Το ζήτημα της Κίνας αλλάζει τους υπολογισμούς - Free Sunday
Το ζήτημα της Κίνας αλλάζει τους υπολογισμούς
Γιορτάζει πανίσχυρη τα 100 χρόνια της ίδρυσης του Κ.Κ.

Το ζήτημα της Κίνας αλλάζει τους υπολογισμούς

Το ζήτημα της Κίνας και της στρατηγικής που πρέπει να ακολουθήσουν απέναντί της οι χώρες της Δύσης κυριαρχεί στην επικαιρότητα. Αυτό οφείλεται στις πρωτοβουλίες του προέδρου Μπάιντεν, ο οποίος επιδιώκει τη δημιουργία ενός συνασπισμού χωρών οι οποίες θα περιορίσουν την εξάπλωση της επιρροής της Κίνας, στις αποφάσεις που πρέπει να πάρει η Ε.Ε. και στην ίδια τη σημασία της Κίνας, το ειδικό βάρος της οποίας αυξάνεται συνεχώς στην παγκόσμια οικονομία και την πολιτική.

Τα 100 χρόνια

Πριν από 100 χρόνια δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, το οποίο διέγραψε την πιο εντυπωσιακή ιστορική πορεία.

Αφού επικράτησε –ύστερα από έναν σκληρό αγώνα– κατά των Ιαπώνων εισβολέων και κέρδισε έναν αιματηρό εμφύλιο με τους εθνικιστές, εδραίωσε στη συνέχεια την εξουσία του.

Οι πρώτες δεκαετίες της κομμουνιστικής ηγεσίας ήταν γεμάτες ριζοσπαστικές αλλαγές, οι οποίες όμως δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Από την αγροτική μεταρρύθμιση, που οδήγησε –στην αρχική φάση της – εκατομμύρια στην πείνα και στην εξαθλίωση, μέχρι το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός, το οποίο αποδείχθηκε άλμα στο αναπτυξιακό κενό, μέχρι και την πολιτισμική επανάσταση με τις άσκοπες βιαιότητες, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις επιδιώξεις της κομμουνιστικής ηγεσίας.

Όλα αυτά όμως ανήκουν στο μακρινό παρελθόν και το Κομμουνιστικό Κόμμα ασκεί απόλυτη εξουσία, έχει 92 εκ. μέλη, ελέγχει πλήρως τα 1,4 δισ. πολιτών και έχει την πολυτέλεια να γράφει και την επίσημη ιστορία της χώρας.

Τις τελευταίες δεκαετίες η Κίνα εντυπωσιάζει με τον αναπτυξιακό της ρυθμό, αλλά και την ποιότητα της οικονομικής της ανάπτυξης, εφόσον έχει εξελιχθεί σε πρωταθλητή στην ψηφιακή οικονομία, την τεχνητή νοημοσύνη, τη νέα τεχνολογία, τις ΑΠΕ, τις αποστολές στο Διάστημα.

Το 2020 η Κίνα ενίσχυσε το συγκριτικό της πλεονέκτημα γιατί μπόρεσε να διαχειριστεί αποτελεσματικότερα την πανδημία, η οποία ξεκίνησε από τα εδάφη της. Στην αρχή φάνηκε ότι το καθεστώς μπορούσε να χάσει τον έλεγχο, γιατί οι αρμόδιοι αξιωματούχοι καθυστέρησαν την ενημέρωση του πληθυσμού και την οργάνωση της πρώτης αντίδρασης στον COVID-19.

Στη συνέχεια όμως, μπόρεσε να ελέγξει την πανδημία σε χρόνο-ρεκόρ με ένα μίγμα σκληρών διοικητικών παρεμβάσεων και πλήρους αξιοποίησης των υγειονομικών υπηρεσιών, της κινεζικής βιομηχανίας και της ψηφιακής οικονομίας.

Η πανδημία όχι μόνο δεν απονομιμοποίησε το καθεστώς στην αντίληψη της ευρύτερης κοινής γνώμης, αλλά συνέβαλε –εξαιτίας της υποδειγματικής αντιμετώπισής της– στην άνοδο της εμπιστοσύνης προς την εξουσία και στην ενίσχυση της εθνικής αυτοπεποίθησης των Κινέζων.

Η Κίνα των ρεκόρ

Η Δύση έχει απέναντί της την Κίνα των ρεκόρ.

Δεν υπάρχει άλλη μεγάλη οικονομία η οποία να αναπτύχθηκε στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας τόσο δυναμικά και με τέτοια εντυπωσιακή σταθερότητα. Ακόμη και το 2020, η οικονομία της Κίνας αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 2%, ενώ η πτώση στις μεγάλες δυτικές οικονομίες ήταν από 3,5% έως 12%. Μπορεί να μην πέτυχε ρυθμούς ανάπτυξης 6% έως 8%, όπως τα προηγούμενα χρόνια, αλλά σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιστρέψει σε αυτά τα επίπεδα από το 2021.

Ένα άλλο ρεκόρ της Κίνας στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών είναι η μαζική έξοδος του πληθυσμού από τη φτώχεια και η δημιουργία μιας μεσαίας τάξης, με την ευρύτερη έννοια του όρου, η οποία μπορεί να φτάνει τα 400 εκ. και να ξεπερνά τον πληθυσμό των ΗΠΑ.

Οι συγκριτικά καλύτερες επιδόσεις της Κίνας το 2020 άλλαξαν σε πολλά μεγέθη και την ισορροπία σε όφελός της. Για παράδειγμα, έγινε ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ε.Ε. αφήνοντας τις ΗΠΑ στη δεύτερη θέση.

Λόγω της μείωσης των ξένων άμεσων επενδύσεων των ΗΠΑ και της Ε.Ε., η Κίνα ήρθε πρώτη το 2020 και στις άμεσες επενδύσεις που πραγματοποίησε στο εξωτερικό.

Υπάρχουν και ποιοτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας της που εντυπωσιάζουν, όπως είναι η εξαιρετικά δυναμική ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, που κατά ορισμένους υπολογισμούς αντιστοιχεί στο 30% της συνολικής οικονομίας.

Σύνθετη σχέση

ΗΠΑ και Ε.Ε. προσπαθούν να συντονιστούν για να διαχειριστούν τη σύνθετη σχέση με την Κίνα.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν θεωρεί την Κίνα τον βασικό στρατηγικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ. Η Ρωσία είναι μία γεωστρατηγική, στρατιωτική απειλή που έχει τις ρίζες της στο σοβιετικό παρελθόν, η Κίνα όμως είναι αυτή που αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ.

Ο πρόεδρος Τραμπ είχε κλιμακώσει τον ανταγωνισμό με την Κίνα στον εμπορικό, ψηφιακό τομέα, αλλά με έναν τρόπο που πρόσφερε ευκαιρίες στην κινεζική ηγεσία. Οι ΗΠΑ, επί Τραμπ, ανταγωνίστηκαν την Κίνα χωρίς να συνεννοηθούν με την Ε.Ε., με την οποία επίσης άνοιξαν εμπορικό και οικονομικό μέτωπο. Επίσης, στα πλαίσια της εσωστρέφειας του «πρώτα η Αμερική», ο Τραμπ περιόρισε την οικονομική παρουσία και τη διπλωματική προσπάθεια των ΗΠΑ στην περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού δημιουργώντας τεράστια κενά επιρροής, τα οποία έσπευσε να καλύψει σε σημαντικό βαθμό η Κίνα.

Η μέθοδος του Μπάιντεν είναι εντελώς διαφορετική. Προχωράει στην κλιμάκωση του ανταγωνισμού με την Κίνα, ενισχύοντας τη συνεργασία με την Ε.Ε., αλλά και με χώρες στρατηγικής σημασίας στην περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού, όπως είναι η Ιαπωνία, η Ινδία και η Αυστραλία.

Επιπλέον, ο Μπάιντεν δίνει μια ιδεολογική και πολιτική διάσταση στον ανταγωνισμό με την Κίνα. Προβάλλει το δημοκρατικό πολιτικό μοντέλο, που σέβεται τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα και επιδιώκει να περιορίσει την επιρροή αυταρχικών ή και ολοκληρωτικών καθεστώτων, όπως της Κίνας και της Ρωσίας.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ εμφανίζεται ιδιαίτερα ενοχλημένος από τον τρόπο που επιβάλλει το Πεκίνο την κυριαρχία του στο Χονγκ Κονγκ, από τη συστηματική καταπίεση της μεγάλης μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων, την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ταϊβάν, τη στρατιωτικοποίηση περιοχών της Νότιας και Ανατολικής Κινεζικής Θάλασσας με πρωτοβουλία του Πεκίνου.

Δύσκολη η αντίδραση

Η αντίδραση των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης στην άνοδο της Κίνας αποδεικνύεται μια εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση.

Πρώτον, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι δεν έχουν τις ίδιες προτεραιότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γερμανία επιδιώκει – για προφανείς εμπορικούς και οικονομικούς λόγους– έναν πιο ήπιο ανταγωνισμό με την Κίνα, ενώ ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν τάσσεται υπέρ της νατοϊκής συνεργασίας στο ζήτημα, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα τα γεωγραφικά όρια του ΝΑΤΟ. Πρόκειται για μια ατλαντική συμμαχία και όχι για μια συμμαχία για τον Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό.

Δεύτερον, η Ουάσιγκτον θέλει να αναπτύξει τη συνεργασία της με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ινδία και η Αυστραλία στα πλαίσια μιας στρατηγικής περιορισμού της κινεζικής επιρροής, όμως η οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών αυτών με την Κίνα αυξάνεται συνεχώς. Έτσι, η οικονομική δυναμική ενισχύει συνεχώς τον ρόλο της Κίνας και δεν αρκεί η διπλωματία των ΗΠΑ –ως ένα βαθμό και της Ε.Ε.– για να επηρεαστούν οι εξελίξεις σε βάθος χρόνου.

Τρίτον και σημαντικότερο, ενισχύεται η άποψη ότι η Κίνα είναι πολύ μεγάλη και δυναμική για να περιοριστεί μέσα από τη στρατηγική των δυτικών δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κινεζική οικονομία μπορεί να πάρει την πρωτιά από την αμερικανική ακόμη και κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας.

Επομένως, ο ανταγωνισμός με την Κίνα πρέπει να στηριχθεί στη βελτίωση των επιδόσεων των ΗΠΑ, της Ε.Ε., της Ιαπωνίας και άλλων χωρών. Αυτό όμως δεν είναι εύκολη υπόθεση και προϋποθέτει πολιτικές αποφάσεις για μεγάλη αύξηση των σχετικών δαπανών.

Προς το παρόν, οι Ευρωπαίοι ανησυχούν για την ανάπτυξη των δικτύων 5G στα οποία κυριαρχούν οι Κινέζοι, δεν σκέφτονται όμως να κάνουν επενδύσεις εκατοντάδων δισ. ευρώ για να καλύψουν το ψηφιακό χάσμα που τους χωρίζει από την Κίνα. Αμερικανοί, Ιάπωνες, Ευρωπαίοι επισημαίνουν σε κάθε ευκαιρία τη μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Κίνας, δεν δείχνουν όμως πρόθυμοι να προχωρήσουν σε μεγάλη αύξηση των δικών τους στρατιωτικών δαπανών.

Ο Κίσινγκερ, ο οποίος οργάνωσε το άνοιγμα των ΗΠΑ προς την Κίνα επί προεδρίας Νίξον, προειδοποιεί στα 97 του τις ΗΠΑ και γενικότερα τη Δύση ότι δεν πρέπει να χρεώνουν τις δικές τους αδυναμίες και παραλείψεις στην Κίνα, αλλά να προσπαθήσουν για το καλύτερο δίνοντας στον ανταγωνισμό μια δημιουργική διάσταση.

Οι κανόνες του καθεστώτος

Η κινεζική ηγεσία απορρίπτει την κριτική Μπάιντεν για τη φύση του κινεζικού καθεστώτος και την καταπάτηση των ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Οι αναλυτές και οι σχολιαστές που εκφράζουν την ηγεσία επιμένουν στα προβλήματα της αμερικανικής δημοκρατίας, στα φυλετικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν την αμερικανική κοινωνία και στο αποικιοκρατικό παρελθόν Ευρωπαίων, Ιαπώνων και Αμερικανών που προκάλεσε τόσα προβλήματα κατά το παρελθόν στην Κίνα.

Οι Κινέζοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι το καθεστώς προστατεύει τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα, προωθεί τα κοινωνικά δικαιώματα και προβάλλει την Κίνα σε τρίτες χώρες σαν πρότυπο ανάπτυξης σε σύγκριση με τη δυτική οικονομία.

Το καθεστώς βέβαια δεν διαπραγματεύεται την απόλυτη εξουσία που ασκεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ προχώρησε σε αναγκαίες αλλαγές για να παρατείνει επ’ αόριστον την παραμονή του στην ηγεσία. Με πρωτοβουλία του μεταρρυθμιστή ηγέτη Ντεγκ Σιάο Πινγκ, είχε επιβληθεί όριο δύο τετραετιών στην ηγεσία για να αποτραπούν οι υπερβολές της μαοϊκής περιόδου. Ο Σι Τζινπίνγκ συγκρίνει τον εαυτό του και την επιρροή που ασκεί με εκείνη του Μάο και φρόντισε να καταργήσει το χρονικό όριο στην παραμονή στην κορυφή της εξουσίας.

Ένα άλλο δείγμα της αποφασιστικότητας της κομμουνιστικής ηγεσίας να διατηρήσει τον απόλυτο πολιτικό και οικονομικό έλεγχο είναι η παρέμβασή της σε βάρος κορυφαίων επιχειρηματιών του ψηφιακού τομέα της οικονομίας, όπως είναι ο Τζακ Μα της Alibaba και των συνδεδεμένων με αυτή εταιρειών. Η ανάπτυξη του Τζακ Μα στις ψηφιακές πληρωμές και τα σχέδια δημιουργίας ψηφιακού νομίσματος προκάλεσαν την αντίδραση των αρχών που θεώρησαν ότι μπορούσαν να χάσουν τον έλεγχο των οικονομικών εξελίξεων.

Στα 100 χρόνια από την ίδρυσή του, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας αποδεικνύεται πανίσχυρο. Η σημερινή ισχύς του όμως μπορεί να οδηγήσει σε μία μελλοντική αδυναμία, αν δημιουργηθεί μια νέου τύπου προσωπολατρία και περάσουν οι αξιωματούχοι του καθεστώτος από την αυτοπεποίθηση στην αλαζονεία.

Σε κάθε περίπτωση, το δημιούργημα του Μάο Τσετούνγκ γιορτάζει τα 100 χρόνια του σε εντυπωσιακά καλές συνθήκες, ενώ το δημιούργημα του Λένιν και στη συνέχεια του Στάλιν κατέρρευσε προκαλώντας τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, προτού προλάβει να γιορτάσει τα 75 χρόνια από την άνοδό του στην εξουσία.