Ε.Ε.: Αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον - Free Sunday
Ε.Ε.: Αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον
Δύσκολη η αποστολή της «Διάσκεψης για το μέλλον της Ευρώπης».

Ε.Ε.: Αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον

Στις 9 Μαΐου 2021 ξεκίνησε στο Στρασβούργο η μεγάλη πορεία προς τη «Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης».

Πρόκειται για μια νέα προσπάθεια να βελτιωθεί η δυναμική της Ε.Ε., να καλυφθούν οργανωτικά και θεσμικά κενά και κυρίως να ενδιαφερθούν περισσότερο γι’ αυτήν οι πολίτες, ιδιαίτερα η νεολαία.

Οι εργασίες της Διάσκεψης ξεκίνησαν με έναν χρόνο καθυστέρηση. Αυτή οφείλεται στην πανδημία, αλλά και στις διαφωνίες μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών για τα θέματα, τη στόχευση και ποιος τελικά θα πάρει τις αποφάσεις, στα πλαίσια της Διάσκεψης.

Τα εμπόδια ξεπεράστηκαν μέσα από έναν συμβιβασμό της τελευταίας στιγμής. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχει η πολιτική βούληση για να επιταχυνθεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση σε έναν ανταγωνιστικό έως επικίνδυνο κόσμο.

Την απάντηση θα την έχουμε το α΄ εξάμηνο του 2022, όταν θα δοθεί στη γαλλική προεδρία η έκθεση που θα συνοψίζει τα συμπεράσματα της Διάσκεψης.

Η 9η Μαΐου

Το ξεκίνημα της Διάσκεψης στις 9 Μαΐου από το Στρασβούργο ήταν μια κίνηση γεμάτη συμβολισμό. Στις 9 Μαΐου 1950 ο Ρομπέρ Σουμάν, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, έκανε την ιστορική δήλωση σύμφωνα με την οποία «η παγκόσμια ειρήνη δεν μπορεί να διατηρηθεί αν δεν αναληφθούν δημιουργικές προσπάθειες, στα μέτρα των κινδύνων που την απειλούν. Η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί διαμιάς, ούτε σε ένα συνολικό οικοδόμημα. Θα διαμορφωθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που θα δημιουργήσουν πρώτα μια πραγματική αλληλεγγύη».

Η πρόταση του Σουμάν ήταν να τεθούν κάτω από κοινή εποπτεία η παραγωγή και διαχείριση του άνθρακα και του χάλυβα, των υλικών που «έτρεφαν» τη βιομηχανία αλλά και την πολεμική μηχανή των ευρωπαϊκών κρατών.

Στην πρώτη προσπάθεια πήραν μέρος η Γαλλία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Από τότε γιορτάζουμε στις 9 Μαΐου την Ημέρα της Ευρώπης, ενώ παραμένει ο εξελικτικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όλα γίνονται σταδιακά, αντιμετωπίζοντας συγκεκριμένα προβλήματα, και με έναν ρυθμό ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνιέται από τον ρυθμό της εποχής.

Η επιλογή του Στρασβούργου για το ξεκίνημα των εργασιών της Διάσκεψης έστειλε το μήνυμα ότι η ευρωπαϊκή οικοδόμηση στηρίζεται πάντα στη γαλλογερμανική συμφιλίωση.

Ο ρόλος του Μακρόν

Πρωταγωνιστικό ρόλο στη «Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης» παίζει ο πρόεδρος της Γαλλίας, Μακρόν. Με τη Μέρκελ να φτάνει στο τέλος της σταδιοδρομίας της και τον Ντράγκι να είναι ακόμη στο ξεκίνημα της διακυβέρνησης της Ιταλίας, ο Μακρόν είναι ο μόνος ηγέτης που έχει το κύρος και την εμπειρία για να κινήσει τη διαδικασία.

Όπως χαρακτηριστικά είπε, η Ευρώπη πρέπει να αποφασίζει πιο γρήγορα και με περισσότερο δυναμισμό για να μπορέσει να αντέξει στον ανταγωνισμό με τις άλλες δυνάμεις, που είναι πιο ευέλικτες και πιο γρήγορες στις αποφάσεις τους.

Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις ΗΠΑ λέγοντας: «Χαίρομαι που οι ΗΠΑ εμπνέονται από την Ευρώπη για να γίνουν περισσότερο αλληλέγγυες στην κοινωνία τους και στο εξωτερικό. Έχω ισχυρή επιθυμία να εμπνευστούμε κι εμείς οι Ευρωπαίοι από τους Αμερικανούς, ώστε να ξαναβρούμε την αίσθηση του μέλλοντος και της ταχύτητας».

Ο Μακρόν περιέγραψε τις πρωτοβουλίες που θα πάρει, στα πλαίσια της Διάσκεψης, στη γαλλική προεδρία το α΄ εξάμηνο του 2022 και στην τελική ευθεία προς τις προεδρικές εκλογές τον Μάιο του 2022. Όπως υπογράμμισε: «Πρέπει να αναλάβουμε μία συλλογική δέσμευση σήμερα. Από τον Μάρτιο του 2022, όταν θα έχουμε τη σύνθεση των συνεισφορών στον διάλογο και των αντιπαραθέσεων, εμείς, οι πολιτικά υπεύθυνοι των κρατών-μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα τα λάβουμε υπόψη μας για να προχωρήσουμε στη μεταρρύθμιση της Ευρώπης. Αναλαμβάνω τη δέσμευση στο όνομα της γαλλικής προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε.».

Ομάδα Σπινέλι

Υπάρχουν διάφορες απόψεις για τον τρόπο που θα οργανωθεί το μέλλον της Ε.Ε. Εγώ υποστηρίζω τα πιο φιλόδοξα σχέδια που υιοθετεί η ομάδα Σπινέλι, της οποίας είμαι μέλος. Την πρωτοβουλία για την ίδρυση αυτής της ομάδας πήρε πριν από μερικά χρόνια ο Φιλελεύθερος πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου Γκι Φερχόφστατ. Φέρει το όνομά της προς τιμήν του Ιταλού αντιφασίστα και ενός εκ των πρωτεργατών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, του Αλτιέρο Σπινέλι, ο οποίος πρωταγωνίστησε στη σύνταξη, τη δεκαετία του ’80, της πρότασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, που έχει μείνει γνωστή ως «σχέδιο Σπινέλι».

Κάθε φορά που μπαίνω στο κεντρικό κτίριο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο φέρει τιμητικά το όνομα του Αλτιέρο Σπινέλι, σκέφτομαι πόσο μακριά είναι η Ε.Ε. από το όραμα της ομοσπονδιοποίησης και πώς οι διαφορές των κρατών-μελών, των ευρωπαϊκών θεσμών και οι προσωπικές στρατηγικές κορυφαίων πολιτικών μπερδεύουν την εικόνα και περιορίζουν το δυναμικό της Ε.Ε.

Η δυναμική που επικρατεί, πάντως, δεν είναι υπέρ της ομοσπονδιοποίησης της Ε.Ε. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κυβερνήσεις 12 κρατών-μελών, μεταξύ των οποίων των «φειδωλών» Ολλανδίας, Αυστρίας, Δανίας και Σουηδίας, ξεκαθάρισαν ότι δεν πρόκειται να δεχτούν αλλαγή των Συνθηκών στο τέλος της Διάσκεψης.

Επίσης, το ξεκίνημα των εργασιών της Διάσκεψης συνέπεσε με ένα ακόμη φινλανδικό πολιτικό θρίλερ, με το αντιευρωπαϊκό Κόμμα των Φινλανδών να δίνει μάχη για την απόρριψη από τη φινλανδική Βουλή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Να θυμίσω ότι η Φινλανδία είχε δεχτεί κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης να… υποστηρίξει την Ελλάδα παίρνοντας αμέσως πίσω τα χρήματα με τα οποία συνέβαλε η Ε.Ε. στη σταθεροποίηση της οικονομίας μας.

Η διαδικασία

Το νέο στοιχείο στη διαδικασία που θα ακολουθηθεί είναι η συμμετοχή των πολιτών σε διάφορες εκδηλώσεις και στον διάλογο μέσω μιας ειδικής πλατφόρμας (future.europa.eu).

Η λαϊκή συμμετοχή θεωρείται αναγκαία για να περιοριστεί η επιφυλακτικότητα έναντι της Ε.Ε. και των ευρωπαϊκών θεσμών και να διατυπωθούν ενδιαφέρουσες προτάσεις για το μέλλον, από τη βάση.

Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε για την προεδρία της Διάσκεψης δείχνει ότι το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών θεσμών κινείται σε διαφορετικά επίπεδα. Το Συμβούλιο προσπάθησε να δώσει την προεδρία σε μια προσωπικότητα επιλογής του, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διεκδίκησε την προεδρία για λογαριασμό του Γκι Φερχόφστατ. Τελικά δημιουργήθηκε μία «εκτελεστική επιτροπή», η οποία αποτελείται από τον Φερχόφστατ, την υφυπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Πορτογαλίας, Άνα Πάουλα Ζακαρίας, και την αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία και τη Δημογραφία, Ντουμπράβκα Σούιτσα, από την Κροατία.

Με εξαίρεση τον Φερχόφστατ, οι δύο κυρίες, αν και καθ’ όλα αξιοπρεπείς από πολιτική άποψη, δεν μπορούν να θεωρηθούν προσωπικότητες ικανές να σηκώσουν το βάρος ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι την προσπάθεια για την επεξεργασία του Ευρωσυντάγματος –το οποίο, δυστυχώς, «ναυάγησε» στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας το 2005– είχε αναλάβει ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Ζισκάρ ντ’ Εστέν.

Δημιουργείται επίσης μια συνέλευση για τη «Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης», στην οποία συμμετέχουν 108 ευρωβουλευτές, 54 εκπρόσωποι των κρατών-μελών, 3 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 108 βουλευτές των εθνικών Κοινοβουλίων και εκπρόσωποι της Επιτροπής των Περιφερειών, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, ΜΚΟ, όπως και πολίτες που θα έχουν ρόλο στην έκφραση των απόψεων της βάσης.

Μέχρι την τελευταία στιγμή υπήρχαν σοβαρές αντιθέσεις για το αν τελικά η συνέλευση που αναφέραμε θα μπορεί να πάρει τις σχετικές αποφάσεις και ποια θα είναι τα θέματα με τα οποία θα ασχοληθεί.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε μάχη για την ενίσχυση του ρόλου της, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέφρασε επιφυλάξεις για τη διαδικασία και τον ρόλο της συνέλευσης, ενώ σε αυτή την περίπτωση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φάνηκε να είναι πιο κοντά στις θέσεις του Συμβουλίου απ’ ό,τι στις θέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Συμφωνήθηκε επίσης να μην υπάρξει δεσμευτική ατζέντα και τα θέματα να αντιμετωπίζονται σε συναινετική βάση.

Το τραύμα του 2005

Οι κινήσεις που γίνονται είναι προσεκτικές και οι φιλοδοξίες ψαλιδισμένες εξαιτίας της κρίσης που προκλήθηκε το 2005 με αφορμή την έγκριση της Συνθήκης που δημιουργούσε Σύνταγμα για την Ευρώπη.

Επρόκειτο για μια σοβαρή προσπάθεια να αντικατασταθούν με ένα κείμενο όλες οι μέχρι τότε Συνθήκες και να ανοίξει ο δρόμος για τη σταδιακή πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.

Αν είχε εγκριθεί το λεγόμενο Ευρωσύνταγμα, η Ε.Ε. θα ήταν σε πολύ καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσει τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας και θα είχε ενισχυμένο ρόλο στον σύγχρονο κόσμο.

Το Ευρωσύνταγμα υπεγράφη απ’ όλες τις κυβερνήσεις των 25 τότε κρατών-μελών, εγκρίθηκε από 18 Κοινοβούλια και με δημοψήφισμα στην Ισπανία και στο Λουξεμβούργο.

Δυστυχώς, όμως, το φιλόδοξο σχέδιο ναυάγησε εξαιτίας του αρνητικού αποτελέσματος στα δημοψηφίσματα που πραγματοποιήθηκαν στις 29 Μαΐου του 2005 στη Γαλλία και τρεις ημέρες αργότερα στην Ολλανδία.

Οι Γάλλοι είχαν να απαντήσουν στο ερώτημα: «Εγκρίνετε τον νόμο για την κύρωση της Συνθήκης που δημιουργεί Σύνταγμα για την Ευρώπη;».

Η συμμετοχή στο δημοψήφισμα έφτασε στο 69% και το «όχι» επικράτησε άνετα με 55% έναντι 45% του «ναι». Οι βασικοί υποστηρικτές του «όχι» ήταν το γαλλικό Κ.Κ. και η άκρα Αριστερά, όπως και η άκρα Δεξιά του Ζαν-Μαρί Λεπέν. Υπήρχαν όμως εσωτερικές διαφοροποιήσεις στα κόμματα εξουσίας, με χαρακτηριστικότερη εκείνη του Λοράν Φαμπιούς, σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργού, ο οποίος έκανε καμπάνια υπέρ του «όχι», σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τη θέση του στις προκριματικές εκλογές του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενόψει των προεδρικών του 2007.

Τελικά επικράτησε η αντισυστημική ψήφος, ενισχυμένη από τον φόβο που καλλιεργήθηκε για ενδεχόμενη μελλοντική ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.

Ο Φαμπιούς, ο οποίος στήριξε δυναμικά το «όχι» προβάλλοντας ένα ανύπαρκτο σχέδιο Β, δεν τα κατάφερε στις εσωκομματικές εκλογές του Σοσιαλιστικού Κόμματος, εφόσον υποψήφια για την προεδρία επελέγη η Σεγκολέν Ρουαγιάλ με 60,6% των ψήφων των μελών του κόμματος, δεύτερος ήρθε ο Ντομινίκ Στρος-Καν με 20,8% και τρίτος ο Λοράν Φαμπιούς με 18,6%.

Ανάλογη ήταν η εξέλιξη στην Ολλανδία, όπου τα τρία κεντροδεξιά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, όπως και το Εργατικό Κόμμα, που ήταν κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης, υποστήριξαν το «ναι», για να επικρατήσει τελικά το «όχι», υποστηριζόμενο από το αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα, τις ακροδεξιές δυνάμεις του Πιμ Φόρτουιν και του Βίλντερς και από μικρότερες πολιτικές δυνάμεις.

Εκδηλώθηκε πάλι δυναμικά η αντισυστημική ψήφος εξαιτίας των μέτρων λιτότητας που εφάρμοζε η κεντροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού, των ανατιμήσεων που είχε προκαλέσει το ευρώ, της αντίληψης ότι οι Ολλανδοί σήκωναν υπερβολικά βάρη –εφόσον είχαν τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν καθαρή συνεισφορά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό– και του φόβου ότι οι αλλαγές θα άνοιγαν τον δρόμο στην ένταξη της Τουρκίας και σε ενδεχόμενη περιθωριοποίηση της Ολλανδίας.

Με συμμετοχή στο δημοψήφισμα 63,3%, το «όχι» θριάμβευσε με 61,5% έναντι 38,5% του «ναι».

Η Συνθήκη της Λισαβόνας

Η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος με δημοψήφισμα από τη Γαλλία και την Ολλανδία έδειξε πόσο δύσκολο είναι να εγκριθούν τα φιλόδοξα ευρωπαϊκά σχέδια, ακόμη κι όταν υποστηρίζονται από τα κόμματα που έχουν άνετη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Από τη στιγμή που δεν έχει διαμορφωθεί ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ευρωπαϊκά ζητήματα τεράστιας σημασίας κρίνονται με εσωτερικά πολιτικά κριτήρια –χαρακτηριστικό και το «όχι» στο ελληνικό δημοψήφισμα–, ενώ δημιουργείται το κατάλληλο περιβάλλον για την ενίσχυση της αντισυστημικής ψήφου.

Οι ηγέτες της Ε.Ε. ακολούθησαν μια ευέλικτη τακτική. Πήραν πολλά από τα στοιχεία του Ευρωσυντάγματος και τα επανέφεραν με τη μορφή της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία στηρίχτηκε στην τροποποίηση της Συνθήκης της Ρώμης και της Συνθήκης του Μάαστριχτ, χωρίς να υπάρχει ανάγκη έγκρισής της με τη μορφή φιλόδοξου Ευρωσυντάγματος.

Ορισμένες από τις αλλαγές που υιοθετήθηκαν ήταν η κατάργηση της ομοφωνίας και η λήψη αποφάσεων στη βάση ειδικής πλειοψηφίας σε τουλάχιστον 45 ζητήματα. Δημιουργήθηκε θέση προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφάλειας.

Ενισχύθηκαν επίσης οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενοποιήθηκε η νομική ταυτότητα της Ε.Ε. και υιοθετήθηκε η Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Τέλος, αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα ενός κράτους-μέλους να αποχωρήσει από την Ε.Ε. και προβλέφθηκε η σχετική διαδικασία, η οποία ενεργοποιήθηκε μετά το δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 για το Brexit.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας υιοθετήθηκε από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών τον Δεκέμβριο του 2007 και άρχισε να ισχύει από την 1η Δεκεμβρίου του 2009. Αξίζει να σημειωθεί ότι απορρίφθηκε κι αυτή με δημοψήφισμα από τους Ιρλανδούς το 2008 και χρειάστηκε δεύτερο δημοψήφισμα, τον Οκτώβριο του 2009, για να επικρατήσει το «ναι», αφού πρώτα οι Ιρλανδοί εξασφάλισαν ρυθμίσεις και εξαιρέσεις που τους ενδιέφεραν.

Οι πολιτικές ομάδες

Με τη διαδικασία της Διάσκεψης ξεκίνησε και η εσωτερική διαβούλευση στις πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να προσδιοριστεί η θέση τους.

Στη συζήτηση που διεξάγεται στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) προβάλλω προτάσεις για περισσότερη Ευρώπη, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού και την ενίσχυση της ΟΝΕ με τους κατάλληλους μηχανισμούς.

Ακόμη και στο εσωτερικό των πολιτικών ομάδων εκφράζονται συχνά διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Ευρωβουλευτές που προέρχονται από «φειδωλές» χώρες δεν θέλουν να δημιουργηθούν πρόσθετες οικονομικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις.

Ευρωβουλευτές από χώρες με παράδοση ουδετερότητας, ή που δεν αισθάνονται ότι υπάρχει εξωτερική απειλή, απορρίπτουν τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού. Ευρωβουλευτές από ορισμένες μεσαίες ή μικρές χώρες αρνούνται την επέκταση της κατάργησης του κανόνα της ομοφωνίας, φοβούμενοι κάποιου είδους περιθωριοποίηση σε όφελος των ισχυρών της Ε.Ε.

Οι συμβιβασμοί στο εσωτερικό των πολιτικών ομάδων θα ακολουθηθούν από συμβιβασμούς μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών ομάδων, ενώ θα υπάρξει μια παράλληλη διαπραγμάτευση μεταξύ Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μια προσπάθεια να ανοιχτεί η διαδικασία σε εκπροσώπους της κοινωνίας, επαγγελματικών κλάδων και στους ίδιους τους πολίτες.

Δεν είναι δύσκολο να προβλέψουμε ότι η «Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης» θα φέρει ορισμένες σημαντικές αλλαγές, ανάλογες με εκείνες της Συνθήκης της Λισαβόνας, πολύ δύσκολα όμως θα ανοίξει τον δρόμο στην επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης με βάση τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.

Ένα από τα βασικά προβλήματα της Ε.Ε. –το οποίο θεωρώ ότι θα αναδειχθεί και μέσω της Διάσκεψης– είναι ότι παίρνει τις περισσότερες αποφάσεις συγκρίνοντας τον εαυτό της με το παρελθόν της και όχι με τους βασικούς ανταγωνιστές, όπως είναι οι ΗΠΑ και η Κίνα, και σε ζητήματα ασφαλείας η Ρωσία.

Έτσι, έχουμε μια σταδιακή πρόοδο σε ένα ημιτελές οικοδόμημα με βάση τη διαδικασία που περιέγραψε ο Ρομπέρ Σουμάν το 1950, ενώ οι καιροί έχουν αλλάξει και ανταγωνιστές και αντίπαλοι επιβάλλουν τους δικούς τους ρυθμούς στον σύγχρονο κόσμο.

Παρά τις δυσκολίες, αξίζει να πάρουμε μέρος στη διαδικασία της Διάσκεψης και να απευθυνθούμε στην ελληνική κοινή γνώμη με όρους που θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον της. Η Ελλάδα βρίσκεται σε οικονομική και κοινωνική κρίση διαρκείας και καλούμαστε να περάσουμε το μήνυμα στους πολίτες –ιδιαίτερα στους νέους– ότι «το μέλλον τούς ανήκει». Αυτό φυσικά δεν μπορεί να γίνει μόνο με την κατάλληλη επικοινωνία. Πρέπει να κατατεθούν προτάσεις για το μέλλον της Ε.Ε. που θα απαντούν στις αγωνίες και στις προσδοκίες των πολιτών.