Νέου τύπου η οικονομική κρίση - Free Sunday
Νέου τύπου η οικονομική κρίση
Πολύ πιο σύνθετη από εκείνη του 2008-2009.

Νέου τύπου η οικονομική κρίση

Ο κορονοϊός έχει προκαλέσει μία χωρίς προηγούμενο παγκόσμια οικονομική κρίση η οποία δοκιμάζει τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας.

Άλλο Ομπάμα, άλλο Τραμπ

Η αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης είναι πολύ πιο δύσκολη από εκείνη του 2008-2009 για μια σειρά λόγους.

Δεν υπάρχει πλέον ο συντονισμός μεταξύ των ΗΠΑ και της Ε.Ε. που υπήρχε επί προεδρίας Ομπάμα. Ο Τραμπ έχει χαράξει μια νέα στρατηγική που συνοψίζεται στη φράση «Πρώτα η Αμερική».

Οι Αμερικανοί αντέδρασαν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά απ’ ό,τι οι Ευρωπαίοι στην κρίση του 2008-2009, αλλά είχαν πάντα κατά νου τις επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ομπάμα ήταν σταθερός υποστηρικτής της αλληλεγγύης προς την Ελλάδα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης.

Ο Τραμπ έχει εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Αυτό φάνηκε όταν ανακοίνωσε τη διακοπή των επιβατικών πτήσεων μεταξύ ΗΠΑ και 26 κρατών-μελών της Ε.Ε. (εξαίρεσε προσωρινά την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο) χωρίς καν να ενημερώσει τις Βρυξέλλες και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Το μέτρο προκάλεσε κρίση εμπιστοσύνης, γιατί έδειξε τις διαστάσεις της κρίσης αλλά και την πλήρη έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των δύο βασικών κέντρων αυτού που αποκαλούσαμε δυτικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα.

Η νοοτροπία Τραμπ επηρεάζει σε αρκετές περιπτώσεις και τη στάση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, η οποία κινείται αυτόνομα και χωρίς να επιδιώκει οποιονδήποτε συντονισμό με την ΕΚΤ.

Χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο

Σε αυτή την κρίση η Ε.Ε. μετράει και τις συνέπειες από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από αυτήν.

Το Brexit τής στέρησε το σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο δύσκολη η αντιμετώπιση των συνεπειών που έχει ο κορονοϊός στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον στέλνει με κάθε ευκαιρία μηνύματα διαφοροποίησης από την Ε.Ε. των «27». Έφτασε στο σημείο να υιοθετήσει διαφορετική προσέγγιση ακόμη και στα μέτρα επιβράδυνσης της διάδοσης του κορονοϊού, προκαλώντας την αρνητική αντίδραση των περισσότερων επιστημόνων, των Βρυξελλών και πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Σε σχέση με το 2008-2009 δεν υπάρχει συνεννόηση μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε., ενώ η Ε.Ε. έχει περιορισμένη επιρροή στις διεθνείς εξελίξεις λόγω του Brexit.

Κόπωση της κοινής γνώμης

Η διαχείριση της κρίσης γίνεται πιο σύνθετη και εξαιτίας της κόπωσης σημαντικού τμήματος της κοινής γνώμης ύστερα από μία δεκαετία δύσκολων αποφάσεων και μέτρων.

Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, που δεν έχουν καλύψει την οικονομική και κοινωνική πτώση που προκάλεσε η προηγούμενη κρίση, ο κόσμος αντιμετωπίζει με μεγάλη ανησυχία την επιστροφή σε εξαιρετικά δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές καταστάσεις.

Οι κυβερνήσεις πρέπει να μετράνε προσεκτικά σε κάθε τους βήμα τις αντιδράσεις μιας κουρασμένης κοινωνίας, η οποία αντιμετωπίζει με καχυποψία το οικονομικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας.

Προς το παρόν επιτυγχάνεται, μπροστά στην απειλή του κορονοϊού, μια ενστικτώδης συσπείρωση γύρω από την εξουσία.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ιταλίας, η οποία έχει το ρεκόρ σε κρούσματα και θανάτους στην Ε.Ε. και με την αρνητική δυναμική που έχει αναπτύξει φαίνεται ότι θα αφήσει σύντομα πίσω της και την Κίνα, παρά το γεγονός ότι η τελευταία έχει 24 φορές τον πληθυσμό της Ιταλίας.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν έγκριση των κινήσεων του πρωθυπουργού Κόντε σε ποσοστά της τάξης του 70%-75%. Όσο περισσότερο βαθαίνει η κρίση, τόσο μεγαλώνει η συσπείρωση γύρω από την ηγεσία αλλά και η εντύπωση ότι η Ιταλία αντιμετωπίζει τις προκλήσεις καλύτερα από άλλες χώρες.

Ένα άλλο παράδειγμα συσπείρωσης, λόγω της κρίσης του κορονοϊού, γύρω από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις μάς έδωσαν τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών στη Βαυαρία. Οι ψηφοφόροι συσπειρώθηκαν γύρω από τους Χριστιανοκοινωνιστές (CDU) και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), σπάζοντας τη δυναμική που είχαν αναπτύξει οι Πράσινοι στη Βαυαρία και στο σύνολο της Γερμανίας.

Υπάρχουν όμως και χώρες, όπως η Γαλλία, όπου δεν έχει επιτευχθεί τόσο μεγάλη συσπείρωση γύρω από την ηγεσία. Η πολιτική του Μακρόν αμφισβητείται έντονα στη Γαλλία και η απόφασή του να προχωρήσει στη διενέργεια του πρώτου γύρου των δημοτικών εκλογών, την περασμένη Κυριακή, δεν τον βοήθησε. Το ποσοστό αποχής έφτασε το 56%, γιατί ο πρώτος γύρος των δημοτικών εκλογών συνέπεσε με την κατακόρυφη αύξηση κρουσμάτων και θανάτων.

Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου δεν ήταν ικανοποιητικά για τους υποψηφίους της παράταξης του Μακρόν, ενώ ο Γάλλος Πρόεδρος υποχρεώθηκε να ανακοινώσει την αναβολή του δεύτερου γύρου των δημοτικών εκλογών και τη λήψη εξαιρετικά αυστηρών μέτρων για την επιβράδυνση της διάδοσης του ιού.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Φιλίπ ανακοίνωσε την αναβολή της εφαρμογής της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, η οποία προκάλεσε μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, έφθειρε τον Πρόεδρο και την κυβέρνηση και στην τελική της μορφή δεν μοιάζει ιδιαίτερα αποτελεσματική.

Η Γαλλία είναι η περίπτωση χώρας όπου η κρίση του κορονοϊού συντηρεί ή και αυξάνει την αμφισβήτηση της εξουσίας. Είναι πιθανό να υπάρξουν ανάλογες εξελίξεις σε άλλες χώρες όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία και ο κόσμος, απαλλαγμένος από το άγχος για την υγεία του, αρχίσει να μετράει τον οικονομικό και κοινωνικό λογαριασμό.

Έλλειψη συνοχής

Ένα άλλο εμπόδιο στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της πρόκλησης είναι η εξασθένηση της πολιτικής συνοχής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Από την προηγούμενη οικονομική κρίση έχουν μεσολαβήσει το Brexit αλλά και η ενίσχυση κομμάτων που χαρακτηρίζονται από ευρωσκεπτικισμό ή και αντιευρωπαϊσμό.

Ακόμη κι αυτοί που δηλώνουν ευρωπαϊστές, όπως, για παράδειγμα, η κυβέρνηση της Γερμανίας, διστάζουν να πάρουν μέτρα στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μετρώντας ενδεχόμενες πολιτικές αντιδράσεις στο εσωτερικό.

Την εικόνα έλλειψης συνοχής και ευρωπαϊκού ζήλου έδωσε η αδυναμία των «27» να συμφωνήσουν στους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς για την περίοδο 2021-2027. Η πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για ετήσιο προϋπολογισμό που θα αναλογεί στο 1,3% του ΑΕΠ προσκρούει στην αντίδραση πολλών κυβερνήσεων που θέλουν να τον περιορίσουν στο 1% του ΑΕΠ για να μην αυξηθεί η καθαρή συνεισφορά των χωρών τους σε αυτόν. Φοβούνται την κριτική με το σκεπτικό ότι «πετάνε τα λεφτά των φορολογουμένων». Αυτού του είδους η κριτική αποτέλεσε και την κινητήρια δύναμη που οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο στο Brexit.

Η έλλειψη ευρωπαϊκού ζήλου φαίνεται και από την απροθυμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να συντονίσουν την πολιτική τους για την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Η συνεργασία για θέματα δημόσιας υγείας δεν περιλαμβάνεται στις ιδρυτικές συνθήκες της Ένωσης και βέβαια δεν μπορεί να στηριχτεί σε έναν ευρωπαϊκό προϋπολογισμό της τάξης του 1% του ΑΕΠ των «27».

Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι δεν εκδηλώθηκε πολιτική δυναμική για τη θεσμοθέτηση συνεργασίας σε θέματα δημόσιας υγείας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει ευρωπαϊκή ευκαιρία για μια τέτοια εξέλιξη, προς το παρόν όμως δεν αναπτύσσονται σχετικές πρωτοβουλίες.

Οι θεσμοί και οι κυβερνήσεις

Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν τα σημαντικά λάθη που έγιναν στη διαχείριση της κρίσης του 2008-2009 θα οδηγήσουν σε μια διαφορετική προσέγγιση. Υπάρχουν κάποια ενθαρρυντικά στοιχεία στη στάση των θεσμών και των κυβερνήσεων. Ταυτόχρονα, όμως, παρατηρούνται σημαντικά λάθη και παραλείψεις που προκαλούν δικαιολογημένο προβληματισμό.

Η επικεφαλής της ΕΚΤ, Λαγκάρντ, έκανε ένα πολύ άσχημο ξεκίνημα στη διαχείριση της κρίσης, αλλά, ευτυχώς, χάραξε γρήγορα διορθωτική πορεία. Στην αρχή θεώρησε ότι ο προκάτοχός της, Ντράγκι, είχε εξαντλήσει τα περιθώρια στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσω της νομισματικής πολιτικής, γι’ αυτό ανακοίνωσε μέτρα πολύ υποδεέστερα των αντίστοιχων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Ξεκαθάρισε μάλιστα ότι η λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση έχει εξαντλήσει τα περιθώριά της και πως έφτασε η ώρα των κυβερνήσεων να στηρίξουν την οικονομία με δημοσιονομικά μέτρα.

Σαν να μην έφτανε αυτό, η Λαγκάρντ έκανε ένα ατυχές σχόλιο ότι δεν είναι στην αρμοδιότητα της ΕΚΤ ο περιορισμός των spreads, με αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά στις αγορές τα επιτόκια των ομολόγων του Δημοσίου της Ιταλίας και της Ελλάδας.

Ύστερα και από παρέμβαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, η Λαγκάρντ άλλαξε πολιτική και υιοθέτησε ένα εξαιρετικά επιθετικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για το 2020, ύψους 750 δισ. ευρώ. Το εντυπωσιακό είναι ότι περιέλαβε σε αυτό, για πρώτη φορά, ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου 12 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι αυτά δεν έχουν αποκτήσει ακόμη επενδυτική βαθμίδα με βάση τα κριτήρια των διεθνών οίκων αξιολόγησης.

Πρόκειται για μια μεγάλης σημασίας στροφή στην πολιτική ΕΚΤ-Λαγκάρντ, που αναδεικνύει και τη σημαντική επιρροή Μητσοτάκη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Σε ό,τι αφορά το Eurogroup, αποφασίστηκε σε πρώτη φάση η χαλάρωση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες και να υπάρξουν φοροαπαλλαγές στο επίπεδο του 1% του ΑΕΠ, προκειμένου να ενισχυθούν οι οικονομίες που δοκιμάζονται από την κρίση του κορονοϊού. Έχει επίσης ανοίξει ο δρόμος για την από μηδενική βάση επεξεργασία της μελλοντικής οικονομικής και δημοσιονομικής στρατηγικής των Ευρωπαίων εταίρων.

Για πρώτη φορά η Γερμανία κάνει κατ’ αρχήν δεκτές ιδέες που απέρριπτε στο παρελθόν, όπως είναι η έκδοση ευρωομολόγου για την κοινή χρηματοδότηση αντιμετώπισης της κρίσης. Θα πρέπει όμως να περιμένουμε για να δούμε αν πρόκειται για απλές συζητήσεις ή για το ξεκίνημα μιας διαφορετικής προσέγγισης. Οι αντιρρήσεις που προβάλλει ο Φιλελεύθερος πρωθυπουργός της Ολλανδίας, Ρούτε, δείχνουν ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί που δεν θέλουν να μοιραστούν οικονομικά βάρη και ρίσκο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η βασική διαφορά

Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ της σημερινής οικονομικής κρίσης και της κρίσης του 2008-2009 είναι ότι ο κορονοϊός πλήττει ταυτόχρονα τη ζήτηση και την προσφορά.

Το κλίμα αβεβαιότητας αλλά και οι περιορισμοί στη συμπεριφορά των πολιτών προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κορονοϊός περιορίζουν ή και εξαφανίζουν τη ζήτηση από ολόκληρους κλάδους της οικονομίας, όπως είναι ο τουρισμός, οι αεροπορικές συγκοινωνίες και πολλές υπηρεσίες.

Ταυτόχρονα, όμως, ο κορονοϊός προκαλεί τεράστια προβλήματα στην παραγωγή, πλήττοντας την προσφορά. Χαρακτηριστικό τα παράδειγμα γερμανικών και άλλων ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών οι οποίες διέκοψαν προσωρινά την παραγωγή επειδή είχαν επηρεαστεί αρνητικά οι εφοδιαστικές αλυσίδες λόγω προβλημάτων στην παραγωγή στην Κίνα και σε άλλες χώρες. Επίσης, επειδή δεν ήταν σε θέση να εγγυηθούν την προστασία των εργαζομένων τους από τον κορονοϊό.

Με τη ζήτηση και την προσφορά να καταρρέουν ταυτόχρονα, δημιουργούνται ιδιαίτερα δυσάρεστες οικονομικές καταστάσεις. Ήδη διατυπώνονται προγνώσεις για πτώση του ΑΕΠ της Γερμανίας της τάξης του 25% μέσα σε ένα τρίμηνο σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2019 και πτώση του ΑΕΠ πάνω από 5% για το σύνολο της Ευρωζώνης το 2020.

Οι προγνώσεις δεν είναι βέβαια ασφαλείς, γιατί πολλά θα εξαρτηθούν από τη χρονική διάρκεια της κρίσης. Σε γενικές γραμμές, πάντως, δεν υπάρχουν αναλυτές που να προβλέπουν ότι η απειλή για την υγεία μας θα διαρκέσει λιγότερο από τρεις μήνες και οι περισσότεροι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το 2020 θα είναι δύσκολο έως εφιαλτικό για την ευρωπαϊκή οικονομία.

Η έμφαση δίνεται στο να μην υπάρξει μεγάλη, διαρθρωτική βλάβη στην οικονομία, ώστε, όταν με το καλό αφήσουμε πίσω μας τον κορονοϊό, να μπορέσουμε να καλύψουμε γρήγορα το χαμένο έδαφος.

Η Ελλάδα αδύναμος κρίκος

Η νέα οικονομική κρίση ήρθε την πιο ακατάλληλη περίοδο για την Ελλάδα. Εξαιτίας της προηγούμενης κρίσης και της χρεοκοπίας του Δημοσίου χάσαμε περίπου 25% του ΑΕΠ, ενώ οι περισσότεροι πολίτες έχουν πίσω τους μία δεκαετία μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών.

Την κατάσταση περιέπλεξε το αποτυχημένο πείραμα Τσίπρα-Βαρουφάκη το πρώτο εξάμηνο του 2015. Καθυστέρησε την έξοδό μας από το μνημόνιο, οδήγησε στην απώλεια της τριετίας 2015-2017, που ήταν εξαιρετικά καλή για την Ευρωζώνη, και προκάλεσε τεράστια προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα της χώρας.

Παρά τη βελτίωση της κατάστασης μετά το 2018, η Ελλάδα παραμένει στην αντίληψη των αγορών ο πιο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης. Αυτό οδήγησε στην εκτόξευση του επιτοκίου των δεκαετών ομολόγων του Δημοσίου από λιγότερο από 1%, που ήταν στα μέσα Φεβρουαρίου, σε πάνω από 4% την περασμένη Τετάρτη. Οι αγορές έστειλαν το μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να ανήκει στη δική της, κατώτερη κατηγορία της Ευρωζώνης.

Η επιτυχημένη παρέμβαση Μητσοτάκη-Στουρνάρα οδήγησε στην αλλαγή της τακτικής της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα να συμπεριληφθούν τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου στο ενισχυμένο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και να επιτευχθεί εντυπωσιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων.

Στη νέα κρίση οι αναλυτές θα εστιάσουν την προσοχή τους στις εξελίξεις στην Ιταλία και στην Ελλάδα για να εκτιμήσουν την αντοχή των δύο πιο αδύναμων κρίκων της Ευρωζώνης και να αξιολογήσουν τη συνοχή της Ευρωζώνης.

Οι πορείες της ιταλικής και της ελληνικής οικονομίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν μια εθνική υπόθεση, γιατί έχουν ενισχυμένη ευρωπαϊκή διάσταση. Αν δεν πάνε καλά, οι συνέπειες θα είναι πολύ σοβαρές για την Ευρωζώνη. Ιδιαίτερα η οικονομία της Ιταλίας, η τρίτη μεγαλύτερη της Ευρωζώνης, είναι στρατηγικής σημασίας για το μέλλον της Ε.Ε. μετά το Brexit.

Ενδεχόμενη ιταλική αποτυχία θα έδινε νέες πολιτικές δυνατότητες στον Σαλβίνι και στη Λέγκα, ενώ μια μελλοντική ρήξη της Ρώμης με τις Βρυξέλλες θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποσύνθεση της Ε.Ε.

Το ζήτημα είναι να αντιληφθούν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων την ευρωπαϊκή σημασία της πορείας της ελληνικής και κυρίως της ιταλικής οικονομίας.

Υπέρογκο χρέος

Το μεγάλο βαρίδι για την ελληνική οικονομία, σε περίοδο κρίσης, είναι το εξαιρετικά υψηλό δημόσιο χρέος και η σημαντική αύξηση του ιδιωτικού χρέους εξαιτίας της προηγούμενης κρίσης.

Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο, αναλογικά, δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη, ακολουθούμενη από την Ιταλία.

Οι τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου έχουν, σε γενικές γραμμές, ρυθμιστεί για τα επόμενα χρόνια με τους προνομιακούς όρους του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Επομένως, δεν κινδυνεύουμε από δυσάρεστες εκπλήξεις σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του χρέους.

Έχει όμως τεράστια σημασία η εμπιστοσύνη των αγορών στην προοπτική της ελληνικής οικονομίας για την επαρκή χρηματοδότησή της με ικανοποιητικούς όρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόσφατη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου προκάλεσε μεγάλη αύξηση των αποδόσεων και πτώση της αξίας των ομολόγων που έχουν εκδώσει ελληνικές τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις.

Προβληματικές τράπεζες

Οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν συνέλθει από την κρίση του 2015 και έχουν μείνει πολύ πίσω στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα πριν από την εκδήλωση της νέας κρίσης και τώρα μπαίνουν σε περίοδο δοκιμασίας.

Από τη μια το προβληματικό χαρτοφυλάκιό τους θα δει την ποιότητα να πέφτει κι άλλο. Από την άλλη δεν υπάρχει η δυνατότητα να πάρουν αυστηρά μέτρα κατά των δανειοληπτών που δεν είναι συνεπείς και αυτών που θα βρεθούν σε δύσκολη θέση. Δεν είναι δύσκολο να προβλέψουμε ότι σε διάστημα μηνών θα έχουν δημιουργηθεί νέα σημαντικά κόκκινα δάνεια, θα έχουν κοκκινίσει δάνεια που έχουν ρυθμιστεί και θα έχει αναπτυχθεί η δημόσια συζήτηση για την επάρκεια κεφαλαίων των τραπεζών και την προοπτική τους.

Οι μεγάλες υποχρεώσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων προς τις τράπεζες, την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία αναμένεται να οδηγήσουν σε σημαντικές επιπλοκές. Θα υπάρξει σοβαρή έλλειψη πόρων για το ασφαλιστικό σύστημα και το δημόσιο ταμείο, καθώς θα συνδυαστεί η υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων με τη μεγάλη πτώση εσόδων του Δημοσίου εξαιτίας της δραστικής μείωσης της κατανάλωσης και των φαινομένων ύφεσης της οικονομίας.

Το μέγεθος της δημοσιονομικής τρύπας δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια, γιατί πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο μεγάλη θα είναι η υποχώρηση του ΑΕΠ και πόσο θα διαρκέσει η απειλή του κορονοϊού.

Η Ελλάδα έχει τα περισσότερα ειδικά προβλήματα και τις μικρότερες δυνατότητες για την αντιμετώπιση της κρίσης σε σχέση με τις άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης.

Δυναμική παρέμβαση

Παρά τις δυσκολίες, η παρέμβαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην οικονομία γίνεται ολοένα πιο δυναμική με το πέρασμα του χρόνου.

Σε διάστημα ημερών τα πρώτα μέτρα, ύψους 3,8 δισ. ευρώ, έδωσαν τη θέση τους σε παρεμβάσεις ύψους 10 δισ. ευρώ, που περιέγραψε ο πρωθυπουργός στο τηλεοπτικό διάγγελμα της περασμένης Πέμπτης.

Η δυναμικότερη κυβερνητική παρέμβαση στηρίζεται σε δύο διαπραγματευτικές επιτυχίες: στην απαλλαγή της Ελλάδας από την υποχρέωση να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ το 2020 και στη συμμετοχή μας, για πρώτη φορά, στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις για καλύτερη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που πλήττονται. Τα μέτρα που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις είναι, σε γενικές γραμμές, τα ίδια και διαφέρουν ως προς το ύψος των κονδυλίων.

Χρηματοδοτούνται οι επιχειρήσεις σε αυτή τη δύσκολη μεταβατική φάση, παρέχονται κρατικές εγγυήσεις για επιχειρηματικά δάνεια, αναβάλλονται υποχρεώσεις σε ό,τι αφορά τα χρεολύσια, ενδεχομένως και τους τόκους. Παρέχονται διευκολύνσεις σε σχέση με τα ασφαλιστικά ταμεία και την εφορία. Προσφέρονται εισοδηματικές ενισχύσεις σε εργαζόμενους επιχειρήσεων που παύουν προσωρινά να λειτουργούν ή αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα. Καλύπτονται, στο μέτρο του δυνατού, οι ανάγκες ελεύθερων επαγγελματιών που βρίσκονται σε δύσκολη θέση, ενισχύεται η προστασία των ανέργων.

Είναι βέβαιο ότι οι παρεμβάσεις θα αλλάζουν ανάλογα με τα προβλήματα που θα εμφανίζονται στην πορεία.

Μία από τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας είναι ότι έχουν οδηγηθεί στο επαγγελματικό και οικονομικό περιθώριο πάρα πολλοί εξαιτίας της έντασης και της διάρκειας της προηγούμενης κρίσης. Προς το παρόν, η κυβέρνηση στηρίζει αυτούς που κινούν την οικονομία, για να διατηρήσει τη δυνατότητα γρήγορης ανάκαμψης μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες. Θα πρέπει όμως να ασχοληθεί και με αυτούς που οδηγήθηκαν στο περιθώριο εξαιτίας των συνεπειών της προηγούμενης κρίσης και χάνουν τώρα οποιαδήποτε δυνατότητα να τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους ή να οργανώσουν την επαγγελματική τους επιστροφή.

Ο ρόλος της ηγεσίας

Όλοι οι κλάδοι της οικονομίας που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σήμερα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του τουρισμού, ο οποίος πέρασε σε χρόνο-ρεκόρ από τις εντυπωσιακές επιδόσεις στη μεγάλη κρίση, και της εμπορικής ναυτιλίας, η οποία, ως παγκόσμιος πρωταθλητής που είναι, δέχεται μεγάλες πιέσεις εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής αναταραχής.

Έχει τεράστια σημασία πώς ακριβώς θα κινηθούμε στις συνθήκες που διαμορφώνονται. Οι κινήσεις του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη και των συνεργατών του είναι όλες στη σωστή κατεύθυνση και ενισχύουν την εμπιστοσύνη σε ό,τι αφορά την αντοχή και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.

Η κυβέρνηση κατάφερε να δημιουργήσει κλίμα οικονομικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης, με τους σχετικούς δείκτες να φτάνουν σε επίπεδα-ρεκόρ της τελευταίας 15ετίας. Η κρίση που ξέσπασε εξαιτίας του κορονοϊού οδηγεί σε χαμένες ευκαιρίες και αναβάλλει ή ακυρώνει σημαντικά επιχειρηματικά και επενδυτικά σχέδια.

Η οικονομία περνάει προσωρινά σε μια διαφορετική προσέγγιση, που στηρίζεται περισσότερο στην κρατική παρέμβαση και στη δημιουργία μιας οικονομικής «άμυνας» που θα μας προστατέψει από τα χειρότερα.

Σε αυτή τη φάση παίζει σημαντικότερο ρόλο η ποιότητα της πολιτικής ηγεσίας, εφόσον αλλάζουν οι όροι λειτουργίας της οικονομίας και προσαρμόζονται στον «πόλεμο» που κηρύσσουν οι κυβερνήσεις κατά του κορονοϊού.

Τα δείγματα γραφής του κ. Μητσοτάκη και βασικών συνεργατών του είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικά, εφόσον δείχνουν ικανοί να αντιμετωπίζουν διαφορετικές προκλήσεις.

Για να περιορίσουμε όμως τις οικονομικές απώλειες και τα κοινωνικά προβλήματα και να διατηρήσουμε τις προϋποθέσεις για μια γρήγορη ανάκαμψη μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, πρέπει να αποτραπούν σε διεθνές επίπεδο περιττές τριβές και οικονομικές συγκρούσεις και να γίνει πιο αποτελεσματική η οικονομική στρατηγική σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Μπρούνο Λεμέρ, συνόψισε την πρόκληση που αντιμετωπίζουμε με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο: «Ή θα αντιδράσει η ζώνη του ευρώ ενωμένη στην οικονομική κρίση και θα βγει πιο δυνατή ή θα αντιδράσει χωρίς συντονισμό και θα κινδυνεύσει με εξαφάνιση. Η ευθύνη μας ξεπερνάει τα οικονομικά και τα χρηματοπιστωτικά ζητήματα. Πρόκειται για το πολιτικό μέλλον της ηπείρου μας».