Η Ελλάδα ευάλωτη στη νέα ενεργειακή κρίση - Free Sunday
Η Ελλάδα ευάλωτη στη νέα ενεργειακή κρίση
Αναδεικνύονται τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας

Η Ελλάδα ευάλωτη στη νέα ενεργειακή κρίση

Η Ε.Ε. αντιμετωπίζει την πρώτη ενεργειακή κρίση της περιόδου της πράσινης-ενεργειακής μετάβασης. Οι συζητήσεις μεταξύ των «27» για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η κατάσταση είναι συνεχείς και έντονες.

Το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα είναι περισσότερο ευάλωτη από τα άλλα κράτη-μέλη για λόγους ιστορικούς αλλά και συγκυριακούς. Αυτό σημαίνει ότι η νέα ενεργειακή κρίση θα θέσει σε αμφισβήτηση τη δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας που βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μείνουμε ακόμη πιο πίσω στον εσωτερικό οικονομικό ανταγωνισμό στην Ε.Ε.

Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που μετατρέπουν τη νέα ενεργειακή κρίση σε μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα.

Πρώτον, το ενεργειακό μίγμα που στέλνει στα ύψη τη χονδρεμπορική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας (ευρώ/μεγαβατώρα).

Δεύτερον, τα προβλήματα διεθνούς ανταγωνιστικότητας στα οποία συμπεριλαμβάνονται το υψηλό ενεργειακό κόστος και η μεγάλη εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα, τα οποία αποτυπώνονται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Τρίτον, το μεγάλο δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα που περιορίζουν τη δυνατότητα παρεμβάσεων για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για όσο διάστημα το ενεργειακό κόστος παραμένει στα ύψη.

Ελληνικό ρεκόρ στη χονδρεμπορική τιμή

Τα στοιχεία για τη μέση χονδρεμπορική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ε.Ε. είναι εφιαλτικά για την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021, η Ελλάδα είχε ξανά την υψηλότερη μέση χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των «27». Διαμορφώθηκε στα 242,32 ευρώ/μεγαβατώρα, με δεύτερη την Ιταλία στα 233,28, στην τρίτη θέση Σλοβενία και Κροατία μαζί στα 233,11 ευρώ/μεγαβατώρα, στην τέταρτη θέση η Βουλγαρία με 232,39, στην πέμπτη θέση η Ρουμανία με 228,97 και στην έκτη θέση η Ουγγαρία στα ίδια περίπου επίπεδα.

Από την εξάδα των ακριβότερων χωρών της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τη μέση χονδρεμπορική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας,  προκύπτει ότι είναι ένα μίγμα Νότου και Βαλκανίων με την Ελλάδα στην πρώτη θέση.

Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. κινήθηκαν την ίδια ημέρα με μέση χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας της τάξης των 150-210 ευρώ/μεγαβατώρα, με την Ολλανδία να βρίσκεται κοντά στα 150, την Πορτογαλία και την Ισπανία λίγο πάνω από τα 200 και τη Γαλλία να πλησιάζει τα 210.

Αυτοί που έχουν το πλεονέκτημα στον εσωτερικό ανταγωνισμό, με βάση τα στοιχεία της Πέμπτης 21 Οκτωβρίου 2021, είναι η Τσεχία με μέση χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας 79,34 ευρώ/μεγαβατώρα, η Σλοβακία με επίσης 79,34, η Πολωνία με 73,36 και η Γερμανία με 71,87.

Όλοι καταλαβαίνουμε ότι με την Ελλάδα να έχει υπερτριπλάσια χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας από τη Γερμανία, το μέλλον της οικονομίας μας είναι δύσκολο. Η πατρίδα μας έχει ήδη εξαιρετικά υψηλό ενεργειακό κόστος, γεγονός που υπονομεύει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την εξαγωγική μας προσπάθεια.

Τα στοιχεία μιας ημέρας δεν μπορεί βέβαια να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά. Αν όμως υπολογίσουμε τη μέση χονδρεμπορική τιμή για τον Οκτώβριο θα δούμε ότι ξεπερνάει στην Ελλάδα τα 200 ευρώ/μεγαβατώρα. Πρόκειται για τεράστια αύξηση από τα 134 ευρώ/μεγαβατώρα του Σεπτεμβρίου, που ήταν το προηγούμενο ελληνικό ρεκόρ.

Αυτή η έκρηξη στη μέση χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας θα περάσει στην κατανάλωση και θα κάνει τον χειμώνα του 2021-2022 εξαιρετικά δύσκολο για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Η σημασία του ενεργειακού μίγματος

Η ελληνική οικονομία φαίνεται να πληρώνει ακριβά το ενεργειακό μίγμα σε ό,τι αφορά την ηλεκτροπαραγωγή.

Η γενική εντύπωση είναι ότι φύγαμε υπερβολικά γρήγορα από τον λιγνίτη, χωρίς να διαπραγματευτούμε παρατάσεις και δωρεάν δικαιώματα ρύπων, όπως άλλες χώρες. Κατά την άποψή μου δεν είναι τυχαίο ότι οι τέσσερεις χώρες της Ε.Ε. που καταγράφουν τη χαμηλότερη μέση χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στηρίζουν περισσότερο την ηλεκτροπαραγωγή τους στον άνθρακα.

Η Πολωνία, η οποία έχει έρθει σε ρήξη με τις Βρυξέλλες για το κατά πόσον υπερισχύει το ευρωπαϊκό Δίκαιο του εθνικού, σκληραίνει τη στάση της και ζητεί νέες διευκολύνσεις και παρατάσεις για τον άνθρακα, στον οποίον θα στηριχθεί ούτως ή άλλως τουλάχιστον μέχρι το 2048.

Προνομιακή είναι και η θέση της Γερμανίας, η οποία εξακολουθεί να στηρίζεται στον άνθρακα παρά τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην ενεργειακή-πράσινη μετάβαση και έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα της στενής συνεργασίας με τη Ρωσία για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της με φυσικό αέριο, σε καλύτερες τιμές απ’ ό,τι η Ελλάδα και άλλες χώρες της Ε.Ε.

Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Γερμανίας προσδιορίζει και την διαπραγματευτική της στάση στην Ε.Ε. Στην τελευταία, κατά πάσα πιθανότητα, Σύνοδο Κορυφής που πήρε μέρος η καγκελάριος Μέρκελ προέτρεψε να διαχωριστεί το θέμα της αύξησης των τιμών ενέργειας από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Η Γερμανία δεν πιέζεται τόσο όσο οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. και φυσικά η Ελλάδα από την αύξηση της μέσης χονδρεμπορικής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας κι έτσι μπορεί να επιμείνει στην εφαρμογή της στρατηγικής της ενεργειακής-πράσινης μετάβασης που έχει αποφασιστεί σε επίπεδο Ε.Ε., ενώ εμείς πιέζουμε για αλλαγές προκειμένου να «ανασάνουμε» ενεργειακά και οικονομικά.

Το βασικό μας πρόβλημα είναι ότι έχουμε μεγάλη εξάρτηση από το φυσικό αέριο σε ό,τι αφορά την ηλεκτροπαραγωγή, σε μια περίοδο κατά την οποία οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου σπάνε κάθε προηγούμενο ρεκόρ και είναι τετραπλάσιες ή και πενταπλάσιες των περσινών τιμών.

Την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2021 αυξήθηκε η κατανάλωση του φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή στη χώρα μας κατά 15,21% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2020. Η κατανάλωση για την ηλεκτροπαραγωγή αναλογεί στο 67,4% της εγχώριας ζήτησης για φυσικό αέριο. Επίσης, αύξηση κατά 7,3% κατέγραψε η κατανάλωση φυσικού αερίου από νοικοκυριά και επιχειρήσεις μέσω των δικτύων διανομής, η οποία αναλογεί στο 17,3% της συνολικής ζήτησης. 7,37% ήταν και η αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου από εγχώριες βιομηχανίες, η οποία καλύπτει το 15,26% της ζήτησης.

Έχουμε, λοιπόν, μία σοβαρή αύξηση στην κατανάλωση φυσικού αερίου, ιδιαίτερα στην ηλεκτροπαραγωγή, με αποτέλεσμα η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας να εξαρτάται κυρίως από ένα καύσιμο το οποίο έχει επιλεγεί σαν καύσιμο της μεταβατικής περιόδου, αλλά η διεθνής τιμή του κινείται σε επίπεδα-ρεκόρ.

Ένας πρόσθετος επιβαρυντικός παράγοντας είναι η αύξηση της ζήτησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις δυναμικές οικονομίες της Ανατολής, που κάνει τα φορτία στα οποία στηρίζεται η κάλυψη των ενεργειακών μας αναγκών λιγότερα και ακριβότερα. Στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας, τα φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου περιορίστηκαν το εννιάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2021 σε 18,41 TWh από 25,86 TWh που ήταν την ίδια περίοδο του 2020.

Η τεράστια εξάρτησή μας από το πανάκριβο σε αυτή τη φάση φυσικό αέριο και η μέση χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας που είναι υπερτριπλάσια στην Ελλάδα απ’ ό,τι στη Γερμανία, μας προειδοποιούν για τις δοκιμασίες που θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στη διάρκεια του επόμενου εξαμήνου. Ελάχιστοι προβλέπουν αποκλιμάκωση του κόστους των καυσίμων και της ενέργειας πριν από τον Απρίλιο του 2022. Και αυτό θεωρείται το καλό σενάριο…

Ρεκόρ σε έλλειμμα και δημόσιο χρέος

Η νέα ενεργειακή κρίση συμπίπτει χρονικά με αρνητικές δημοσιονομικές εξελίξεις που οφείλονται στην πανδημία. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αξιοποιήσει πλήρως το πράσινο φως που έδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών για δυναμική δημοσιονομική στήριξη όσων έχουν ανάγκη κατά την περίοδο του εξαιρετικά υψηλού κόστους της ενέργειας και των καυσίμων.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε ήδη στη δέσμευση 500 εκ. ευρώ για την αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών από την αύξηση του ενεργειακού κόστους. Οι πρωτοβουλίες που αναπτύσσει είναι σημαντικές, δεν καλύπτουν όμως τις τεράστιες επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που μπορεί να φτάσουν τους πιο δύσκολους μήνες και 1,3 δισ. ευρώ τον μήνα.

Η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε τους οριστικούς υπολογισμούς για το 2020. Η πτώση του ΑΕΠ αναθεωρήθηκε από το -8,2% στο -9% δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη διάσταση στην ύφεση της εθνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, το δημοσιονομικό έλλειμμα οριστικοποιήθηκε από το 9,7% του ΑΕΠ στο 10,1% του ΑΕΠ. Η διαφορά δεν είναι μεγάλη, όμως η επίσημη επιστροφή της Ελλάδας σε διψήφιο δημοσιονομικό έλλειμμα, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, δημιουργεί αρνητικές αντιδράσεις.

Η ΕΛΣΤΑΤ αύξησε λίγο και τον υπολογισμό του δημόσιου χρέους στα τέλη του 2020 από 205,6% του ΑΕΠ στο 206,3% του ΑΕΠ.

Με βάση την ανάλυση των επίσημων στατιστικών στοιχείων, η δημοσιονομική ζημιά από την πανδημία είναι τεράστια και θα επηρεάσει τις εξελίξεις για αρκετά χρόνια. Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 18 δισ. ευρώ από 183,25 δισ. ευρώ το 2019 στα 165,32 δισ. ευρώ το 2020. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να στηρίξει την οικονομία σε συνθήκες μεγάλης πτώσης του ΑΕΠ οδήγησε στη μετατροπή του πλεονάσματος 2 δισ. της γενικής κυβέρνησης το 2019 σε έλλειμμα 16,6 δισ. το 2020. Έτσι, το πρωτογενές πλεόνασμα των 7,5 δισ. ευρώ μετατράπηκε σε πρωτογενές έλλειμμα 11,7 δισ. ευρώ.

Στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν, ενισχύθηκε κι άλλο ο ρόλος του κράτους. Οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν από 87,7 δισ. ευρώ το 2019 σε 98,8 δισ. ευρώ το 2020. Η αύξηση των 11,1 δισ. ευρώ συνδυάστηκε με τη μείωση του ΑΕΠ κατά 9% για να περάσουν οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα από το 47,8% του ΑΕΠ το 2019 σε περίπου 60% του ΑΕΠ το 2020.

Σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα παραμείνει οριακά διψήφιο, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, το 2021 συμβάλλοντας έτσι στην παραπέρα αύξηση του δημόσιου χρέους.

Οι δημοσιονομικές αναποδιές της Ελλάδας έχουν ήδη τραβήξει το ενδιαφέρον των θεσμών, που έχουν αρχίσει να ζητούν εξηγήσεις για το ύψος και τη δυναμική του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού ελλείμματος και για το επίπεδο και την ποιότητα των δημοσίων δαπανών σε διάφορους τομείς. Έχει επίσης ξεκινήσει μια δυσάρεστη συζήτηση για το αν θα συμπεριληφθούν στο δημόσιο χρέος κρατικές εγγυήσεις άνω των 20 δισ. ευρώ προκειμένου να διευκολυνθεί η τιτλοποίηση των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών.

Ανάλογες συζητήσεις για τις εγγυήσεις των ΔΕΚΟ και τον υπολογισμό των αμυντικών δαπανών είχαν συμβάλλει το 2009-2010 σε μεγάλη στατιστική αύξηση του δημοσίου χρέους κλιμακώνοντας τη διεθνή κρίση εμπιστοσύνης σε βάρος της ελληνικής οικονομίας.

Σε αυτό το περιβάλλον είναι πολύ δύσκολο για την Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων χωρών –όπως η Γαλλία– οι οποίες θα αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για να περιορίσουν, στο μέτρο του δυνατού, το ενεργειακό «σοκ» για τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και τους καταναλωτές.

Για παράδειγμα, δύο τρίτα της τιμής της βενζίνης στα πρατήρια καυσίμων αναλογούν, στη χώρα μας, σε φόρους. Θα μπορούσε η κυβέρνηση να προχωρήσει στη μείωση της ειδικής φορολογίας των καυσίμων αλλά αυτό θα προκαλούσε, στις συνθήκες που περιγράψαμε, την αντίδραση των Ευρωπαίων εταίρων και πιστωτών.

Στη Γαλλία συντρέχουν και ειδικοί πολιτικοί λόγοι που εξηγούν τις πρωτοβουλίες του προέδρου Μακρόν και της κυβέρνησης Καστέξ. Υπάρχει το προηγούμενο των «κίτρινων γιλέκων», ενός δυναμικού κινήματος διαμαρτυρίας το οποίο αναπτύχθηκε το 2018 σαν αντίδραση στην αύξηση των ενεργειακών φόρων, ενώ ο πρόεδρος Μακρόν έχει μπροστά του δύσκολες προεδρικές εκλογές τον Απρίλιο του 2022. Μέχρι τότε θα συνεχίζεται, σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, η ενεργειακή κρίση και ο Μακρόν πρέπει να προστατευθεί πολιτικά.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Ένα άλλο κρίσιμο μέγεθος που αναδεικνύεται από την ενεργειακή κρίση είναι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Η Ελλάδα είχε καταφέρει να περιορίσει, μέσα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο είχε ξεφύγει από τον έλεγχο πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Οι διεθνείς αγορές μάς γύρισαν την πλάτη το 2009-2010 επειδή συνδυάζαμε τα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα. Διψήφιο δημοσιονομικό έλλειμμα σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ και διψήφιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Με την πανδημία χάσαμε, προσωρινά, τα πλεονεκτήματα που αποκτήσαμε μέσα από τις θυσίες και την προσαρμογή των μνημονίων και αυτό περιορίζει τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2019 ήταν 1 δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο του 2020 περίπου οκταπλασιάστηκε σε 7,9 δισ. ευρώ εξαιτίας της μεγάλης πτώσης των εσόδων από τον τουρισμό. Ευτυχώς, τον Αύγουστο του 2021 σημειώθηκε εντυπωσιακή ανάκαμψη των τουριστικών εσόδων από 1,38 δισ. τον Αύγουστο του 2020 σε 3,11 δισ., ποσό που αναλογεί στο 76% των εσόδων του 2019 και δείχνει την επιτυχία του τουρισμού μας σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Έτσι, το έλλειμμα των 151 εκ. ευρώ στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών του Αυγούστου 2020 μετατράπηκε σε σημαντικό πλεόνασμα 1,4 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2021.

Η επιτυχία του Αυγούστου βελτίωσε και τη συνολική εικόνα του οκταμήνου Ιανουαρίου-Αυγούστου 2021 εφόσον το έλλειμμα υποχώρησε κατά 2,5 δισ. ευρώ σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2020, στα 5,4 δισ. ευρώ.

Πίσω από την τουριστική μας επιτυχία διακρίνονται τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας. Την ίδια περίοδο, η αξία των εισαγωγών καυσίμων που πραγματοποιήσαμε αυξήθηκε από 6,6 δισ. ευρώ στα 9 δισ. ευρώ. Φάνηκε επίσης το πρόβλημα διεθνούς ανταγωνιστικότητας που έχουμε, το οποίο θα επιδεινωθεί εξαιτίας της νέας ενεργειακής κρίσης. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών – χωρίς καύσιμα και πλοία– αυξήθηκε από 9,9 δισ. ευρώ το 2020 σε 12,4 δισ. ευρώ το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021. Ξεπέρασε και το έλλειμμα των 11,6 δισ. ευρώ της ίδιας περιόδου του 2019.

Έχουμε λοιπόν μια σύνθετη εικόνα της οικονομίας, που επηρεάζεται σημαντικά από τη νέα ενεργειακή κρίση. Η πανδημία μάς έφερε ξανά σε περίοδο μεγάλης δημοσιονομικής δυσκολίας που περιορίζει τη δυνατότητα κυβερνητικών παρεμβάσεων. Η οικονομία ανακάμπτει δυναμικά, αλλά προβλέπεται να «φρενάρει» εξαιτίας των νέων επιβαρύνσεων που προκαλεί η ενεργειακή κρίση, αλλά και των περιορισμών που επιβάλλει το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών, που εκτιμάται γύρω στο 7% του ΑΕΠ για το 2021.

Η κυβέρνηση επιχειρεί διάφορες διορθωτικές κινήσεις, το πρόβλημα όμως είναι ότι ειδικά στον ενεργειακό τομέα οι επενδύσεις και οι αλλαγές που συνδέονται με αυτές είναι μακροπρόθεσμες.

Ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, αναλαμβάνει σημαντικές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στη Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 21 και 22 Οκτωβρίου 2021 επιχειρηματολόγησε υπέρ της της κοινής ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης για την προμήθεια φυσικού αερίου, υπέρ της πραγματοποίησης μεγάλων επενδύσεων σε αποθηκευτικούς χώρους για το φυσικό αέριο, υπέρ της αλλαγής των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ώστε να μην κοστίσει υπερβολικά η ενεργειακή-πράσινη μετάβαση στην ελληνική ναυτιλία και υπέρ της αναβάθμισης της ενεργειακής μας σχέσης με την Αίγυπτο, ώστε να ενισχυθούν τα διεθνή δίκτυα και ο ρόλος της Ανατολικής Μεσογείου στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Ε.Ε.

Οι παρεμβάσεις του πρωθυπουργού είναι εύστοχες, αλλά δεν επηρεάζουν τη διαχείριση της νέας ενεργειακής κρίσης. Ο ενεργειακός τομέας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ευμετάβλητη συγκυρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το ξέσπασμα της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020 είχαμε φτάσει και σε αρνητικές τιμές του πετρελαίου, ενώ τώρα οι διεθνείς τιμές του είναι στα υψηλότερα επίπεδα της επταετίας. Τότε θεωρούσαμε το φυσικό αέριο εξαιρετικά φθηνό σε σχέση με τον ρυπογόνο άνθρακα και τώρα παρατηρείται στις ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες με καύσιμο τον άνθρακα τον λιγνίτη, λόγω του εξαιρετικά ακριβού φυσικού αερίου.

Επομένως, οι κινήσεις που κάνουμε για βελτίωση της ενεργειακής στρατηγικής είναι μεσομακροπρόθεσμες σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, ενώ τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι άμεσα και πιεστικά.