Οι ελληνικές τράπεζες μπροστά στην τρίτη δοκιμασία - Free Sunday
Οι ελληνικές τράπεζες μπροστά στην τρίτη δοκιμασία
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη πληρώσει δύο πολιτικούς λογαριασμούς.

Οι ελληνικές τράπεζες μπροστά στην τρίτη δοκιμασία

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται προβληματικό με βάση το δημόσιο χρήμα που έχει απορροφήσει για την εξυγίανσή του και το ποσοστό των κόκκινων δανείων επί του συνόλου των χορηγήσεων.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι πιο σύνθετη, εφόσον οι ελληνικές τράπεζες έχουν πληρώσει ήδη δύο πολιτικούς λογαριασμούς και βρίσκονται τώρα αντιμέτωπες με τον λογαριασμό της πανδημίας.

Ο πρώτος λογαριασμός είχε σχέση με τη χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου, εφόσον οι κυβερνήσεις, αντί να φροντίσουν να προσαρμοστούν στους κανόνες της ΟΝΕ, ακολούθησαν μια απαράδεκτα χαλαρή δημοσιονομική πολιτική. Στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, η προ δεκαετίας κρίση είχε σχέση με την κακοδιαχείριση των τραπεζών, η οποία πέρασε στη συνέχεια στα δημόσια οικονομικά. Στην Ελλάδα συνέβη ακριβώς το αντίθετο, με τη δημοσιονομική κακοδιαχείριση να περνάει αναγκαστικά στους ισολογισμούς των τραπεζών.

Κι ενώ το τραπεζικό σύστημα κατάφερε στη συνέχεια να βρει την ισορροπία του σε συνθήκες μνημονίων, ήρθε το ριζοσπαστικό οικονομικό πείραμα του πρώτου εξαμήνου του 2015 να δημιουργήσει νέο αδιέξοδο, με αποτέλεσμα να υπάρξει φυγή καταθέσεων, μεγάλη πτώση των χρηματιστηριακών αξιών, εξαφάνιση δεκάδων δισ. δημοσίου χρήματος που είχαν δοθεί για τη στήριξη των τραπεζών, μεγάλη αύξηση των κόκκινων δανείων και νέα αύξηση ιδίων κεφαλαίων σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.

Το τραπεζικό σύστημα υποφέρει ακόμα από τις συνέπειες του αποτυχημένου οικονομικού και πολιτικού πειράματος του πρώτου εξαμήνου του 2015.

Τώρα το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο με τη νέα πρόκληση, που οφείλεται στις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Το ερώτημα είναι εάν θα αντέξει στις πιέσεις και θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει τη σταθεροποίηση και στη συνέχεια την ανάκαμψη της οικονομίας.

Η απάντηση που δίνω είναι «ναι», αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Η αλήθεια λυτρώνει

Το πρώτο που χρειαζόμαστε είναι μια σωστή εκτίμηση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης και της προοπτικής που διαγράφεται.

Υπάρχει μια τάση από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να φορτώνει όλα τα προβλήματα της πανδημίας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, στη βάση μιας πρωτότυπης θεωρίας ότι τη νέα ύφεση την έφερε… ο Μητσοτάκης και όχι η πανδημία. Μακάρι να ίσχυε αυτή η θεωρία, γιατί θα έκανε πολύ πιο εύκολη την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα, ενώ θα την εξαφάνιζε σε διεθνές επίπεδο, εφόσον οι επιλογές Μητσοτάκη επηρεάζουν αποκλειστικά την ελληνική οικονομία.

Τη δημαγωγική έξαρση του ΣΥΡΙΖΑ συμπληρώνει η προσπάθεια ορισμένων κυβερνητικών παραγόντων να εμφανίζουν το πρόβλημα μικρότερο απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την πρώτη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε πρόγνωση για πτώση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 9,7% το 2020, άρχισαν οι διαβεβαιώσεις των κυβερνητικών παραγόντων ότι αυτοί ξέρουν καλύτερα και πως η ύφεση θα είναι της τάξης του 5%-7% του ΑΕΠ.

Στο Μαξίμου διαπιστώνουν ότι η ύφεση θα είναι κοντά στις προγνώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πως το τουριστικό καλοκαίρι θα είναι εντυπωσιακά υποβαθμισμένο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των αρμόδιων παραγόντων και πως τα ελλείμματα τραβούν την ανηφόρα εξαιτίας του συνδυασμού πρωτοφανούς πτώσης των δημοσίων εσόδων και μεγάλης αύξησης των δημοσίων δαπανών. Επιπλέον, διαπιστώνουν ότι ο κορονοϊός είναι σταθερά μαζί μας και πως είναι εξαιρετικά πιθανή η εκδήλωση δεύτερου κύματος της πανδημίας.

Τα είχα επισημάνει όλα αυτά από τα τέλη Μαρτίου, οι αρμόδιοι άρχισαν να τα διαπιστώνουν στις αρχές Ιουλίου. Έχει τεράστια σημασία να προγραμματίσουμε την οικονομική μας πολιτική με βάση τη σκληρή πραγματικότητα και όχι με βάση τους γνώριμους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού.

Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ αρχικών προγνώσεων και επιδόσεων της οικονομίας μπορεί, εάν συνεχιστεί, να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά.

Το ίδιο πρόβλημα

Ο Μητσοτάκης και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θεωρούνται ιδιαίτερα αξιόπιστοι από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις κυβερνήσεις, γι’ αυτό η μεταχείριση της Ελλάδας είναι εξαιρετικά ευνοϊκή. Είμαστε στις αγορές με εντυπωσιακά χαμηλό επιτόκιο, που για μεγάλα διαστήματα είναι χαμηλότερο του επιτοκίου για το δεκαετές ομόλογο του ιταλικού Δημοσίου, είμαστε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), με τεράστια οφέλη για το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, της ελληνικής οικονομίας γενικότερα και το κόστος χρηματοδότησης του τραπεζικού μας συστήματος, μας στηρίζουν αποφασιστικά οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις προτάσεις της για το Ταμείο Ανάκαμψης.

Για να διατηρήσουμε όλες αυτές τις εντυπωσιακές κατακτήσεις και να περιορίσουμε το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, θα πρέπει να αποφύγουμε την επανάληψη των λαθών του παρελθόντος.

Ήδη εμφανίζουμε σημάδια ανησυχητικής χαλάρωσης στη διαχείριση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος και στο κόστος της φαρμακευτικής δαπάνης του Δημοσίου. Στο ασφαλιστικό η δημόσια συζήτηση περιορίζεται στα αναδρομικά δισεκατομμυρίων και πότε θα καταβληθούν, ενώ η «μαύρη τρύπα» αυξάνεται συνεχώς λόγω της πτώσης –εξαιτίας της πανδημίας– των δημοσίων εσόδων και των ασφαλιστικών εισφορών. Παράλληλα, έχει δημιουργηθεί μια τεράστια ουρά για συντάξεις και εφάπαξ που δεν έχουν καταβληθεί, παρά το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές είχαν φροντίσει να χρηματοδοτήσουν την εξαφάνισή της πριν το επίσημο τέλος του μνημονίου, το 2018.

Παρά τη μνημονιακή εξυγίανση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού, η συνταξιοδοτική δαπάνη παραμένει, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, η υψηλότερη μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και οι Ευρωπαίοι εταίροι θέλουν να δουν κάποια τάξη στη διαχείριση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού.

Παράλληλα, η φαρμακευτική δαπάνη του Δημοσίου κινείται πολύ πάνω από τον προγραμματισμό, εάν κρίνουμε από τα λεγόμενα rebates, που υπολογίστηκαν γύρω στα 800 εκατ. ευρώ το 2019 και προβλέπεται να ξεπεράσουν το 1 δισ. ευρώ το 2020.

Εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα γκριζάρει η μεταρρυθμιστική εικόνα της κυβέρνησης και μπορεί να τεθούν σε αμφισβήτηση οι εντυπωσιακές κατακτήσεις της, που τη διευκολύνουν στη διαχείριση της κρίσης.

Οι δύο μεγάλοι

Η πορεία του τραπεζικού μας συστήματος θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και από τις επιδόσεις των δύο μεγάλων της Ευρωζώνης, της Γερμανίας και της Γαλλίας.

Η Γερμανία έχει χαλαρώσει την πολιτική της σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, αλλά και την αντιμετώπιση των προβλημάτων του τραπεζικού συστήματος. Δίνει περισσότερες ευκαιρίες στις τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου, διαπιστώνοντας, μέσα από τη διαρκή κρίση της Deutsche Bank, ότι η κατάσταση και στην ίδια τη Γερμανία δεν είναι ειδυλλιακή.

Η επιστροφή, λόγω της επιτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας, της δημοτικότητας της Μέρκελ και των Χριστιανοδημοκρατών σε επίπεδα-ρεκόρ διευκολύνει χειρισμούς που μέχρι πριν από μερικούς μήνες ήταν πολιτικά αδιανόητοι και στηρίζουν αποτελεσματικά την ελληνική οικονομία και το τραπεζικό μας σύστημα.

Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις στη Γαλλία δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Το ΑΕΠ πέφτει με ρυθμούς Ελλάδας, Ιταλίας, Ισπανίας –των αδύναμων κρίκων της Ευρωζώνης–, ίσως και ταχύτερα. Οι μέτριες έως κακές επιδόσεις της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης μπορεί να προκαλέσουν δυσλειτουργίες, ακόμα και κρίση εμπιστοσύνης. Προς το παρόν το δεκαετές ομόλογο του γαλλικού Δημοσίου είναι με αρνητικό επιτόκιο, αλλά η πορεία της οικονομίας, του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους της Γαλλίας είναι ανησυχητική.

Η σημασία του χρόνου

Η Ε.Ε. έχει μπροστά της μια δύσκολη διαπραγμάτευση για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 και το Ταμείο Ανάκαμψης. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, θα χρειαστούν δύο σύνοδοι κορυφής για να καμφθούν οι αντιρρήσεις της Ολλανδίας και άλλων κρατών-μελών που θεωρούν ότι επιβαρύνονται υπέρμετρα από τις προτάσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γι’ αυτό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα συνεχίσει να λειτουργεί μέχρι τα τέλη Ιουλίου - αρχές Αυγούστου, προκειμένου να διευκολύνει την έγκριση και εφαρμογή του φιλόδοξου σχεδίου.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βελτιώνει την πρότασή της και μετατρέπει το 2021 σε έτος εντυπωσιακής χρηματοδότησης βάσει δανείων με εξαιρετικά ευνοϊκό επιτόκιο και επιπλέον κονδυλίων μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πολύ καλά νέα για την ελληνική οικονομία και το τραπεζικό μας σύστημα, γιατί χρειαζόμαστε γρήγορη εκταμίευση στα πλαίσια του Ταμείου Ανάκαμψης, προκειμένου να σταθεροποιηθεί γρήγορα η ελληνική οικονομία και να περάσει στη συνέχεια στη φάση της ανάκαμψης.

Μέχρι τώρα οι ρυθμοί της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης είναι βασανιστικά αργοί. Ακόμη περιμένουμε την εκταμίευση των πρώτων κονδυλίων που έχουν σχέση με το πρόγραμμα απασχόλησης SURE.

Αξιοποίηση των δυνατοτήτων

Η κρίση «τρέχει» με φοβερούς ρυθμούς στην Ελλάδα και στην Ευρωζώνη, γι’ αυτό οι αντιδράσεις μας πρέπει να είναι γρήγορες και αποτελεσματικές.

Κατά την άποψή μου, οι αρμόδιοι πρέπει να κινηθούν για να αξιοποιήσουν όλες τις ευκαιρίες που προσφέρονται.

Για παράδειγμα, το οικονομικό επιτελείο πρέπει να ξεπεράσει τις αναστολές του και να απευθυνθεί στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για να εξασφαλίσει δανεισμό, με περίπου μηδενικό επιτόκιο, μέχρι 2% του ΑΕΠ, με τα χρήματα να πηγαίνουν στην αντιμετώπιση των άμεσων ή έμμεσων συνεπειών της πανδημίας στη δημόσια υγεία.

Ανάλογες συζητήσεις έχουν οδηγήσει σε μεγάλη ένταση στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού της Ιταλίας, με το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα και τον υπουργό Οικονομικών Γκουαλτιέρι να υποστηρίζουν την άμεση προσφυγή στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και το Κίνημα Πέντε Αστέρων να διαφωνεί, επειδή κατά την άποψή του μπορεί να ενισχυθεί η εποπτεία της ιταλικής οικονομίας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας η ενισχυμένη εποπτεία είναι γεγονός και έχουμε κάθε λόγο να αξιοποιήσουμε τις διευκολύνσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ σύμφωνα με την οποία η προσφυγή στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας οδηγεί σε νέες μνημονιακές υποχρεώσεις δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.

Επικεφαλής στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας είναι ο Ρέγκλινγκ, μια προσωπικότητα που χαίρει ευρύτερης αναγνώρισης και έχει και τη βασική ευθύνη για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους. Σε περίπτωση μάλιστα που υπάρξει bad bank με βάση την πρόταση Στουρνάρα και δεν θα έχει αποκλειστικά εθνική διάσταση, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα έχει ενισχυμένο ρόλο στη δημιουργία της και στις σχετικές εγγυήσεις.

Θεωρώ ότι δεν πρέπει να αφήνουμε καμία ευκαιρία ή δυνατότητα να πηγαίνει χαμένη, γιατί η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ρευστή. Με βάση την πρόταση Στουρνάρα, θα δημιουργηθεί εταιρεία διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (asset management company), η οποία θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το σχέδιο «Ηρακλής» για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ θα αντιμετωπιστει και το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε περίοδο χαμηλής κερδοφορίας των τραπεζών.

Στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης φαίνεται να διστάζουν εξαιτίας του δημοσιονομικού κόστους που μπορεί να έχει η δημιουργία μιας bad bank και να θέλουν να αναβάλουν τις σχετικές αποφάσεις.

Θεωρώ ότι η θέση που διατύπωσε ο διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου της ΕΤΕ, Παύλος Μυλωνάς, για το θέμα είναι η σωστή. Κατά τον κ. Μυλωνά, είναι «ευπρόσδεκτη» η λύση μιας bad bank. Τονίζει ότι δεν υπάρχει μόνο μία λύση για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και δηλώνει ανοιχτός σε νέες προτάσεις και λύσεις, τις οποίες η ΕΤΕ θα εξετάσει και θα αξιοποιήσει.

Είναι καλά εκπαιδευμένες

Οι ελληνικές τράπεζες είναι καλά εκπαιδευμένες να λειτουργούν σε συνθήκες κρίσης και έχουν, στην τρίτη μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουν, τις πιθανότητες με το μέρος τους.

Η κρίση που προκαλεί η πανδημία είναι γενική και δεν περιορίζεται σε χώρες-αδύναμους κρίκους της Ευρωζώνης, όπως ήταν η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ελλάδα στην προηγούμενη κρίση. Αυτό δημιουργεί ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις δύο προηγούμενες κρίσεις που αντιμετώπισε το τραπεζικό σύστημα εφόσον οι λύσεις που θα αναζητηθούν θα είναι, υποχρεωτικά, αυτή τη φορά ευρωπαϊκές.

Το τραπεζικό σύστημα ετοιμάζεται, με τη βοήθεια της κυβέρνησης, να στηρίξει την πραγματική οικονομία με ρευστότητα της τάξης των 17 δισ. ευρώ.

Οι τράπεζες έχουν προχωρήσει στην αναστολή δόσεων χιλιάδων πληττόμενων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, όπως και στην ταχεία χρηματοδότηση επιχειρήσεων για να αντιμετωπίσουν τη νέα κρίση.

Η προγραμματισμένη ρευστότητα προς την αγορά κατανέμεται ως εξής: 5 δισ. επιδότηση τόκων, 3 δισ. τα χρηματοδοτικά εργαλεία, 2 δισ. σε ρευστότητα ΤΕΠΙΧ ΙΙ, 7 δισ. σε χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Από την επιδότηση τόκων επιχειρηματικών δανείων επωφελούνται 179.000 επιχειρήσεις, ενώ οι ρυθμίσεις δανείων από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι τον Μάιο του 2020 αφορούν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, 80.000 οφειλέτες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παρά την οικονομική στήριξη που προσφέρει το ελληνικό Δημόσιο, θα υπάρξει ένα νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα αφορά και δάνεια που έχουν ρυθμιστεί αλλά δεν είναι δυνατή η συνέχιση της εξυπηρέτησής τους στις νέες συνθήκες.

Ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος είναι να εξασφαλίσει την επαρκή χρηματοδότηση της σταθεροποίησης και στη συνέχεια της ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας. Πρόκειται για μια δύσκολη αποστολή, η οποία όμως έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, αρκεί να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, να στείλουμε τα σωστά μηνύματα για την οικονομία και να αξιοποιήσουμε –γρήγορα και αποτελεσματικά– όλες τις ευκαιρίες που μας προσφέρονται ή θα δημιουργήσουμε.