Η κατάσταση της Ένωσης - Free Sunday
Η κατάσταση της Ένωσης
Η Ημέρα της Ευρώπης, αφορμή για προβληματισμό.

Η κατάσταση της Ένωσης

Η 9η Μαΐου είναι η Ημέρα της Ευρώπης. Γιορτάζουμε τη Διακήρυξη Σουμάν. Στις 9 Μαΐου 1950 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Ρομπέρ Σουμάν, πήρε την πρωτοβουλία για μια νέα μορφή συνεργασίας στην Ευρώπη, η οποία θα απέτρεπε κάθε ενδεχόμενο πολέμου μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών.

Πρώτο βήμα αυτής της συνεργασίας ήταν η κοινή οργάνωση της κεντρικής διαχείρισης της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα. Μετά την καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου και σοβιετικής απειλής η πρωτοβουλία Σουμάν ήταν ιστορικής σημασίας.

Έθετε τις βάσεις της γαλλογερμανικής συμφιλίωσης, μετέτρεπε τον άνθρακα και τον χάλυβα από υλικά πολέμου σε θεμέλια της ειρήνης και προετοίμαζε το έδαφος για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Εβδομήντα χρόνια αργότερα, πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για τα ευρωπαϊκά επιτεύγματα και τις δυνατότητες που έχουμε δημιουργήσει. Όπως τονίζουμε στο κοινό μήνυμα που απευθύνουμε, με αφορμή την Ημέρα της Ευρώπης, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και οι ευρωβουλευτές της ΝΔ, η Ευρώπη είναι το κοινό μας σπίτι. Γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να είναι λειτουργική και να ευημερεί.

 

Ιστορία κρίσεων

Η Ε.Ε. ξεπήδησε μέσα από την κρίση που προκάλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και από τότε βαδίζει από τη μια κρίση στην άλλη. Έχει μια παράδοση δημιουργικής διαχείρισης των κρίσεων, εφόσον πάντα βρίσκει τρόπους να τις ξεπερνά.

Τελευταίο παράδειγμα, η οικονομική κρίση που ξέσπασε μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, η οποία δημιούργησε τεράστια προβλήματα στους αδύναμους κρίκους της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Η κρίση κορυφώθηκε το 2012, αλλά το 2014 άρχισαν να φαίνονται τα θετικά αποτελέσματα της αντιμετώπισής της. Το 2015-2017 ήταν μια «χρυσή» τριετία για την Ευρωζώνη, από την οποία, δυστυχώς, αποκλείστηκε η Ελλάδα λόγω του ριζοσπαστικού «πειράματος» του 2015.

Τα τελευταία όμως χρόνια προστίθενται νέες κρίσεις που εξελίσσονται παράλληλα, χωρίς να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά. Κρίση του Brexit, που οδήγησε στην έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. Κρίση προσφυγική-μεταναστευτική, που έδωσε πολιτικές ευκαιρίες στην ευρωπαϊκή άκρα Δεξιά και δημιούργησε νέα βάρη για την Ελλάδα, βασική χώρα πρώτης εισόδου προσφύγων και μεταναστών στην Ε.Ε. Κρίση πολιτική λόγω της ανόδου ευρωσκεπτικιστών και αντιευρωπαίων από την Ολλανδία μέχρι την Πολωνία και από την Ουγγαρία μέχρι την Ιταλία.

Σε αυτές τις κρίσεις –που δεν έχουν αντιμετωπιστεί πλήρως– προστίθεται τώρα η κρίση του κορονοϊού, με τις οικονομικές, κοινωνικές και διεθνοπολιτικές της διαστάσεις. Η κρίση που προκαλεί η πανδημία λειτουργεί σαν καταλύτης και δοκιμάζει τη συνοχή και την αντοχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος 70 χρόνια μετά το ξεκίνημα της μεγάλης πορείας με τη Διακήρυξη Σουμάν.

Πού βρίσκεται, λοιπόν, σήμερα η Ε.Ε. και, κυρίως, πού βαδίζει; Θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα. Αυτοπροσδιορίζομαι ως πατριώτης και ευρωπαϊστής, έννοιες οι οποίες κατά την άποψή μου –ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα– δεν είναι αντίθετες αλλά συμπληρωματικές. Συμπληρώνω έξι χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχω αποκτήσει μεγάλη εμπειρία, αλλά και μια μεγάλη δόση σκεπτικισμού για την κατάσταση και την προοπτική της Ένωσης.

 

Διπλή αποτυχία με Covid-19

Η κρίση του κορονοϊού εξελίσσεται με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο για την Ε.Ε. Η Ευρώπη παραμένει το επίκεντρο της πανδημίας, ενώ, παρά τη μεγάλη απόσταση που διανύσαμε τα 70 χρόνια από τη Διακήρυξη Σουμάν, δεν υπάρχει θεσμοθετημένη ευρωπαϊκή συνεργασία σε θέματα υγείας, ούτε διάθεση να αναπτυχθεί.

Συνήθως αναφερόμαστε στον Τραμπ για να περάσουμε το μήνυμα της αναποτελεσματικής διαχείρισης της πανδημίας. Μέχρι την Παρασκευή 8 Μαΐου είχαν καταγραφεί περίπου 77.000 θάνατοι από κορονοϊό στις ΗΠΑ, ενώ το άθροισμα των θανάτων που είχαν καταγραφεί σε Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία –χώρες που όλες μαζί έχουν περίπου το 40% του πληθυσμού των ΗΠΑ– ξεπερνά τους 80.000.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι ευρωπαϊκές επιδόσεις στην αντιμετώπιση του κορονοϊού είναι –προς το παρόν– χειρότερες και από τις επιδόσεις των ΗΠΑ, τις οποίες κατακρίνουμε.

Τον απόλυτο συμβολισμό της ευρωπαϊκής αποτυχίας στη διαχείριση της πανδημίας μάς δίνει το Βέλγιο, χώρα στην οποία βρίσκεται η έδρα των ευρωπαϊκών θεσμών. Το Βέλγιο έχει τον ίδιο πληθυσμό με την Ελλάδα και οι θάνατοι από κορονοϊό έχουν φτάσει ήδη τους 8.415, ενώ στην πατρίδα μας έχουν καταγραφεί 149.

Η αδυναμία του Βελγίου να αντιμετωπίσει την πανδημία έχει έναν ξεχωριστό συμβολισμό. Ταυτόχρονα, δείχνει το επίπεδο λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών και ειδικά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εφόσον έχουμε περάσει αναγκαστικά σε φάση τηλεργασίας και τηλεδιασκέψεων, η οποία προβλέπεται να διαρκέσει μέχρι το φθινόπωρο. Σε συνθήκες πολυδιάστατης κρίσης της Ε.Ε. η άσκηση ευρωπαϊκής πολιτικής είναι μια σύνθετη υπόθεση, ενώ η άσκηση τηλεπολιτικής παραπέμπει σε… mission impossible.

Πέρα από τα στατιστικά στοιχεία της πανδημίας –που είναι σε βάρος της Ε.Ε.– έχουμε και την ανάδειξη βασικών ελλείψεων. Βασικές βιομηχανίες έχουν παγκοσμιοποιηθεί σε βάρος της Ευρώπης και σε όφελος της Κίνας, με αποτέλεσμα η Ε.Ε. να μην μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της στον πόλεμο κατά του κορονοϊού.

Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη άργησε να εκδηλωθεί σε όφελος χωρών που χτυπήθηκαν ιδιαίτερα σκληρά –όπως η Ιταλία– και στη συνέχεια ήταν περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική. Το κενό έσπευσαν να καλύψουν σε επίπεδο επικοινωνίας, για προφανείς λόγους, η Κίνα και άλλες δυνάμεις.

Αυτό που προκαλεί εξαιρετικά αρνητική εντύπωση είναι ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν θέλουν να διδαχτούν από τα λάθη και τις παραλείψεις στον τομέα της υγείας και να προχωρήσουν στη θεσμοθέτηση της ευρωπαϊκής συνεργασίας σε αυτόν τον στρατηγικής σημασίας τομέα.

 

«Παγωμένος» προϋπολογισμός

Της κρίσης του κορονοϊού είχε προηγηθεί στην Ε.Ε. η κρίση του προϋπολογισμού. Παρά τις προσπάθειες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της ελληνικής κυβέρνησης να αυξήσουν τον ετήσιο προϋπολογισμό της Ε.Ε. στο 1,3% του ΑΕΠ των 27 κρατών-μελών για την περίοδο 2021-2027, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έμεινε σταθερό στην άποψη ότι ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός πρέπει να κινηθεί γύρω στο 1% του ΑΕΠ των 27 κρατών-μελών.

Η φινλανδική προεδρία, που προηγήθηκε της κροατικής, το δεύτερο εξάμηνο του 2019, διακρίθηκε στην περικοπή των προτεινόμενων δαπανών, εκφράζοντας μια ομάδα δημοσιονομικά σκληρών χωρών, που περιλαμβάνει την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Σουηδία και τη Δανία. Είναι πιο ανελαστικοί στην προσέγγισή τους ακόμη και από τη Γερμανία, την οποία συχνά θεωρούμε υπεύθυνη για τα ευρωπαϊκά δημοσιονομικά δεινά.

Η άρνηση για την αναγκαία αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού προκειμένου να χρηματοδοτηθούν παλιές και νέες ευρωπαϊκές πολιτικές οδηγεί την ευρωπαϊκή διαδικασία σε πλήρη στασιμότητα.

Υποτίθεται ότι μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. –το λεγόμενο Brexit– θα άνοιγε ο δρόμος για στενότερη ευρωπαϊκή συνεργασία. Αντί γι’ αυτό, είχαμε επανάληψη των βρετανικών επιχειρημάτων χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο. Τα λεφτά που δίνονται στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό υποτίθεται ότι είναι χαμένα για τους φορολογούμενους πολίτες των χωρών με καθαρή συνεισφορά. Η φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ «θέλω τα λεφτά μου πίσω» και οι επιστροφές-rebates που αποφασίστηκαν για να ικανοποιηθούν οι Βρετανοί Συντηρητικοί προσδιορίζουν την πολιτική πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων μετά το Brexit.

Το χειρότερο είναι ότι δεν αλλάζουν στάση ούτε μετά την εκδήλωση της κρίσης της πανδημίας και των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της. Από τη μια πραγματοποιούν νέα ρεκόρ στις δημόσιες δαπάνες για να στηρίξουν την εθνική οικονομία και από την άλλη δεν δέχονται καμία αύξηση για να στηρίξουν την κοινή ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της νέας οικονομικής κρίσης.

Δημιουργούνται έτσι φοβερές δυσλειτουργίες και πλήττεται η αξιοπιστία των ευρωπαϊκών θεσμών. Με τα ίδια λεφτά πρέπει να συνεχίσουμε τις παραδοσιακές πολιτικές, όπως είναι η ΚΑΠ και τα Ταμεία Συνοχής, και να χρηματοδοτήσουμε νέες στρατηγικές, όπως είναι η πράσινη μετάβαση και η ψηφιοποίηση της οικονομίας. Με τα ίδια λεφτά πρέπει να αντιμετωπίσουμε και την οικονομική και κοινωνική κρίση που προκαλεί η πανδημία.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποχρεώνεται σε δημοσιονομικούς ακροβατισμούς. Αλλάζει συνεχώς τον ορισμό των κονδυλίων για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι χρηματοδοτεί επαρκώς τις ευρωπαϊκές πολιτικές, ενώ καταφεύγει και σε δημιουργική λογιστική για να αυξήσει τα κονδύλια που θα διατεθούν σε όσους έχουν μεγάλη ανάγκη χωρίς να αυξηθεί ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός. Αυτό επιδιώκεται με δανεισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις διεθνείς αγορές και μόχλευση κεφαλαίων για να υπάρξουν οι αναγκαίες χρηματοδοτήσεις και επενδύσεις. Πρόκειται για χρήσιμες πρωτοβουλίες, οι οποίες όμως έχουν όρια και δεν καταργούν την ανάγκη αύξησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Πίσω από την άρνηση συγκεκριμένων κυβερνήσεων να δεχτούν την αναγκαία αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού κρύβεται ένας πολύ απλός υπολογισμός. Θεωρούν ότι έχουν το πλεονέκτημα στην ενιαία αγορά και έχουν πάρει από αυτήν όσα μπορούσαν να πάρουν, κατά συνέπεια δεν χρειάζεται να επιβαρύνονται δημοσιονομικά σε όφελος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Ο υπολογισμός που κάνουν εκτός από κυνικός είναι και λάθος. Ένα σημαντικό μέρος των κονδυλίων που δεσμεύουν υπέρ του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού επιστρέφει με διάφορους τρόπους στην οικονομία τους. Για κάθε ευρώ που δαπανούν υπέρ του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού μπορούν να εξοικονομήσουν πάνω από 1 ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα στην άμυνα, όπου η έλλειψη σοβαρής ευρωπαϊκής συνεργασίας οδηγεί σε τεράστιες δαπάνες και σπατάλες, με διάφορους τύπους οπλικών συστημάτων που μπορεί να μην είναι συμβατά μεταξύ τους.

Τέλος, στην Ε.Ε. έχει συμπληρωθεί μία 25ετία συζητήσεων για την αναγκαία αύξηση των ιδίων πόρων, στην οποία πήρα κι εγώ μέρος μέσα από τις σχετικές επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Προτάσεις επί προτάσεων χωρίς συγκεκριμένο αποτέλεσμα, εφόσον ορισμένοι όχι μόνο δεν θέλουν να επιβαρυνθούν αλλά και δεν επιθυμούν νέα κοινά βάρη που θα μας επέτρεπαν να λύσουμε το πρόβλημα.

Ο «παγωμένος» ευρωπαϊκός προϋπολογισμός προκαλεί ένα σωρό δυσλειτουργίες, στέκεται εμπόδιο στην κοινή αντιμετώπιση της νέας οικονομικής κρίσης και στέλνει το μήνυμα ότι πολλές κυβερνήσεις και κράτη-μέλη δεν ενδιαφέρονται για την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

 

Τι Λονδίνο, τι Βερολίνο

Η Γερμανία είναι η χώρα με τη σημαντικότερη οικονομία στην Ε.Ε. και είναι σε θέση να επηρεάζει τις εξελίξεις. Τα τελευταία χρόνια πάσχει από έλλειψη ευρωπαϊκού ζήλου και γι’ αυτό δεν στέκεται στο πλευρό του Μακρόν, ο οποίος έχει προωθημένες αντιλήψεις για την εξέλιξη της Ε.Ε. Η Γαλλία έχει τις ιδέες χωρίς την αναγκαία οικονομική ισχύ και επιρροή, ενώ η Γερμανία έχει την οικονομική ισχύ και τη μεγάλη επιρροή σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες χωρίς να έχει την πολιτική θέληση.

Η χώρα με την ισχυρότερη οικονομία της Ε.Ε. κινείται σε μια γκρίζα ευρωπαϊκή περιοχή που με το πέρασμα του χρόνου στέλνει ολοένα πιο αρνητικά μηνύματα σε ό,τι αφορά τη δυναμική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Το Βερολίνο έχει πει «όχι» στην αναγκαία αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού μετά το Brexit. Η καγκελάριος Μέρκελ επιμένει ότι δεν πρέπει να υπάρξει μεγάλη αύξηση της καθαρής συνεισφοράς της Γερμανίας για να καλυφθεί το κενό που αφήνει η καθαρή συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ κατά περιόδους επιχειρηματολογεί υπέρ των γερμανικών επιστροφών-rebates, θυμίζοντας στην προσέγγισή της τη Θάτσερ.

Η στάση της Γερμανίας έγινε πιο αντιπαραγωγική μετά το ξέσπασμα της κρίσης του κορονοϊού, εφόσον το Βερολίνο προχώρησε σε τεράστια αύξηση των δημόσιων δαπανών για να στηριχτεί η γερμανική οικονομία. Από τις κρατικές επιδοτήσεις ύψους 1,9 τρισ. ευρώ που ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –κατά παρέκκλιση των ευρωπαϊκών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις– προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση του κορονοϊού, πάνω από τις μισές αφορούν τη Γερμανία.

Η Γερμανία αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες με ένα ποσό της τάξης του 1 τρισ. (1.000 δισ.) για να στηρίξει την εθνική οικονομία, αρνείται όμως να δεχτεί μια πρόσθετη επιβάρυνση της τάξης των 30-40 δισ. τον χρόνο που θα μπορούσε να απογειώσει τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.

Όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων και σε αυτή τη φάση η ουσιαστική αύξηση της χρηματοδότησης της κοινής ευρωπαϊκής προσπάθειας δεν είναι στις προτεραιότητες του Βερολίνου.

Το πρόβλημα είναι σύνθετο, γιατί δεν είναι μια επιλογή που μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στη Μέρκελ. Οι Χριστιανοδημοκράτες, οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, οι Σοσιαλδημοκράτες που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, οι Φιλελεύθεροι και οι ακροδεξιοί της Εναλλακτικής για τη Γερμανία που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, όπως και πάνω από τα 2/3 των Γερμανών, είναι σε γενικές γραμμές ενωμένοι σε αυτή την πολιτική. Δεν θέλουν σημαντική αύξηση της γερμανικής καθαρής συνεισφοράς στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, ούτε θέλουν ανάληψη πρόσθετου δημοσιονομικού ρίσκου με την προώθηση της έκδοσης ευρωομολόγου ή την πανευρωπαϊκή εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων.

Την κατάσταση περιπλέκει και η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης με την οποία αμφισβητείται ο τρόπος που εφαρμόζει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) από το 2014.

Δίνεται διορία τριών μηνών στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση για να εξηγήσει τους όρους συμμετοχής της στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και να δείξει ότι ισχύει η λεγόμενη αναλογικότητα στην εφαρμογή του.

Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας κάνει ακόμη πιο δύσκολη την κοινή αντιμετώπιση της κρίσης.

Ενισχύει στη Γερμανία τους πολλούς επικριτές της ΕΚΤ, οι οποίοι επιχειρηματολογούν, από την περίοδο Ντράγκι, ότι η ΕΚΤ προβαίνει με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης σε έμμεση χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών οικονομιών και κυβερνήσεων.

Θέτει σε αμφισβήτηση τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο έχει αποφασίσει από το 2018 υπέρ του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες το ευρωπαϊκό Δίκαιο υπερισχύει του εθνικού. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας επαναλαμβάνει με τους δικούς του όρους τη διαμάχη που συνέβαλε στο Brexit. Οι υποστηρικτές του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο ζητούσαν «να πάρουν πίσω τον έλεγχο» βάζοντας τέλος στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που ήταν δεσμευτική για τα βρετανικά δικαστήρια.

Η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου απομακρύνει ακόμη περισσότερο το ενδεχόμενο συνεργασίας της Γερμανίας στην έκδοση ευρωομολόγου, ενώ ασκεί πολιτική πίεση στην ΕΚΤ, η οποία αναβίωσε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, και ενέταξε σε αυτό τα ελληνικά ομόλογα, προκειμένου να συμβάλει στην αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Η ΕΚΤ έχει βέβαια θεσμικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία, αλλά στους υπολογισμούς της βαραίνει το γεγονός ότι η γερμανική συμμετοχή στα κεφάλαιά της είναι της τάξης του 26%.

 

Ιταλική «βόμβα»

Οι γερμανικοί δισταγμοί σε συνθήκες κρίσης του κορονοϊού μπορεί να μετατρέψουν την Ιταλία σε ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Η ιταλική κοινή γνώμη εκφράζει βαθύτατη δυσαρέσκεια για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι Βρυξέλλες και ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την υγειονομική και την οικονομική κρίση στην Ιταλία. Η Ιταλία χτυπήθηκε ιδιαίτερα σκληρά από την πανδημία και η μεγάλη πλειονότητα των Ιταλών πολιτών θεωρούν ότι έζησαν την απόλυτη ευρωπαϊκή μοναξιά.

Ευτυχώς, η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν μεταφράζεται αυτόματα σε πολιτική ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών και των αντιευρωπαίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δημοτικότητα του κεντροαριστερού πρωθυπουργού Κόντε, ο οποίος θεωρείται κομματικά ανένταχτος, βρίσκεται σε συνεχή άνοδο, ενώ τα δημοσκοπικά ποσοστά της Λέγκας του Σαλβίνι έχουν υποχωρήσει από το 35% προς το 25%. Υπάρχουν όμως άλλες πολιτικές δυνάμεις με παρόμοιες προδιαγραφές, όπως τα Αδέλφια της Ιταλίας, που ενισχύουν τη θέση τους.

Η Ε.Ε. χάνει ιστορική ευκαιρία να ενισχύσει τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στην Ιταλία. Ο πρωθυπουργός Κόντε στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων που συμμετέχει στην κυβέρνηση έκανε μία εντυπωσιακή στροφή από τον λαϊκίστικο αντιευρωπαϊσμό στον φιλοευρωπαϊσμό και οι ευρωβουλευτές του έκαναν τη διαφορά στην οριακή έγκριση της υποψηφιότητας της Φον ντερ Λάιεν για τη θέση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στην πορεία, το κυβερνητικό Κίνημα Πέντε Αστέρων είδε το εκλογικό ποσοστό του να διαιρείται διά δύο. Το άλλο κυβερνητικό κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα, κινείται στον χώρο της κεντροαριστεράς και έχει παράδοση ευρωπαϊσμού, την οποία εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο υπουργός Οικονομικών, Γκουαλτιέρι. Με τον Γκουαλτιέρι συνεργάστηκα στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την περίοδο της ελληνικής κρίσης, όταν ήταν πρόεδρος της Επιτροπής κι εγώ πλήρες μέλος. Ήμασταν επίσης μαζί στο γκρουπ Αλτιέρο Σπινέλι, στο οποίο συμμετέχουν ευρωπαϊστές ανεξάρτητα από ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι αν οι Βρυξέλλες και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενδιαφέρονται για την ευρωπαϊκή προοπτική της Ιταλίας και την πολιτική εξουδετέρωση των δεξιόστροφων αντιευρωπαίων λαϊκιστών θα πρέπει να στηρίξουν αποφασιστικά την ιταλική οικονομία.

Διαφορετικά, μόλις περάσει η κρίση του κορονοϊού οι Ιταλοί αντιευρωπαίοι της Δεξιάς και της άκρας Δεξιάς θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τη στάση της Ε.Ε., με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.

Το σενάριο μιας μελλοντικής ρήξης Ρώμης-Βρυξελλών είναι εφιαλτικό για την Ε.Ε. Η Ιταλία είναι ιδρυτικό κράτος-μέλος της ΕΟΚ, έχει την τρίτη σημαντικότερη οικονομία της Ευρωζώνης και ένα Italexit μετά το Brexit θα αποτελούσε καίριο πλήγμα για την Ε.Ε.

 

Επικίνδυνο ροκάνισμα

Εκτός από τις κρίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη και πρέπει να αντιμετωπίσει η Ε.Ε., υφίσταται κι ένα συνεχές ροκάνισμα από κυβερνήσεις και πολιτικές δυνάμεις που κινούνται, για τους δικούς τους λόγους, εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου.

Στην Ιταλία οι δυνάμεις της Λέγκας του Σαλβίνι βρίσκονται σε υποχώρηση και στη Γαλλία –παρά τα σοβαρά προβλήματα που έχει ο Μακρόν στη διαχείριση της πανδημίας και των συνεπειών της– μόνο 20% των πολιτών θεωρούν ότι η Λεπέν θα έκανε καλύτερη δουλειά.

Φαίνεται ότι στην κορύφωση της κρίσης ο κόσμος συσπειρώνεται γύρω από τις κυβερνήσεις, αλλά πρέπει να μας απασχολεί η ποιότητα της επόμενης μέρας, εφόσον είναι φανερό ότι θα αντιμετωπίσουμε μια μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση.

Αρνητικά για την κοινή ευρωπαϊκή προοπτική λειτουργούν σε πολλές περιπτώσεις κυβερνήσεις εξαιρετικά αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, όπως της Αυστρίας, της Ολλανδίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας, που θέτουν ιδιαίτερα αυστηρά όρια στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.

Σοβαρότερα προβλήματα δημιουργούν οι συντηρητικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, οι οποίες κινούνται εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, επιδιώκοντας να επιβάλουν πλήρη πολιτικό έλεγχο στη Δικαιοσύνη και στα ΜΜΕ. Η κοινή γνώμη αυτών των χωρών είναι φιλοευρωπαϊκή εξαιτίας της εντυπωσιακής ανάπτυξης της οικονομίας τους με τη βοήθεια των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Οι κυβερνήσεις τους όμως επιδεικνύουν έναν αυταρχισμό που μπορεί να δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα τώρα που η Πολωνία και η Ουγγαρία θα περάσουν κι αυτές σε φάση μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση της Πολωνίας χαιρέτισε με ενθουσιασμό την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας σε βάρος ορισμένων χαρακτηριστικών του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, με το σκεπτικό ότι δείχνει ότι το εθνικό Δίκαιο υπερισχύει του ευρωπαϊκού.

 

Επιμένουμε ευρωπαϊκά

Εβδομήντα χρόνια μετά τη Διακήρυξη Σουμάν, η Ε.Ε. έχει αναπτυχθεί με εντυπωσιακό τρόπο, αλλά έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Καλείται να αντιμετωπίσει διάφορες κρίσεις που εξελίσσονται ταυτόχρονα τα τελευταία χρόνια και την κρίση του κορονοϊού, που μπορεί να λειτουργήσει σαν καταλύτης αρνητικών εξελίξεων.

Οι δυσκολίες είναι τεράστιες, όπως και οι απογοητεύσεις, για σωρεία λαθών και παραλείψεων και τις χαμένες ευρωπαϊκές ευκαιρίες.

Δεν πρέπει να οδηγηθούμε σε μια ευρωπαϊκή παραίτηση, αλλά σε μεγαλύτερη και πιο δημιουργική προσπάθεια υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερη Ευρώπη από άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και αυτή πρέπει να είναι η βασική επιδίωξή μας.

Επιμένουμε πατριωτικά και ευρωπαϊκά και παίρνουμε κουράγιο για να αντιμετωπίσουμε τα σύνθετα προβλήματα από την τεράστια απόσταση που κάλυψε η Ε.Ε. στα 70 χρόνια που μεσολάβησαν από την ιστορική Διακήρυξη Σουμάν.