Οι τράπεζες ξανά στο προσκήνιο - Free Sunday
Οι τράπεζες ξανά στο προσκήνιο
Αυτή τη φορά μπορεί να είναι μέρος της λύσης.

Οι τράπεζες ξανά στο προσκήνιο

Για την ευρύτερη κοινή γνώμη το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αποτελεί μέρος του προβλήματος της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.

Αυτή η αυστηρή κρίση βασίζεται στη μεγάλη αύξηση του ιδιωτικού χρέους κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών προς τις τράπεζες. Οι δυσκολίες εξυπηρέτησης αυτού του χρέους έχουν οδηγήσει σε ευρωπαϊκό ρεκόρ κόκκινων δανείων και σε μια ατελείωτη συζήτηση για το ποιος ευθύνεται για τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε.

Οι περισσότεροι πολίτες δείχνουν στην κατεύθυνση των τραπεζών, με το σκεπτικό ότι οι χρεώσεις τους είναι υπερβολικές και η διάθεση και δυνατότητά τους να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία περιορισμένες. Από την πλευρά τους, τα τραπεζικά στελέχη υποστηρίζουν ότι το τραπεζικό σύστημα υπονομεύτηκε με ευθύνη του Δημοσίου και των πολιτικών στην κρίση του 2010 και του 2015. Τονίζουν επίσης ότι υπάρχει πρόβλημα με την «κουλτούρα πληρωμών» που έχει αναπτυχθεί στη χώρα μας, με πολλούς δανειολήπτες να αποφεύγουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, ενώ έχουν τις δυνατότητες. Τέλος, επισημαίνουν ότι σε πολλές περιπτώσεις η αρνητική χρηματοδότηση της οικονομίας έχει σχέση και με την απροθυμία ή την αδυναμία πολλών μικρομεσαίων και πολύ μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων να υποβάλουν αίτημα δανειοδότησης.

Αυτού του είδους οι συζητήσεις προβλέπεται να συνεχιστούν. Για πρώτη φορά όμως μετά από πολύ καιρό οι τράπεζες έρχονται στην επικαιρότητα με θετικό τρόπο. Αυτό οφείλεται σε πρωτοβουλίες που εξελίσσονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στην καλή προοπτική της ελληνικής οικονομίας και στα εμβόλια, που εκτιμάται ότι μέχρι το φθινόπωρο του 2021 θα έχουν περιορίσει δραστικά την απειλή της πανδημίας για τη δημόσια υγεία και την οικονομία.

Επιτάχυνση τραπεζικής ένωσης

Στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου –στην οποία είμαι πλήρες μέλος για δεύτερη πενταετία– δίνω εδώ και καιρό μαζί με άλλους συναδέλφους μάχη υπέρ της τραπεζικής ένωσης και της ένωσης κεφαλαιαγορών. Υποστηρίζω την αναγκαιότητα προώθησης της τραπεζικής ένωσης –ο επίσημος στόχος είναι για το 2025–, εκτιμώντας ότι θα ενισχύσει τη ζώνη του ευρώ και κυρίως την ελληνική οικονομία, η οποία μετά την κρίση του 2010 και του 2015 έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα με το τραπεζικό της σύστημα.

Κι ενώ μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι κυρίως λόγω των αντιρρήσεων της Γερμανίας και της Ολλανδίας είμαστε καταδικασμένοι σε ένα είδος στασιμότητας, ήρθαν εντυπωσιακές εξελίξεις κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου. Το Eurogroup και η σύνοδος κορυφής του Δεκεμβρίου προώθησαν την αλλαγή της συνθήκης για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), ώστε να μετατραπεί σε χρηματοδοτική δικλείδα ασφαλείας για το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης των τραπεζών της Ευρωζώνης (Single Resolution Fund – SRF), χορηγώντας σε αυτό δάνεια, σε περίπτωση ανάγκης.

Η δικλείδα ασφαλείας θα ενεργοποιηθεί από τις αρχές του 2022 –δύο χρόνια πριν από το σχετικό χρονοδιάγραμμα– και θα καλύψει για ένα διάστημα τις ελλείψεις στη χρηματοδότηση του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης από τις ίδιες τις τράπεζες.

Πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική απόφαση, που επιταχύνει την πορεία προς την τραπεζική ένωση και ενισχύει τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος σε δύσκολους καιρούς.

Απ’ ό,τι φαίνεται, επιταχύνεται και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme). Οι αρμόδιοι βρίσκονται σε αναζήτηση ενός υβριδικού μοντέλου, που θα στηρίζεται στα υφιστάμενα εθνικά ταμεία εγγύησης των καταθέσεων και θα συμπληρώνεται από ένα κεντρικό ευρωπαϊκό ταμείο για την αντασφάλιση των εθνικών συστημάτων.

Επί γερμανικής προεδρίας το Eurogroup και οι Ευρωπαίοι ηγέτες πάτησαν γκάζι με πορεία την τραπεζική ένωση. Πρόκειται για τη δεύτερη σημαντική αλλαγή στη γερμανική πολιτική ύστερα από την αποδοχή, εκ μέρους της κ. Μέρκελ, της χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης μέσω κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το γερμανικό «όχι» στην αμοιβαιοποίηση του χρέους και το «όχι» στην επιτάχυνση της τραπεζικής ένωσης ήταν σταθερά μαζί μας στις εργασίες της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και η εγκατάλειψή τους με πρωτοβουλία της καγκελαρίου είναι πραγματικά καλά νέα.

Η ΕΚΤ πάντα στο ύψος της

Καλά νέα για την ευρωπαϊκή οικονομία και το τραπεζικό σύστημα έχουμε και από τις αποφάσεις που πήρε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου.

Αποφασίστηκε η αύξηση του προγράμματος αγοράς κρατικών και εταιρικών ομολόγων κατά της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) και μεγάλη παράταση στην εφαρμογή του.

Το PEPP αυξήθηκε κατά 500 δισ. ευρώ, στα 1,850 τρισ. ευρώ. Επρόκειτο να λήξει τον Ιούνιο του 2021, αλλά θα παραταθεί τουλάχιστον μέχρι τον Μάρτιο του 2022.

Η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στέλνει σταθερά το μήνυμα ότι η Τράπεζα θα συνεχίσει τις εντυπωσιακές παρεμβάσεις της μέχρις ότου αφήσουμε οριστικά πίσω μας την πανδημία και επιστρέψει η Ευρωζώνη σε πορεία σταθερής ανάπτυξης με θετικό πληθωρισμό λίγο κάτω από το 2%, όπως είναι ο καταστατικός στόχος της ΕΚΤ.

Η ΕΚΤ θα επιμείνει και στον μακροπρόθεσμο δανεισμό προς τις τράπεζες με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, ο οποίος καταλήγει στην οικονομική στήριξή τους, προκειμένου να έχουν το κίνητρο να αυξήσουν τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Το άμεσο αποτέλεσμα των αποφάσεων του Δ.Σ. της ΕΚΤ είναι νέα υποχώρηση των επιτοκίων δανεισμού των κρατών της Ευρωζώνης σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Μέχρι και η Πορτογαλία, η οποία ήταν μαζί με την Ελλάδα ένα από τα θύματα της κρίσης του 2010, διαθέτει τα δεκαετή ομόλογα του Δημοσίου με αρνητικό επιτόκιο, οριακά κάτω από το 0%. Με τις αποφάσεις της η ΕΚΤ προσφέρει νέες δυνατότητες στις ελληνικές τράπεζες, ασκεί πίεση υπέρ της μείωσης και των ελληνικών επιτοκίων και ανοίγει τον δρόμο για την αγορά επιπλέον 10-15 δισ. ελληνικών ομολόγων, διευκολύνοντας τον δανεισμό του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.

Η επιτάχυνση της πορείας προς την τραπεζική ένωση και οι δυναμικές και δημιουργικές παρεμβάσεις της ΕΚΤ συμπληρώνονται και από άλλες πρωτοβουλίες, για να αλλάξουν το κλίμα και την προοπτική του ευρωπαϊκού και του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Πιο κοντά στην bad bank

Ο επικεφαλής της εποπτικής αρχής τραπεζών της ΕΚΤ, Αντρέα Ενρία, επιμένει στην προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής bad bank.

Εκτιμά ότι τα κόκκινα δάνεια μπορεί να φτάσουν εξαιτίας της πανδημίας στα 1,4 τρισ. ευρώ, ξεπερνώντας το ύψος των κόκκινων δανείων κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης, και θεωρεί ότι οι προβλέψεις των ευρωπαϊκών τραπεζών έναντι των κόκκινων δανείων είναι χαμηλότερες σε σχέση με την προηγούμενη κρίση και με εκείνες των αμερικανικών τραπεζών.

Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του (ΕΡΤ, 28/11/2020): «Η προηγούμενη κρίση μάς δίδαξε ότι αν δεν εξυγιάνουμε γρήγορα τους ισολογισμούς των τραπεζών, οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν να στηρίξουν μια ταχύτερη ανάκαμψη και να βοηθήσουν τις οικονομίες μας να επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδα».

Η πρόταση Ενρία προσκρούει κι αυτή στις επιφυλάξεις της Γερμανίας, της Ολλανδίας και άλλων «βορείων». Θεωρούν ότι με τη μέθοδο της bad bank μπορεί να φορτωθούν λογαριασμούς που οφείλονται στα προβλήματα των τραπεζικών συστημάτων «νότιων» χωρών. Ο Ενρία, τις απόψεις του οποίου στηρίζω συστηματικά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προτείνει παράκαμψη των όποιων αντιρρήσεων μέσα από μια κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια, που όμως θα στηρίζεται στην εθνική κατανομή των όποιων ζημιών. Ο μηχανισμός βάσει του οποίου θα λειτουργεί η ευρωπαϊκή bad bank θα κατανέμει τις ζημιές, σε περίπτωση που υπάρχουν, στα κράτη-μέλη όπου βρίσκονται οι τράπεζες. Εναλλακτικά, προτείνει τη δημιουργία ενός κεντρικά ελεγχόμενου δικτύου εθνικών «κακών» τραπεζών που θα εξυπηρετούν τον ίδιο στόχο.

Οι προτάσεις του συμπληρώνουν την πρωτοβουλία του διοικητική της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, για δημιουργία ελληνικής bad bank. Έχουν τεράστια σημασία για την Ελλάδα, αν σκεφτούμε ότι τα κόκκινα δάνεια των ελληνικών τραπεζών είναι της τάξης του 37% του συνόλου, με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης γύρω στο 3%.

Αλλαγή κλίματος

Ιδιαίτερα θετική για τις ελληνικές τράπεζες και την ελληνική οικονομία είναι και η απόφαση της Ευρωπαϊκής Αρχής για τις Τράπεζες (European Banking Authority – EBA) για τη δυνατότητα να επεκτείνουν το μορατόριουμ πληρωμών στα δάνεια μέχρι τις 31 Μαρτίου 2021. Έτσι, επεκτείνεται η αναστολή στις δόσεις δανείων για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος χάριτος δεν θα ξεπεράσει συνολικά τους εννέα μήνες. Η αρχική αναστολή που δόθηκε αφορούσε την περίοδο από τον Απρίλιο έως και τον Σεπτέμβριο του 2020. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου είχε δοθεί αναστολή σε περισσότερα από 400.000 δάνεια, συνολικής αξίας γύρω στα 26 δισ. ευρώ.

Για τα νοικοκυριά, η αναστολή αφορά το σύνολο των τοκοχρεολυσίων με κεφαλαιοποίηση της οφειλής, ενώ για τις επιχειρήσεις η αναστολή καλύπτει το κεφάλαιο και επιβάλλεται η πληρωμή των τόκων για όλο το διάστημα που ισχύει η αναστολή.

Η κυβέρνηση βρίσκεται ήδη σε συνεννόηση με τους εκπροσώπους των συστημικών τραπεζών για μια δημιουργική –σε όφελος των οφειλετών– εφαρμογή της απόφασης της EBA και κυρίως για τη σταδιακή επιστροφή στην κανονική εξυπηρέτηση των δανείων μετά τη λήξη του προβλεπόμενου μορατόριουμ.

Τα χρονικά περιθώρια και οι χειρισμοί που θα γίνουν έχουν μεγάλη σημασία. Στόχος είναι από τα 26 δισ. των δανείων που βρίσκονται ήδη σε αναστολή να «κοκκινίσουν» στη συνέχεια όσο το δυνατόν λιγότερα.

Η αλλαγή κλίματος φάνηκε και στις επιδόσεις-ρεκόρ του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου.

Με βάση τα στοιχεία, πρόκειται για τον καλύτερο μήνα στην ιστορία του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ο οποίος αποτελεί μέρος μιας γενικής τάσης, εφόσον καταγράφηκαν αυξήσεις 26% για τις μετοχές στην Ισπανία, 24% για τις ιταλικές και 21,5% για τις γαλλικές.

Η εντυπωσιακή άνοδος του Χρηματιστηρίου στηρίχτηκε στην «απογείωση» του τραπεζικού δείκτη. Αυξήθηκε 69,6% μέσα σε έναν μήνα, με τη Eurobank να σημειώνει μηναία κέρδη 72%, την Τράπεζα Πειραιώς 71%, την Εθνική Τράπεζα 69,2% και την Alpha Bank 66,7%.

Έχουμε μια θεαματική αλλαγή εικόνας και προοπτικής, με τα προβλήματα και τις προκλήσεις να παραμένουν. Η μεγάλη πτώση του ελληνικού ΑΕΠ το γ΄ τρίμηνο του 2020, το ισχυρό δεύτερο κύμα της πανδημίας και το αναποτελεσματικό –σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία και τη λειτουργία της οικονομίας– light lockdown που εφαρμόζεται στην πορεία προς το 2021 δείχνουν τις διαστάσεις των προκλήσεων που θα αντιμετωπίσουν οι ελληνικές συστημικές τράπεζες και το σύνολο της οικονομίας. Όμως οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί σε επίπεδο Eurogroup, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τις κινήσεις της κυβέρνησης και των διοικήσεων των τραπεζών, έχουν βελτιώσει το κλίμα και την προοπτική.