Γερμανικά υποβρύχια: Τορπίλες στη διαφάνεια και στην αλληλεγγύη - Free Sunday
Γερμανικά υποβρύχια: Τορπίλες στη διαφάνεια και στην αλληλεγγύη
Οι γερμανικές εταιρείες πρωταγωνίστησαν σε σκάνδαλα σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισραήλ.

Γερμανικά υποβρύχια: Τορπίλες στη διαφάνεια και στην αλληλεγγύη

 Το θέμα της προμήθειας γερμανικών υποβρυχίων απασχολεί την ελληνική πολιτική τάξη και την κοινή γνώμη εδώ και χρόνια. Παλιότερα είχαμε το «σκάνδαλο Τσοχατζόπουλου», ενώ αυτή την περίοδο μας απασχολεί η προμήθεια έξι γερμανικών υποβρυχίων τύπου 214 στην Τουρκία, με την παράδοση των οποίων θα εξουδετερωθεί πλήρως το πλεονέκτημα που απέκτησε η Ελλάδα αποκτώντας τέσσερα υποβρύχια τύπου 214 με εντυπωσιακό «καπέλο». Σκάνδαλα γύρω από τους όρους προμήθειας γερμανικών υποβρυχίων απασχόλησαν παλιότερα την Πορτογαλία και συνεχίζουν να απασχολούν το Ισραήλ. Ένα άλλο σκάνδαλο υποβρυχίων που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γαλλία –με Γάλλους κατασκευαστές– δείχνει πως το κύκλωμα είναι σκοτεινό, ανεξάρτητα αν την πρωτοβουλία την έχει η μία ή η άλλη εταιρεία.

Η προμήθεια τεσσάρων U-214

Η ανάγκη προμήθειας γερμανικών υποβρυχίων νέου τύπου από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό προέκυψε μετά την κρίση στα Ίμια, τον Ιανουάριο του 1996. Αντιδρώντας στην τουρκική επιθετικότητα, η κυβέρνηση Σημίτη επεξεργάστηκε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα εξοπλισμών ύψους 17 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας.

Το Πολεμικό Ναυτικό μας είχε στη διάθεσή του οκτώ γερμανικά υποβρύχια τύπου 209, αλλά θέλησε να προχωρήσει σε νέα γενιά οπλικών συστημάτων, αξιοποιώντας και το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο η ελληνική οικονομία ήταν σε φάση σταθερής ανάπτυξης και ο αμυντικός προϋπολογισμός ξεπερνούσε το 3% του ΑΕΠ.

Για την παραγγελία του Πολεμικού Ναυτικού ενδιαφέρθηκαν εταιρείες από τη Γαλλία, τη Σουηδία και τη Γερμανία, με τους Γερμανούς να παίρνουν προβάδισμα και να υπογράφουν τη συμφωνία το 2000.

Κοινοπραξία των εταιρειών HDW και Ferrostaal ανέλαβε να προμηθεύσει την Ελλάδα με τρία νέου τύπου υποβρύχια 214, ενώ υπήρχε δυνατότητα να παραγγελθεί από το ελληνικό Δημόσιο ένα ακόμη.

Κι εδώ αρχίζουν τα διαχειριστικά «θαύματα». Τα τρία υποβρύχια τύπου 214 κοστολογήθηκαν αρχικά στα 1,26 δισ. ευρώ. Το 2002 παραγγέλθηκε το τέταρτο υποβρύχιο τύπου 214, ενώ το 2009 το κόστος του προγράμματος είχε ξεπεράσει τα 2,5 δισ. ευρώ και ανέβαινε προς τα 3 δισ. ευρώ.

Η προμήθεια των τεσσάρων γερμανικών υποβρυχίων είχε συνδυαστεί με ένα φιλόδοξο επενδυτικό σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η κοινοπραξία HDW-Ferrostaal θα έπαιρνε τον έλεγχο των Ελληνικών Ναυπηγείων (Σκαραμαγκάς) και θα έκανε αντισταθμιστικές επενδύσεις, θα μετέφερε τεχνογνωσία, θα οργάνωνε την παραγωγή βαγονιών για τον ΟΣΕ και τη ναυπήγηση επιβατηγών πλοίων.

Όλα αυτά έμειναν στα χαρτιά. Το 2004 το Πολεμικό Ναυτικό αρνήθηκε να παραλάβει το πρώτο υποβρύχιο από τα ναυπηγεία του Κιέλου γιατί εκτιμήθηκε ότι παρουσίαζε προβλήματα. Η γερμανική πλευρά θεώρησε ότι η Ελλάδα προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για να τακτοποιήσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της, αν και το μεγαλύτερο μέρος του κόστους της προμήθειας είχε καταβληθεί προκαταβολικά.

Το σκάνδαλο Τσοχατζόπουλου

Με το πέρασμα του χρόνου έγινε φανερό ότι η γερμανική πλευρά δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της, ενώ οι Έλληνες αρμόδιοι έδειχναν εντυπωσιακή χαλαρότητα στην προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος. Τη βασική ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση έφερε ο Άκης Τσοχατζόπουλος, υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση Σημίτη, από το 1996 έως το 2001.

Οι δικαστικές έρευνες στη Γερμανία και στην Ελλάδα έδειξαν ότι η κοινοπραξία HDW-Ferrostaal είχε δαπανήσει πάνω από 100 εκατ. ευρώ για μίζες σε Έλληνες αξιωματούχους, κυρίως στον Άκη Τσοχατζόπουλο και τους συνεργάτες του. Ο Τσοχατζόπουλος είχε σπουδάσει στη Γερμανία, ήταν το πανίσχυρο Νο2 του ΠΑΣΟΚ και είχε πολύ στενές σχέσεις με κύκλους του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.

Σύμφωνα με τη δικαστική έρευνα στη Γερμανία, άλλα 13 εκατ. ευρώ σε μίζες κατέβαλε η επίσης γερμανική εταιρεία STN Atlas, η οποία ειδικεύεται σε συστήματα αισθητήρων για υποβρύχια. Η δικαστική έρευνα στη Γερμανία τεκμηρίωσε μίζες που ξεπερνούν τα 33 εκατ. ευρώ.

Τον Σεπτέμβριο του 2010 –όταν η Ελλάδα ήταν ήδη σε οικονομικό αδιέξοδο– έγινε μια προσπάθεια να επεκταθεί το πρόγραμμα των υποβρυχίων από τέσσερα σε έξι, αλλά οι αποκαλύψεις που ακολούθησαν οδήγησαν στη ματαίωση της επέκτασης του πολυσυζητημένου προγράμματος.

Η δικαστική έρευνα στη Γερμανία ξεκίνησε τον Μάιο του 2010 και τον Δεκέμβριο του 2011 υπήρξε δικαστική απόφαση σε βάρος δύο ανώτατων στελεχών της Ferrostaal. Κρίθηκαν ένοχοι για καταβολή μιζών, τους επιβλήθηκε πρόστιμο και ποινή φυλάκισης με αναστολή.

Στην εταιρεία επιβλήθηκε πρόστιμο 40 εκατ. ευρώ.

Η δικαστική έρευνα που ξεκίνησε στη Γερμανία σε βάρος της HDW εγκαταλείφθηκε, με το σκεπτικό ότι δεν υπήρξε η αναγκαία συνεργασία από την πλευρά των ελληνικών αρχών.

Η ελληνική Δικαιοσύνη, όμως, προχώρησε στη διερεύνηση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί, τον Οκτώβριο του 2013, ο Άκης Τσοχατζόπουλος σε 20ετή φυλάκιση για διακίνηση μαύρου χρήματος. Μαζί με αυτόν καταδικάστηκαν και μέλη της οικογένειάς του, ενώ επιβλήθηκαν ποινές –κατά κανόνα φυλάκιση με αναστολή– σε δεκάδες εμπλεκόμενους στο σκάνδαλο τον Μάρτιο του 2015.

Το 2014 ο Έλληνας αντιπρόσωπος της STN Atlas έδωσε στοιχεία για τις μίζες που κατέβαλε η εταιρεία, με αποτέλεσμα να της επιβληθεί σημαντικό πρόστιμο από τις αρμόδιες αρχές της Γερμανίας.

Τα ίδια στην Πορτογαλία

Η μέθοδος που χρησιμοποίησαν οι γερμανικές εταιρείες για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στην Ελλάδα επαναλήφθηκαν, πιο σεμνά, στην Πορτογαλία.

Οι Πορτογάλοι θέλησαν να προμηθευτούν από την κοινοπραξία ThyssenKrupp-HDW-Ferrostaal δύο υποβρύχια τύπου 214 με δυνατότητα να προμηθευτούν κι ένα τρίτο. Το αρχικό κόστος για τα δύο υποβρύχια ήταν 833 εκατ. ευρώ, ενώ συμφωνήθηκε να υπάρξουν αντισταθμιστικά οφέλη ύψους 1,2 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση της Πορτογαλίας απευθύνθηκε στη βρετανική εταιρεία ESCOM, στην οποία ανατέθηκε έναντι 30 εκατ. ευρώ η διαχείριση της προμήθειας και η προώθηση των αντισταθμιστικών οφελών.

Η συμφωνία μεταξύ πορτογαλικού Δημοσίου και της κοινοπραξίας των γερμανικών επιχειρήσεων υπογράφηκε το 2004, αλλά η εφαρμογή της αποδείχθηκε, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, περιπετειώδης.

Το πρόγραμμα αντισταθμιστικών οφελών δεν προχώρησε αρκετά. Υποτίθεται ότι θα ολοκληρωνόταν μέχρι το 2012, αλλά το 2010 είχε προχωρήσει σε ποσοστό μόνο 25%.

Υπήρξαν καταγγελίες για απάτη ύψους 34 εκατ. ευρώ σε σχέση με τα αντισταθμιστικά, τα οποία αποτελούν μέθοδο εύκολου πλουτισμού παραγόντων που έχουν παίξει ρόλο στη συμφωνία μέσω ελεγχόμενων από αυτούς εταιρειών.

Η έρευνα που έγινε στη Γερμανία για τις μεθόδους της Ferrostaal στην Ελλάδα συμπεριέλαβε και όσα έκανε η εταιρεία στην Πορτογαλία. Τα δύο ανώτατα στελέχη της –στα οποία επιβλήθηκε πρόστιμο και καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης με αναστολή– παραδέχτηκαν στο γερμανικό δικαστήριο ότι είχαν «λαδώσει» Έλληνες και Πορτογάλους αξιωματούχους, με τα περισσότερα χρήματα να πηγαίνουν στους Έλληνες. Η γερμανική Δικαιοσύνη χρησιμοποίησε το γεγονός ότι τα στελέχη της Ferrostaal ομολόγησαν τις μίζες και ήταν συνεργάσιμα για να μην παρουσιαστούν τα εις βάρος τους στοιχεία στο δικαστήριο, στερώντας έτσι από την Ελλάδα και την Πορτογαλία πολύτιμες πληροφορίες για το πώς ακριβώς διέφθειρε η γερμανική εταιρεία τους αξιωματούχους τους.

Παρά τις δυσκολίες, η ελληνική Δικαιοσύνη έφτασε στην καταδίκη Τσοχατζόπουλου, συγγενών και συνεργατών του. Αντίθετα, η πορτογαλική Δικαιοσύνη έκλεισε την υπόθεση το 2014, με αποτέλεσμα να έχουμε το παράδοξο να έχει τεκμηριωθεί από τη γερμανική Δικαιοσύνη ότι δόθηκαν μίζες από τη Ferrostaal, αλλά να μην υπάρχει παραλήπτης των μιζών που δόθηκαν στην Πορτογαλία.

Η περίπτωση του Ισραήλ

Το 2019 άρχισε να εξελίσσεται δικαστικά, πρώτα στη Γερμανία και στη συνέχεια στο Ισραήλ, η υπόθεση της προμήθειας τεσσάρων κορβετών και τριών υποβρυχίων της κατηγορίας Dolphin για την κάλυψη των αναγκών του Πολεμικού Ναυτικού του Ισραήλ. Και σε αυτή την περίπτωση επικράτησαν γερμανικές εταιρείες. Η κυβέρνηση Μέρκελ ενέκρινε τη συμφωνία τον Ιούλιο του 2017 και εξασφάλισε το 1/3 της χρηματοδότησης με ορίζοντα δεκαετίας.

Η γερμανική Δικαιοσύνη διερευνά κατά πόσο χρησιμοποιήθηκαν χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων για να καταβληθούν μίζες σε αξιωματούχους του Ισραήλ.

Από την πλευρά της, η ισραηλινή Δικαιοσύνη διερευνά την υπόθεση «3000» με άμεσα εμπλεκόμενους τον πρώην εκπρόσωπο της ThyssenKrupp στο Ισραήλ, έναν πρώην αρχηγό του Πολεμικού Ναυτικού του Ισραήλ, έναν πρώην υπουργό και τον πρώην αναπληρωτή σύμβουλο για θέματα εθνικής ασφάλειας, όπως και τον ξάδερφο και νομικό σύμβουλο του πρωθυπουργού Νετανιάχου.

Όλοι αυτοί κατηγορούνται ότι είχαν στήσει κύκλωμα για να διαμορφώσουν την προμήθεια του ισραηλινού Πολεμικού Ναυτικού στα μέτρα της ThyssenKrupp και των συνεργαζόμενων γερμανικών εταιρειών και πως μοιράστηκαν μεταξύ τους σημαντικά χρηματικά ποσά.

Η υπόθεση των υποβρυχίων και των άλλων πολεμικών σκαφών στο Ισραήλ δεν έχει την κλίμακα και την τεκμηρίωση της Ελλάδας, αλλά έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την κοινή γνώμη, γιατί έχει εμπλακεί με τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις.

Οι πολιτικοί αντίπαλοι του πρωθυπουργού Νετανιάχου τού καταλογίζουν έμμεση ανάμειξη μέσα από μια σύνθετη διαδρομή. Το 2007, όταν ακόμα ήταν στην αντιπολίτευση, ο Νετανιάχου έκανε σημαντική επένδυση στην αμερικανική εταιρεία Seadrift Coke, την οποία ήλεγχε ένα ξάδερφός του. Στη συνέχεια, τον έλεγχο της εταιρείας απέκτησε η χαλυβουργία GrafTech International, η οποία είναι παραδοσιακός προμηθευτής της ThyssenKrupp.

Οι επικριτές του Νετανιάχου παρακολουθούν τη διαδρομή του χρήματος, πώς δηλαδή έβγαλε αρκετά εκατομμύρια δολάρια αγοράζοντας και πουλώντας μετοχές της Seadrift Coke. Προσπαθούν να συνδέσουν τα κέρδη του με αποφάσεις Ισραηλινών αξιωματούχων που οδήγησαν σε προμήθεια υποβρυχίων και κορβετών στα μέτρα της ThyssenKrupp και των συνεργαζόμενων γερμανικών εταιρειών.

Υπόθεση «Καράτσι»

Η προμήθεια γερμανικών υποβρυχίων συνδέθηκε με ένα τεράστιο σκάνδαλο στην Ελλάδα, με ένα σημαντικό σκάνδαλο στην Πορτογαλία και με την πολιτική αναταραχή στο Ισραήλ.

Η παραγωγή και η πώληση οπλικών συστημάτων χαρακτηρίζονται διαχρονικά από έλλειψη διαφάνειας και άφθονο μαύρο χρήμα. Σε ζητήματα εθνικής άμυνας υπάρχει πάντα η ανάγκη να μη δοθούν στη δημοσιότητα ευαίσθητες πληροφορίες, ενώ η επίκληση εθνικών αναγκών ή και εθνικών κινδύνων περιορίζει την κριτική και τη δημοσιογραφική έρευνα.

Δεν είναι μόνο οι γερμανικές εταιρείες που έχουν μετατρέψει τα υποβρύχια σε «τορπίλες» με στόχο τη διαφάνεια και την εντιμότητα. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και με τις γαλλικές, οι οποίες ανταγωνίστηκαν χωρίς επιτυχία τις γερμανικές σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισραήλ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Γαλλία έκλεισε συμφωνία για την προμήθεια στο Πακιστάν γαλλικών υποβρυχίων.

Εδώ και πολλά χρόνια η γαλλική Δικαιοσύνη διερευνά κατά πόσο ο τότε πρωθυπουργός, Μπαλαντίρ, χρησιμοποίησε την πώληση γαλλικών υποβρυχίων στο Πακιστάν για να καλύψει μια διαχειριστική τρύπα στην αποτυχημένη προεδρική εκστρατεία του το 1995 ύψους 10,25 εκατ. γαλλικών φράγκων.

Η δικαστική έρευνα τεκμηρίωσε ότι με πολιτική ευθύνη της τότε ηγεσίας είχε στηθεί ένα δεύτερο κύκλωμα μεσαζόντων και εταιρειών παροχής συμβουλών που λειτουργούσε παράλληλα με το νόμιμο κύκλωμα και χρηματοδοτούσε το κομματικό ταμείο και παράγοντες που στήριζαν τις προεδρικές φιλοδοξίες του Μπαλαντίρ. Η υπόθεση με τις μίζες πήρε δραματική διάσταση το 2002 με την πολύνεκρη βομβιστική ενέργεια στο Καράτσι εναντίον της γαλλικής αποστολής που επέβλεπε την παράδοση των πολεμικών υποβρυχίων στο Πολεμικό Ναυτικό του Πακιστάν και την επιχειρησιακή ένταξή τους.

Στην αρχή θεωρήθηκε ότι οι Γάλλοι αξιωματικοί και ειδικοί που σκοτώθηκαν έπεσαν θύματα ισλαμιστών. Μετά όμως επικράτησε η άποψη ότι έγιναν στόχος παρανόμων, οι οποίοι εκδικήθηκαν την επίσημη Γαλλία, θεωρώντας ότι τους «έριξαν» στην κατανομή της μίζας για την προμήθεια των υποβρυχίων μεταξύ Γάλλων και Πακιστανών.

Οι συγγενείς των θυμάτων έχουν στραφεί στη γαλλική Δικαιοσύνη και ζητούν, μάταια προς το παρόν, πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης.

Το ειδικό δικαστήριο που ασχολείται με υποθέσεις πολιτικών απάλλαξε τον πρώην πρωθυπουργό Μπαλαντίρ από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Επέβαλε όμως στον τότε υπουργό Άμυνας, Λεοτάρ, ποινή διετούς φυλάκισης με αναστολή και πρόστιμο 100.000 ευρώ. Στα 91 του ο Μπαλαντίρ δήλωσε δικαιωμένος μετά από 25ετή δοκιμασία. Ο 78χρονος πρώην υπουργός Άμυνας Λεοτάρ αντέδρασε στην απόφαση του δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι υπερασπίζεται το δικαίωμα της ελευθερίας σε ό,τι αφορά τις πολιτικές αποφάσεις.

Ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις των πολιτικών πρωταγωνιστών της υπόθεσης «Καράτσι», είναι βέβαιο ότι και στη Γαλλία τα οπλικά συστήματα αυτού του τύπου συνδέονται με μίζες και με διαδρομές μαύρου πολιτικού χρήματος. Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση της Γαλλίας είναι ότι η παρασκηνιακή μάχη για τις μίζες ήρθε στο προσκήνιο με τη βομβιστική ενέργεια με δραματικό τρόπο.

Μέρκελ σταθερά υπέρ Ερντογάν

Τέλη Νοεμβρίου του 2020 - αρχές Δεκεμβρίου αναπτύχθηκαν πολιτικές πρωτοβουλίες για να «παγώσει» η προμήθεια έξι γερμανικών υποβρυχίων τύπου 214 στην Τουρκία. Η κυβέρνηση Μέρκελ διευκολύνει με κάθε τρόπο το πρόγραμμα υπερεξοπλισμών του Ερντογάν. Οι γερμανικές εταιρείες προμηθεύουν τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και την πολεμική βιομηχανία της χώρας με τεχνογνωσία για τα άρματα μάχης Leopard 2A4. Πρωταγωνιστούν στην παραγωγή και εγκατάσταση αντιαεροπορικών συστημάτων μέσου βεληνεκούς. Προμηθεύουν τα συστήματα προώθησης για τουρκικές κορβέτες, φρεγάτες, ακόμη και για το υπό ναυπήγηση αεροπλανοφόρο.

Η προμήθεια όμως που φανερώνει την έλλειψη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και προκαλεί τις εντονότερες πολιτικές αντιδράσεις έχει να κάνει με τα έξι υποβρύχια τύπου 214. Όταν ολοκληρωθεί η ένταξή τους στο Πολεμικό Ναυτικό της Τουρκίας, η Ελλάδα θα έχει χάσει ένα σημαντικό πλεονέκτημα στον συσχετισμό δυνάμεων με την Τουρκία, το οποίο μάλιστα πλήρωσε «χρυσό» για τους γνωστούς λόγους.

Πενήντα τρεις Γερμανοί και Έλληνες ευρωβουλευτές –μεταξύ των οποίων κι εγώ– στείλαμε επιστολή στην καγκελάριο Μέρκελ λίγο πριν από τη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου 2020, στην οποία τονίζαμε: «Είμαστε ιδιαίτερα ανήσυχοι για τις απειλές της Τουρκίας για στρατιωτική δράση εναντίον κρατών-μελών στην Ανατολική Μεσόγειο και φοβούμαστε ότι η Τουρκία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει υποβρύχια που έχουν κατασκευαστεί στη Γερμανία σε αυτή την αναμέτρηση».

Είχε προηγηθεί, τον Σεπτέμβριο του 2020, ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το οποίο ζητούσε από τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μπορέλ, να εισαγάγει «μια πρωτοβουλία στο Συμβούλιο ώστε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να σταματήσουν τη χορήγηση αδειών εξαγωγής οπλικών συστημάτων στην Τουρκία για όσο διάστημα η χώρα συνεχίζει τις παράνομες δραστηριότητές της στην Ανατολική Μεσόγειο».

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, όπως και οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, Δένδιας και Παναγιωτόπουλος, ζήτησαν κατ’ επανάληψη από τη γερμανική ηγεσία να «παγώσει» το πρόγραμμα των υποβρυχίων, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Η υπουργός Άμυνας, Κραμπ-Καρενμπάουερ, δήλωσε σχετικά: «Το πρόγραμμα κατασκευής και πώλησης στην Τουρκία έξι υποβρυχίων τύπου 214 δεν μπορεί να σταματήσει ή να καθυστερήσει, γιατί η κατασκευάστρια εταιρεία Thyssen είναι δεσμευμένη με συμβόλαια που υπογράφηκαν το 2002».

Το ίδιο απορριπτικός και ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Μάας, ο οποίος υπογράμμισε σχετικά: «Δεν βρίσκω το αίτημα για εμπάργκο όπλων σε βάρος της Τουρκίας σωστό από στρατηγική άποψη. Δεν είναι εύκολο να το κάνεις σε βάρος ενός εταίρου του ΝΑΤΟ. Είδαμε ότι η νατοϊκή σύμμαχος Τουρκία εύκολα αγόρασε πυραύλους από τη Ρωσία γιατί δεν μπορούσε να τους αγοράσει από τις ΗΠΑ».

Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας δείχνει να προτιμά τη νατοϊκή κατανόηση προς τον Ερντογάν από την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς την απειλούμενη Ελλάδα, ενώ ρίχνει την ευθύνη για τη συνεργασία Τουρκίας-Ρωσίας στο θέμα των ρωσικών S-400 –εκτός νατοϊκού πλαισίου– στις ΗΠΑ.

Όσο για την καγκελάριο Μέρκελ, περιορίστηκε να τονίσει τις «στρατηγικές εξαρτήσεις μεταξύ συμμάχων του ΝΑΤΟ» και να εκφράσει την άποψη ότι «θέματα που σχετίζονται με εξαγωγές οπλικών συστημάτων και παραδόσεις πρέπει να συζητούνται στη συμμαχία του ΝΑΤΟ».

Σύμφωνα με το σκεπτικό της καγκελαρίου, τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. είναι και κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Βέβαια, η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και μπορεί να μπλοκάρει οποιαδήποτε σχετική απόφαση. Δεν είναι όμως μέλος της Ε.Ε. Γι’ αυτό η Ελλάδα επικαλείται την ανύπαρκτη, όπως αποδεικνύεται, ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στο θέμα.

Εδώ και μία 20ετία τα γερμανικά υποβρύχια και το οικονομικό-πολιτικό σύστημα το οποίο βρίσκεται πίσω από τις εταιρείες που τα κατασκευάζουν τορπιλίζουν τη διαφάνεια και τη διαχειριστική εντιμότητα, μαζί με την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.