωβουλευτές έναντι 217 ευρωβουλευτών που είχαν οι Σοσιαλιστές και οι σύμμαχοί τους.

Οι ευρωβουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος αποτέλεσαν τον πυρήνα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR), μιας πολιτικής ομάδας με 62 ευρωβουλευτές από 15 διαφορετικά κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Η αποχώρηση του Συντηρητικού Κόμματος από το ΕΛΚ το οδήγησε στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων και ήταν ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Οι Βρετανοί Συντηρητικοί είχαν, με δική τους ευθύνη, έναν υποδεέστερο ευρωπαϊκό ρόλο και απέδιδαν τη δική τους αυτοαπομόνωση στον τρόπο λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών.

Το δεύτερο καθοριστικής σημασίας χτύπημα του Κάμερον ήρθε το 2015, όταν δεσμεύτηκε, στην προσπάθειά του να ελέγξει την πολιτική άνοδο του κόμματος του Φάρατζ (Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου – UKIP), να πραγματοποιήσει δημοψήφισμα για να κρίνουν οι Βρετανοί εάν τους ικανοποιεί μια αναθεωρημένη σχέση με την Ε.Ε., την οποία διαπραγματεύτηκε ο ίδιος, ή θα προτιμούσαν την έξοδο από την Ε.Ε.

Ο Κάμερον με την τακτική του συνέβαλε στην ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού των Βρετανών, ενώ οι αλλαγές στη σχέση Ηνωμένου Βασιλείου - Ε.Ε. που εξασφάλισε ύστερα από τη σχετική διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες άφησαν αδιάφορους τους ψηφοφόρους του. Στο τέλος κατάφερε να χάσει ένα δημοψήφισμα το οποίο στην αρχή της διαδικασίας φαινόταν αρκετά εύκολο να κερδίσει.

Η εξαίρεση του Μπλερ

Στη διάρκεια αυτού του αιώνα ο Τόνι Μπλερ ήταν ο μόνος πολιτικός ηγέτης που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να συμφιλιώσει το Ηνωμένο Βασίλειο με την ευρωπαϊκή προοπτική του.

Ως πρωθυπουργός, συμφώνησε το 1998 να δοθεί στην Ε.Ε. ρόλος σε θέματα άμυνας και άνοιξε τον δρόμο για δεκάδες στρατιωτικές αποστολές με ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά.

Στήριξε τις διευρύνσεις της Ε.Ε. την περίοδο 2004-2007. Θεωρούνταν από τους αναλυτές ο πιο φιλοευρωπαίος Βρετανός ηγέτης από την εποχή του Συντηρητικού Έντουαρντ Χιθ.

Ο Μπλερ, όμως, απαξιώθηκε πολιτικά με την εμπλοκή του Ηνωμένου Βασιλείου στην εισβολή στο Ιράκ το 2003, εφόσον διαπιστώθηκε ότι το τυραννικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν δεν διέθετε Όπλα Μαζικής Καταστροφής, την ύπαρξη των οποίων επικαλέστηκε ο ίδιος για να ακολουθήσουν τα βρετανικά στρατεύματα τα αμερικανικά. Να θυμίσουμε ότι ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Σιράκ, είχε διαφωνήσει τότε με τη στρατιωτική επιχείρηση κατά του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και η στάση του Τόνι Μπλερ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Η δεκαετής πρωθυπουργική περίοδος του Μπλερ έφτασε στο τέλος της το 2007, αλλά λίγο έλειψε το 2009 να έρθει η μεγάλη ευρωπαϊκή ώρα για τον πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου. Διεκδίκησε τη θέση του πρώτου προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, έχοντας στην αρχή την υποστήριξη του Προέδρου της Γαλλίας, Σαρκοζί. Η καγκελάριος Μέρκελ, όμως, δεν τον ήθελε, γιατί αναζητούσε έναν «υπηρεσιακό» πρόεδρο χωρίς ισχυρή πολιτική προσωπικότητα και πολλοί πρωθυπουργοί κρατών-μελών τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία, θεωρώντας ότι θα επέβαλλε ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την κυριαρχία των «μεγάλων» έναντι των «μικρών».

Τελικά, επελέγη για τη σημαντική θέση ο πολιτικά αδιάφορος πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου Βαν Ρομπούι και έκανε με τον ελλιπέστατο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μπαρόζο, το τέλειο δίδυμο για να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις η κρίση στην Ε.Ε.

Η συγκυρία και τα συμπεράσματα

Η βρετανική κοινή γνώμη διαμορφώθηκε από τη Θάτσερ και τον Κάμερον σε ευρωσκεπτικιστική βάση, αλλά αυτό δεν εξηγεί πλήρως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit.

Η οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε το 2008-2009 και κυριάρχησε τα επόμενα χρόνια, όπως και η μεταναστευτική κρίση του 2015-2016, έπαιξαν σίγουρα ρόλο στη διαμόρφωση ενός οριακού αποτελέσματος υπέρ του Brexit.

Η εικόνα της Ε.Ε. ήταν όλη αυτή την περίοδο πολύ κακή και αυτό διευκόλυνε όσους υποστήριζαν ότι οι Βρετανοί δεν είχαν πολλά να κερδίσουν από τη συμμετοχή τους στην Ε.Ε., ενώ αναλάμβαναν σημαντικούς κινδύνους με την παραμονή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αφίσες των υποστηρικτών του Brexit, στην τελική φάση της εκστρατείας πριν από το δημοψήφισμα, έδειχναν ουρές εξαθλιωμένων προσφύγων και μεταναστών να κατευθύνονται προς την Ε.Ε. Σχεδόν το σύνολό τους πήγε σε Αυστρία, Γερμανία και Σουηδία και ελάχιστοι κατέληξαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η εικόνα όμως μιας Ε.Ε. που δεν μπορούσε να ελέγξει τις ροές, ούτε τα εξωτερικά και εσωτερικά σύνορά της, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επικράτηση του Brexit.

Πέρα από τη συγκυρία, δύο άλλες βασικές αλλαγές προσδιόρισαν το αποτέλεσμα. Η πρώτη ήταν η κατάρρευση του κομμουνισμού και η επανένωση της Γερμανίας, η οποία στη συνέχεια ενίσχυσε θεαματικά τη θέση της στο εσωτερικό της Ε.Ε. Το βρετανικό κατεστημένο ήταν βαθιά ενοχλημένο από τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Γερμανίας, ενώ δεν προσπάθησε να συνεννοηθεί με τη Γαλλία για να ελεγχθεί η ενίσχυση της γερμανικής επιρροής στην Ε.Ε.

Παράλληλα, αναπτύχθηκε μια πολιτική κόπωση των Ευρωπαίων στη διαχείριση της δύσκολης σχέσης με το Ηνωμένο Βασίλειο, που ήταν γεμάτη εξαιρέσεις, ειδικές ρυθμίσεις, περιορισμούς και διαφωνίες. Άλλωστε και οι Ευρωπαίοι είχαν τα δικά τους… ευρωπαϊκά προβλήματα – χαρακτηριστική η περίπτωση της Γαλλίας και της Ολλανδίας, που απέρριψαν με δημοψήφισμα το λεγόμενο Ευρωσύνταγμα το 2004-2005, δημιουργώντας πρόσθετα προβλήματα στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση και στη συνέχεια στην έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης του 2008-2009.

Το Brexit θα έχει σημαντικό οικονομικό κόστος για το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ αποτελεί μεγάλη στρατηγική ήττα για την Ε.Ε., εφόσον οι «27» χάνουν πλέον κάθε δυνατότητα να ανταγωνιστούν στα χρηματοπιστωτικά, στα ψηφιακά, στα οικονομικά, στη νέα τεχνολογία, στην άμυνα, τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Το χειρότερο, κατά την άποψή μου, είναι ότι οι Βρετανοί φεύγουν αφήνοντας πίσω τους στην Ε.Ε. τη βρετανική νοοτροπία. Οι «έχοντες» της Ε.Ε. κάνουν ό,τι μπορούν για να μην αυξηθεί η καθαρή συνεισφορά τους στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό σε μια περίοδο κατά την οποία αποφασίζονται νέες πολιτικές και υπάρχουν τεράστιες ανάγκες χρηματοδότησης. Χρησιμοποιούν την ορολογία της Θάτσερ και του Κάμερον, διεκδικώντας για τα δικά τους κράτη rebates –επιστροφές για να περιοριστεί η συνεισφορά τους στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό–, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργούν την εντύπωση ότι τα χρήματα που καταλήγουν στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, ο οποίος παραμένει εξαιρετικά ισχνός, είναι χαμένα για τους φορολογούμενους πολίτες των χωρών τους.

Το Brexit είναι η τελική κατάληξη ενός προβληματικού και επεισοδιακού «γάμου» Ηνωμένου Βασιλείου - Ε.Ε. Πρόκειται για ένα δαπανηρό διαζύγιο που, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Ε.Ε., Μισέλ Μπαρνιέ, θα έχει μόνο χαμένους.