Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη μόνη απάντηση σε fake news και αποπληροφόρηση - Free Sunday
Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη μόνη απάντηση σε fake news και αποπληροφόρηση
Η πανδημία επιταχύνει την ψηφιακή μετάβαση και αλλάζει την ενημέρωση.

Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη μόνη απάντηση σε fake news και αποπληροφόρηση

Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστηρίζω με συνέπεια τη διαμόρφωση ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Είναι πρακτικά αδύνατο να αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες προκλήσεις χωρίς μια κοινή προσέγγιση που θα στηρίζεται στη διαμόρφωση ενιαίας ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Προς το παρόν, η διαμόρφωση της κοινής γνώμης γίνεται κυρίως σε εθνικό επίπεδο, γι’ αυτό η εθνική προσέγγιση κυριαρχεί της ευρωπαϊκής προσέγγισης και στέκεται συνήθως εμπόδιο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Το κενό δεκαετιών πρέπει να καλυφθεί, γιατί η κρίση της πανδημίας, το πέρασμα στην ψηφιακή εποχή, τα fake news και η ενίσχυση του ειδικού βάρους των ΗΠΑ και της Κίνας σε βάρος της Ε.Ε. καθιστούν πρακτικά αδύνατη τη διαχείριση των μεγάλων θεμάτων χωρίς μια, ως έναν βαθμό, ενιαία ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

Ιστορία αποτυχιών

Η έλλειψη ευρωπαϊκής κοινής γνώμης οδηγεί σε μεγάλες απογοητεύσεις. Οι περισσότερες αναμετρήσεις που έχουν ευρύτερη ευρωπαϊκή σημασία χάνονται γιατί επικρατούν τελικά εθνικά κριτήρια.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του δημοψηφίσματος για το Brexit που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2016 και κατέληξε στην επικράτηση των υποστηρικτών της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. με 52% έναντι 48%.

Πήρα μέρος σε μια ομάδα εργασίας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) η οποία παρακολουθούσε τις εξελίξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο στην πορεία προς το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016.

Στην αρχή οι δημοσκοπήσεις έδειχναν άνετη επικράτηση των υποστηρικτών της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε., αλλά τους τελευταίους μήνες πριν την κρίσιμη αναμέτρηση αρχίσαμε να παρατηρούμε μια δημοσκοπική αναστροφή σε όφελος του Brexit.

Τέθηκε λοιπόν το ερώτημα πώς θα μπορούσαμε οι εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς να πάρουμε μέρος στην καμπάνια υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. –που ήταν σε εξέλιξη στο Ηνωμένο Βασίλειο– και να αναμετρηθούμε σε βρετανικό έδαφος με τους δημαγωγούς τύπου Φάρατζ και τους αντιευρωπαίους τύπου Τζόνσον.

Ύστερα από πολλή σκέψη αποφασίσαμε –παίρνοντας υπόψη και όσα μας είπε ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Γιούνκερ– να μην κάνουμε τίποτα. Κρίθηκε ότι η παρουσία μας στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια της πολιτικής αντιπαράθεσης που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος δεν θα δημιουργούσε συσπειρώσεις υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε. αλλά αντισυσπειρώσεις υπέρ του Brexit.

Εκτιμήθηκε ότι δεν είχαμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με τη βρετανική κοινή γνώμη και να φέρουμε θετικό πολιτικό αποτέλεσμα. Επρόκειτο για μια παραδοχή η οποία στηρίχτηκε στη διαπίστωση ότι δεκαετίες συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. δεν είχαν συμβάλει στη διαμόρφωση της βρετανικής κοινής γνώμης σε ευρωπαϊκή κατεύθυνση.

Τελικά, η αδράνειά μας, αποτέλεσμα πολιτικής και επικοινωνιακής αδυναμίας, συνέβαλε στην επικράτηση του Brexit.

Το Ευρωσύνταγμα

Άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή πολιτική ήττα που οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην έλλειψη ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ήταν η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος από τους Ολλανδούς και τους Γάλλους, με δημοψήφισμα, το 2004.

Το «όχι» των Γάλλων ήταν καθοριστικής σημασίας για όσα ακολούθησαν. Η Γαλλία αυτοπροβάλλεται ως η μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη που θέλει να προχωρήσει στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παρά τους γερμανικούς δισταγμούς.

Την ώρα της κρίσης, όμως, η Γαλλία φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων. Το Ευρωσύνταγμα το είχε επεξεργαστεί ο πρώην πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο οποίος φιλοδοξούσε να αναδειχθεί σε πρώτο πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Ο ευρωπαϊστής Ζισκάρ ντ’ Εστέν δημιούργησε δυναμική υπέρ του Ευρωσυντάγματος, η έγκριση του οποίου θα οδηγούσε σε πολιτική ένωση της Ε.Ε. και στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των διάφορων κρίσεων που ακολούθησαν.

Οι Γάλλοι όμως είπαν «όχι» με εσωτερικά πολιτικά κριτήρια. Ένα τμήμα της γαλλικής κεντροδεξιάς ήταν αντίθετο στη μεγάλη πολιτική επιστροφή του Ζισκάρ ντ’ Εστέν μέσω υπερψήφισης του Ευρωσυντάγματος, ενώ οι «ευρωπαϊστές» Σοσιαλιστές ψήφισαν μαζικά κατά του Ευρωσυντάγματος για να τιμωρήσουν την κεντροδεξιά που ήταν στην εξουσία.

Τελικά κατάφεραν να τιμωρήσουν τη Γαλλία, την προοπτική της Ε.Ε. και τον ίδιο τον εαυτό τους, εφόσον μετά από μια επεισοδιακή πολιτική διαδρομή κατέληξαν στο πολιτικό περιθώριο.

Η κρίση του 2015

Την έλλειψη της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης σε ευρωπαϊκή κατεύθυνση διαπιστώσαμε κι εμείς στη διάρκεια της κρίσης του 2015.

Στο δημοψήφισμα που ουσιαστικά θα έκρινε την παραμονή μας στην Ευρωζώνη, ίσως και στην Ε.Ε., το «όχι» επικράτησε άνετα με εσωτερικά πολιτικά κριτήρια.

Στόχος ήταν να τιμωρηθεί η κεντροδεξιά από διάφορους «προοδευτικούς» που ξεκινούσαν από τον Καμμένο και έφταναν στον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη.

Με την ελληνική κοινή γνώμη να έχει διαμορφωθεί κυρίως σε εθνικό πλαίσιο, η επικράτηση του «όχι» ήταν άνετη και χρειάστηκε η προσωπική παρέμβαση Τσίπρα για να κάνει η κυβέρνησή του ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που υποστήριξε στο δημοψήφισμα, να πραγματοποιήσει στροφή 180 μοιρών στην κυβερνητική πολιτική για να αποτρέψει μια εθνική καταστροφή μέσω της ευρωπαϊκής περιθωριοποίησης της Ελλάδας.

Τα χρόνια πέρασαν με την Ε.Ε. να στερείται ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και χωρίς να γίνεται κάποια σοβαρή προσπάθεια να καλυφθεί το κενό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το «Politico», ένα έντυπο που κυκλοφορεί στις Βρυξέλλες και είναι στη διάθεση των εργαζομένων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και των Ευρωπαίων αξιωματούχων, ελέγχεται από αμερικανικά κεφάλαια. Ακόμη και το Euronews, που παραπέμπει σε κάποιου είδους ευρωπαϊκών προδιαγραφών πληροφόρηση, ελέγχεται από αραβικά κεφάλαια. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει στη διάθεσή της υπηρεσίες με αρκετά ικανά στελέχη που φροντίζουν για την ευρωπαϊκή πληροφόρηση και την αντιμετώπιση των fake news και της αποπληροφόρησης, αλλά όλα γίνονται σε υπηρεσιακό επίπεδο. Οι παρεμβάσεις τους δεν έχουν την κλίμακα των μεγάλων ΜΜΕ που διαμορφώνουν κοινή γνώμη και η προσέγγιση είναι αναγκαστικά υπηρεσιακή και όχι δυναμική και πολιτική, όπως το επιβάλλουν οι συνθήκες.

Επικίνδυνα κενά

Η κρίση της πανδημίας έφερε στην επιφάνεια τα επικίνδυνα κενά στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Δεν έχουμε κοινή ευρωπαϊκή πολιτική Υγείας και γι’ αυτό δεν είναι αρκετά αποτελεσματική η αντιμετώπιση της πανδημίας. Άλλα μέτρα εφαρμόζει η μία κυβέρνηση, διαφορετικές στρατηγικές ακολουθούν τα κράτη-μέλη. Δεν υπάρχει συνεννόηση ούτε στα βασικά, όπως για παράδειγμα οι κανόνες που ισχύουν για τις μετακινήσεις και τα διεθνή αεροπορικά ταξίδια.

Σε αυτό το επικίνδυνο κενό προστίθεται η έλλειψη ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Κανείς δεν φρόντισε να τη διαμορφώσει και τώρα που τη χρειαζόμαστε απλώς διαπιστώνουμε την έλλειψή της.

Αν είχαμε διαμορφώσει ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, θα ήταν ενιαία, σε επίπεδο βάσης, η αντίδραση στην πανδημία και δεν θα επικρατούσε το ευρωαλαλούμ που παρατηρούμε, με τις κυβερνήσεις να προσπαθούν όπως-όπως να διαχειριστούν το πολιτικό κόστος των αποφάσεών τους και τους πολίτες να αντιμετωπίζουν με μεγάλη δυσπιστία τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες.

Συνηθίζουμε να κάνουμε κριτική στα αποτελέσματα της αδράνειας του Τραμπ σε σχέση με την πανδημία, αλλά, αν κρίνουμε με βάση τον αριθμό θανάτων ανά εκατομμύριο κατοίκους, η κατάσταση στην Ε.Ε. είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση στις ΗΠΑ.

Η ισχύς του διαδικτύου

Εξαιτίας της πανδημίας επιταχύνονται οι αλλαγές στα ΜΜΕ και γενικότερα στην οικονομία. Το πέρασμα στον ψηφιακό κόσμο γίνεται πιο γρήγορα και πιο δυναμικά απ’ ό,τι υπολογίζαμε. Οι εξελίξεις αυτές κάνουν ακόμα πιο αναγκαία τη διαμόρφωση ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ως απάντηση στις εντάσεις που προκαλεί η κρίση, στις αλλαγές στα ΜΜΕ και την ενημέρωση των πολιτών, στο πέρασμα στην ψηφιακή οικονομία.

Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών περάσαμε από την κυριαρχία των εφημερίδων μεγάλου σχήματος στα tabloids, μετά στην κυριαρχία της ιδιωτικής τηλεόρασης και την τελευταία δεκαπενταετία στον πρωταγωνιστικό ρόλο του διαδικτύου. Σύμφωνα με έρευνες της κοινής γνώμης, τα τελευταία χρόνια είναι μεγαλύτερο το ποσοστό των Ελληνίδων και των Ελλήνων που ενημερώνονται μέσω διαδικτύου από το ποσοστό εκείνων που ενημερώνονται από τα παραδοσιακά ΜΜΕ.

Η ενημέρωση, όπως και η αποπληροφόρηση, επιτυγχάνονται με μεγαλύτερη ταχύτητα και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Επιβάλλεται η διαμόρφωση της κοινής γνώμης σε ευρωπαϊκή κατεύθυνση ως βασική άμυνα στον λαϊκίστικο αντιευρωπαϊσμό, στα fake news και στις καλά οργανωμένες διαδικτυακές παρεμβάσεις για τον επηρεασμό της κοινής γνώμης.

Ψηφιακή κυριαρχία

Οι αλλαγές δεν περιορίζονται στον τρόπο ενημέρωσης. Αφορούν και το σύνολο της οικονομίας. Η πανδημία επιταχύνει την ψηφιακή μετάβαση, με μεγάλους κερδισμένους τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Η οικονομία οργανώνεται, αναγκαστικά λόγω πανδημίας, σε ψηφιακή βάση. Από τον τρόπο που καταναλώνουμε μέχρι τον τρόπο που συνεδριάζουμε και παίρνουμε αποφάσεις, όλα γίνονται πια ψηφιακά.

Ολόκληροι παραδοσιακοί κλάδοι της οικονομίας, από τον τουρισμό μέχρι το λιανεμπόριο, βυθίζονται στην κρίση, ενώ αναδεικνύονται οι ψηφιακοί γίγαντες της νέας εποχής. Στις ΗΠΑ η κεφαλαιοποίηση ψηφιακών κολοσσών ξεπέρασε το 1 τρισ. δολάρια, ενώ η περιουσία βασικών μετόχων τους και διευθυνόντων συμβούλων ξεπερνάει σε ορισμένες περιπτώσεις τα 100 δισ. δολάρια.

Πιο εντυπωσιακή είναι η ψηφιακή άνοδος της Κίνας. Η πλατφόρμα Zoom, που έγινε μέρος της καθημερινότητάς μας, είναι, για παράδειγμα, κινεζικών συμφερόντων. Η περίπτωση του Τζακ Μα, βασικού μετόχου της Alibaba, ενός είδους κινεζικής Amazon, δείχνει πως η ψηφιακή υπερσυγκέντρωση χρήματος και εξουσίας ανταγωνίζεται ακόμη και την κυριαρχία του Κ.Κ. Ο Τζακ Μα, ο οποίος θεωρείται πρωτοπόρος στις ηλεκτρονικές πληρωμές, θέλησε να χρηματοδοτήσει μέσω του χρηματιστηρίου τη δημιουργία ψηφιακού νομίσματος. Η ηγεσία του κινεζικού Κ.Κ. θεώρησε ότι τα σχέδιά του είναι ανταγωνιστικά προς τον απόλυτο πολιτικό έλεγχο που ασκεί, γι’ αυτό τον ανάγκασε να παραιτηθεί από αυτά.

Το ερώτημα είναι πού βρίσκεται η Ε.Ε. στην ψηφιακή κοσμογονία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η απάντηση είναι ότι περιορίζεται σε έναν δευτερεύοντα ρόλο, αφήνοντας την αναμέτρηση που θα κρίνει το μέλλον μας, στην ενημέρωση και στην οικονομία, στους Αμερικανούς και στους Κινέζους.

Δεν υπάρχουν ευρωπαϊκές πλατφόρμες ικανές να ανταγωνιστούν με επιτυχία τις αμερικανικές και τις κινεζικές. Οι συζητήσεις στους ευρωπαϊκούς θεσμούς περιορίζονται ουσιαστικά στο πώς θα επιβληθεί φορολογία στους αμερικανικούς ψηφιακούς κολοσσούς που κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή αγορά φοροαποφεύγοντας συστηματικά ή πώς θα ελεγχθεί κατά κάποιον τρόπο το περιεχόμενο στις αμερικανικές πλατφόρμες μέσω των οποίων διαμορφώνεται η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη σε λάθος κατεύθυνση.

Η πρωταγωνιστική συμμετοχή της Ε.Ε. στη νέα ψηφιακή πραγματικότητα περνάει υποχρεωτικά από τεράστιες δαπάνες, τις οποίες κανένας δεν θέλει να αναλάβει. Η κυριαρχία των Κινέζων στην τεχνολογία 5G στηρίζεται, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, σε κρατικές επιδοτήσεις, φορολογικές και άλλες διευκολύνσεις που μπορεί να φτάνουν τα 100 δισ. δολάρια.

Οι κινεζικές επιχειρήσεις υποστηρίχτηκαν δυναμικά και τώρα έχουν φύγει μπροστά, καινοτομούν, επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους, αυτοχρηματοδοτούνται. Αν δεν χρηματοδοτηθεί από την Ε.Ε. η δημιουργία ευρωπαίων πρωταθλητών, θα μεγαλώσει το ψηφιακό χάσμα που μας χωρίζει από τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναλύεται η κατάσταση και μπαίνουν προτεραιότητες, όπως είναι η ψηφιακή μετάβαση. Τα περισσότερα σχέδια όμως μένουν στα χαρτιά, καθώς δεν υπάρχει πολιτική βούληση να χρηματοδοτηθεί μια μεγάλης κλίμακας ψηφιακή αντεπίθεση της Ε.Ε.

Μπορεί το Ηνωμένο Βασίλειο να αποχώρησε από την Ε.Ε., άφησε όμως πίσω του τη βρετανική νοοτροπία. Πολλές κυβερνήσεις θεωρούν ότι τα χρήματα που δεσμεύονται για κοινό ευρωπαϊκό σκοπό είναι χαμένα για τους φορολογούμενους πολίτες των χωρών τους και μπορεί να προκαλέσουν την πολιτική φθορά των κυβερνήσεων που τα δεσμεύουν.

Η περίπτωση Τραμπ

Η περίπτωση του Τραμπ αναδεικνύει τις μεγάλες αλλαγές στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.

Ο Τραμπ επιβλήθηκε σαν τηλεοπτική προσωπικότητα μέσα από μία εξαιρετικά επιτυχημένη τηλεοπτική εκπομπή, όπου εμφανιζόταν ως ο επιτυχημένος μάνατζερ ο οποίος αξιολογούσε με αυστηρότητα όσους φιλοδοξούσαν να συνεργαστούν μαζί του.

Ο Τραμπ πέρασε από την τηλεοπτική άνοδο στον πρωταγωνιστικό ρόλο στο διαδίκτυο. Ακολούθησε την επιτυχημένη συνταγή του Ομπάμα, την εμπλούτισε και την έκανε πιο επιθετική. Έφτασε να έχει 38 εκατομμύρια ακολούθους στο Twitter και έκανε κατά τη διάρκεια της προεδρίας του γύρω στα 26.000 tweets. Απέκτησε μια μοναδική ικανότητα να κινητοποιεί τους υποστηρικτές του μέσα από ένα διαδικτυακό μείγμα επιθετικής έως χυδαίας επιχειρηματολογίας και fake news.

Έφτασε στο απόγειο της διαδικτυακής ισχύος του με τη συστηματική αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος και τη δημιουργία των συνθηκών για την κατάληψη του Καπιτωλίου από έξαλλους υποστηρικτές του.

Δημιούργησε συνθήκες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σκληρές συγκρούσεις, ακόμη και σε εμφύλιο πόλεμο, με αποτέλεσμα να αντιδράσουν οι εταιρείες που ελέγχουν το Twitter και το Facebook και να προχωρήσουν στο κλείσιμο των λογαριασμών του για να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Η επικοινωνιακή, πολιτική σύγκρουση γύρω από τον Τραμπ έφερε στο προσκήνιο βασικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη του διαδικτύου.

Με νόμο του 1996 (Communications Decency Act) απαλλάσσονται στις ΗΠΑ οι εταιρείες που φιλοξενούν περιεχόμενο από τις νομικές ευθύνες γι’ αυτό. Έτσι, το Twitter ή το Facebook υπόκεινται σε καθεστώς τηλεπικοινωνιακών εταιρειών και όχι σε καθεστώς ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται κάθε είδους αθλιότητα.

Αναγκαία στροφή

Τα γεγονότα στο Καπιτώλιο επιβεβαίωσαν την ισχύ του διαδικτύου, αλλά και την αυθαιρεσία των κυρίαρχων εταιρειών, που αφήνουν το περιεχόμενο ανεξέλεγκτο και όταν το κρίνουν αναγκαίο κατεβάζουν τον διακόπτη, ακόμη και αν πρόκειται για τον πρόεδρο των ΗΠΑ.

Ο επίτροπος για την Ενιαία Αγορά, Τιερί Μπρετόν, θεωρεί ότι τα γεγονότα του Καπιτωλίου θα επιδράσουν στην ενημέρωση και στην οργάνωση του διαδικτύου, όπως επέδρασαν οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.

Όπως τότε διαπιστώθηκαν οι διαστάσεις του προβλήματος και οργανώθηκε δυναμική αντίδραση σε παγκόσμιο επίπεδο, έτσι και τώρα θα υπάρξουν δυναμικές πρωτοβουλίες για την αλλαγή των κανόνων λειτουργίας στο διαδίκτυο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο (Digital Services Act), η εφαρμογή του οποίου θα βάλει τέλος στο ψηφιακό χάος. Γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια να οριστεί τι αποτελεί επιβλαβές περιεχόμενο και δεν αφήνεται πλέον η αξιολόγηση στις εταιρείες. Επιχειρείται επίσης να αναλάβουν οι ψηφιακές εταιρείες την ευθύνη για το περιεχόμενο.

Ο Covid-19 σαν καταλύτης

Ο Covid-19 λειτούργησε σαν καταλύτης στην αλλαγή του τρόπου ενημέρωσης και στο πέρασμα στην ψηφιακή οικονομία.

Η Ε.Ε., για να έχει φιλοδοξίες σε ό,τι αφορά την προοπτική της και το ειδικό βάρος της στον σύγχρονο κόσμο, πρέπει να αντιδράσει άμεσα και σε μεγάλη κλίμακα στις κοσμοϊστορικές εξελίξεις.

Δεν αρκεί να επιβάλει κάποιους κανόνες στους αμερικανικούς και κινεζικούς κολοσσούς του διαδικτύου. Πρέπει να βρει τρόπο, και φυσικά χρηματοδότηση, για να αναδείξει ψηφιακούς ευρωπαίους πρωταθλητές. Διαφορετικά, θα μείνουμε απλοί θεατές στην αναμέτρηση ΗΠΑ-Κίνας για την παγκόσμια ψηφιακή κυριαρχία.

Πρέπει να υπάρξει σοβαρή επένδυση στη διαμόρφωση ενιαίας ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Αυτή αποτελεί την καλύτερη άμυνα στα fake news και στις μεγάλης κλίμακας ψηφιακές επιχειρήσεις επηρεασμού ή και αποπληροφόρησης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Έφτασε η ώρα για περισσότερη Ευρώπη στην ενημέρωση, στο διαδίκτυο, στην ψηφιακή οικονομία. Οι ελλείψεις στην ευρωπαϊκή στρατηγική πρέπει να καλυφθούν εδώ και τώρα, γιατί ο ρυθμός των εξελίξεων δεν προσδιορίζεται από τη βραδυκίνητη Ε.Ε., αλλά από τις δυναμικές ΗΠΑ και τη δυναμικότερη Κίνα.