Νέες προκλήσεις για τους πέντε μεγάλους της Ε.Ε. - Free Sunday
Νέες προκλήσεις για τους πέντε μεγάλους της Ε.Ε.
Λεπτές ισορροπίες και αντιφατικές κινήσεις υπό την πίεση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης.

Νέες προκλήσεις για τους πέντε μεγάλους της Ε.Ε.

Οι πέντε μεγαλύτερες χώρες της Ε.Ε. –Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία– βρίσκονται αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις εξαιτίας της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης που συνδέεται με αυτήν.

Στις μεγάλες δυσκολίες προστίθενται οι αναπόφευκτοι πολιτικοί υπολογισμοί, που κάνουν την εικόνα πιο σύνθετη και οδηγούν σε ορισμένες περιπτώσεις σε αντιφατικές κινήσεις.

Το προσωρινό, ελπίζω, βέτο της Πολωνίας στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί, για παράδειγμα, να συμβάλει στην πολιτική και οικονομική αποσταθεροποίηση της Ισπανίας και της Ιταλίας, οι οποίες περιμένουν, όπως η Ελλάδα, τις δωρεάν οικονομικές ενισχύσεις και τα δάνεια με προνομιακά επιτόκια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης για να επιστρέψουν σε πορεία οικονομικής ανάπτυξης.

Το δεύτερο κύμα

Το δεύτερο κύμα της πανδημίας έχει χτυπήσει σκληρά τις πέντε μεγαλύτερες χώρες της Ε.Ε. Οι θάνατοι από κορονοϊό προστίθενται στους θανάτους του πρώτου κύματος, για να δώσουν εφιαλτικούς αριθμούς, οι οποίοι συνολικά για τους πέντε μεγάλους της Ε.Ε. είναι χειρότεροι από αυτούς που καταγράφονται στις ΗΠΑ, λαμβάνοντας υπόψη και τη διαφορά στον πληθυσμό.

Η Ιταλία πρώτη και αμέσως μετά η Γαλλία έσπασαν το φράγμα των 50.000 θανάτων. Την Τρίτη 24 Νοεμβρίου η Ισπανία, με 537 θανάτους, πραγματοποίησε ημερήσιο ρεκόρ κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Ρεκόρ πραγματοποιήθηκε την ίδια μέρα και στην Ιταλία, με 853 θανάτους.

Ανάλογη είναι η κατάσταση στη Γαλλία, όπου όμως οι στατιστικές καταγράφονται ξεχωριστά σε ό,τι αφορά τους θανάτους στα νοσοκομεία και τους θανάτους εκτός νοσοκομείων, σε γηροκομεία και στα σπίτια.

Η Ιταλία με 51.306 θανάτους από τον κορονοϊό στη διάρκεια της πανδημίας, η Γαλλία με 50.237 και η Ισπανία με 43.668 έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα.

Ακολουθεί η Πολωνία, η οποία την Τρίτη 24 Νοεμβρίου κατέγραψε 540 θανάτους, για να φτάσει το σύνολο στους 14.314. Η Πολωνία ακολουθεί ανάλογη πορεία με την Ελλάδα, εφόσον είχε εξαιρετικές επιδόσεις στο πρώτο κύμα της πανδημίας, αλλά, δυστυχώς, ακολουθεί τον ευρωπαϊκό κανόνα στη διάρκεια του δεύτερου κύματος.

Τις καλύτερες επιδόσεις στην αντιμετώπιση της πανδημίας εμφανίζει η Γερμανία, η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό μεταξύ των «27». Την Τρίτη 24 Νοεμβρίου ο ημερήσιος αριθμός θανάτων ήταν 294 και το άθροισμα 13.554. Ανάλογα με τον πληθυσμό, η Γερμανία έχει καλύτερες επιδόσεις από την Ελλάδα, ενώ στο πρώτο κύμα η Ελλάδα είχε το απόλυτο πλεονέκτημα.

Παρά την έξαρση της πανδημίας, οι κυβερνήσεις των πέντε μεγαλύτερων χωρών της Ε.Ε. προσπαθούν, με διάφορους τρόπους, να χαλαρώσουν τα μέτρα ενόψει Χριστουγέννων. Επιδιώκουν να περιορίσουν τη ζημιά στην οικονομία από ένα αυστηρό lockdown και να ενισχύσουν κάπως την ψυχολογία των πολιτών, οι οποίοι εμφανίζονται κουρασμένοι από τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας. Κάνουν και τους αναπόφευκτους πολιτικούς υπολογισμούς και προσπαθούν να αποφύγουν μια δημοσκοπική καθίζηση που θα κάνει πιο δύσκολο τον πολιτικό σχεδιασμό τους.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποιεί ότι ο ευρωπαϊκός τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνος. Χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του ειδικού απεσταλμένου του ΠΟΥ, Ντέιβιντ Ναμπάρο, για κίνδυνο ξεσπάσματος τρίτου κύματος στην Ευρώπη στις αρχές του 2021, αν συνεχιστεί η «ελλιπής» αντίδραση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Όπως τόνισε: «Έχασαν την ευκαιρία να αναπτύξουν την αναγκαία υποδομή στη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, αφού είχαν θέσει το πρώτο κύμα υπό έλεγχο. Τώρα έχουμε το δεύτερο κύμα. Αν δεν αναπτύξουν την αναγκαία υποδομή, θα έχουμε ένα τρίτο κύμα στις αρχές του επόμενου χρόνου».

Υπογράμμισε ότι ο ιός διασπείρεται εκθετικά και όχι γραμμικά, κάτι το οποίο δεν αντανακλάται στις πολιτικές αποφάσεις. Όπως είπε: «Εκθετικά σημαίνει πως οι αριθμοί μπορεί να αυξηθούν κατά 8 φορές μέσα σε μία εβδομάδα, 40 φορές σε δύο εβδομάδες, 300 φορές σε τρεις εβδομάδες, πάνω από 1.000 φορές σε τέσσερις εβδομάδες».

Ο Ναμπάρο υπέδειξε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να διδαχτούν από τα ασιατικά κράτη, που ακολουθούν μια αυστηρή πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας και δεν χαλαρώνουν τα μέτρα. Αυτή είναι η βασική θέση που υποστηρίζω σε όλες μου τις δημόσιες παρεμβάσεις και διατρέχει τις 405 σελίδες του βιβλίου μου «Στον λαβύρινθο της πανδημίας». Η υιοθέτησή της, εντελώς αναγκαία στις σημερινές συνθήκες, προσκρούει στο λεγόμενο πολιτικό κόστος και σε μια πολιτική έως μικροπολιτική διαχείριση της πανδημίας από ορισμένες κυβερνήσεις.

Αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις στην Ευρώπη στηρίζουν τη στρατηγική τους στην εκτίμηση ότι τα εμβόλια θα δώσουν σχετικά σύντομα τη λύση στο πρόβλημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ε.Ε. έχει κλείσει συμφωνίες για αγορά εμβολίων που αναπτύσσονται και πρόκειται να παραχθούν από τις Pfizer-BioNTech, AstraZeneca - Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, CureVac, Sanofi-GSK, Johnson & Johnson, Moderna.

Συνολικά η Ε.Ε. έχει εξασφαλίσει περίπου 2 δισεκατομμύρια δόσεις για συνολικό πληθυσμό περίπου 450 εκατομμυρίων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική στη διαπραγμάτευση της προμήθειας και της τιμής των εμβολίων για λογαριασμό όλων των κρατών-μελών. Τα εμβόλια θα παραδίδονται στα κράτη-μέλη την ίδια χρονική στιγμή σε δόσεις ανάλογες με τον πληθυσμό τους. Από άποψη εμβολίων, η Ε.Ε. προστατεύει καλύτερα απ’ όλους τον πληθυσμό των «27».

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η αποτελεσματικότητα των εμβολίων δικαιολογεί τη συγκριτικά χαλαρή στάση των Ευρωπαίων και ποιος ακριβώς είναι ο χρονικός ορίζοντας για τον ασφαλή και αποτελεσματικό εμβολιασμό του συνόλου του πληθυσμού. Πριν από λίγες εβδομάδες η γενική εικόνα ήταν για ολοκλήρωση του εμβολιασμού το επόμενο φθινόπωρο και επιστροφή στην κανονικότητα τον χειμώνα του 2021-2022. Τώρα επικρατούν πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, για ολοκλήρωση του εμβολιασμού στα τέλη της άνοιξης - αρχές καλοκαιριού και επιστροφή στην κανονικότητα προς τα τέλη του καλοκαιριού. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η βελτίωση των προγνώσεων οφείλεται στη θεαματική πρόοδο της επιστήμης ή στις πολιτικές ανάγκες των κυβερνήσεων.

Δεκαπέντε χρόνια με Μέρκελ

Το δεύτερο κύμα της πανδημίας συνέπεσε με τη συμπλήρωση της 15ετίας Μέρκελ στην καγκελαρία. Η δημοτικότητά της βρίσκεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Οι Γερμανοί εκτιμούν τις καλές επιδόσεις της κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών στην προστασία της δημόσιας υγείας και στον περιορισμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Το γερμανικό ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί γύρω στο 5% το 2020, ενώ η πτώση για τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία θα είναι διψήφια.

Παρά τη συγκριτικά καλή εικόνα της Γερμανίας, υπάρχουν αρκετά προβλήματα και εκκρεμότητες.

Πρώτον, η Μέρκελ έχει δηλώσει ότι δεν θα κατέβει στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου και αυτό δημιουργεί μια σχετική αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα. Δεν είναι βέβαιο ότι η δημοτικότητα της Μέρκελ θα μεταφραστεί αυτή τη φορά σε ψήφο υπέρ του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.

Δεύτερον, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα δεν έχει λύσει ακόμη το θέμα της διαδοχής της Μέρκελ στην ηγεσία του και ποιος θα είναι ο υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών. Το κομματικό συνέδριο που θα πάρει τις αποφάσεις αναβάλλεται συνεχώς λόγω της πανδημίας και αυτό ενισχύει τις εσωκομματικές εντάσεις.

Τρίτον, λόγω της ομοσπονδιακής δομής της Γερμανίας υπάρχουν αρκετά προβλήματα συντονισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τις κυβερνήσεις των 16 κρατιδίων. Η γραμμή Μέρκελ είναι υπέρ ενός light lockdown, με ανοιχτά σχολεία και καταστήματα, το οποίο όμως πρέπει να εφαρμόζεται με σύστημα και πειθαρχία για να αποδώσει. Οι πρωθυπουργοί των κρατιδίων διεκδικούν συχνά μεγαλύτερη χαλάρωση, ανάλογη και με τις τοπικές ανάγκες.

Τέταρτον, η γερμανική προεδρία στην Ε.Ε. ανέδειξε τους πολιτικούς περιορισμούς που ισχύουν και για τη χώρα με την ισχυρότερη οικονομία ανάμεσα στις «27».

Η Μέρκελ έκανε ένα εντυπωσιακό ευρωπαϊκό άνοιγμα προωθώντας το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά σε άλλα ζητήματα, όπως η αλλαγή του τρόπου αντιμετώπισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού και η διαχείριση των διαρκών προκλήσεων του Ερντογάν, η γερμανική προεδρία δεν μπόρεσε να προσφέρει πολλά.

Αυτό αποκτά μεγάλη σημασία ενόψει του περάσματος από την προεδρία Τραμπ στην προεδρία Μπάιντεν στις ΗΠΑ. Ο επόμενος πρόεδρος θα δώσει περισσότερες ευκαιρίες στη συνεργασία με την Ε.Ε., πολλά όμως θα εξαρτηθούν από τη δυνατότητα των Ευρωπαίων να ανταποκριθούν, η οποία, αν κρίνουμε από τη γερμανική προεδρία, είναι αρκετά περιορισμένη.

Πέμπτον, η Εναλλακτική για τη Γερμανία και γενικότερα η άκρα Δεξιά επιδιώκει πάντα την αποσταθεροποίηση του δημοκρατικού συστήματος. Σε αυτή τη φάση εκφράζει όσους διαμαρτύρονται για τα μέτρα, ακόμη και τους αρνητές του κορονοϊού. Με τους Χριστιανοδημοκράτες να καταγράφουν υψηλά ποσοστά και τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους να δίνουν μάχη για τη δεύτερη θέση, η δημοκρατική συνέχεια και ομαλότητα μοιάζουν εξασφαλισμένες. Όμως η στρατηγική της άκρας Δεξιάς προκαλεί αρκετές δυσλειτουργίες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Το ρίσκο του Μακρόν

Πιο δύσκολη είναι η κατάσταση στη Γαλλία, τη χώρα με τη δεύτερη σημαντικότερη οικονομία στην Ε.Ε.

Η Γαλλία δεν δείχνει την ίδια αποτελεσματικότητα με τη Γερμανία στην αντιμετώπιση της πανδημίας παρά την πρωτοφανή αύξηση των δημοσίων δαπανών, η οποία οδηγεί –όπως και στις άλλες χώρες– σε σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους.

Ο Μακρόν και το κόμμα του υπέστησαν μεγάλη ήττα στις δημοτικές εκλογές, ενώ μετακινείται πολιτικά προς τα δεξιά, περιορίζοντας την πολυσυλλεκτικότητα του κόμματός του και προκαλώντας κάποια αναταραχή στο εσωτερικό του.

Σε αυτή τη φάση ο πρόεδρος της Γαλλίας αναλαμβάνει διπλό πολιτικό ρίσκο. Την Τρίτη 24 Νοεμβρίου ανακοίνωσε τη χαλάρωση των μέτρων κατά της πανδημίας σε τρεις φάσεις, χωρίς αυτό να δικαιολογείται απόλυτα στη βάση των επιδημιολογικών στοιχείων.

Από το Σαββατοκύριακο 28-29 Νοεμβρίου ανοίγουν τα κομμωτήρια και τα καταστήματα ρούχων με ενισχυμένα μέτρα προστασίας. Από την Τρίτη 1 Δεκεμβρίου ανοίγουν οι εκκλησίες –οι οποίες όμως δεν θα υποδέχονται πάνω από 30 πιστούς ταυτόχρονα– και οι χώροι πολιτισμού υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Οι πολίτες θα μπορούν να ασκούνται σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την κατοικία τους και για τρεις ώρες, ενώ μέχρι σήμερα η άσκηση επιτρέπεται για μία ώρα και σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από την κατοικία τους.

Η γαλλική κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο τον περιορισμό των νέων κρουσμάτων σε κάτω από 5.000 την ημέρα μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, για να επιτραπούν στη συνέχεια οι μετακινήσεις και τα ταξίδια την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Θα εξακολουθήσει να ισχύει η απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 7 το πρωί με ορισμένες βασικές εξαιρέσεις, ενώ θα υπάρξουν ειδικές διευκολύνσεις για την παραμονή των Χριστουγέννων και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Αν όλα πάνε καλά, στις 20 Ιανουαρίου θα υπάρξει τρίτη φάση χαλάρωσης, με άνοιγμα εστιατορίων, μπαρ και κλαμπ.

Είναι φανερό ότι ο πρόεδρος Μακρόν και ο πρωθυπουργός Καστέξ αναλαμβάνουν μεγάλο ρίσκο σε θέματα δημόσιας υγείας, σε μια προσπάθεια να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα και να περιορίσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Τα τελευταία χρόνια η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφράζεται στη Γαλλία συχνά με βίαιο τρόπο, κυρίως με πρωτοβουλία του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων. Για να επιβάλουν τον νόμο και την τάξη, ο φιλελεύθερος Μακρόν και η κυβερνητική πλειοψηφία, υποστηριζόμενη από την κεντροδεξιά αντιπολίτευση, προώθησαν στη Βουλή νόμο για τη συνολική ασφάλεια, με τον οποίο δίνονται νέες δυνατότητες στην αστυνομία και επιβάλλονται περιορισμοί στην «κακόπιστη» δημοσιογραφική κάλυψη της δράσης των αστυνομικών.

Η Αριστερά, οι ενώσεις των δημοσιογράφων, πολλοί διανοούμενοι και με τον τρόπο της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατήγγειλαν ή διαχώρισαν τη θέση τους από την πρωτοβουλία Μακρόν. Ο Γάλλος πρόεδρος έχει κατά νου την αναμέτρηση των προεδρικών εκλογών του 2022, όπου το πιθανότερο σενάριο, με βάση τις δημοσκοπήσεις, είναι μια νέα μονομαχία του με τη Λεπέν.

Μετακινούμενος προς τα δεξιά, της περιορίζει τον πολιτικό χώρο, αλλά μπορεί να έχει σημαντικές απώλειες προς το Κέντρο και την Αριστερά. Εκτιμά ότι οι κακές σχέσεις Σοσιαλιστών, ριζοσπαστικής Αριστεράς και Οικολόγων θα τον προστατεύσουν τελικά από δυσάρεστες εκπλήξεις.

Το πρόβλημα με τον Μακρόν είναι ότι η λαϊκή διαμαρτυρία είχε εκδηλωθεί πριν από την πανδημία και μπορεί να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις μετά την αντιμετώπιση της πρόκλησης του κορονοϊού.

Σε ό,τι αφορά την Ε.Ε., η Γαλλία κάνει φιλόδοξες προτάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες καλύπτουν την Ελλάδα, χωρίς όμως να μπορεί να τις προωθήσει αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, υποδέχεται τον Μπάιντεν επιμένοντας στη στρατηγική αυτονομίας της Ε.Ε. έναντι των ΗΠΑ, ενώ οι Βρυξέλλες έχουν πρόβλημα στην αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και στην προώθηση της συνεργασίας Ευρωπαίων και Αμερικανών στο ΝΑΤΟ ύστερα από την τετραετία Τραμπ.

Το βέτο της Πολωνίας

Τη συνεργασία για την έξοδο από την κρίση δυσκολεύει το βέτο που άσκησε η κυβέρνηση της Πολωνίας μαζί με την κυβέρνηση της Ουγγαρίας για τη χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Οι δύο υπερσυντηρητικές κυβερνήσεις αντιτίθενται στην απόφαση των ευρωπαϊκών θεσμών με την οποία συνδέονται οι χρηματοδοτήσεις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης προς τα κράτη-μέλη με τον σεβασμό εκ μέρους τους των κανόνων του κράτους Δικαίου.

Η κυβέρνηση της Πολωνίας κατηγορείται μεταξύ των άλλων ότι επιχειρεί τον έλεγχο της Δικαιοσύνης με την πρόωρη συνταξιοδότηση δικαστικών λειτουργών που δεν ελέγχονται πολιτικά. Αντιδρώντας στην πρωτοβουλία των ευρωπαϊκών θεσμών, η κυβέρνηση της Πολωνίας μπλόκαρε τους προϋπολογισμούς της περιόδου 2021-2027. Χωρίς συγκεκριμένο προϋπολογισμό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να βγει στις αγορές για να αντλήσει 750 δισ. ευρώ για την κάλυψη των αναγκών του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Τον λογαριασμό του πολωνικού βέτο κινδυνεύουν να πληρώσουν τα κράτη-μέλη που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τις πρόσθετες δωρεάν οικονομικές ενισχύσεις της Ε.Ε., όπως η Ιταλία και η Ισπανία.

Η Πολωνία βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση, με την κυβέρνησή της να εκφράζει έναν εθνικισμό, αποτέλεσμα της καταπίεσης που γνώρισαν οι Πολωνοί σε βάθος χρόνου από τη Γερμανία και κυρίως από τη Ρωσία και τη Σοβιετική Ένωση. Οι πολίτες είναι φιλοευρωπαίοι σε συντριπτικό ποσοστό, γιατί αναγνωρίζουν τη συμβολή της Ε.Ε. στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο στη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας, ενώ με το πέρασμα του χρόνου αναπτύσσεται η κοινωνία των πολιτών.

Η πολωνική οικονομία θα χάσει πολλά αν η κυβέρνηση επιμείνει στο βέτο. Γι’ αυτό στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι η Βαρσοβία τελικά θα υποχωρήσει και ανησυχούν περισσότερο για τη στάση της κυβέρνησης Όρμπαν στην Ουγγαρία.

Η διαδικασία για την έγκριση και λειτουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης καθυστερεί και μοιάζει πλέον πρακτικά αδύνατο να εκταμιευθούν σοβαρά ποσά πριν από το γ΄ ή το δ΄ τρίμηνο του 2021.

Ιταλία-Ισπανία, ίδια προβλήματα

Οι επιδόσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας είναι κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ο αριθμός των θανάτων είναι εξαιρετικά υψηλός σε σχέση με τον πληθυσμό –μόνο το Βέλγιο έχει μεγαλύτερο πρόβλημα–, ενώ η πτώση του ΑΕΠ το 2020 θα είναι διψήφια, πιθανόν πάνω από 12% στην περίπτωση της Ισπανίας.

Τα κοινά χαρακτηριστικά των δύο χωρών συνοψίζονται ως εξής:

Πρώτον, μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό, τις υπηρεσίες, την εστίαση, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις πολύ μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, συγκρίσιμη με της Ελλάδας.

Δεύτερον, πολιτικά ετερόκλητες κυβερνήσεις που δεν έχουν σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στην Ισπανία ο συνασπισμός Σοσιαλιστών-Podemos δυσκολεύεται να περάσει τον προϋπολογισμό και το ίδιο ισχύει, ως έναν βαθμό, στην Ιταλία με τον κυβερνητικό συνασπισμό Δημοκρατικού Κόμματος - Κινήματος Πέντε Αστέρων.

Τρίτον, οι διαφορές μεταξύ των κυβερνητικών κομμάτων κάνουν λιγότερο αποτελεσματική την αντιμετώπιση της κρίσης και στέκονται σε πολλές περιπτώσεις εμπόδιο στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Τέταρτον, την κατάσταση περιπλέκει η πολιτική αντιπαλότητα μεταξύ των κυβερνήσεων και πολλών περιφερειών.

Πέμπτον, η Ιταλία είναι ήδη υπερχρεωμένη και η Ισπανία την ακολουθεί με ταχύτητα σε μια πορεία υπερχρέωσης. Η αύξηση του δημόσιου χρέους, σε συνδυασμό με την αδυναμία προώθησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, μπορεί να οδηγήσει τις δύο χώρες σε μια μεγάλης διάρκειας περίοδο οικονομικής στασιμότητας.

Έκτον, όπως η Ελλάδα, στηρίζουν πάρα πολλά στις πρόσθετες οικονομικές ενισχύσεις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, οι οποίες όμως αμφισβητούνται ως έναν βαθμό από τους λεγόμενους «φειδωλούς» και καθυστερούν εξαιτίας του βέτο της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.