Οικονομία: Επιτυχίες, δυνατότητες, αλλά και προβλήματα - Free Sunday
Οικονομία: Επιτυχίες, δυνατότητες, αλλά και προβλήματα
Στόχος η δυναμική ανάπτυξη σε σύνθετο διεθνές περιβάλλον.

Οικονομία: Επιτυχίες, δυνατότητες, αλλά και προβλήματα

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχουν ήδη σημαντικές επιτυχίες στο ενεργητικό τους.

Σημαντική βελτίωση

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) το δεύτερο εξάμηνο του 2019 είχαμε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2,5%, ο οποίος ανέβηκε στο 2,7% το τέταρτο τρίμηνο του 2019. Οι καλές επιδόσεις του δεύτερου εξαμήνου βελτίωσαν τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης για το σύνολο του 2019. Η προηγούμενη πρόβλεψη των ειδικών του ΚΕΠΕ ήταν για ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,7%, ο οποίος τώρα αναθεωρείται, για το 2019, στο 2,3%.

Η πρόβλεψη για το πρώτο εξάμηνο του 2020 είναι για ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2,6%. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, προβλέπει ανάπτυξη 2,8% για ολόκληρο του 2020, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πιο συγκρατημένη και προβλέπει ετήσια ανάπτυξη 2,3%.

Με βάση τις εκτιμήσεις των ειδικών του ΚΕΠΕ, η ανάπτυξη ενισχύεται κυρίως από τη σημαντική άνοδο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Η άνοδος της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης παραμένει υποτονική, ενώ η ενίσχυση των επενδύσεων εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από έλλειψη σταθερότητας.

Φαίνεται ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξασφαλίζει με την πολιτική της ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης που ξεπερνάει το 2%. Η βελτίωση είναι ουσιαστική, αλλά η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από κάτι καλύτερο και σε βάθος χρόνου. Έχει υποστεί πραγματική καθίζηση στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και έχασε λόγω του οικονομικού πειράματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς τη «χρυσή» για την Ευρωζώνη τριετία 2015-2017.

Μπορεί στόχος μας να είναι κάτι πολύ καλύτερο, αλλά υπάρχει πάντα ένα στοιχείο αβεβαιότητας για την προοπτική της οικονομίας, το οποίο ενισχύεται και από εξωγενείς παράγοντες, όπως η έλλειψη οικονομικού δυναμισμού στη Γερμανία και στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης.

Εντυπωσιακή βελτίωση έχει πετύχει η κυβέρνηση και στο κλίμα εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με την έρευνα συγκυρίας της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, ο δείκτης εμπιστοσύνης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έφτασε σε υψηλό δεκαετίας κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2019. Ήταν 26 μονάδες, ενισχυμένος κατά 8 μονάδες σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2019 και κατά 13 μονάδες σε σχέση με το δεύτερο εξάμηνο του 2018.

Οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας επισημαίνουν ότι το ρεκόρ στον δείκτη εμπιστοσύνης για την προοπτική της οικονομίας αφορά και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο κάτω των 500.000 ευρώ. Συνολικά στην Ελλάδα έχουμε… 780.000 μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις με συνολικό ετήσιο τζίρο 120 δισ. ευρώ.

Άλλες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις που δείχνουν την αλλαγή κλίματος είναι ότι 82% αυτού του είδους των επιχειρήσεων είναι πλέον κερδοφόρες και πως λιγότερες από το 10% αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα ρευστότητας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το πρώτο εξάμηνο του 2019 ήταν 19%.

Διπλή επιτυχία

Με την πολιτική της και το κλίμα που δημιουργεί, η κυβέρνηση καταγράφει δύο σημαντικές επιτυχίες.

Με την ουσιαστική μείωση του ΕΝΦΙΑ και το τριετές «πάγωμα» επιβολής του ΦΠΑ στα νεόδμητα κτίρια η κυβέρνηση πέτυχε εντυπωσιακή άνοδο στις τιμές των ακινήτων. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το 2019 οι τιμές πώλησης των ακινήτων αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 8% στην Ελλάδα, ενώ ακόμη σημαντικότερη ήταν η άνοδος των ενοικίων. Υπάρχουν περιοχές, όπως το κέντρο της Αθήνας και ο Πειραιάς, όπου η αύξηση στις τιμές πώλησης ακινήτων ήταν πολλαπλάσια του πανελλαδικού μέσου όρου.

Η δυναμική ανάκαμψη στην αγορά ακινήτων είναι πολύ καλά νέα για την οικονομία. Αυξάνει τουλάχιστον για το 75% των Ελλήνων την οικογενειακή περιουσία, διευκολύνει όσους έχουν κόκκινα δάνεια με εγγύηση ακίνητα, ενώ ενισχύει και το χαρτοφυλάκιο των τραπεζών σε μια περίοδο που πρέπει να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους για να χρηματοδοτήσουν καλύτερα την πραγματική οικονομία. Παρατηρείται επίσης εντυπωσιακή αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας από τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα στα οποία είχε πέσει.

Το άλλο πολύ καλό νέο είναι η μεγάλη πτώση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου. Το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου κινείται πλέον σταθερά κάτω από το 1,5%, ενώ υπάρχουν περίοδοι κατά τις οποίες συγκρίνεται με το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο του ιταλικού Δημοσίου. Αν μάλιστα ενισχυθεί η δυναμική υπέρ του Σαλβίνι –πολλά θα κριθούν από το αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών στην Εμίλια-Ρομάνα αυτή την Κυριακή–, είναι πιθανό να δούμε την Ιταλία να δανείζεται ακριβότερα από την Ελλάδα.

Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) αξιοποιεί την ευνοϊκή εικόνα της Ελλάδας και τη διεθνή συγκυρία για την άμεση έκδοση νέων ομολόγων δεκαετούς ή και δεκαπενταετούς διάρκειας. Οι διεθνείς οίκοι αναβαθμίζουν σταδιακά την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού Δημοσίου και είναι πολύ πιθανό μέχρι τα τέλη του 2020 να αποκτήσουν τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου επενδυτική βαθμίδα, ανοίγοντας τον δρόμο στη συμμετοχή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Με την υπογραφή Μητσοτάκη και οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης και με τη βοήθεια εξαιρετικά χαμηλών ή και αρνητικών διεθνών επιτοκίων έχει συμβεί κάτι το οποίο μέχρι πριν από έναν χρόνο ήταν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.

Τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές είναι πολύ χαμηλότερα από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Αυτός κινείται κάπου μεταξύ 2% και 2,5%, ενώ τα επιτόκια δανεισμού είναι όλα κάτω από το 1,5%. Αν διατηρηθεί αυτή η κατάσταση, σε βάθος χρόνου θα περάσουμε από τη βιωσιμότητα στη δραστική συρρίκνωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου ως ποσοστού επί του ΑΕΠ.

Ζούμε ακριβώς το αντίθετο σενάριο από αυτό στο οποίο στήριζε τις μελέτες βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους το ΔΝΤ. Οι αναλυτές του προέβλεπαν διαρκή αύξηση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου ως ποσοστού επί του ΑΕΠ και τη μακροπρόθεσμη επιστροφή σε ένα είδος χρεοκοπίας, με τα επιτόκια δανεισμού από τις αγορές να είναι διπλάσια ή και τριπλάσια του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Βέβαια κανείς δεν μπορεί να κάνει ασφαλή πρόβλεψη για τις εξελίξεις σε βάθος χρόνου. Όπως μας αιφνιδίασε ευχάριστα η πολύ μεγάλη πτώση των διεθνών επιτοκίων, μπορεί, στο απώτερο μέλλον, να μας εκπλήξει δυσάρεστα μια μεγάλη αύξησή τους. Προς το παρόν, πάντως, έχουμε επιτύχει έναν στόχο στρατηγικής σημασίας, που έχει αλλάξει την εικόνα και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.

Εντυπωσιακή σταθερότητα

Επιτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι και η εντυπωσιακή σταθερότητα στην επίτευξη των στόχων για τα έσοδα του ελληνικού Δημοσίου. Δεν υπάρχει ουσιαστική απόκλιση από τους στόχους που τίθενται. Η καλή πορεία και η σταθερότητα των εσόδων αποτελούν συνέχεια μιας κατάστασης που είχε δημιουργηθεί επί ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν θυμάμαι, εδώ και δεκαετίες, τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου να είναι σύμφωνα με τους στόχους κατά τους κρίσιμους προεκλογικούς και μετεκλογικούς μήνες. Οι φόβοι για μια δημοσιονομική «τρύπα» στα έσοδα που θα είχε σχέση με τις προεκλογικές, μετεκλογικές αναταράξεις διαψεύστηκαν στην πράξη.

Φαίνεται ότι η πολύ καλή δουλειά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) φέρνει καλά και σταθερά αποτελέσματα. Πολύ σωστή η απόφαση της κυβέρνησης να ανανεώσει την πενταετή θητεία του επικεφαλής της ΑΑΔΕ, κ. Πιτσιλή.

Οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι εκπρόσωποι των θεσμών εκτιμούν ιδιαίτερα τις επιδόσεις στον τομέα των εσόδων του Δημοσίου, εφόσον αποτελούν τη βάση στην οποία στηρίζεται η αξιοπιστία του ελληνικού Δημοσίου και δημιουργούν μια εικόνα βεβαιότητας για τη σταδιακή αποπληρωμή των δανείων που έχουμε πάρει από τους Ευρωπαίους εταίρους, κυρίως από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).

Το μεγάλο αγκάθι

Το μεγάλο αγκάθι για την κυβέρνηση, την οικονομία και φυσικά την κοινωνία είναι οι αρνητικές εξελίξεις στον τομέα της απασχόλησης.

Με βάση τα στοιχεία του δεύτερου εξαμήνου του 2019, ενισχύθηκε η τάση υπέρ της μερικής ή εποχικής απασχόλησης στην αγορά εργασίας. Ενισχύεται έτσι η λεγόμενη «γενιά των 360 ευρώ», η οποία αναπτύχθηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Δικαιολογημένο προβληματισμό προκαλούν και τα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2019 για την ανεργία.

Οι εγγεγραμμένοι άνεργοι έφτασαν τους 1.128.421 και είναι αυξημένοι κατά 129.000 ή κατά 14% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2018.

Η αύξηση της ανεργίας αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στο «πάγωμα» προγραμμάτων του ΟΑΕΔ και στην καθυστέρηση στην προκήρυξη του νέου προγράμματος κοινωφελούς εργασίας σε δήμους και περιφέρειες.

Είναι φανερό πάντως ότι η ανεργία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί δραστικά με προγράμματα του ΟΑΕΔ και προγράμματα κοινωφελούς εργασίας.

Χρειαζόμαστε μια πιο δυναμική και ποιοτική ανάπτυξη της οικονομίας και το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα την επιτύχουμε.

Οι δημόσιες επενδύσεις

Το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι το χαμηλό επίπεδο του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Σύμφωνα με τα στοιχεία που έφερε στη Βουλή το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, το ΠΔΕ ήταν 6,2 δισ. ευρώ το 2018, με τις πραγματικές δημόσιες επενδύσεις να είναι μόλις 4,9 δισ. ευρώ. Όπως υποστήριξε ο αρμόδιος υφυπουργός κ. Σκυλακάκης, 1,3 δισ. ευρώ ήταν πόροι που απλώς «πάρκαρε» σε φορείς της γενικής κυβέρνησης το Δημόσιο προκειμένου να «φουσκώσει» το ΠΔΕ. Δεν μετρούσαν όμως ως δαπάνες, με αποτέλεσμα να τροφοδοτούν το υπερπλεόνασμα.

Με βάση τα επίσημα στοιχεία, οι δαπάνες του ΠΔΕ περιορίστηκαν στα 5,6 δισ. το 2019, με πραγματικές επενδύσεις, λόγω της μεθοδολογίας που αναφέραμε, στα 5 δισ. ευρώ. Ο στόχος του κρατικού προϋπολογισμού του 2020 για το ΠΔΕ είναι 6,75 δισ.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσό, που δεν συμβάλλει στην αναπτυξιακή «απογείωση» της ελληνικής οικονομίας.

Οι εκπρόσωποι των θεσμών γνωρίζουν τις αδυναμίες στη δομή των δημοσίων δαπανών στην Ελλάδα και δείχνουν κατανόηση στην τάση των ελληνικών κυβερνήσεων να κρατάνε σε πολύ χαμηλά επίπεδα το ΠΔΕ.

Πρέπει όμως να υπάρξει άμεση δραστική αύξηση για τρεις λόγους.

Πρώτον, οι συνολικές επενδύσεις στην Ελλάδα αναλογούν στο 11% του ΑΕΠ, με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να είναι γύρω στο 20% του ΑΕΠ. Με τέτοια επενδυτική υστέρηση μένουμε συνεχώς πίσω στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό και το ελληνικό Δημόσιο καλείται να δώσει το καλό παράδειγμα και να δείξει τον δρόμο.

Δεύτερον, υπάρχουν πρόσθετες πιεστικές ανάγκες, από την κατάρρευση μέρους της βασικής υποδομής μέχρι ειδικά προβλήματα στην υγεία και στην παιδεία, και από την υποχρέωση να χρηματοδοτήσουμε επαρκώς την πράσινη μετάβαση έως την ψηφιοποίηση της οικονομίας, που επιβάλλουν άμεση αλλαγή πορείας.

Τρίτον, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους θεσμούς ώστε οι επιστροφές από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα, που πρόκειται να επιστραφούν στην Ελλάδα, να μην πάνε στο χρέος αλλά στη χρηματοδότηση επενδύσεων. Για να κάνουν όμως αυτή την κίνηση, οι Ευρωπαίοι εταίροι θα πρέπει πρώτα να πειστούν ότι η κυβέρνηση δίνει προτεραιότητα στην αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και προχωρά στη δύσκολη αλλά αναγκαία αλλαγή του μείγματος των δημοσίων δαπανών.

Στροφή στην πράσινη οικονομία

Για να έχουμε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης πρέπει να πρωταγωνιστήσουμε στη στρατηγική της πράσινης μετάβασης, που αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αυτή την πενταετία.

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης περιγράφει τους στόχους και δημιουργεί θετική δυναμική προς αυτή την κατεύθυνση, μαζί με τον αρμόδιο υπουργό κ. Χατζηδάκη. Ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Τίμερμανς, αρμόδιος για τα θέματα της πράσινης μετάβασης, μίλησε με ιδιαίτερα καλά λόγια για τον πρωθυπουργό και την κυβερνητική πολιτική στο Νταβός.

Πρέπει όμως να καλύψουμε την απόσταση που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη.

Κατά την άποψή μου, τα κονδύλια του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης και του ΕΣΠΑ για την περίοδο 2021-2027 δεν επαρκούν για την πλήρη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης της ελληνικής οικονομίας. Χρειάζονται περισσότερα κρατικά κονδύλια, περισσότερα κίνητρα και καλύτερη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα και της ΔΕΗ για τη στροφή στις ΑΠΕ και χρηματοδοτικά εργαλεία νέου τύπου, όπως είναι τα πράσινα ομόλογα, που αξιοποιούνται σε μεγάλη κλίμακα διεθνώς.

Αν κρίνουμε και απ’ όσα συμβαίνουν με την Τουρκία από τη Συρία και την ΑΟΖ της Κύπρου μέχρι τη Λιβύη και την ψευτοΑΟΖ Λιβύης-Τουρκίας, οι αγωγοί και η ενδεχόμενη εκμετάλλευση πετρελαίου και φυσικού αερίου που μπορεί να βρεθούν στο πλαίσιο της ελληνικής ΑΟΖ περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα περιορίζουν ή και καταργούν τη χρηματοδότηση της εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, ενώ οι διεθνοπολιτικές επιπλοκές ανεβάζουν το άμεσο και έμμεσο κόστος του εγχειρήματος.

Δημιουργείται έτσι ένα πρόσθετο κίνητρο να πρωταγωνιστήσουμε στην πράσινη μετάβαση της οικονομίας στη βάση ενός φιλόδοξου και ρεαλιστικού σχεδίου.

Βιομηχανική αναγέννηση

Η αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της ανεργίας και η βελτίωση των αναπτυξιακών ρυθμών, που μπορεί να ξεπεράσουν σε ετήσια βάση και το 3%, περνάει υποχρεωτικά από μια στρατηγική αναγέννησης της ελληνικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα στην περιφέρεια.

Το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα σύνθετο. Για παράδειγμα, η πράσινη μετάβαση στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας, όπου εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα 25.000 θέσεις εργασίας από τη ΔΕΗ, δεν είναι απλώς θέμα χρηματοδότησης. Ο περιορισμός των ρυπογόνων δραστηριοτήτων της ΔΕΗ πρέπει να συνδυαστεί με τη βιομηχανική ανάπτυξη σε νέα βάση, γιατί διαφορετικά θα έχουμε φαινόμενα οικονομικής και κοινωνικής ερήμωσης.

Δεν πρέπει να συγκρίνουμε την οικονομική πολιτική της σημερινής κυβέρνησης με την πολιτική της προηγούμενης και να δηλώνουμε ικανοποιημένοι με την πρόοδο. Η σύγκριση πρέπει να γίνεται μεταξύ του τι ακριβώς προσφέρουμε εμείς και τι οι εναλλακτικοί επενδυτικοί προορισμοί στην Ε.Ε.

Η σύγκριση δεν μας ευνοεί, γιατί έχουμε μείνει πολύ πίσω σε σχέση με το επιχειρηματικό, επενδυτικό περιβάλλον και τον ρόλο της περιφέρειας και της τοπικής αυτοδιοίκησης στην προσέλκυση παραγωγικών ξένων επενδύσεων.

Το παράδειγμα της Ιρλανδίας

Για να επιτύχουμε υψηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς σε βάθος χρόνου, πρέπει να διδαχτούμε από το παράδειγμα της Ιρλανδίας, η οποία έχει δημιουργήσει μια ειδική σχέση με τους ψηφιακούς κολοσσούς των ΗΠΑ μέσα από εντυπωσιακές φορολογικές διευκολύνσεις, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις φτάνουν σε μηδενική φορολόγηση των εντυπωσιακών κερδών τους.

Δεν πρέπει να φτάσουμε στις φορολογικές ακρότητες της Ιρλανδίας, οι οποίες έχουν ήδη προκαλέσει την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για κρατικές επιδοτήσεις μέσω φορολογικών διευκολύνσεων, πρέπει όμως να προσφέρουμε σοβαρά κίνητρα για την ανάπτυξη της παρουσίας των αμερικανικών ψηφιακών κολοσσών στην Ελλάδα. Θα πρόκειται για ουσιαστική συμβολή στο πέρασμα από το brain drain στο brain gain.

Το ζήτημα των τραπεζών

Το τραπεζικό σύστημα πηγαίνει πολύ καλύτερα το τελευταίο διάστημα, δεν είναι βέβαιο όμως ότι ο τρόπος διαχείρισης των κόκκινων δανείων των δανειοληπτών που έπεσαν θύματα της κρίσης και δεν είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές συμβάλλει στην αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης και στη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας.

Το σχέδιο «Ηρακλής», που ακολουθεί τις μεθόδους που εφαρμόστηκαν στην Ιταλία, είναι ένα σημαντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν αρκεί. Η εφαρμογή του χρειάζεται πολύ χρόνο και, απ’ ό,τι φαίνεται, πολύ κοινωνικό πόνο.

Πρέπει να βρούμε λύσεις που θα συμβάλουν στη γρήγορη ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας και θα περιορίζουν, στο μέτρο του δυνατού, το κοινωνικό κόστος. Όσο διάστημα το τραπεζικό σύστημα παραμένει προβληματικό ή προσπαθεί να λύσει τα προβλήματά του σε βάρος της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας, χάνεται ένα σημαντικό μέρος του αναπτυξιακού δυναμικού της χώρας.

Το πρόβλημα του δημόσιου χρέους φαίνεται να έχει τακτοποιηθεί με ικανοποιητικό τρόπο, αναδεικνύεται όμως σε όλες του τις διαστάσεις το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους.