Βροχή προειδοποιήσεων για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας - Free Sunday
Βροχή προειδοποιήσεων για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας
Το Ταμείο Ανάκαμψης μας ενισχύει, αλλά δεν λύνει όλα τα προβλήματα.

Βροχή προειδοποιήσεων για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας

Με ένα μπαράζ προειδοποιήσεων εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών, οίκων και άνθρωποι με καλή γνώση της ελληνικής οικονομίας μάς προετοιμάζουν για τα δύσκολα που έρχονται.

Στη συζήτηση που έγινε στην αρμόδια επιτροπή του Ελληνικού Κοινοβουλίου είχα την ευκαιρία να αναδείξω τα πλεονεκτήματα αλλά και τις ελλείψεις και τα όρια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Θεωρώ ότι έχουμε μπει σε μία εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για την οικονομία, γιατί διαψεύδονται οι υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις για γρήγορη έξοδο από την κρίση της πανδημίας, ενώ αναδεικνύονται τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.

Η βόμβα του ασφαλιστικού

Η οικονομική ιστορία επαναλαμβάνεται, πιθανότατα όμως όχι σαν φάρσα, αλλά σαν τραγωδία. Το ισχυρότερο μήνυμα δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης και αρνητικής επίδρασης στην προοπτική της οικονομίας μάς έρχεται από το ασφαλιστικό έλλειμμα. Διαμορφώνεται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα σε απόλυτους αλλά και σε σχετικούς αριθμούς.

Με άρθρο-παρέμβασή του στην εφημερίδα «Τα Νέα» (10-11 Απριλίου 2021) ο Τάσος Γιαννίτσης, ο οποίος ως αρμόδιος υπουργός επί κυβέρνησης Σημίτη επιχείρησε την αναγκαία ασφαλιστική μεταρρύθμιση, περιγράφει το ασφαλιστικό αδιέξοδο και τα δύσκολα που έρχονται.

Επισημαίνει μεταξύ των άλλων: «Οι κρατικές δαπάνες για τα ελλείμματα του ασφαλιστικού και τις συντάξεις τριπλασιάστηκαν από 6,5 δισ. το 2000 σε 19 δισ. ευρώ το 2019. Αθροιστικά για την 20ετία 2000-2018 οι δαπάνες αυτές έφτασαν τα 288 δισ. ευρώ, όταν η αντίστοιχη συνολική αύξηση του δημόσιου χρέους ήταν 300 δισ. ευρώ, μαζί με το κούρεμα των 100 δισ. ευρώ του 2012. Οι δαπάνες αυτές αντιπροσώπευαν δηλαδή σχεδόν το 100% της συνολικής αύξησης του δημόσιου χρέους όλης αυτής της περιόδου».

Σε άλλα σημεία του εξαιρετικά ενδιαφέροντος άρθρου του ο κ. Γιαννίτσης τονίζει: «Το 2019 οι κρατικές επιχορηγήσεις και δαπάνες για συντάξεις αντιστοιχούσαν στο 100% των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, έναντι περίπου 65% το 2000. Το 2020 το ποσοστό αυτό εκτινάχθηκε στο 160%. […] Το 2008 οι δημόσιες δαπάνες για το ασφαλιστικό αντιπροσώπευαν το 33% των συνολικών επενδύσεων της χώρας. Σήμερα το ποσοστό αυτό έφτασε το 119%».

Έχουμε την περιγραφή ενός πλήρους δημοσιονομικού και αναπτυξιακού αδιεξόδου, το οποίο οφείλεται στην εκτός ελέγχου αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών σε μια περίοδο κατά την οποία η εθνική οικονομία βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης με ταυτόχρονη ανάδειξη των διαρθρωτικών προβλημάτων της.

Έχει δημιουργηθεί μια ιδιαίτερα αρνητική δυναμική, με τις δικαστικές αποφάσεις που οδηγούν σε καταβολή αναδρομικών και μεγαλύτερη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού να διαδέχονται η μία την άλλη. Χαρακτηριστική η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έκρινε αντισυνταγματική την παρακράτηση της εισφοράς αλληλεγγύης από τις συντάξεις των δικαιούχων του Δημοσίου. Η εισφορά επιβλήθηκε το 2010 και συνεχίστηκε και μετά την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου.

Ανάλογα με το σενάριο, μπορεί να οδηγήσει σε μια άμεση επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού κατά 500 εκατ. ευρώ και σε βάθος χρόνου σε ένα πρόσθετο ασφαλιστικό φορτίο ύψους 4 δισ. ευρώ.

Βαδίζουμε ολοταχώς σε ένα αδιέξοδο παρόμοιο με εκείνο του 2009-2010 και το ερώτημα είναι γιατί κανείς δεν ασχολείται με αυτό. Την απάντηση δίνει ο ίδιος ο Γιαννίτσης με την ακόλουθη πολύ σωστή επισήμανση: «Το ασφαλιστικό έχει εξελιχθεί σε τόσο μεγάλο πρόβλημα, ώστε, πλέον, καμία πολιτική δύναμη δεν θέλει όχι να το αγγίξει, αλλά ούτε καν να το αναφέρει».

Ανάπτυξη του 1%

Μπορεί το πολιτικό σύστημα να μην ασχολείται με το ασφαλιστικό για τους λόγους που ανέφερε ο Γιαννίτσης, σίγουρα όμως οι οίκοι το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη σε ό,τι αφορά την εκτίμηση της προοπτικής της ελληνικής οικονομίας και της βιωσιμότητας του χρέους του ελληνικού Δημοσίου.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών του οίκου Fitch, το χρέος του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο έφτασε το 207% του ΑΕΠ το 2020, θα μειωθεί με βάση το «καλό» σενάριο στο 156% του ΑΕΠ το 2031. Θα είναι δηλαδή σε ένα επίπεδο 30% του ΑΕΠ υψηλότερο από τις αντίστοιχες εκτιμήσεις του οίκου Fitch προ πανδημίας.

Οι ειδικοί προβλέπουν δυναμική ανάκαμψη και ανάπτυξη μέχρι το 2026, με τη βοήθεια των χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης. Στη συνέχεια όμως θεωρούν ότι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα κινηθεί γύρω στο 1%.

Ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης προκύπτει από το ιστορικό της τελευταίας τεσσαρακονταετίας και από τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, το σημαντικότερο των οποίων είναι το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό.

Αυτό είναι το βασικό «καλό» σενάριο. Το δυσμενέστερο σενάριο προβλέπει νέο σοκ για την ελληνική οικονομία, ανάπτυξη κατώτερη του 1% μετά το 2026 και δημόσιο χρέος 200% του ΑΕΠ το 2031. Υπάρχει και το αισιόδοξο σενάριο με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,5% από το 2027 και ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ.

Οι αναλυτές δεν θέτουν θέμα βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία, εφόσον είναι ρυθμισμένο σε μεγάλο βαθμό και τα χαμηλά διεθνή επιτόκια συμβάλλουν στον περιορισμό των δαπανών για την εξυπηρέτησή του. Προειδοποιούν όμως ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για σταθερή και δυναμική ανάπτυξη σε βάθος χρόνου.

Επενδυτικό κενό

Στην έκθεση του ΟΟΣΑ «Going for Growth 2021» υπογραμμίζεται το επενδυτικό πρόβλημα της χώρας. Σύμφωνα με τους ειδικούς του ΟΟΣΑ: «Παρά τη συνεχιζόμενη πρόοδο στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, όπως η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, το χαμηλής ποιότητας ρυθμιστικό πλαίσιο και το αργό σύστημα Δικαιοσύνης καταστρέφουν το επιχειρηματικό περιβάλλον».

Τονίζεται επίσης ότι τα σημαντικά κενά στις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού εμποδίζουν την υψηλή ανάπτυξη και αποθαρρύνονται η καινοτομία και οι επενδύσεις, στοιχεία απαραίτητα για την ανάκαμψη από την πανδημία και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Με βάση τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, οι δαπάνες για τις δημόσιες επενδύσεις ήταν μικρότερες σε σχέση με τους στόχους των προϋπολογισμών τα τελευταία χρόνια.

Υπογραμμίζεται επίσης ότι η πανδημία βρήκε την Ελλάδα με κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο κατά 46% από τον μέσο όρο των κρατών-μελών του Οργανισμού και παραγωγικότητα χαμηλότερη κατά 48% από αυτήν των κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις.

Από την αισιοδοξία της «εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ στη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου περάσαμε στην απαισιοδοξία του Οργανισμού για την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι η ανάπτυξη της οικονομίας μας μπορεί να περιοριστεί στο 0,9% του ΑΕΠ για το 2021, αν δεν αποδώσει το τουριστικό καλοκαίρι και δεν έρθουν έγκαιρα τα χρήματα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Πρόβλημα με τον τουρισμό

Το πρώτο σχέδιο προϋπολογισμού για το 2021 στηριζόταν στην εκτίμηση ότι τα έσοδα από τον τουρισμό θα ήταν τριπλάσια από το 2020 και στο 60% του επιπέδου-ρεκόρ του 2019.

Οι εκτιμήσεις αυτές δείχνουν υπερβολικά αισιόδοξες, αν λάβουμε υπόψη μας ότι η πανδημία συνεχίζεται σε όλη την Ε.Ε. και βρίσκεται σε έξαρση στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι λιγότεροι Ευρωπαίοι τουρίστες θα μετακινηθούν και ακόμη λιγότεροι θα προτιμήσουν την Ελλάδα, εφόσον η χώρα μας έχει χάσει το συγκριτικό υγειονομικό πλεονέκτημα που είχε το καλοκαίρι του 2020 και πρόβαλε με συστηματικό τρόπο.

Η Γερμανία είναι η σημαντικότερη τουριστική αγορά για την Ελλάδα, γι’ αυτό έχει σημασία πώς αντιμετωπίζει το θέμα ο Σύνδεσμος Γερμανικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (DTW).

Με βάση την ανάλυση που κάνει, υπάρχει όντως μια προτίμηση, σε επίπεδο 37%, για Ελλάδα και Τουρκία, με την Ισπανία και την Πορτογαλία να ακολουθούν στη δεύτερη θέση με 22%. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα έρθουν περισσότεροι Γερμανοί τουρίστες στη χώρα μας, εφόσον οι κρατήσεις για το φετινό καλοκαίρι είναι μειωμένες κατά 76% σε σύγκριση με πέρυσι τέτοια εποχή. Υπάρχει μάλιστα μια τάση οι ακυρώσεις να ξεπερνούν τις νέες κρατήσεις, εφόσον και η Γερμανία κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο στη διαχείριση της πανδημίας, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται η ψυχολογία και τα οικονομικά όσων θα ήθελαν να κάνουν διακοπές στο εξωτερικό και να προτιμήσουν τη χώρα μας.

Οι δυσκολίες του ελληνικού τουρισμού είναι πολύ μεγαλύτερες και πιο σύνθετες από αυτές που παρουσιάζουν αρμόδιοι και μη στα ΜΜΕ.

Γενικά υπάρχει ένας δισταγμός στο να παραδεχτούμε ότι η πανδημία χτύπησε σκληρά τον τουρισμό, πως θα χρειαστεί χρόνια για να ανακάμψει και πως ο νέος διεθνής καταμερισμός στη μετα-Covid-19 εποχή δεν θα είναι ευνοϊκός για χώρες με υπερβολική εξάρτηση από τον τουρισμό.

Σφίγγουν τα λουριά

Εξαιτίας της πανδημίας περάσαμε από τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα σε μεγαλύτερα πρωτογενή ελλείμματα. Σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς του οικονομικού επιτελείου –το οποίο συνήθως αποδεικνύεται υπερβολικά αισιόδοξο–, το πρωτογενές έλλειμμα ήταν 7,2% του ΑΕΠ το 2020 και θα διαμορφωθεί στο 3,9% του ΑΕΠ το 2021.

Οι υπολογισμοί αυτοί κινδυνεύουν να ανατραπούν από την κακή πορεία της οικονομίας το 2021, αλλά και από την αλλαγή της μεθοδολογίας μέτρησης του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2020 και του 2021 από τη Eurostat.

Να θυμίσουμε ότι στο ξεκίνημα της κρίσης που οδήγησε στα μνημόνια είχαν αλλάξει οι κανόνες υπολογισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος, πάλι με πρωτοβουλία της Eurostat, με αποτέλεσμα να αρχίσουν οι συνεχείς αναθεωρήσεις του προς τα επάνω.

Σήμερα η κατάσταση είναι δύσκολη, όχι όμως δραματική, όπως κατά το παρελθόν. Πίσω από την τεχνοκρατική προσέγγιση της Eurostat υπάρχει και ένα πολιτικό μήνυμα υπέρ της καλύτερης διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών μας. Το 2021, πιθανότατα και το 2022, θα συνεχιστεί κάποιου είδους δημοσιονομική χαλάρωση σε επίπεδο Ευρωζώνης, στη συνέχεια όμως θα μας ζητηθεί μια πιο πειθαρχημένη δημοσιονομική διαχείριση.

Η πρώτη αλλαγή που κάνει η Eurostat σε σχέση με τον υπολογισμό του ελλείμματος σχετίζεται με την αποτύπωση του clawback, του μηχανισμού αυτόματης επιστροφής δαπανών όταν αυτές ξεπερνούν το ανώτατο όριο που έχει τεθεί για τη νοσοκομειακή-φαρμακευτική δαπάνη και τη δαπάνη των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ.

Τα τελευταία χρόνια ξεφεύγει πάλι η φαρμακευτική δαπάνη, γι’ αυτό κρίθηκε σκόπιμη η παρέμβαση της Eurostat.

Η δεύτερη αλλαγή στον υπολογισμό του ελλείμματος έχει σχέση με την αποτύπωση των εγγυήσεων που έχει χορηγήσει το Δημόσιο σε παλαιά δάνεια. Επειδή η κατάπτωση των εγγυήσεων έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, κρίθηκε αναγκαίο να σφίξουν τα δημοσιονομικά λουριά και σε αυτό το ζήτημα.

Νέο ρεκόρ χρέους

Η δημοσιονομική κατάσταση είναι εξαιρετικά σύνθετη εξαιτίας της πανδημίας. Παρά τις μεγάλες διευκολύνσεις που γίνονται από την πλευρά του Δημοσίου, οι οποίες βέβαια συμβάλλουν στο έλλειμμα, ολοένα περισσότεροι αδυνατούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μόνο το πρώτο δίμηνο του 2021 οι φορολογούμενοι δεν πλήρωσαν φόρους 1,57 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι πολλές από τις φορολογικές υποχρεώσεις τους βρίσκονται σε αναστολή.

Με το πέρασμα του χρόνου, το ιδιωτικό χρέος, το άθροισμα των υποχρεώσεων που δεν εξυπηρετούνται στην εφορία, στα ασφαλιστικά ταμεία και στις τράπεζες, σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.

Το συσσωρευμένο ιδιωτικό χρέος αναδεικνύεται σε μεγαλύτερο πρόβλημα και από το τεράστιο δημόσιο χρέος.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον το άρθρο του Αθ. Παπανδρόπουλου («Ναυτεμπορική», 12 Απριλίου 2021) με το οποίο προειδοποιεί γι’ αυτά που έρχονται με τον ακόλουθο τρόπο: «Οι Ευρωπαίοι δανειστές της χώρας ανησυχούν σοβαρά για τη βόμβα του ιδιωτικού χρέους και εκφράζουν την αντίθεσή τους σε πιθανές διαγραφές και γενναίες ρυθμίσεις, γιατί έτσι λένε “χαλάει η κουλτούρα των πληρωμών”. Δεν μας λένε όμως τι μπορεί να γίνει όταν μια ολόκληρη κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση ασφυξίας και χωρίς ιδιαίτερα υψηλές παραγωγικές δυνατότητες. Είναι αξιοσημείωτο όμως και το γεγονός ότι παρεμφερείς καταστάσεις με την αντίστοιχη ελληνική βιώνουν ήδη, σε μικρότερο βέβαια βαθμό, και χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, ενώ προφανώς στο “κλαμπ” μπαίνει οσονούπω και η Γαλλία».

Μπροστά σε νέες προκλήσεις

Με δημόσια παρέμβασή του ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, συνόψισε τις νέες προκλήσεις για τις κυβερνήσεις των κρατών της Ευρωζώνης στη μετα-Covid-19 περίοδο. Οι προκλήσεις αυτές έχουν ευρωπαϊκή διάσταση, αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερες για την Ελλάδα, εξαιτίας των ειδικών προβλημάτων της οικονομίας μας.

Πρώτον, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης των οικονομιών της Ευρωζώνης θα είναι, πιθανότατα, χαμηλότερος απ’ ό,τι πριν από την κρίση της πανδημίας, εκτός αν γίνει πολύ καλή χρήση των δυνατοτήτων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Δεύτερον, η αύξηση του χρέους των εταιρειών που κρίθηκε αναγκαία για να τα βγάλουν πέρα την περίοδο της πανδημίας θα επιδράσει, για ένα διάστημα, αρνητικά στα επενδυτικά τους σχέδια.

Τρίτον, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα δοκιμαστούν από την επίμονα χαμηλή κερδοφορία τους και την επικείμενη νέα αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η κατάσταση των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι, παρά τα προβλήματα στα οποία αναφέρεται ο κ. Ρέγκλινγκ, περίπου ειδυλλιακή σε σχέση με την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών.

Τέταρτον, τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και η μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους, αν και αναγκαία για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, θα πρέπει να ελεγχθούν και στη συνέχεια να μειωθούν τα επόμενα χρόνια, παρά τις δυσκολίες που σχετίζονται με την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή.

Για ευρύτερους ευρωπαϊκούς λόγους, αλλά και για πολύ συγκεκριμένους ελληνικούς λόγους, η οικονομία μας έχει μια δύσκολη περίοδο μπροστά της.

Επιδίωξή μας πρέπει να είναι να χρησιμοποιήσουμε την επιπλέον στήριξη του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία μας καλύπτει μέχρι το 2026, για να δημιουργήσουμε μια δυναμική που θα έχει συνέχεια και θα είναι πολύ καλύτερη από τις προγνώσεις του ΟΟΣΑ, του οίκου Fitch και προσωπικοτήτων με πολύ καλή γνώση της ευρωπαϊκής και της ελληνικής οικονομίας.

Ταμείο και Σχέδιο δεν αρκούν

Έχοντας γνώση όλων αυτών των προβλημάτων και των εκτιμήσεων σε σχέση με την κατάσταση και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας, διατυπώνω σε κάθε ευκαιρία την άποψη ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελούν τεράστια βήματα στη σωστή κατεύθυνση. Δεν αρκούν όμως για να αντιμετωπίσουμε τόσο πολλά προβλήματα που συνδυάζονται το ένα με το άλλο για να φέρουν αρνητικά αποτελέσματα.

Στην παρέμβασή μου στην αρμόδια επιτροπή του Ελληνικού Κοινοβουλίου, όπου συζητήθηκε αναλυτικά το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, έκανα τις ακόλουθες προτάσεις για να πλησιάσουμε περισσότερο σε μια οικονομική στρατηγική στο ύψος των περιστάσεων.

Πρώτον, ζήτησα καλύτερη κατανομή των κονδυλίων σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες επενδύσεις. Για παράδειγμα, ένα πιλοτικό πρόγραμμα 73 εκατ. ευρώ για τις «έξυπνες πόλεις» την επόμενη εξαετία δεν σημαίνει τίποτα, αν σκεφτούμε ότι η απογείωση της κινεζικής οικονομίας στηρίζεται στις «έξυπνες πόλεις», με τα αστικά κέντρα να αναπτύσσονται στη βάση ενός συνδυασμού ψηφιακής τεχνολογίας και πράσινης μετάβασης.

Ανάλογες είναι οι αντιρρήσεις μου στα μόλις 220 εκατ. ευρώ για την ηλεκτροκίνηση των συγκοινωνιών. Έχω προτείνει την πλήρη ηλεκτροκίνηση λεωφορείων και ταξί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για μια επένδυση μεγάλης κλίμακας, η οποία θα προστατεύσει την υγεία των κατοίκων από την απειλή των κινητήρων ντίζελ 15ετίας και 20ετίας, θα βοηθήσει στη γρήγορη ανάπτυξη της υποδομής για την ηλεκτροκίνηση στα αστικά κέντρα και θα εξασφαλίσει αξιόλογη εσωτερική αγορά για τις βιομηχανίες νέου τύπου που πρέπει να αναπτύξουμε.

Δεύτερον, υπογράμμισα ότι τα χρηματοπιστωτικά περιορίζονται σε μια-δυο παραγράφους στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ είναι φανερό ότι αν δεν αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους δεν θα υπάρξει ανάκαμψη και ανάπτυξη. Υποστήριξα ότι πρέπει να βρούμε τρόπους ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους. Να οργανώσουμε δεύτερη ευκαιρία ευρωπαϊκού τύπου, με την έννοια της επανένταξης των υπερχρεωμένων στον επαγγελματικό στίβο, και όχι δεύτερη ευκαιρία ελληνικού τύπου, με την έννοια να δοθούν ευκολίες πληρωμής σε αυτούς που αποδεδειγμένα δεν μπορούν να πληρώσουν. Ζήτησα να υπάρχουν κανόνες στη λειτουργία και όρια στην κερδοσκοπία των funds και να προωθηθεί η πρόταση Στουρνάρα για τη δημιουργία bad bank. Να ελεγχθεί το άνοιγμα της ψαλίδας των επιτοκίων, ακόμη και σε σχέση με Ισπανία και Πορτογαλία, που έχει οδηγήσει σε διπλάσια ή και τριπλάσια επιτόκια δανεισμού για τους Έλληνες μικρομεσαίους.

Τρίτον, προέβλεψα ότι θα υπάρξουν καθυστερήσεις και στη συνέχεια δυσκολίες στην εκταμίευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων που μας αφορούν και πως τα 31 δισ. χρηματοδοτήσεων, που μπορεί να ανέλθουν με την κατάλληλη μόχλευση στα 57 δισ., δεν επαρκούν σε μία χώρα που είχε επενδυτικό έλλειμμα 162 δισ. στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

Γι’ αυτό πρέπει να φύγουμε μπροστά και να εξασφαλίσουμε πρόσθετους πόρους. Να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Ντράγκι, που εξέδωσε με επιτυχία πράσινο ομόλογο του ιταλικού Δημοσίου, και να προσφύγουμε στον ESM για δάνειο 2% του ΑΕΠ, όπως έχουμε τη δυνατότητα, αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση του ΕΣΥ και της Παιδείας.

Άλλες προτάσεις που κατέθεσα έχουν σχέση με το πώς θα οργανώσουμε το brain gain, πώς θα βάλουμε ανώτατο όριο στις νέες θέσεις μερικής απασχόλησης και πώς θα περιορίσουμε την εξάρτηση από το εισαγόμενο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, η οποία συμβάλλει, σε συνθήκες πανδημίας, στην επανεμφάνιση των λεγόμενων δίδυμων ελλειμμάτων, όπου στο δημοσιονομικό έλλειμμα προστίθεται ένα σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.