Εθνικοί κίνδυνοι 200 χρόνια μετά την Επανάσταση - Free Sunday
Εθνικοί κίνδυνοι 200 χρόνια μετά την Επανάσταση
Δημογραφικό, υπερχρέωση, ασφαλιστικό, ασκούν μεγάλη πίεση στην οικονομία.

Εθνικοί κίνδυνοι 200 χρόνια μετά την Επανάσταση

Ο εορτασμός της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 οργανώθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία προεξοφλούσαμε τη δυναμική επιστροφή της οικονομίας στην ανάπτυξη. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης επέλεξε την κ. Αγγελοπούλου για να οργανώσει τις επετειακές εκδηλώσεις, αναγνωρίζοντας τη συμβολή της στην επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και θέλοντας να περάσει το μήνυμα της οικονομικής ανάπτυξης και της ενίσχυσης της διεθνούς εικόνας της χώρας.

Αυτός ο σχεδιασμός ξεπεράστηκε από την πανδημία, που λειτούργησε ως οικονομικός και κοινωνικός οδοστρωτήρας. Οι εκδηλώσεις θα είναι υποχρεωτικά σεμνές και ταπεινές και με βάση τα μέτρα προστασίας από τον Covid-19.

Αντί για τη δυναμική ανάπτυξη ήρθε νέα μεγάλη πτώση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και ελπίζεται να σταματήσει το β΄ εξάμηνο του 2021, όταν θα έχει ολοκληρωθεί το πρόγραμμα του εμβολιασμού.

Στη διάρκεια της μνημονιακής δεκαετίας το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 20%. Το 2020 είχαμε επιπλέον πτώση 8,2% εξαιτίας της πανδημίας. Πτώση θα έχουμε και το α΄ τρίμηνο του 2021. Αθροιστικά χάσαμε γύρω στο 30% του ΑΕΠ, μια οικονομική ζημιά που αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, πανευρωπαϊκό μεταπολεμικό ρεκόρ.

Η πανδημία έχει αλλάξει το περιβάλλον για τον εορτασμό της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Τη θέση του πανηγυρικού κλίματος, που θα θέλαμε, έχει πάρει ένα κλίμα περισυλλογής για την κατάσταση και την προοπτική της χώρας.

Μετράμε εθνικούς κινδύνους 200 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821.

Το δημογραφικό

Το δημογραφικό έχει μετατραπεί, με δική μας ευθύνη, σε εθνική απειλή. Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε, σε απόλυτους αριθμούς, κατά 400.000 στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και η διαφορά μεταξύ ετήσιων θανάτων και ετήσιων γεννήσεων αυξάνεται συνεχώς. Έτσι, επιταχύνεται η μείωση του πληθυσμού και η γήρανσή του.

Το 1960 είχαμε 157.000 γεννήσεις στην Ελλάδα. Το 1980 μειώθηκαν σε 148.000, ενώ το 2000 έπεσαν πολύ πιο χαμηλά, στις 103.000.

Με τη… βοήθεια της οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε και των συνεπειών της πανδημίας οι γεννήσεις στην πατρίδα μας περιορίστηκαν το 2019 σε 84.000.

Η ταχύτητα της γήρανσης του πληθυσμού προκαλεί δικαιολογημένη ανησυχία. Την περίοδο 1980-2020 ο αριθμός των νέων κάτω των 25 ετών μειώθηκε κατά 35%, οι γεννήσεις κατά 44% και οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών σχεδόν διπλασιάστηκαν.

Θα πρέπει να βρούμε τρόπους να βγούμε από το δημογραφικό αδιέξοδο, για να βελτιωθεί η προοπτική της πατρίδας μας. Προς το παρόν πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο εξαιτίας ενός συνδυασμού αλλαγής τρόπου ζωής, οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών και έλλειψης σοβαρής πολιτικής για την υποστήριξη της οικογένειας και την ενθάρρυνση των γεννήσεων.

Η υπερχρέωση

Ο άλλος εθνικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε είναι η υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου, η οποία περιορίζει τις οικονομικές δυνατότητές μας και δημιουργεί σοβαρές δεσμεύσεις.

Η Ελλάδα ήταν υπερχρεωμένη από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας εξαιτίας των δανείων που χρηματοδότησαν την πολεμική της προσπάθεια. Από τότε μας χαρακτήριζε ένα χαμηλό επίπεδο διαχείρισης του δημόσιου χρήματος, το οποίο συμπλήρωναν τα σκάνδαλα νομής της εξουσίας.

Μπήκαμε στην κρίση της μνημονιακής περιόδου με ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 120% του ΑΕΠ και ύστερα από 11 δύσκολα χρόνια το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευτεί γύρω στο 210% του ΑΕΠ με τάση παραπέρα αύξησης.

Από τα τέλη του 2019 μέχρι τα τέλη του 2020 το χρέος αυξήθηκε από 356 δισ. ευρώ σε 374 δισ. ευρώ. Η αύξηση αυτή οφείλεται στη δημοσιονομική ανατροπή που προκάλεσε η πανδημία. Το 2019 το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό ήταν της τάξης των 168 εκατ. ευρώ, ενώ το 2020 εκτοξεύτηκε σε 22,8 δισ. ευρώ. Αναπόφευκτα, η κάλυψη του ελλείμματος οδήγησε σε αύξηση του δανεισμού.

Η διαχείριση του δημόσιου χρέους εμφανίζεται σταθεροποιημένη, εφόσον τα 248 δισ. αναλογούν στον ESM, στον EFSF και σε πολύ μικρότερο βαθμό στο ΔΝΤ. Το χρέος έχει ρυθμιστεί για τα αμέσως επόμενα χρόνια και τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν σε εξαιρετικά ικανοποιητικά επίπεδα, αν λάβουμε υπόψη μας τις πιέσεις που δημιουργεί στην Ελλάδα και διεθνώς η πανδημία.

Παρατηρείται όμως ανοδική τάση στα διεθνή επιτόκια και η πρόεδρος της ΕΚΤ, Λαγκάρντ, ενισχύει την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, σε μια προσπάθεια να κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια μέχρις ότου αφήσουμε πίσω μας την πανδημία και αρχίσει να αναπτύσσεται δυναμικά η οικονομία της Ευρωζώνης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια ανοδική καμπύλη διεθνών επιτοκίων, η οποία σε βάθος χρόνου θα επηρεάσει το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Προς το παρόν, αυτό παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, όμως η προοπτική αύξησής του σκιάζει το οικονομικό μας μέλλον.

Δεν υπάρχει περίπτωση να χαριστεί μέρος του χρέους του ελληνικού Δημοσίου. Η Λαγκάρντ, με συχνές δημόσιες παρεμβάσεις της, αποκλείει αυτό το ενδεχόμενο και προειδοποιεί ότι τέτοιου είδους συζητήσεις είναι αντιπαραγωγικές, εφόσον μπορούν να προκαλέσουν κρίση αξιοπιστίας στην Ευρωζώνη. Όπως χαρακτηριστικά λέει στις συζητήσεις που έχουμε στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η διαγραφή του χρέους είναι παράνομη και δεν πρέπει να συζητείται.

Η ιστορία του ελληνικού κράτους είναι ιστορία υπερχρέωσης και αλλεπάλληλων χρεοκοπιών. Για να βγούμε από την παγίδα του χρέους, χρειαζόμαστε μια μεγάλη περίοδο σταθερής και δυναμικής ανάπτυξης, η οποία θα το μειώσει δραστικά ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Το ασφαλιστικό

Το ασφαλιστικό είναι ένας άλλος εθνικός κίνδυνος στον οποίο συναντιούνται το δημογραφικό με την υπερχρέωση. Η απώλεια ελέγχου των οικονομικών της κοινωνικής ασφάλισης, όπως και της φαρμακευτικής δαπάνης του Δημοσίου, συνέβαλε στην υπερχρέωση και στη συνέχεια στη χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου το 2010.

Ακολούθησε μια περίοδος σκληρής προσαρμογής με στόχο να τεθούν υπό έλεγχο τα οικονομικά της κοινωνικής ασφάλισης και να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα. Το ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε τώρα είναι αν θα αφήσουμε την ιστορία να επαναληφθεί.

Το ασφαλιστικό έλλειμμα έχει ξεφύγει. Η αυστηροποίηση των όρων του συστήματος εγκαταλείφθηκε το 2018 εξαιτίας της διαμάχης των κομμάτων για την ψήφο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων. Ακολούθησε μια περίοδος σχετικής χαλάρωσης. Στη συνέχεια ήρθε η πανδημία να ανατρέψει πλήρως τους υπολογισμούς και να μετατρέψει ξανά το ασφαλιστικό σε απειλή για τη δημοσιονομική σταθερότητα και την οικονομική μας προοπτική.

Τα στοιχεία που αναφέρει ο Τάσος Γιαννίτσης, ο οποίος προσπάθησε ανεπιτυχώς ως υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης Σημίτη να προωθήσει την αναγκαία ασφαλιστική μεταρρύθμιση το 2001, είναι εφιαλτικά. Την περίοδο 2000-2018 οι συνολικές δαπάνες για τις συντάξεις αυξήθηκαν κατά τους υπολογισμούς του από 17,5 δισ. ευρώ σε 35 δισ. ευρώ ή από 12,7% σε 18,7% του ΑΕΠ. Οι φόροι με τους οποίους το Δημόσιο χρηματοδοτεί σε ετήσια βάση τις συντάξεις αυξήθηκαν από 6,4 δισ. ευρώ σε 17 δισ. ευρώ, ενώ η σχέση συνολικών συντάξεων προς συνολικούς μισθούς αυξήθηκε από 41% σε 71%.

Ο καθηγητής Γιαννίτσης υπογραμμίζει ότι η κρατική δαπάνη για τη στήριξη του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος αυξήθηκε από περίπου 10,5% του ΑΕΠ το 2019 στο 13,5% το 2020, το υψηλότερο ποσοστό που έχει ποτέ σημειωθεί. Όπως τονίζει στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» (21 Φεβρουαρίου 2021): «Προβληματικά θα είναι τα μεγέθη και για το 2021. Αυτά σημαίνουν υπερχρέωση, φόρους, υψηλή εθνική κατανάλωση και άρα χαμηλή αποταμίευση και επενδύσεις και χαμηλότερες δαπάνες για υγεία, εκπαίδευση ή αμυντικά. Η ανάπτυξη της χώρας επηρεάζεται ευθέως και αρνητικά».

Το ασφαλιστικό αδιέξοδο έχει επανέλθει, αλλά προς το παρόν είναι εκτός της πολιτικής ατζέντας. Η κυβέρνηση προωθεί μακροπρόθεσμη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού –κυρίως σε ό,τι αφορά τις επικουρικές συντάξεις– και δεν θέλει να προχωρήσει σε άμεσα μέτρα με μεγάλο πολιτικό κόστος. Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει σε μια ξεπερασμένη από τις εξελίξεις παροχολογία. Διαμαρτυρήθηκε εντονότατα γιατί η κυβέρνηση κατέβαλε, βάσει δικαστικών αποφάσεων, «μόνο» 1,5 δισ. ευρώ, ενώ κατά τους υπολογισμούς του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης έπρεπε να καταβάλει 4,5 δισ. ευρώ. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση καταβάλλει αναδρομικά και σε κάποιες περιπτώσεις προβαίνει σε αυξήσεις σε ορισμένες κατηγορίες συντάξεων χωρίς να υπάρχουν οι οικονομικές προϋποθέσεις.

Την τελευταία εικοσαετία η επιδότηση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος από τον κρατικό προϋπολογισμό υπερκαλύπτει, αθροιστικά, την αύξηση του δημόσιου χρέους σε απόλυτους αριθμούς.

Έλλειψη δυναμικής

Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, περιορίζονται οι πιθανότητες να μπούμε σε περίοδο δυναμικής ανάπτυξης με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 3%, η οποία θα διαρκέσει τουλάχιστον μία δεκαετία.

Το πιθανότερο είναι να χρειαστούμε μέχρι το 2023 για να επιστρέψει η οικονομία στα επίπεδα του 2019 και στη συνέχεια να έχουμε, σε βάθος χρόνου, αναιμική ανάπτυξη, της τάξης του 1%, σε ετήσια βάση.

Αυτό είναι το σενάριο στο οποίο καταλήγουν οι περισσότερες αναλύσεις του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ, με το σκεπτικό ότι η δημογραφική γήρανση, το υπέρογκο δημόσιο χρέος και η ασφαλιστική «μαύρη τρύπα» δεν αφήνουν, μακροπρόθεσμα, μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία.

Η κυβέρνηση πρέπει να βρει τρόπους να δημιουργήσει αναπτυξιακή δυναμική αξιοποιώντας τα πρόσθετα ευρωπαϊκά κονδύλια που εξασφάλισε μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και προωθώντας άμεσα συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της μείωσης της φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων.

Το πλαίσιο που έχει θέσει ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης είναι σωστό, αλλά χρειάζονται πολύ περισσότερα από αυτά που περιγράφει και προωθεί για να αναπτύξει η οικονομία τη δυναμική που θα μας βγάλει από το αδιέξοδο.

Παρατηρούνται ήδη μεγάλες δυσκολίες στην προσαρμογή στο νέο ευρωπαϊκό περιβάλλον και στους νέους κανόνες. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της χρηματοδότησης νέων οδικών αξόνων με ευρωπαϊκά κονδύλια. Στις περισσότερες περιπτώσεις απορρίφθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με το σκεπτικό ότι οι προδιαγραφές του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου έχουν αλλάξει. Το 37% των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης είναι δεσμευμένο στην πράσινη μετάβαση και το 20% στην ψηφιακή οικονομία. Παραδοσιακού τύπου επενδύσεις υποδομής θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν κυρίως από εθνικούς πόρους, παρά το γεγονός ότι το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων έχει περιοριστεί δραστικά στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

Νέος διεθνής καταμερισμός

Οι συνέπειες της πανδημίας ανέδειξαν τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Ο τουρισμός και οι υπηρεσίες, στις οποίες στηρίζεται υπερβολικά η ελληνική οικονομία, θεωρούνται από τους χαμένους του νέου διεθνούς καταμερισμού της εργασίας που προκαλεί η πανδημία.

Επομένως, δεν υπάρχει επιστροφή στην προ πανδημίας κατάσταση. Είμαστε υποχρεωμένοι να χαράξουμε νέα πορεία, σε αναζήτηση δυναμικής ανάπτυξης σε διαφορετική βάση.

Επιβάλλεται η ενίσχυση της βιομηχανίας και της εξωστρέφειάς της. Με τη συμβολή της βιομηχανίας να είναι μονοψήφια στο ΑΕΠ, είναι πρακτικά αδύνατο να μπούμε σε περίοδο δυναμικής ανάπτυξης. Πρέπει επίσης να καλύψουμε την υστέρηση σε ό,τι αφορά την ψηφιοποίηση της οικονομίας. Η Ε.Ε. χάνει τη μάχη έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας και η Ελλάδα είναι πολύ χαμηλά στην ψηφιακή κατάταξη στο εσωτερικό της Ε.Ε. Σε ό,τι αφορά την πράσινη μετάβαση, έχουμε κάνει βήματα προόδου, αλλά κι εκεί έχουμε τεράστια απόσταση να καλύψουμε υπέρ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και σε βάρος των ορυκτών καυσίμων. Στην ηλεκτροκίνηση παραμένουμε ουσιαστικά ανύπαρκτοι, τόσο στην υποδομή όσο και στη βιομηχανική, παραγωγική βάση στην οποία στηρίζεται.

Με προοπτική καχεκτικής ανάπτυξης και παραπέρα υποβάθμισης στον υπό διαμόρφωση νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Η σύγκριση με την Τουρκία

Τα 200 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 είναι μια καλή ευκαιρία για τη σύγκριση Ελλάδας-Τουρκίας σε επίπεδο στρατηγικής και προοπτικής.

Σε αυτή τη φάση δεχόμαστε μεγάλη πίεση εξαιτίας του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού του Ερντογάν. Μεγαλύτερη σημασία από τη διεθνοπολιτική συγκυρία έχει η σύγκριση του δυναμικού των δύο χωρών. Η Τουρκία δεν είναι εξ ορισμού αντίπαλος της Ελλάδας, αλλά πρέπει να υπάρχει, σε γενικές γραμμές, μια ισορροπία δυνάμεων, στην οποία θα στηρίζονται ο αμοιβαίος σεβασμός και η συνεργασία.

Τα τελευταία 15 χρόνια αυτή η ισορροπία ανατράπηκε υπέρ της Τουρκίας και σε βάρος της Ελλάδας. Παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία, αναπτύσσεται δυναμικά εδώ και 15 χρόνια. Ακόμη και το 2020, χρονιά της πανδημίας, η τουρκική οικονομία καταγράφει ανάπτυξη λίγο κάτω από το 2%. Πριν από μία εικοσαετία η Ελλάδα είχε το απόλυτο οικονομικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Σήμερα το τουρκικό ΑΕΠ είναι υπερ-τετραπλάσιο του ελληνικού και όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προεξοφλούν ότι με το πέρασμα του χρόνου η Τουρκία θα ανεβαίνει στη διεθνή κατάταξη των οικονομιών.

Η γειτονική χώρα έχει δημιουργήσει αξιόλογη βιομηχανική βάση και εξαγωγικές βιομηχανίες και συνεχίζει να προσελκύει σημαντικές παραγωγικές επενδύσεις. Έχασε τη μεγάλη επένδυση της Volkswagen στην περιοχή της Σμύρνης εξαιτίας της εισβολής των τουρκικών στρατευμάτων στις περιοχές της Συρίας που ελέγχονται από τους Κούρδους, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, το κενό θα καλύψει η Ford με μια επένδυση της τάξης των 2 δισ. δολαρίων που αφορά κυρίως την παραγωγή ηλεκτροκίνητων οχημάτων.

Και τα δημογραφικά στοιχεία δείχνουν μια ανατροπή της στρατηγικής ισορροπίας σε όφελος της Τουρκίας και σε βάρος της Ελλάδας. Η Τουρκία έχει έναν νεανικό πληθυσμό 85 εκατομμυρίων με τάση δυναμικής αύξησης κι εμείς έναν γερασμένο πληθυσμό 10,5 εκατομμυρίων με τάση συρρίκνωσης.

Οι δικές μας αδυναμίες είναι που μεγαλώνουν, στην αντίληψή μας, την τουρκική απειλή. Αυτή μπορεί να εκδηλώνεται, σε αυτή τη φάση, με τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό του Ερντογάν και ένα είδος υβριδικού πολέμου που στηρίζεται στην κατάλληλη διαχείριση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών από το τουρκικό κράτος και παρακράτος, όμως η μεγάλη και μόνιμη απειλή είναι η διαρκής υποβάθμιση της συγκριτικής θέσης της Ελλάδας για τους λόγους που ανέφερα.

Το νέο ξεκίνημα

Η καταγραφή των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε –που έχουν και διάσταση απειλής– δεν γίνεται για να παραλύσουμε μπροστά στις δυσκολίες και να υποκλιθούμε στην αρνητική δυναμική που αναπτύχθηκε με δική μας ευθύνη.

Η περιγραφή των προβλημάτων και η διαπίστωση των δυσκολιών και κινδύνων που αντιμετωπίζουμε πρέπει να οδηγήσουν στο αναγκαίο νέο ξεκίνημα. Αυτός, κατά την άποψή μου, είναι ο καλύτερος τρόπος να τιμήσουμε τη συμπλήρωση 200 ετών από την Επανάσταση του 1821.