Γιατί θα τα καταφέρουμε - Free Sunday
Γιατί θα τα καταφέρουμε
Δώδεκα λόγοι βάσιμης αισιοδοξίας σε συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης.

Γιατί θα τα καταφέρουμε

Η κρίση που προκαλεί ο κορονοϊός στην ελληνική και διεθνή οικονομία είναι πρωτοφανής. Χτυπάει ταυτόχρονα τη ζήτηση και την προσφορά, ενώ η διάρκεια της κρίσης προσδιορίζεται από τη διάρκεια της πανδημίας και όχι από οποιονδήποτε οικονομικό χειρισμό. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η παραδοσιακή τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω αύξησης των δημοσίων δαπανών δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, γιατί δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως η προσφορά σε συνθήκες πανδημίας.

Σε αυτές τις συνθήκες, οι αρνητικές προγνώσεις για την ελληνική και τη διεθνή οικονομία διαδέχονται η μία την άλλη. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της έκθεσης του ΔΝΤ (World Economic Outlook), στην οποία προβλέπεται ύφεση για την παγκόσμια οικονομία της τάξης του 3%, ύφεση στην Ευρωζώνη 7,5% και ύφεση στην Ελλάδα της τάξης του 10%.

Η αλλαγή σκηνικού είναι δραματική, αν σκεφτούμε ότι ξεκινήσαμε το 2020 με πρόγνωση για αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 1% στην Ευρωζώνη και του 2,5% στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι θα δοκιμαστούμε σκληρά. Ακριβώς επειδή η δοκιμασία είναι πρωτόγνωρη για τη μεταπολεμική περίοδο, δεν έχουμε την πολυτέλεια της απαισιοδοξίας και της παραίτησης. Πρέπει να αναδείξουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, στα οποία θα στηριχτούμε για να τα βγάλουμε πέρα.

Η σημασία της ψυχολογίας

Το πρώτο πλεονέκτημα που έχουμε είναι η καλή ψυχολογία εξαιτίας της συγκριτικά καλής επίδοσης στην αντιμετώπιση του κορονοϊού. Ο αριθμός των κρουσμάτων και κυρίως των θανάτων είναι περιορισμένος, ενώ έχουμε αποφύγει την ουσιαστική κατάρρευση του συστήματος υγείας εξαιτίας πολύ μεγάλου αριθμού ασθενών τους οποίους δεν μπορούν να διαχειριστούν οι μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ).

Θα μπορούσαμε να ήμασταν σαν το Βέλγιο, μια αναπτυγμένη χώρα της Ευρωζώνης με συγκρίσιμο με εμάς πληθυσμό και πάνω από 4.500 θανάτους από τον κορονοϊό. Θα μπορούσαμε επίσης να είχαμε σκηνές Αποκάλυψης στα νοσοκομεία, στις ΜΕΘ, στα γηροκομεία, ανάλογες με αυτές που παρατηρούνται στην Ιταλία και στην Ισπανία, χώρες με την τρίτη και τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και συστήματα υγείας πολύ πιο αναπτυγμένα από το δικό μας.

Εξαιτίας των γρήγορων και αποτελεσματικών κινήσεων Μητσοτάκη, προστατέψαμε, στο μέτρο του δυνατού, την υγεία των πολιτών και αυτό δημιουργεί θετική ψυχολογία, που είναι εξαιρετικά χρήσιμη για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Ο Μητσοτάκης ιεράρχησε σωστά τις προτεραιότητες και η κοινή γνώμη ανταποκρίνεται. Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Marc για λογαριασμό του τηλεοπτικού Alpha, 68,3% των πολιτών θεωρούν ότι η βασική απειλή από τον κορονοϊό είναι για την υγεία τη δική τους και της οικογένειάς τους και μόνο 12,7% των ερωτηθέντων δίνουν προτεραιότητα, σε αυτή τη φάση, στις οικονομικές επιπτώσεις από την κρίση του κορονοϊού.

Η επιλογή Μητσοτάκη είναι εύστοχη για δύο λόγους. Πρώτον, η προστασία της δημόσιας υγείας και της κοινωνίας αποτελεί βασική προτεραιότητα. Δεύτερον, χωρίς αυτή την προστασία δεν μπορούμε να πάμε στη δεύτερη φάση, που είναι η αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της κρίσης. Όσοι το επιχείρησαν, όπως, για παράδειγμα, ο Μπόρις Τζόνσον στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο Τραμπ στις ΗΠΑ, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Έβλαψαν σοβαρά τη δημόσια υγεία και καθυστέρησαν την αναγκαία επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα.

Εκπαιδευμένοι στα δύσκολα

Ένα δεύτερο πλεονέκτημα που διαθέτουμε είναι ότι είμαστε εκπαιδευμένοι στα δύσκολα εξαιτίας της δεκαετούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008-2009.

Πολλοί θεωρούν ότι είμαστε πρόχειροι και απείθαρχοι, μετατρέποντας το υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα και το υπέρογκο χρέος σε εθνικά χαρακτηριστικά. Αρκετοί από τους επικριτές μας δυσκολεύονται πολύ περισσότερο από εμάς στην οργάνωση της άμυνας της κοινωνίας έναντι της πανδημίας και θα δούμε πώς θα τα πάνε τώρα, που η κρίση δεν αφορά κυρίως τους αδύναμους κρίκους της Ευρωζώνης, όπως το 2008-2009, αλλά όλους χωρίς εξαίρεση.

Όσο πιο σύνθετο και καλολαδωμένο είναι ένα οικονομικό και κοινωνικό σύστημα και όσο περισσότερο οι πολίτες θεωρούν αυτονόητη την αποτελεσματική λειτουργία του, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι δυσκολίες προσαρμογής στις νέες συνθήκες.

Θεωρώ ότι όπως γίναμε το καλό παράδειγμα της Ευρωζώνης στην αντιμετώπιση του κορονοϊού με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες, έτσι μπορούμε να κάνουμε τη θετική έκπληξη και στην οικονομία. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποφύγουμε τις μεγάλες δυσκολίες, αλλά η αντίδρασή μας μπορεί να είναι πιο ουσιαστική απ’ ό,τι εκτιμούν οι αναλυτές και να φέρει καλύτερα αποτελέσματα.

Γρήγορα στην επόμενη μέρα

Το τρίτο πλεονέκτημα έχει να κάνει με την ταχύτητα με την οποία μπορούμε να πάμε στην επόμενη μέρα, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές συνέπειες της κρίσης του κορονοϊού.

Είναι φανερό ότι δεν πρέπει να βιαστούμε και πως η επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα πρέπει να είναι προσεκτική και καλά σχεδιασμένη, για να μην έχουμε οπισθοδρόμηση σε περιοριστικά μέτρα που θα δημιουργήσουν δυσλειτουργίες και θα πλήξουν την αξιοπιστία μας.

Με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις των επιστημόνων, δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης επιστροφή στις προηγούμενες συνήθειες χωρίς θεραπευτική αγωγή και εμβόλιο κατά του κορονοϊού. Μιλάνε για δεύτερο και τρίτο κύμα και ορισμένοι προβλέπουν και τέταρτο κύμα, το οποίο θα προέλθει από την εξέλιξη της πανδημίας στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες.

Ο κορονοϊός φαίνεται ότι ήρθε για να μείνει, αλλά στην Ελλάδα έχουμε ήδη αποκτήσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Έχουμε καλύτερα αποτελέσματα στην αντιμετώπισή του απ’ όλες τις χώρες της Ευρωζώνης και έχουμε ενισχύσει το σύστημα υγείας με έναν τρόπο που εγγυάται ότι οι συνέπειες του δεύτερου και του τρίτου γύρου θα είναι σχετικά περιορισμένες και διαχειρίσιμες.

Αυτό σημαίνει ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας μας μπορεί να γίνει πιο γρήγορα και σε καλύτερες συνθήκες από άλλες χώρες που είναι οικονομικά πιο αναπτυγμένες, αλλά δεν περάσανε τη δοκιμασία του κορονοϊού με τη δική μας υψηλή βαθμολογία.

Επένδυση στον Μητσοτάκη

Τα αποτέλεσμα της δημοσκόπησης της Marc είναι πραγματικά εντυπωσιακά σε ό,τι αφορά την αποδοχή της πολιτικής του πρωθυπουργού, κ. Μητσοτάκη, και την ισχυρή δημόσια εικόνα του.

Το 80,4% των ερωτηθέντων κρίνει τα μέτρα που πήρε αναγκαία, 10,5% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι είναι ανεπαρκή και ζητούν τη λήψη πρόσθετων μέτρων, ενώ 8,7% τα θεωρούν υπερβολικά.

Εντυπωσιακή είναι και η αποδοχή των οικονομικών μέτρων σε μια περίοδο κατά την οποία πολλοί συμπολίτες μας βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση: 75,9% των πολιτών θεωρούν, σύμφωνα με την έρευνα της Marc, θετικά τα οικονομικά μέτρα, ενώ 20% έχουν αρνητική άποψη γι’ αυτά.

Σε προσωπικό επίπεδο ο Μητσοτάκης κυριαρχεί απόλυτα στον δημόσιο βίο: 63,1% των ερωτηθέντων τον θεωρούν καταλληλότερο για πρωθυπουργό, ενώ το ανάλογο ποσοστό για τον Τσίπρα είναι μόλις 19,1%. Πρώτη φορά καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις τόσο ισχυρά πρωθυπουργικά χαρακτηριστικά και πρώτη φορά είναι τόσο μεγάλη η διαφορά που χωρίζει τον πρωθυπουργό από τον βασικό πολιτικό αντίπαλό του.

Η συσπείρωση γύρω από τον Μητσοτάκη έχει τεράστια σημασία για τα επόμενα βήματα που θα κάνουμε. Ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της ενστικτώδους αντίδρασης των πολιτών την ώρα της μεγάλης κρίσης που τους οδηγεί στη συσπείρωση γύρω από την εξουσία και αποκτά άλλη ποιοτική διάσταση. Τον Μητσοτάκη πλέον τον παραδέχτηκε και ένα μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, με το σκεπτικό ότι δοκιμάστηκε σε ακραίες καταστάσεις, από τον Έβρο μέχρι τον κορονοϊό, και έφερε πολύ καλά αποτελέσματα.

Η κυριαρχία Μητσοτάκη διευκολύνει την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, γιατί ανοίγει τον δρόμο σε γρήγορες αποφάσεις από έναν πολιτικό ηγέτη που είναι άρτια εκπαιδευμένος στα οικονομικά θέματα και έχει μια πρακτική προσέγγιση σε αυτά.

Ανακαλύπτουμε νέες δυνάμεις

Αυτοί που εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα πληγεί περισσότερο απ’ όλους τους άλλους εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης κάνουν μία αναγκαστικά περιορισμένη ανάλυση, που αφήνει έξω σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους.

Το ιδιαίτερα θετικό με τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ότι ανακαλύπτει νέες δυνάμεις και απελευθερώνει δυναμικό σε τομείς τους οποίους θεωρούσαμε εντελώς στατικούς και σε φάση παρατεταμένης παρακμής.

Ποιος, για παράδειγμα, μπορούσε να προβλέψει ότι η ΕΛ.ΑΣ. θα μετατρεπόταν από ένα σώμα που ήταν στο έλεος του κομματικού κράτους σε ένα σώμα με εξαιρετικές επιδόσεις σε εντελώς διαφορετικούς τομείς, από την προστασία των συνόρων στον Έβρο μέχρι την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, τον περιορισμό της δράσης των «αντιεξουσιαστών» και τη σωστή επιβολή των περιοριστικών μέτρων.

Και ποιος θα μπορούσε να προβλέψει πριν από έναν χρόνο ότι το ΕΣΥ του κομματικού κράτους, των διορισμών και της προκλητικής συμπεριφοράς Πολάκη θα μετατρεπόταν σε παράδειγμα προς μίμηση για τα συστήματα υγείας των κρατών της Ευρωζώνης σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Η αντιμετώπιση των ασθενών είναι αξιοπρεπής, η θεραπεία είναι αρκετά αποτελεσματική με βάση τις δυνατότητες της επιστήμης και η κοινωνική ισότητα απόλυτη, πλούσιοι και φτωχοί, ισχυροί και αδύναμοι που βρίσκονται σε κίνδυνο καταλήγουν με τους ίδιους όρους στα νοσοκομεία αναφοράς.

Ξεδιπλώνονται συνεχώς νέες δυνατότητες ενός κράτους που όλοι θεωρούσαμε βαρίδι για την κοινωνία και την οικονομία. Στην επόμενη φάση είναι πολύ πιθανό να εντυπωσιαστούμε με τη στροφή προς την ψηφιακή διαχείριση και την ψηφιακή οικονομία, με το κράτος να παίζει ρόλο καταλύτη σε αυτή την εξαιρετικά σημαντική υπόθεση.

Ο λαϊκισμός σε υποχώρηση

Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα της Ελλάδας μπροστά στη νέα οικονομική κρίση είναι ότι ο αριστερόστροφος και ο δεξιόστροφος λαϊκισμός έχουν ήδη ηττηθεί πολιτικά.

Στην προηγούμενη οικονομική κρίση ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης είχαν μεγάλο και ολοένα αυξανόμενο ακροατήριο, ενώ μέχρι και ο Καμμένος μπορούσε να πουλάει με ευκολία τα οικονομικά παραμύθια του.

Ο λαϊκισμός μάς κόστισε ακριβά. Οδήγησε σε ένα αχρείαστο μνημόνιο, προκάλεσε νέα κρίση στο τραπεζικό σύστημα και οδήγησε στο χάσιμο της τριετίας 2015-2017, που ήταν «χρυσή» από άποψη επιδόσεων για την Ευρωζώνη. Πληρώσαμε τον λογαριασμό, ταυτόχρονα όμως απαλλαγήκαμε από τις ψευδαισθήσεις. Οι διάφοροι «ψεκασμένοι» της Δεξιάς και της άκρας Δεξιάς δεν παίζουν πλέον σημαντικό ρόλο, ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ, που κρατάει δυνάμεις, δυσκολεύεται πάρα πολύ να πείσει για την ορθότητα της οικονομικής επιχειρηματολογίας του.

Η εμπειρία με την κυβέρνηση Τσίπρα, η ανεπάρκεια του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ και η εμπιστοσύνη προς τον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση ΝΔ στέκονται εμπόδιο στην ενίσχυση των λαϊκιστών της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αντίθετα, σε άλλες χώρες οι λαϊκιστές περιμένουν τη μεγάλη ευκαιρία που θα τους δώσει η νέα κρίση, όπως ο Σαλβίνι στην Ιταλία, ή συμμετέχουν στο κυβερνητικό σχήμα, όπως οι Podemos στην Ισπανία.

Από πολιτική άποψη, η Ελλάδα μπορεί να αντιδράσει πιο γρήγορα και αποτελεσματικά στη νέα κρίση από χώρες με πολύ μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες, όπως είναι η Ιταλία και η Ισπανία.

Νέου τύπου υπερχρέωση

Το ΔΝΤ και διάφοροι ξένοι ειδικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα που έχω διατυπώσει, εδώ και εβδομάδες, στα τηλεοπτικά παράθυρα.

Θα φτάσουμε στα τέλη του 2020 με ένα δημόσιο χρέος που θα ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται σε έναν συνδυασμό αρνητικών παραγόντων, την πτώση του ΑΕΠ, τη μείωση των δημοσίων εσόδων και την αύξηση των δημοσίων δαπανών για να στηριχτούν οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους, σε μια δύσκολη και απροσδιόριστης διάρκειας μεταβατική περίοδο.

Ένα χρέος 200% του ΑΕΠ τρομάζει με το μέγεθός του, αλλά θεωρώ ότι είναι απόλυτα διαχειρίσιμο στις νέες συνθήκες.

Πρώτον, η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που θα εμφανίσει σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα αντί για το προγραμματισμένο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα. Οι πρώτες εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών κάνουν λόγο για έλλειμμα 8% του ΑΕΠ στη δημοσιονομικά ορθόδοξη Γερμανία και έλλειμμα της τάξης του 12% του ΑΕΠ σε Γαλλία και Ισπανία.

Αυτό σημαίνει ότι δεν ξεχωρίζουμε με τη δημοσιονομική χαλαρότητα, όπως το 2008-2009, αλλά είμαστε μέρος του γενικότερου προβλήματος που προκαλεί ο κορονοϊός.

Δεύτερον, αυτή τη φορά δεν επειγόμαστε να διαπραγματευτούμε τη ρύθμιση του χρέους, γιατί έχει γίνει ήδη για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Δεν κινδυνεύουμε με την επανάληψη της κρίσης αξιοπιστίας που είχαμε σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου στο ξεκίνημα της προηγούμενης οικονομικής κρίσης.

Το γεγονός ότι μπορέσαμε να εκδώσουμε, στις σημερινές, ιδιαίτερα δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, επταετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου με επιτόκιο της τάξης του 2% δείχνει ότι παραμένουμε εντός των αγορών και πως είμαστε αρκετά αξιόπιστοι με ρυθμισμένο χρέος.

Τρίτον και σημαντικότερο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξουν σε επίπεδο Ευρωζώνης μεγάλες διευκολύνσεις για τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα. Και αυτό γιατί η Ευρωζώνη δεν μπορεί να αντέξει μια νέα κρίση εμπιστοσύνης που μπορεί να προκληθεί εξαιτίας του υπέρογκου δημόσιου χρέους της Ιταλίας και της Ισπανίας. Το δικό μας χρέος είναι αναλογικά μεγαλύτερο, αλλά οι απόλυτοι αριθμοί του δικού τους χρέους μπορεί να αποδειχθούν καταδικαστικοί για την αποτελεσματικότητα και την ίδια τη συνοχή της Ευρωζώνης.

Επομένως, είναι λογικό να περιμένουμε πρωτοβουλίες σημαντικής ελάφρυνσης του χρέους με πολιτικά εφικτούς τρόπους.

Μικρότερη πίτα, μεγαλύτερο μερίδιο

Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης οικονομικής κρίσης ο τουρισμός κράτησε στην κυριολεξία την ελληνική οικονομία. Μέσα από αλλεπάλληλα ρεκόρ στα έσοδα, λειτούργησε εξισορροπητικά και αποφύγαμε τα χειρότερα σε ό,τι αφορά την ύφεση και την ανεργία.

Τώρα ο τουρισμός μετατρέπεται από μεγάλο ατού σε μεγάλη αδυναμία της οικονομίας. Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν μεγαλύτερη πτώση του ελληνικού ΑΕΠ και μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησής μας από τον τουρισμό.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πλήγμα που θα δεχτούμε θα είναι σκληρό, υπάρχουν όμως οι δυνατότητες για να μετριάσουμε τις επιπτώσεις.

Η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει ένα μέρος από τις τουριστικές εισπράξεις του γ΄ τριμήνου (Ιούλιος-Σεπτέμβριος), στο οποίο αναλογεί σχεδόν το 60% των ετήσιων τουριστικών εσόδων. Πρόκειται για εξαιρετικά δύσκολη αποστολή, αλλά οι καλές επιδόσεις μας στην αντιμετώπιση του κορονοϊού και η καλή διεθνής εικόνα του Μητσοτάκη και της κυβέρνησης επιτρέπουν μια σχετική αισιοδοξία.

Η γραμμή του Μητσοτάκη είναι να αξιοποιήσουμε σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες το συγκριτικό πλεονέκτημα που έχουμε αποκτήσει, ώστε το 2020 και το 2021 να έχουμε μεγαλύτερο μερίδιο από τη μικρότερη διεθνή τουριστική πίτα.

Δυνατότητες χρηματοδότησης

Μια άλλη βασική διαφορά από την προηγούμενη κρίση είναι ότι έχουμε στη διάθεσή μας πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής.

Οι αποφάσεις που πήρε το τελευταίο Eurogroup δημιούργησαν πρόσθετη χρηματοδότηση 540 δισ. ευρώ που μπορεί να κατευθυνθεί στη διατήρηση θέσεων εργασίας, στην ενίσχυση των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, στη χρηματοδότηση της αντιμετώπισης των άμεσων ή έμμεσων συνεπειών της κρίσης του κορονοϊού.

Πρόκειται για νέα, σημαντικά χρηματοδοτικά εργαλεία που προστίθενται σε προηγούμενες αποφάσεις για πιο γρήγορη χρηματοδότηση, με λιγότερους όρους και μεγαλύτερη ευελιξία από τα ευρωπαϊκά ταμεία και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Το βαρύ πυροβολικό, όμως, είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που έχει ήδη αποφασίσει ενίσχυση της ρευστότητας κατά 750 δισ. ευρώ και πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι αρκετά εύκολα θα πάει στα 1,5 τρισ. ευρώ.

Αυτή τη φορά η Ελλάδα δεν είναι αποκλεισμένη από την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης. Εντάχθηκε σε αυτήν ύστερα από πρωτοβουλία του πρωθυπουργού, κ. Μητσοτάκη, και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Στουρνάρα. Η επικεφαλής της ΕΚΤ, Λαγκάρντ, ανταποκρίθηκε, ενέταξε τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και κατάργησε το «πλαφόν» στην αγορά ελληνικών ομολόγων, δημιουργώντας έτσι απεριόριστες δυνατότητες χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.

Τέτοιες ευκολίες δεν είχαμε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης οικονομικής κρίσης.

Μπορεί να απέχουμε ακόμη πολύ από το ευρωομόλογο, αλλά με τις αποφάσεις που παίρνει το Eurogroup, και κυρίως τις δυναμικές πρωτοβουλίες της Λαγκάρντ στην ΕΚΤ, δημιουργούνται αποτελεσματικά υποκατάστατα του ευρωομολόγου σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση της οικονομίας μας σε περίοδο κρίσης.

Ταμείο για την ανάκαμψη

Το δέκατο οικονομικό πλεονέκτημα που έχουμε για την αντιμετώπιση της νέας κρίσης είναι το υπό δημιουργία Ταμείο Ανάκαμψης. Είναι μια φιλόδοξη πρόταση της Γαλλίας, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες που δημιουργεί η άρνηση του ευρωπαϊκού «Βορρά» να δεχτεί την αμοιβαιοποίηση του χρέους μέσω της έκδοσης ευρωομολόγου.

Το πλαίσιο δημιουργίας του ταμείου Ανάκαμψης είναι ακόμη αντικείμενο διαπραγμάτευσης, κυρίως μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι θα εξασφαλίσει πρόσθετη σημαντική και γρήγορη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων για να βγούμε όσο το δυνατόν ταχύτερα από την ύφεση που προκαλεί η κρίση του κορονοϊού.

Η άτυπη οικονομία

Η άτυπη, παράλληλη οικονομία αντιμετωπίζεται από τους διεθνείς οργανισμούς και τους περισσότερους αναλυτές ως βασικό διαχρονικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.

Στέκεται εμπόδιο στον πλήρη εκσυγχρονισμό της και στην ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της με βάση τους κανόνες που ισχύουν στην Ευρωζώνη.

Από την άλλη πλευρά, σε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης η άτυπη οικονομία περιορίζει το κοινωνικό και οικονομικό σοκ, ακριβώς γιατί λειτουργεί στα όρια των κανόνων και με μεγάλη ευελιξία και προσαρμοστικότητα.

Οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σε αυτή τη φάση θα λειτουργήσει με τρόπο που θα περιορίσει τα φαινόμενα ύφεσης και την αύξηση της ανεργίας.

Δεν μπορούμε βέβαια να βασίσουμε το μέλλον μας στο μεγάλο μερίδιο της άτυπης οικονομίας στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά σε αυτή τη φάση συμβάλλει στον περιορισμό των διαστάσεων της κρίσης.

Επιθετική λογική

Τέλος, ένα άλλο ισχυρό πλεονέκτημα που έχουμε αποκτήσει για την αντιμετώπιση της νέας κρίσης είναι μια επιθετική λογική που διατρέχει την οικονομική στρατηγική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Δεν παίζουμε άμυνα, όπως στο παρελθόν, προσπαθώντας να υπερασπιστούμε κεκτημένα άλλων εποχών και να καθυστερήσουμε όσο το δυνατόν την αναγκαία προσαρμογή. Παίζουμε συνεχώς, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, επίθεση, αναζητώντας τρόπους με τους οποίους θα μετατρέψουμε τα φαινόμενα της κρίσης σε ευκαιρίες, επιδιώκοντας να αφήσουμε πίσω τους εταίρους και ανταγωνιστές σε ό,τι αφορά την αναγκαία προσαρμογή και επιχειρώντας με κάθε τρόπο να δημιουργήσουμε το κατάλληλο οικονομικό και επενδυτικό περιβάλλον.

Η διαφορά είναι τεράστια. Στο παρελθόν δίναμε μάχες που ήταν βέβαιο ότι θα χάναμε, ενώ τώρα δίνουμε μάχες που είναι πολύ πιθανό να κερδίσουμε.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεφύγει από τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που έφερε ο κορονοϊός. Έχει όμως πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα και δυνατότητες που θα της επιτρέψουν να φέρει ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα από αυτό που προβλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί και οι περισσότεροι ειδικοί.