Κυβέρνηση Σολτς: Ο κίνδυνος της μεγάλης σύγχυσης - Free Sunday
Κυβέρνηση Σολτς: Ο κίνδυνος της μεγάλης σύγχυσης
Δείχνει κατώτερη των ευρωπαϊκών προκλήσεων

Κυβέρνηση Σολτς: Ο κίνδυνος της μεγάλης σύγχυσης

Οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι συμφώνησαν στο κυβερνητικό τους πρόγραμμα και όλα δείχνουν ότι η Ομοσπονδιακή Βουλή θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση, τη δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου.

Θα έχουν μεσολαβήσει γύρω στις 70 ημέρες από τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου που χαρακτηρίστηκαν από την αναγέννηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, την εντυπωσιακή ενίσχυση των Πρασίνων και τη μεγάλη πτώση των Χριστιανοδημοκρατών και της Αριστεράς.

Το 2017 χρειάστηκαν έξι μήνες για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι με βάση τους κανόνες της γερμανικής πολιτικής ζωής, τα κόμματα κινήθηκαν γρήγορα αυτή τη φορά. Το ερώτημα είναι αν οι συμβιβασμοί των τριών κομμάτων στους οποίους στηρίζεται το κυβερνητικό πρόγραμμα, μπορούν να εξασφαλίσουν την κυβερνητική αποτελεσματικότητα σε όφελος της Γερμανίας και φυσικά της Ε.Ε.

Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι –κατά την άποψή μου– «όχι» για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

Το ζήτημα της Άμυνας

Το υπουργείο Εξωτερικών περνάει από τους Σοσιαλδημοκράτες στους Πράσινους. Οι Σοσιαλδημοκράτες πέρασαν σχεδόν απαρατήρητοι γιατί η Γερμανία δεν έχει ισχυρή παρέμβαση στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής εφόσον περιορίζεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, στην άσκηση οικονομικής επιρροής.

Με τους Πράσινους μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με προβληματικές καταστάσεις. Η ηγεσία τους είναι κατά της αύξησης των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας προς το όριο του 2% του ΑΕΠ που έχει θέσει το ΝΑΤΟ, ενώ η βάση τους διεκδικεί την απομάκρυνση των αμερικανικών πυρηνικών όπλων από τη Γερμανία.

Αν το Βερολίνο μειώσει τον αμυντικό, νατοϊκό του ρόλο για να ανταποκριθεί στη θέληση των Πρασίνων, η αμερικανική αντίδραση θα είναι άμεση.

Ο Τραμπ είχε καταγγείλει τη Γερμανία για την άρνησή της να αναλάβει πρόσθετα οικονομικά βάρη στα πλαίσια της στρατηγικής του ΝΑΤΟ και είχε ξεκινήσει τον περιορισμό της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη και των σχετικών κονδυλίων.

Ο Μπάιντεν προτίμησε την επιστροφή σε μία παραδοσιακή πολιτική που δίνει έμφαση στη διατλαντική συνεργασία. Επειδή όμως δίνει απόλυτη προτεραιότητα στον στρατηγικό ανταγωνισμό των ΗΠΑ με την Κίνα, θα αντιδράσει και αυτός αρνητικά σε περίπτωση που οι Γερμανοί περιορίσουν κι άλλο τον νατοϊκό τους ζήλο.

Με τους Πράσινους στο υπουργείο Εξωτερικών, η Γερμανία θα δίνει έμφαση στη φραστική προάσπιση των ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων χωρίς όμως να έχει το επίπεδο στρατιωτικής προετοιμασίας και την πολιτική δέσμευση που μπορούν να εντυπωσιάσουν σκληρούς παίκτες όπως ο Πούτιν, ο Ερντογάν ή ο Λουκασένκο.

Το ειδικό βάρος της Γερμανίας στη διεθνή διπλωματία είναι μικρό σε σχέση με τις δυνατότητές της και προβλέπεται να μικρύνει κι άλλο με τη σύνθεση της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

«Σόιμπλε» για ειδικό κοινό

Το υπουργείο Οικονομικών περνάει από τον Σολτς και τους Σοσιαλδημοκράτες στους Φιλελεύθερους και –σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις– στον ηγέτη τους, Λίντνερ.

Ο τελευταίος διεκδίκησε, χωρίς αποτέλεσμα, το υπουργείο Οικονομικών σε διαπραγματεύσεις που έκανε μετά τις εκλογές του 2017 με τη Μέρκελ. Η άρνηση της τελευταίας να του το δώσει οδήγησε τους Φιλελεύθερους στην απόφαση να μην συνεργαστούν με τους Χριστιανοδημοκράτες και να μείνουν στην αντιπολίτευση.

Ο Λίντνερ έχει πολύ σκληρές θέσεις στα ζητήματα δημοσιονομικής διαχείρισης και χρηματοδότησης της Ε.Ε. Παίζει με ένα εκλογικό ποσοστό της τάξης του 10% για ένα ειδικό κοινό, τη γερμανική μεσαία τάξη και τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι θεωρούν ότι καταπιέζονται φορολογικά και πως η Γερμανία επιβαρύνεται υπερβολικά για τη λειτουργία της Ε.Ε. με την καθαρή συνεισφορά της στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ο Λίντνερ έκανε σημαία του την επιστροφή στο λεγόμενο συνταγματικό φρένο χρέους της Γερμανίας. Υποστήριξε επίσης ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης είναι η απάντηση της Ε.Ε. στην πανδημία και πως δεν πρόκειται να υπάρξει θεσμοθέτησή του, ούτε συνέχισή του στο μέλλον με οποιαδήποτε άλλη μορφή.

Πολλοί συγκρίνουν τον Λίντνερ με τον Σόιμπλε, αλλά –κατά την άποψή μου– είναι χειρότερος. Ο Σόιμπλε ήταν υπέρ της δημοσιονομικής προσαρμογής όταν αυτή ήταν αναγκαία, αλλά ξεπέρασε τα όρια μετατρέποντάς την σε ένα είδος οικονομικής τιμωρίας.

Ο Λίντνερ είναι υπέρ της δημοσιονομικής αυστηρότητας, ενώ η κυρίαρχη άποψη στην Ε.Ε. είναι πως η πανδημία επιβάλλει εξαιρέσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν επιμείνει στη γρήγορη επιστροφή στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αυτό θα δημιουργήσει αρκετά σοβαρά προβλήματα σε κράτη της Ευρωζώνης με υψηλό δημόσιο χρέος και δημοσιονομικό έλλειμμα, όπως η Ελλάδα.

Ο Λίντνερ, σε αντίθεση με τον Σόιμπλε που είχε έναν ευρύτερο πολιτικό ρόλο, απευθύνεται σε ένα σχετικά περιορισμένο κοινό και είναι περίπου μονοθεματικός σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική αυστηρότητα και την υποτιθέμενη υπερβολική ευρωπαϊκή επιβάρυνση της Γερμανίας. Ο Σόιμπλε είχε μια ευρύτερη θεώρηση των πραγμάτων, ήταν διαχρονικά από τους πιο ευρωπαϊστές πολιτικούς της Γερμανίας και γι’ αυτό ήξερε πότε να υποχωρήσει ή να συμβιβαστεί προσαρμοζόμενος στην πολιτική της Μέρκελ, σε ζητήματα όπως η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.

Θα είναι δύσκολη η συνεννόησή μας με τους Φιλελεύθερους και τον Λίντνερ, ενώ δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι ο καγκελάριος Σολτς θα είναι σε θέση να τον κατευθύνει σε κρίσιμα ζητήματα.

Πράσινος ζήλος

Ο Σολτς παραχώρησε το υπουργείο Οικονομίας στους Πράσινους και ενίσχυσε τις αρμοδιότητές του για να καλύπτει και ζητήματα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.

Στο ένα οικονομικό υπουργείο θα έχουμε τους Φιλελεύθερους, οι οποίοι τάσσονται υπέρ του αυστηρού ελέγχου των δημόσιων δαπανών. Στο άλλο οικονομικό υπουργείο θα έχουμε τους Πράσινους, οι οποίοι θέλουν να επιταχύνουν την πράσινη-ενεργειακή μετάβαση με τη βοήθεια μεγάλων δημόσιων επενδύσεων.

Υποτίθεται ότι θα βρεθεί ένας συμβιβασμός με τους Πράσινους να χρηματοδοτούν την επιτάχυνση της πράσινης-ενεργειακής μετάβασης με ειδικά χρηματοδοτικά εργαλεία του ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικονομίας, τα οποία δεν θα επηρεάζουν τους υπολογισμούς του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Ταυτόχρονα, οι Φιλελεύθεροι, δημιουργώντας το κατάλληλο οικονομικό και επιχειρηματικό κλίμα, θα κινητοποιήσουν τους επενδυτές του ιδιωτικού τομέα υπέρ της πράσινης-ενεργειακής μετάβασης.

Θα δούμε αν θα λειτουργήσει αυτός ο συμβιβασμός στη Γερμανία. Χώρες όμως με τα διαρθρωτικά προβλήματα της Ελλάδας μπορεί να βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Από τη μία θα κληθούν να προχωρήσουν πιο γρήγορα στην πράσινη-ενεργειακή μετάβαση ανεξάρτητα από το αν διαθέτουν τα αναγκαία επενδυτικά κονδύλια και από τις συνέπειες που μπορεί να έχει η επιταχυνόμενη μετάβαση στον πληθωρισμό.

Στο ξεκίνημα της πράσινης-ενεργειακής μετάβασης γνωρίζουμε μια νέα ενεργειακή κρίση που δημιουργεί έντονες πληθωριστικές πιέσεις και δείχνει ότι υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα στον σχεδιασμό της ευρωπαϊκής στρατηγικής.

Από την άλλη, οι αυστηρότεροι δημοσιονομικοί κανόνες και η προσπάθεια να περιοριστούν τα σχετικά ευρωπαϊκά κονδύλια θα κάνουν πιο επώδυνη από οικονομική και κοινωνική άποψη την πράσινη-ενεργειακή προσαρμογή.

Ο ρόλος του Σολτς

Τα τελευταία 50 χρόνια δεν υπήρξε άλλος κυβερνητικός συνασπισμός τριών κομμάτων στη Γερμανία. Η μοιρασιά των υπουργείων είναι υπέρ των μικρότερων κομμάτων με το σκεπτικό ότι ο καγκελάριος προέρχεται από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Έξι υπουργεία θα έχουν οι Σοσιαλδημοκράτες, πέντε οι Πράσινοι και τέσσερα οι Φιλελεύθεροι. Αν σκεφτούμε τις διαφορές στην πολιτική των κομμάτων και τη σύνθεση του νέου κυβερνητικού σχήματος καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο ρόλος του Σολτς θα είναι κομβικός. Απ’ αυτόν θα εξαρτηθεί ο συντονισμός και η αποτελεσματικότητα του σύνθετου κυβερνητικού σχήματος.

Ο Σολτς δεν θεωρείται χαρισματική προσωπικότητα, ούτε εξαιρετικά δυναμικός. Είναι ένας άνθρωπος του κομματικού μηχανισμού, εργατικός και ήπιων τόνων.

Πριν δύο χρόνια όλοι τον θεωρούσαν πολιτικά τελειωμένο γιατί απέτυχε να εκλεγεί στην ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Ηττήθηκε από ένα δίδυμο αριστερόστροφων υποψηφίων. Η βάση του κόμματος τον θεωρούσε συντηρητικό στις οικονομικές και κοινωνικές επιλογές του. Σαν αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Μέρκελ ακολούθησε στα ζητήματα μεγάλης σημασίας ανάλογη προσέγγιση με την καγκελάριο.

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε υποχωρήσει γύρω στο 15% και όταν επέλεξε τον Σολτς για υποψήφιο καγκελάριο στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021, οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούσαν ότι επρόκειτο για μία προσπάθεια χωρίς σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.

Στην πολιτική όμως ποτέ μη λες ποτέ. Τρεις παράγοντες μετέτρεψαν αυτόν που κινδύνευε να μετατραπεί σε σύμβολο της πολιτικής αδυναμίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος σε μεγάλο νικητή των βουλευτικών εκλογών με ένα ποσοστό της τάξης του 25%.

Πρώτον, η πανδημία του έδωσε την ευκαιρία να ξεφύγει από την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική που εφάρμοζε και έτσι να απευθυνθεί με καλύτερους όρους στους ψηφοφόρους. Τα «πακέτα» υποστήριξης των γερμανικών επιχειρήσεων και των εργαζομένων ήταν εντυπωσιακά, ενώ έπαιξε ρόλο και στην υιοθέτηση από τη Μέρκελ της πρότασης των «Νοτίων» για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Δεύτερον, η απόλυτη κυριαρχία της Μέρκελ στον χώρο της κεντροδεξιάς δεν άφησε περιθώρια για την ανάδειξη ενός νέου ισχυρού ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών.

Η Μέρκελ δέχθηκε να αντικατασταθεί στην ηγεσία του κόμματος, δεν δέχθηκε όμως ο αντικαταστάτης της να πάρει τη θέση της στην καγκελαρία. Έτσι έσπασε η παράδοση που ήθελε τον επικεφαλής του κυβερνώντος κόμματος να είναι ταυτόχρονα και καγκελάριος.

Η Καρενμπάουερ δεν άντεξε την εσωκομματική πίεση και παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος. Ο νέος ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών, Λάσετ, ο οποίος επελέγη για υποψήφιος καγκελάριος δεν είχε την ευκαιρία να ασκήσει εξουσία σε ομοσπονδιακό επίπεδο και να ενισχύσει το ηγετικό του προφίλ στην αντίληψη των ψηφοφόρων.

Αντίθετα, ο Σολτς, σαν αντικαγκελάριος και στενός συνεργάτης της Μέρκελ, πρόβαλε μια εικόνα πολιτικής συνέχειας σε βάρος του Χριστιανοδημοκράτη αντιπάλου του.

Τρίτον, τον Σολτς ενίσχυσαν και τα προβλήματα ενότητας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Επελέγη για υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών ο πρωθυπουργός της Βορείου Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Λάσετ, πιο κοντά στις θέσεις Μέρκελ αλλά πολύ λιγότερο δημοφιλής από τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας, Ζέντερ, ο οποίος διεκδίκησε κι αυτός το χρίσμα του υποψηφίου καγκελάριου.

Ο διχασμός των Χριστιανοδημοκρατών συνδυάστηκε με την απρόσμενη ενότητα των Σοσιαλδημοκρατών για να ανοίξει τον δρόμο στην επικράτηση του Σολτς.

Παρά το γεγονός ότι είναι εργατικός, μεθοδικός και αποτελεσματικός, δεν είναι βέβαιο ότι ο Σολτς θα μπορέσει να συνεργαστεί αρμονικά με το ηγετικό δίδυμο των Πρασίνων, που θα ελέγχει το υπουργείο Οικονομικών-Κλιματικής Αλλαγής και το υπουργείο Εξωτερικών. Ακόμη πιο δύσκολη θα είναι η συνεννόηση με τον ηγέτη των Φιλελευθέρων, Λίντνερ, ο οποίος θεωρείται δυναμική και απρόβλεπτη προσωπικότητα και θα ελέγχει το υπουργείο Οικονομικών.

Η ευρωπαϊκή διάσταση

Είναι βέβαιο ότι η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία θα είναι πολύ πιο μπερδεμένη απ’ ό,τι κατά την 16ετή περίοδο της κυριαρχίας Μέρκελ.

Το κυβερνητικό σχήμα είναι πιο σύνθετο από τις προηγούμενες κυβερνήσεις συνασπισμού και οι ηγετικές δυνατότητες του Σολτς θα είναι, τουλάχιστον στο ξεκίνημα, πιο περιορισμένες.

Αυτή η κατάσταση μπορεί να περάσει, σε μεγάλο βαθμό, στην Ε.Ε. εφόσον η Γερμανία είναι, με διαφορά, η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη των «27» και έχει τις ισχυρότερες διασυνδέσεις και τη μεγαλύτερη επιρροή στα άλλα κράτη-μέλη.

Η Ε.Ε. είναι ξανά σε κρίση, λόγω της πανδημίας, αλλά και αντιμετωπίζει διάφορες γεωπολιτικές προκλήσεις, όπως τον επιθετικό δυναμισμό του Πούτιν, την εκβιαστική τακτική του Ερντογάν και το προσφυγικό-μεταναστευτικό που χτύπησε πρόσφατα την Πολωνία με πρωτοβουλία του δικτάτορα της Λευκορωσίας, Λουκασένκο.

Όσο πιο μπερδεμένη θα είναι η γερμανική ηγεσία, τόσο πιο δύσκολος θα είναι ο συντονισμός σε επίπεδο Ε.Ε. για την κοινή αντιμετώπιση της κρίσης και των νέων προκλήσεων. Ήδη ο Μακρόν και ο Ντράγκι ενισχύουν τη συνεργασία τους σε μια προσπάθεια να καλύψουν το ενδεχόμενο ευρωπαϊκό πολιτικό κενό.

Θα πρέπει να περιμένουμε το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας –τον Απρίλιο του 2022– και το πρώτο εξάμηνο της νέας κυβέρνησης συνασπισμού της Γερμανίας για να δούμε αν μπορεί να υπάρξει κοινός βηματισμός Γερμανίας - Γαλλίας σε όφελος της Ε.Ε. των «27».