Περιμένοντας τον Μπάιντεν - Free Sunday
Περιμένοντας τον Μπάιντεν
Νέες ευκαιρίες, αλλά και υποχρεώσεις για την Ε.Ε.

Περιμένοντας τον Μπάιντεν

Οι προεδρικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στις ΗΠΑ στις 3 Νοεμβρίου έχουν τεράστια σημασία για ολόκληρο τον κόσμο και ειδικά για την Ε.Ε.

Μια νέα τετραετία Τραμπ θα οδηγούσε σε ανυπέρβλητα προβλήματα στη συνεννόηση Ε.Ε.-ΗΠΑ σε μια σειρά ζητημάτων μεγάλης σημασίας και θα προκαλούσε την παραπέρα αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ και του ευρύτερου συστήματος διεθνούς συνεργασίας στο οποίο ηγήθηκαν, επί δεκαετίες, οι ΗΠΑ.

Οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν νίκη Μπάιντεν, ο οποίος φαίνεται να έχει τη λαϊκή ψήφο με το μέρος του. Ταυτόχρονα, όμως, προειδοποιούν ότι δεν αποκλείεται μια έκπληξη υπέρ του Τραμπ, όπως το 2016.

Η προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ δεν κρίνεται στη βάση τού ποιος παίρνει τις περισσότερες ψήφους αλλά στη βάση τού ποιος εξασφαλίζει τους περισσότερους εκλέκτορες από τις διάφορες Πολιτείες.

Με το πέρασμα του χρόνου έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση όπου οι Δημοκρατικοί κυριαρχούν άνετα σε Πολιτείες με μεγάλο πληθυσμό, εξασφαλίζουν όμως αναλογικά με τον αριθμό των ψηφοφόρων λιγότερους εκλέκτορες από τους Ρεπουμπλικάνους, που επικρατούν σε Πολιτείες με μικρότερο πληθυσμό αλλά αναλογικά περισσότερους εκλέκτορες.

Με την εξαίρεση της Πολιτείας του Μέιν και της Νεμπράσκα, οι οποίες μοιράζουν τους εκλέκτορες μεταξύ των προεδρικών υποψηφίων, οι άλλες δίνουν όλους τους εκλέκτορες σε αυτόν που έρχεται πρώτος στις ψήφους.

Εκπαιδευμένοι στη βάση ενός διαφορετικού εκλογικού συστήματος, εμείς θα παρακολουθούμε τα ποσοστά, ενώ τα επιτελεία του Τραμπ και του Μπάιντεν έχουν ήδη εστιάσει την προσοχή τους σε 11 Πολιτείες που θα κρίνουν τον νικητή. Μπορεί η πλειοψηφία των ψηφοφόρων να πάει με τον έναν ή με τον άλλον –οι διαφορές δεν είναι μεγάλες– κι έτσι να προσδιοριστεί ποιος θα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων που εξασφαλίζουν την προεδρία. Οι Πολιτείες αυτές είναι η Πενσιλβάνια, το Οχάιο, η Βόρεια Καρολίνα, η Γεωργία, η Φλόριντα, το Ουισκόνσιν, η Μινεσότα, η Άιοβα, το Τέξας, η Αριζόνα και η Νεβάδα. Το 2016 η Κλίντον κέρδισε με διαφορά στη λαϊκή ψήφο, έχασε όμως στους εκλέκτορες και φυσικά στη μάχη για την προεδρία γιατί η εκστρατεία του Τραμπ ήταν καλύτερα στοχευμένη με τη βοήθεια του διαδικτύου.

Δεν ξέρουμε αν οι Δημοκρατικοί έχουν καλύψει τις ελλείψεις τους σε ό,τι αφορά τον εκλογικό τους αγώνα ή αν ο Τραμπ διατηρεί την ψηφιακή υπεροχή, όπως αφήνει να εννοηθεί η κυριαρχία του στο Twitter.

Το βασικό σενάριο είναι η εκλογή του Μπάιντεν, χωρίς να αποκλείεται η ανατροπή υπέρ του Τραμπ με τη μέθοδο του 2016. Η τελευταία είναι, πάντως, πιο δύσκολη αυτή τη φορά, γιατί με την πολιτική του έχει προκαλέσει μαζική κινητοποίηση Δημοκρατικών ψηφοφόρων οι οποίοι δεν πήγαν να ψηφίσουν το 2016 και στη συνέχεια το μετάνιωσαν.

Με την εκλογή Μπάιντεν μπορούμε να περιμένουμε τις ακόλουθες αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ.

Κίνα, ο γίγαντας

Την τελευταία τετραετία η Κίνα ενίσχυσε τη συγκριτική της θέση έναντι των ΗΠΑ και, απ’ ό,τι φαίνεται, αξιοποιεί τις πολύ καλές επιδόσεις της στην αντιμετώπιση του Covid-19 για να φύγει πολύ μπροστά.

Ο Τραμπ θεωρεί την Κίνα βασικό στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ και προσπαθεί, χωρίς αποτέλεσμα, να περιορίσει την ανάπτυξη και την επιρροή της. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν μπόρεσε να περιορίσει το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας έναντι των ΗΠΑ, ούτε να επιβάλει τους κανόνες του στους ψηφιακούς κολοσσούς της Κίνας, που ενισχύονται συνεχώς σε σχέση με τους αμερικανικούς.

Το βασικό λάθος του Τραμπ είναι ότι προχώρησε στην αναμέτρηση με την Κίνα ανοίγοντας ταυτόχρονα μέτωπο με τους Ευρωπαίους εταίρους. Μόνο μια συνεννόηση ΗΠΑ-Ε.Ε. μπορεί να φέρει αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό με την Κίνα.

Και για τον Μπάιντεν η Κίνα θα είναι ο βασικός στρατηγικός αντίπαλος, αλλά θα επιδιώξει να έχει μια πιο δημιουργική προσέγγιση σε σχέση με τον Τραμπ και να στηριχτεί σε όλες τις συμμαχικές χώρες, από την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα μέχρι τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Σημασία στο ΝΑΤΟ

Το δόγμα «πρώτα η Αμερική» που εφαρμόζει ο Τραμπ έχει οδηγήσει στη σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από πολέμους που δεν μπορούν να κερδηθούν –όπως στο Αφγανιστάν– και στην υποβάθμιση της συμμαχίας του ΝΑΤΟ.

Όπως χαρακτηριστικά είπε ο πρόεδρος της Γαλλίας, Μακρόν, έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, το ΝΑΤΟ είναι «εγκεφαλικά νεκρό».

Ο Μπάιντεν πιστεύει στην Ατλαντική Συμμαχία και θα κάνει ό,τι μπορεί για να την αναζωογονήσει. Στο θέμα όμως του ΝΑΤΟ και της Κίνας θα πρέπει και οι Ευρωπαίοι να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους.

Αποκλείεται να επιβαρύνει ο Μπάιντεν τους Αμερικανούς φορολογούμενους για να σταματήσει ο περιορισμός της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη αν δεν υπάρξει σοβαρή αύξηση των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών κρατών.

Με απόφαση του ΝΑΤΟ προβλέπεται να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες τουλάχιστον στο 2% του ΑΕΠ. Η Γερμανία εξακολουθεί να δίνει το κακό παράδειγμα με δαπάνες μικρότερες του 1,5% του ΑΕΠ, προκαλώντας τη δικαιολογημένη αντίδραση της Ουάσινγκτον.

Αν οι Ευρωπαίοι ενδιαφέρονται να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που θα τους προσφέρει η προεδρία Μπάιντεν, θα πρέπει να κάνουν δύο κινήσεις. Πρώτον, να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες, για να δώσουν κίνητρο στις ΗΠΑ να κάνουν μεγαλύτερη προσπάθεια. Δεύτερον, να αρχίσουν να παίζουν ευρύτερο ρόλο στην περιφέρεια της Ε.Ε., για να διευκολύνουν τις ΗΠΑ να επικεντρωθούν στον στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα.

Έτσι όπως κινείται, η Ε.Ε. δεν φαίνεται να έχει τη δυνατότητα για την προσαρμογή που περιγράφω. Ούτε καν το «πρώτα η Αμερική» του Τραμπ δεν αποτέλεσε κίνητρο για μια σοβαρότερη ευρωπαϊκή προσπάθεια στον τομέα της άμυνας, για να καλυφθεί το κενό ασφάλειας που δημιουργεί η σταδιακή αμερικανική απόσυρση.

Κλίμα και ΠΟΥ

Ενδεχόμενη επικράτηση του Μπάιντεν θα βάλει τέλος στην επικίνδυνη απόσυρση των ΗΠΑ από το διεθνές σύστημα, στη δημιουργία του οποίου πρωταγωνίστησαν.

Με απόφαση του Τραμπ, οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συμφωνία του Παρισιού για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, αποδεσμεύοντας έτσι τις χώρες που είναι μεγάλοι ρυπαντές από βασικές υποχρεώσεις στη μάχη για τη σωτηρία του πλανήτη.

Αυτό θα αλλάξει με πρόεδρο τον Μπάιντεν. Η συνεργασία ΗΠΑ-Ε.Ε. μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε να επιβληθεί, με τη βοήθεια κι άλλων χωρών, διεθνής οικονομική πειθαρχία σε όφελος της προστασίας του περιβάλλοντος.

Με τις κατάλληλες διευθετήσεις θα ανοίξει ο δρόμος και για την επιστροφή των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Ο Τραμπ χρέωσε την πανδημία στην Κίνα και στον ΠΟΥ –τον οποίο θεωρεί φιλοκινεζικό– και στη συνέχεια αποχώρησε από τον διεθνή οργανισμό, σε μια περίοδο κατά την οποία είναι εντελώς αναγκαία η συνεργασία, σε παγκόσμιο επίπεδο, για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Πιο δύσκολη θα αποδειχθεί η επιστροφή των ΗΠΑ στη συμφωνία με το Ιράν –στην οποία πρωταγωνιστούν και ευρωπαϊκές χώρες– για τη μη ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου. Το Ιράν έχει αναπτύξει έναν ευρύτερο αποσταθεροποιητικό ρόλο που ενοχλεί τους Αμερικανούς, ενώ αντιμετωπίζεται ως η βασική απειλή από το Ισραήλ, το οποίο έχει ιδιαίτερα στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ. Επομένως, δεν αρκεί η αλλαγή προέδρου στις ΗΠΑ για την αναβίωση της συμφωνίας με το Ιράν.

Τα «ορφανά» του Τραμπ

Σε περίπτωση επικράτησης του Μπάιντεν θα έχουμε ένα ντόμινο πολιτικών εξελίξεων το οποίο θα διευκολύνει την ανάπτυξη της στρατηγικής της Ε.Ε., αρκεί βέβαια οι Ευρωπαίοι να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους και να μη μείνουν στα λόγια.

Πρώτον, η επικράτηση Μπάιντεν θα είναι ήττα του Μπόρις Τζόνσον στο Ηνωμένο Βασίλειο και διαφόρων «σκληρών», όπως ο Φάρατζ, που πρωταγωνίστησαν στο Brexit.

Οι Δημοκρατικοί ήταν πάντα κατά του Brexit, γιατί θεωρούν ότι όσο ισχυρότερη είναι η Ε.Ε., τόσο το καλύτερο για το ΝΑΤΟ και τη Δυτική Συμμαχία στο σύνολό της.

Τους ενοχλεί επίσης η τάση του Μπόρις Τζόνσον να αθετεί –σε ό,τι αφορά το Brexit– τα συμφωνηθέντα με την Ε.Ε., δημιουργώντας έτσι προβλήματα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, στη Βόρεια Ιρλανδία και στη διατήρηση της συμφωνίας ειρήνευσης μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, η οποία έκλεισε με επιτυχία την πρώτη της εικοσαετία.

Το ιρλανδικό στοιχείο έχει πάντα μεγάλη επιρροή στην αμερικανική πολιτική ζωή και ιδιαίτερα στο Δημοκρατικό Κόμμα. Η οικογένεια Μπάιντεν, όπως και η οικογένεια Κένεντι, έχει ρίζες στην Ιρλανδία.

Το σχέδιο του Τζόνσον για μια «παγκόσμια» Μεγάλη Βρετανία η οποία θα στηρίζεται στην «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ και θα αγνοεί επιδεικτικά την Ε.Ε. είναι πολύ πιθανό να καταρρεύσει σε περίπτωση εκλογής του Μπάιντεν. Ούτως ή άλλως, οι επιδόσεις του Ηνωμένου Βασιλείου στην αντιμετώπιση της πανδημίας και των οικονομικών συνεπειών της είναι κάτω του μετρίου.

Δεύτερον, ο Τραμπ θα λείψει από την ευρωπαϊκή άκρα Δεξιά, αλλά και από τα σκληρά συντηρητικά καθεστώτα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.

Εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς, όπως είναι η Λεπέν και ο Σαλβίνι, τάσσονται ανοιχτά υπέρ της επανεκλογής του Τραμπ, με το σκεπτικό ότι θα συμβάλει στην αποσταθεροποίηση της Ε.Ε., διευκολύνοντας έτσι τη μερική ή συνολική δική τους απόσυρση από την Ε.Ε. Με τον Τραμπ τούς ενώνει ο αντιευρωπαϊσμός και ο εθνικισμός και μια κοινή αντίληψη για τον τρόπο προβολής του ηγέτη και την άσκηση της ηγεσίας.

Σε δύσκολη θέση θα βρεθούν, αν επικρατήσει ο Μπάιντεν, και οι ηγεσίες των κυβερνήσεων της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, οι οποίες υποστηρίζουν το δόγμα της… αντιφιλελεύθερης Δημοκρατίας. Ο Όρμπαν και ο Κατσίνσκι, ισχυροί άνδρες της Ουγγαρίας και της Πολωνίας αντίστοιχα, αξιοποίησαν την καλή τους σχέση με τον Τραμπ για να κρατήσουν σε απόσταση τις Βρυξέλλες και να περιορίσουν την επιρροή της Μέρκελ και του Μακρόν.

Ο Τραμπ ενθάρρυνε τη διαφοροποίησή τους από την Ε.Ε. και έστειλε με διάφορους τρόπους τα μηνύματά του, όπως ήταν ο περιορισμός της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στη Γερμανία και μεταφορά ενός μέρους των αμερικανικών στρατευμάτων στην Πολωνία.

Ο Μπάιντεν, φυσικά, θα αξιοποιήσει το γεγονός ότι οι Πολωνοί και οι Ούγγροι είναι φιλοαμερικανοί εξαιτίας των… σοβιετικών αναμνήσεών τους, αλλά δεν θα ενθαρρύνει αυτούς που θέλουν να αποσυντονίσουν ή και να διαλύσουν την Ε.Ε., γιατί πιστεύει στη στρατηγική της αξία.

Τρίτον, σημαντικό «ορφανό» του Τραμπ θα είναι, αν εκλεγεί ο Μπάιντεν, και ο Ερντογάν. Έχει αναπτύξει μια προσωπική σχέση με τον Αμερικανό πρόεδρο, η οποία επεκτείνεται και στη συνεργασία –πολιτική και, απ’ ό,τι φαίνεται, επιχειρηματική– των δύο γαμπρών τους. Σημαντικό ρόλο στην οικονομική στήριξη του γαμπρού του Τραμπ έχει παίξει με επενδύσεις του το Κατάρ, το οποίο είναι στενός σύμμαχος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και βασικός χρηματοδότης του Ερντογάν και της τουρκικής οικονομίας.

Με τη βοήθεια του Τραμπ, ο Ερντογάν έχει αποθρασυνθεί και έχει κάνει πράγματα τα οποία σε άλλες συνθήκες θα είχαν προκαλέσει τη δυναμική αντίδραση της Ουάσινγκτον. Για παράδειγμα, ο Ερντογάν παραβίασε συστηματικά το εμπάργκο σε βάρος του Ιράν, με το καθεστώς της Άγκυρας να θησαυρίζει και τον Τραμπ να τον καλύπτει. Επίσης, αγόρασε και ανέπτυξε τους ρωσικούς πυραύλους S-400, με την αμερικανική αντίδραση να περιορίζεται στον αποκλεισμό της Τουρκίας από τη συμπαραγωγή των μαχητικών αεροσκαφών F-35 και στη ματαίωση της πώλησης των μαχητικών αεροσκαφών 5ης γενιάς που θα ενίσχυε εντυπωσιακά την τουρκική πολεμική αεροπορία.

Ο Μπάιντεν εκτιμά κι αυτός τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Θα επιδιώξει όμως να θέσει ένα πλαίσιο συμπεριφοράς στον Ερντογάν, εξέλιξη η οποία θα διευκολύνει και την Ελλάδα.

Το ζήτημα της Ρωσίας

Ο Μπάιντεν αναμένεται να είναι πιο αποφασιστικός από τον Τραμπ στη στάση του έναντι της Ρωσίας. Ο τελευταίος εκτιμά ιδιαίτερα αυταρχικούς ηγέτες σαν τον Πούτιν και τον Ερντογάν, με τους οποίους αισθάνεται πιο άνετα.

Η προσέγγιση του Μπάιντεν στη διεθνή πολιτική, με βάση αυτά που έκανε ως αντιπρόεδρος επί Ομπάμα, στηρίζεται περισσότερο στις αρχές και αυτό θα φανεί στον τρόπο αντιμετώπισης του Πούτιν.

Στο ζήτημα της Ρωσίας μπορεί να υπάρξει πρόβλημα συνεννόησης με τους εταίρους της Ε.Ε., ιδιαίτερα με τη Γερμανία και τη Γαλλία. Η Γερμανία επιμένει στην κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2, με τον οποίο θα προμηθεύεται ρωσικό φυσικό αέριο, αυξάνοντας την ενεργειακή και οικονομική συνεργασία της με τη Ρωσία σε βάρος αμερικανικών συμφερόντων και σε επίπεδο στρατηγικής σε βάρος της Ουκρανίας και της Πολωνίας.

Ο Μακρόν, από την πλευρά του, επιχειρεί κάθε τόσο διπλωματικά ανοίγματα στη Ρωσία, παρά το θέμα της Κριμαίας και της ανατολικής Ουκρανίας, επιδιώκοντας μια συνεννόηση με τον Πούτιν που θα μπορούσε να προκαλέσει πρόσθετες δυσκολίες στον Ερντογάν.

Ο Μπάιντεν θα ζητήσει μια στάση αρχών από τους Ευρωπαίους έναντι της Ρωσίας. Γερμανία και Γαλλία, πάντως, θα επιχειρηματολογήσουν υπέρ μιας πιο ευέλικτης προσέγγισης, στη βάση των συμφερόντων τους και με το σκεπτικό να δημιουργηθούν κίνητρα για να μην πέσει η Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας σε ενεργειακά, οικονομικά και άλλα ζητήματα.

Οι κανόνες του ανταγωνισμού

Η απομάκρυνση του Τραμπ από τον Λευκό Οίκο δεν πρόκειται να λύσει τα προβλήματα στις οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε. αλλά μπορεί να δημιουργήσει καλύτερο κλίμα για την αναγκαία διαπραγμάτευση.

Τις ΗΠΑ ενοχλεί το εξαιρετικά υψηλό εμπορικό πλεόνασμα που έχει κυρίως η Γερμανία στις συναλλαγές μαζί τους. Θα θελήσουν κάποια διευθέτηση, την οποία όμως δύσκολα θα δεχτεί η Γερμανία, η οποία έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα. Ο κίνδυνος είναι να δημιουργηθούν εντάσεις που θα επηρεάσουν συνολικά τη συνεργασία των ΗΠΑ με την Ε.Ε.

Η γερμανική μέθοδος «επιδιώκουμε και επιτυγχάνουμε ρεκόρ πλεονάσματος, περιορίζουμε την οικονομική συμβολή μας στην κάλυψη των αναγκών του ΝΑΤΟ και δεν αναλαμβάνουμε ρίσκο σε περιφερειακές χώρες» δεν πρόκειται να γίνει δεκτή από τον Μπάιντεν.

Σοβαρές τριβές θα υπάρξουν και σε ό,τι αφορά τη φορολογία των αμερικανικών πολυεθνικών της ψηφιακής οικονομίας που κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή αγορά. Η Ε.Ε. επιδιώκει φορολογική ρύθμιση στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ η οποία θα δεσμεύει και τις ΗΠΑ. Ο Τραμπ στάθηκε εμπόδιο σε αυτή την εξέλιξη. Ο Μπάιντεν –ο οποίος τάσσεται δημόσια υπέρ της φορολόγησης των υπερκερδών των ψηφιακών κολοσσών– θα συνεννοηθεί με την Ε.Ε. μόνο αν υπάρξει εμπορικό αντιστάθμισμα για τις ΗΠΑ.

Ο κόσμος άλλαξε

Ορισμένες από τις αλλαγές που παρατηρήθηκαν στην αμερικανική πολιτική επί Τραμπ είχαν ξεκινήσει επί Ομπάμα. Χαρακτηριστική η στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία και την Κίνα, εφόσον και επί Ομπάμα υπήρξε μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας σε αυτή την κατεύθυνση.

Επί Τραμπ συνεχίστηκε η πορεία που είχε χαραχτεί επί Ομπάμα –για παράδειγμα, σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από επικίνδυνες περιοχές στρατηγικής σημασίας και σχετική υποβάθμιση της σχέσης με τους Ευρωπαίους–, αλλά αυτό έγινε με έναν βάναυσο τρόπο και χωρίς καμία συνεννόηση με παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ.

Δεν υπάρχει πάντως επιστροφή στον προ Τραμπ κόσμο, γιατί απλούστατα έχουν γίνει θεαματικές αλλαγές που επηρεάζουν τις εξελίξεις. Η Κίνα είναι πλέον πανίσχυρη, η Ε.Ε. έχει αποδυναμωθεί λόγω Brexit και εσωτερικών προβλημάτων, η σταδιακή απόσυρση των ΗΠΑ έχει δημιουργήσει κενά εξουσίας που καλύπτουν άλλοι παίκτες –όχι πάντα ισχυροί, αλλά αποφασισμένοι–, όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία.

Είναι λάθος, λοιπόν, να περιμένουμε ότι η επικράτηση Μπάιντεν θα ανοίξει τον δρόμο για την επιστροφή σε μια παραλλαγή της περιόδου Ομπάμα. Ο κόσμος εξελίσσεται με εντυπωσιακή ταχύτητα και στις αλλαγές που σημειώνονται παίζει ρόλο καταλύτη και η πανδημία. Η επικράτηση Μπάιντεν δεν καταργεί φυσικά τις αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει, αλλά θα δημιουργήσει ευνοϊκότερες συνθήκες για κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης των προκλήσεων και αναβάθμιση της σχέσης ΗΠΑ-Ε.Ε. που τόσο δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας.