Η διαχείριση της κρίσης - Free Sunday
Η διαχείριση της κρίσης
Ομοιότητες και διαφορές από το 2010.

Η διαχείριση της κρίσης

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και τέσσερις βασικοί υπουργοί της κυβέρνησης παρουσίασαν τα νέα μέτρα που αποσκοπούν στο σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας και στην υποστήριξή της στη διάρκεια των επόμενων μηνών.

Προτού αφήσουμε πίσω μας την προηγούμενη οικονομική κρίση αντιμετωπίζουμε, λόγω πανδημίας, νέες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές στη σημερινή διαχείριση της κρίσης απ’ όσα ακολούθησαν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, αλλά και κάποιες ομοιότητες που προβληματίζουν.

 

Μεγαλύτερη, με μικρότερη διάρκεια

Η αντίδραση της κυβέρνησης στην κρίση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι έχουμε να κάνουμε με ένα μεγαλύτερο σοκ για την οικονομία, το οποίο θα έχει μικρότερη διάρκεια. Ακριβείς εκτιμήσεις δεν μπορούν να γίνουν, γιατί υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σε σχέση με την εξέλιξη της πανδημίας, τις συνέπειες για το τουριστικό καλοκαίρι, το πότε και πώς θα εκδηλωθεί ο δεύτερος γύρος της πανδημίας κ.λπ. Σε γενικές γραμμές, όμως, περιμένουμε μεγάλη και απότομη πτώση του ΑΕΠ το 2020, που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα φτάσει το 9,7%. Στη συνέχεια αναμένεται δυναμική ανάκαμψη το 2021, αλλά στα τέλη του 2021 θα είμαστε σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι ήμασταν στα τέλη του 2019.

Μια πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 10% αποτελεί φοβερό οικονομικό σοκ, εφόσον την περίοδο 2010-2019 η αθροιστική πτώση του ΑΕΠ ήταν της τάξης του 20%.

Η ένταση της κρίσης εξηγεί και τη δυναμική παρέμβαση στον οικονομικό τομέα από την κυβέρνηση.

 

Διαφορετικό πεδίο μάχης

Αυτή τη φορά το πεδίο στο οποίο θα αναμετρηθούμε με τα οικονομικά προβλήματα είναι διαφορετικό. Μετά το 2010 όλες οι παρεμβάσεις είχαν στόχο τη δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών και τον περιορισμό του μεγέθους του κράτους, το οποίο είχε διογκωθεί υπέρμετρα παρά την είσοδό μας στην Ευρωζώνη, που επέβαλλε αποτελεσματική δημοσιονομική διαχείριση και οικονομικές μεταρρυθμίσεις.

Σε πρώτη φάση η κυβέρνηση επιχειρεί να περιορίσει τις απώλειες που θα έχει ο τουρισμός. Επαγγελματίες του κλάδου προβλέπουν πτώση των τουριστικών εσόδων της τάξης του 75%-80% και η κυβέρνηση θα ήθελε, παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, να την περιορίσει στο 65%-70%.

Η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη εξάρτηση από τον τουρισμό, στον οποίο αναλογεί περίπου το 20% του ΑΕΠ και άμεσα ή έμμεσα το 25% της απασχόλησης. Το δεύτερο τρίμηνο θα είναι πολύ δύσκολο για την οικονομία, ενώ το τρίτο τρίμηνο, που περιλαμβάνει τους τουριστικούς μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, η πτώση θα είναι εντυπωσιακή. Άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, με μικρότερη εξάρτηση από τον τουρισμό και ισχυρότερη βιομηχανία, θα έχουν αρχίσει να πηγαίνουν καλύτερα, με εμάς να φτάνουμε στο χειρότερο σημείο της κρίσης.

Επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να συντηρήσει τις παραγωγικές δυνατότητες της εθνικής οικονομίας και να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις μιας δυναμικής ανάκαμψης το 2021.

 

Εικόνα σταθερότητας

Σε αντίθεση με το 2010, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σήμερα μια εικόνα σταθερότητας, σε κατώτερο βέβαια επίπεδο.

Τότε είχαμε να αντιμετωπίσουμε το διπλό πρόβλημα του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ήμασταν ταυτόχρονα σπάταλοι και ελάχιστα ανταγωνιστικοί, με αποτέλεσμα να μπούμε σε πορεία υπερχρέωσης και απομόνωσης από τις διεθνείς αγορές.

Η σημερινή σταθερότητα δεν αμφισβητείται από τις συνέπειες της κρίσης του κορονοϊού. Όλες οι προγνώσεις των διεθνών οργανισμών συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι θα διατηρήσουμε την ισορροπία σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών και πως το δημοσιονομικό έλλειμμα που θα εμφανιστεί θα είναι διαχειρίσιμο.

 

Δεν είμαστε μόνοι

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σημερινής κρίσης είναι ότι, σε αντίθεση με το 2010, δεν συνδυάζεται με τη διεθνή οικονομική απομόνωση της Ελλάδας. Τότε ήμασταν οι πιο προβληματικοί σε μια ομάδα οικονομικά προβληματικών χωρών –της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Κύπρου– που χτυπήθηκαν ιδιαίτερα σκληρά από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009.

Η Ελλάδα εντάχθηκε πρώτη σε πρόγραμμα αναγκαστικής προσαρμογής και ακολούθησαν η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Η Ισπανία απέφυγε την ένταξη σε επίσημο πρόγραμμα, ενώ η Κύπρος βρέθηκε αντιμέτωπη με τις συνέπειες της κρίσης λίγο αργότερα.

Η κρίση του κορονοϊού είναι συμμετρική, με την έννοια ότι αφορά όλες τις χώρες της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Υπάρχει βέβαια συμμετρία ως προς τις συνέπειες, οι οποίες καταγράφονται στην εαρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να περιορίσει κάπως τις συνέπειες για την Ελλάδα με τα μέτρα που εφαρμόζει και τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το γεγονός πάντως ότι δεν είμαστε στη γωνία, όπως το 2010, όταν ξεκίνησε η περιπέτεια της αναγκαστικής προσαρμογής, έχει τεράστια σημασία.

 

Αναστολή πειθαρχίας

Το βασικό χαρακτηριστικό στη διαχείριση της προηγούμενης κρίσης ήταν η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, εφόσον έπρεπε να περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες και οι διαστάσεις του κράτους. Σήμερα έχει ανασταλεί, με κάθε επισημότητα, η δημοσιονομική πειθαρχία και το κράτος παρεμβαίνει με τεράστια ποσά υπέρ του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας με ή χωρίς ανταλλάγματα.

Η Ελλάδα απαλλάσσεται για το 2020 –πιθανότατα και για το 2021– από τους μνημονιακούς περιορισμούς. Οι διευκολύνσεις όμως μπορεί να έχουν σημαντικό κόστος για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Το πέρασμα σε φάση κρατικών ενισχύσεων χωρίς όρια, κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ε.Ε., ενισχύει τη θέση όσων έχουν μεγαλύτερες δημοσιονομικές δυνατότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από κρατικές ενισχύσεις 1,9 τρισ. ευρώ που ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 52% αναλογεί στη Γερμανία και μόλις το 0,3% στην Ελλάδα.

Το παράδειγμα της Lufthansa –η οποία θα ενισχυθεί με 9 δισ. ευρώ από το γερμανικό Δημόσιο και διεκδικεί μερικά ακόμη δισ. από το Δημόσιο της Αυστρίας, της Ελβετίας και του Βελγίου για λογαριασμό των θυγατρικών της Austrian, Swiss και Brussels– αναδεικνύει τη νόθευση του ανταγωνισμού. Το ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί να στηρίξει με ανάλογες παρεμβάσεις την Aegean κι έτσι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να υποβαθμιστεί η θέση της στην εξαιρετικά ανταγωνιστική αλλά και βαριά επιδοτούμενη, όπως αποδεικνύεται, αγορά των αεροπορικών συγκοινωνιών.

 

Πρωταγωνιστής ο Μητσοτάκης

Στη σημερινή κρίση η Ελλάδα όχι μόνο δεν είναι απομονωμένη, όπως το 2010, αλλά πρωταγωνιστεί στη διαμόρφωση των εξελίξεων, με τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη και την κυβέρνηση να καταγράφουν σημαντικές επιτυχίες στην οικονομική διπλωματία.

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να μας εντάξει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης –παρά το γεγονός ότι τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα και να μας απαλλάξει έτσι από τη δικτατορία των διεθνών οίκων αξιολόγησης– έχει τεράστια σημασία.

Εξίσου σημαντική είναι η απόφαση Μακρόν-Μέρκελ να υιοθετήσουν την πρόταση Μητσοτάκη και Νότου και να προχωρήσουν στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης για τη δωρεάν χρηματοδότηση προβληματικών περιφερειών και κλάδων μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Πρόκειται για προσωπική δικαίωση του Μητσοτάκη, ο οποίος τόνιζε σε κάθε ευκαιρία ότι ο δανεισμός, ακόμη και με προνομιακούς όρους, πρέπει να έχει κάποια όρια και πως η Ε.Ε. πρέπει να κάνει βήματα προς την κατεύθυνση της μερικής και στοχευμένης αμοιβαιοποίησης του χρέους.

 

Είμαστε στις αγορές

Σε αντίθεση με όσα συνέβησαν το 2010 και τα χρόνια που ακολούθησαν, η Ελλάδα είναι σήμερα στις διεθνείς αγορές, με προοπτική να παραμείνει.

Η κατάσταση της οικονομίας είναι ισορροπημένη. Η διεθνής αξιοπιστία της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι δεδομένη και ενισχύθηκε από την αποτελεσματική μέχρι σήμερα διαχείριση της πανδημίας. Η ένταξή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ μάς προφυλάσσει, μαζί με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, από δυσάρεστες εκπλήξεις.

Ενδεικτική του καλού κλίματος που επικρατεί τελευταία είναι η δυνατότητα του ιταλικού Δημοσίου να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ με ανταγωνιστικά επιτόκια.

Το ελληνικό Δημόσιο βγαίνει στις διεθνείς αγορές βάσει προγράμματος που διευκολύνει τη χρηματοδότηση των μέτρων που εφαρμόζει και επιβεβαιώνει τη διεθνή αξιοπιστία του.

Υπάρχει βέβαια το θέμα του δημόσιου χρέους, που δεν πρέπει να ξεφύγει από τον έλεγχο. Εκτιμάται ότι η νέα κρίση θα το ανεβάσει από το 175% του ΑΕΠ προς το 200%, ενώ το χρέος της Ιταλίας αναμένεται να αυξηθεί από 135% του ΑΕΠ σε 160%-170% του ΑΕΠ. Το ιταλικό χρέος έχει τεράστια σημασία για την Ευρωζώνη, γιατί πλησιάζει τα 2,5 τρισ. ευρώ και η αύξησή του προετοιμάζει λύσεις σε επίπεδο Ευρωζώνης που θα είναι ευνοϊκές για την Ελλάδα.

 

Πρόβλημα ρευστότητας

Κοινό χαρακτηριστικό της σημερινής κρίσης με την προηγούμενη είναι το πρόβλημα ρευστότητας της οικονομίας, που συνδέεται και με τη διαρκή κρίση του τραπεζικού συστήματος.

Τότε οι ελληνικές τράπεζες πλήρωσαν ακριβά τη χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου και την κρίση εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε. Σήμερα πιέζονται από τον συνδυασμό των συνεπειών της κρίσης του 2015, που ακόμη δεν έχουν ξεπεράσει, και των επιπτώσεων της πανδημίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση των κόκκινων δανείων και των δανείων που δείχνουν έτοιμα να κοκκινίσουν. Η κυβέρνηση παίρνει σημαντικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, τη διευκόλυνση των νοικοκυριών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια, και τη στήριξη των τραπεζών για να αντέξουν στην πίεση των συνεπειών της πανδημίας.

Είναι φανερό όμως ότι το πρόβλημα ρευστότητας είναι και θα παραμείνει μεγάλο, περιορίζοντας τη δυναμική της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.

 

Επενδυτική άπνοια

Ένα άλλο κοινό αρνητικό χαρακτηριστικό των δύο κρίσεων που πρέπει να μας προβληματίσει είναι η επενδυτική άπνοια, η οποία, όσο συνεχίζεται, τόσο αυξάνεται η απόσταση που μας χωρίζει από τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές μας, που είναι ταυτόχρονα και ανταγωνιστές μας.

Ως συνέπεια της προηγούμενης κρίσης είχαμε φτάσει στο σημείο οι επενδύσεις στην Ελλάδα να αναλογούν γύρω στο 11% του ΑΕΠ, περίπου το μισό του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Σαν να μην έφτανε αυτό, συνεχίζεται η συρρίκνωση των δημόσιων επενδύσεων, όπως επισημαίνεται και στην τελευταία αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.

Με την αβεβαιότητα που έχει φέρει η πανδημία, αναβάλλονται ή περιορίζονται επενδυτικά σχέδια και σε τομείς όπου είχαμε καταφέρει να δημιουργήσουμε θετική δυναμική, όπως είναι τα ξενοδοχεία και το real estate.

 

Οι λαϊκιστές επιμένουν

Σε αντίθεση με την κρίση του 2010, οι λαϊκιστές της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της άκρας Δεξιάς δεν έχουν τη δυναμική με το μέρος τους.

Ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ δοκιμάστηκε στην πράξη το 2015 με τις γνωστές συνέπειες, που δυσκολεύουν και τη διαχείριση της σημερινής κρίσης. Η άκρα Δεξιά δεν μπόρεσε να πάρει μέρος στην άνοδο που παρατηρήθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο λόγω του προσφυγικού-μεταναστευτικού και οδηγήθηκε στο περιθώριο εξαιτίας των αποκρουστικών χαρακτηριστικών της Χρυσής Αυγής και της εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας του κόμματος Καμμένου.

Η διπλή ήττα του λαϊκισμού είναι βασικό πλεονέκτημα στη διαχείριση της σημερινής κρίσης. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να επενδύει στον επιθετικό λαϊκισμό και επιδιώκει να μετατρέψει τη νέα κρίση σε πολιτική ευκαιρία.

Μετά τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε σε φάση δημοσκοπικής αποδυνάμωσης και εσωστρέφειας. Έχει ξεσπάσει πόλεμος φατριών σε επίπεδο ηγετικών στελεχών, ενώ ενισχύεται συνεχώς η υπεροχή Μητσοτάκη –σε προσωπικό επίπεδο– έναντι Τσίπρα, με τα δημοσκοπικά ποσοστά της ΝΔ να είναι τους τελευταίους μήνες περίπου διπλάσια των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να ελέγξει τους «συντρόφους», οι οποίοι στην κρίση του Έβρου διευκόλυναν άθελά τους με τις θέσεις τους τη στρατηγική του Ερντογάν. Δεν μπόρεσε επίσης να ελέγξει πολλά στελέχη που ήθελαν λιγότερα μέτρα, αργότερα και πιο χαλαρά, στη γραμμή των Podemos της Ισπανίας. Επένδυσε επίσης πολιτικά στην κατάρρευση, λόγω πανδημίας, του ΕΣΥ, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Αντίθετα, το ΕΣΥ βγαίνει ενισχυμένο από τη δοκιμασία και αναφέρεται ως καλό παράδειγμα σε ΜΜΕ ευρωπαϊκών χωρών με πολύ πιο αναπτυγμένα συστήματα υγείας.

Αν κρίνουμε από τον τρόπο που αντιδρά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στις δέσμες οικονομικών μέτρων που ανακοινώνει η κυβέρνηση, επιχειρεί ένα είδος πολιτικής ρεβάνς στον τομέα της οικονομίας, με κίνδυνο να επηρεαστεί αρνητικά η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται.

Η κριτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ συνοψίζεται ως εξής:

Θεωρεί ότι η κυβέρνηση καθυστερεί την εφαρμογή των μέτρων και των ενισχύσεων, ενώ μόλις τώρα βγαίνουμε από τα περιοριστικά μέτρα, χωρίς καν να γνωρίζουμε πότε και με ποιους όρους θα έρθουν οι ξένοι τουρίστες.

Υποτιμά σκόπιμα το εύρος των οικονομικών μέτρων, ενώ η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να καλύψει βασικές ανάγκες της οικονομίας, χωρίς όμως να πλήξει τη διεθνή αξιοπιστία της Ελλάδας.

Επισημαίνει την έλλειψη ρευστότητας που παρατηρείται –η επισήμανση είναι σωστή–, χωρίς όμως να τη συνδέει με την εξασθένηση του τραπεζικού συστήματος και τον σε μεγάλο βαθμό αφελληνισμό του εξαιτίας της κρίσης του 2015.

Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να δημιουργήσει κλίμα κοινωνικής δυσαρέσκειας, επισημαίνοντας την πίεση που δέχονται οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας και την επικράτηση, σε διάφορους τομείς, της μερικής απασχόλησης. Ξεχνάει τη δική του κυβερνητική πολιτική, με την οποία δημιουργήθηκε η γενιά των 360 ευρώ και αυξήθηκαν θεαματικά οι νέες θέσεις μερικής απασχόλησης σε σχέση με τις νέες θέσεις πλήρους απασχόλησης. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ ζητεί να αντιμετωπιστούν σε συνθήκες κορονοϊού όλα τα κοινωνικά προβλήματα που πήραν μεγαλύτερες διαστάσεις επί των ημερών του, πριν από την πανδημία.

Ο αριστερός λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει υποστεί μεγάλες πολιτικές και εκλογικές ήττες, επιχειρεί όμως δυναμική επιστροφή, σε μια προσπάθεια να υπερβεί και τα εσωτερικά προβλήματά του.