Επτά προτάσεις στις οποίες επιμένω - Free Sunday
Επτά προτάσεις στις οποίες επιμένω
Ορισμένες είναι δύσκολες, άλλες μη δημοφιλείς, όλες όμως αναγκαίες

Επτά προτάσεις στις οποίες επιμένω

Το τελευταίο διάστημα έχει δημιουργηθεί κάποια σύγχυση σε ό,τι αφορά τη στάση μου έναντι της κυβέρνησης. Οι προτάσεις που κάνω για την αντιμετώπιση διάφορων μεγάλων θεμάτων προκαλούν αντιδράσεις στο κυβερνητικό επιτελείο. Μετά από μία μεγάλη περίοδο στην οποία δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στις προτάσεις που έκανα, άρχισαν να αναζητούν κίνητρα πίσω από τη δραστηριοποίησή μου.

Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι το μόνο κίνητρο είναι η αντιμετώπιση σύνθετων προβλημάτων, ενώ η χώρα διέρχεται μία πολυδιάστατη κρίση.

Αναγνωρίζω ότι ορισμένες από τις προτάσεις μου είναι δύσκολες στην εφαρμογή τους και άλλες μπορεί να ρίξουν, αντί να ανεβάσουν, τα δημοσκοπικά ποσοστά της κυβέρνησης. Τις θεωρώ όμως όλες αναγκαίες και γι’ αυτό θα επιμείνω σε αυτές.

Η ηλεκτροκίνηση

Από την πρώτη ημέρα της τετραετίας επέμεινα ότι η κυβέρνηση πρέπει να δώσει απόλυτη προτεραιότητα στην ηλεκτροκίνηση των λεωφορείων και των ταξί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Διατύπωσα την πρότασή μου στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ, στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ελληνικής Βουλής και με πλήθος άρθρων και δημόσιες παρεμβάσεις μου.

Κατά την άποψή μου, η ηλεκτροκίνηση αποτελεί τον πυρήνα της πράσινης μετάβασης στην οποία έχουν δεσμευτεί η Ε.Ε. και φυσικά η Ελλάδα.

Η προτεραιότητα στην ηλεκτροκίνηση των λεωφορείων και των ταξί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη επιβάλλεται για τους ακόλουθους λόγους.

Πρώτον, η ποιότητα του αέρα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι κακής ποιότητας, εξαιτίας των κινητήρων ντίζελ, και η υπόθεση βρίσκεται ήδη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Δεύτερον, χρειαζόμαστε υποδομή για την ηλεκτροκίνηση –όπως πολλούς σταθμούς φόρτισης– και ο ασφαλέστερος τρόπος για να την αναπτύξουμε σε μαζική κλίμακα είναι τα λεωφορεία και τα ταξί.

Τρίτον, με την ηλεκτροκίνηση λεωφορείων και ταξί θα δημιουργηθεί η αγορά για μια νέου τύπου βιομηχανία, όπως είναι οι μπαταρίες και η παραγωγή και συναρμολόγηση ηλεκτρικών αυτοκινήτων, αναγκαίες για τη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας μας σε νέα βάση.

Απ’ όσα ωραία πρότεινα στη βάση της ευρωπαϊκής στρατηγικής που έχουμε προσυπογράψει, δεν έγινε μέχρι σήμερα απολύτως τίποτα.

Τα μόνα «νέα» λεωφορεία που εμφανίστηκαν στις συγκοινωνίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης προέρχονται από τη Γερμανία, είναι μεταχειρισμένα 15ετίας με κινητήρες ντίζελ.

Τα κίνητρα που δόθηκαν για την ηλεκτροκίνηση των ταξί αποδείχθηκαν εντελώς ανεπαρκή και γι’ αυτό με απόφαση του αρμόδιου υπουργού πρόκειται να αυξηθούν.

Η κυβέρνηση αποφάσισε να προμηθευτεί γύρω στα 750 καινούργια λεωφορεία για την κάλυψη των αναγκών, εκ των οποίων όμως μόνο τα μισά θα είναι ηλεκτροκίνητα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο διαγωνισμός έμπλεξε στις γνωστές διαδικασίες προϋποθέσεων, διευκρινήσεων, παρατάσεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα καινούργια λεωφορεία, κατά το ήμισυ ηλεκτροκίνητα, θα εμφανιστούν στις αστικές συγκοινωνίες την άλλη τετραετία.

Εφόσον δεν μπορέσαμε να δημιουργήσουμε δυναμική υπέρ της ηλεκτροκίνησης στη χώρα μας, ατόνησε και το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για νέου τύπου επενδύσεις στη βιομηχανία. Εμφανίστηκε μόνο ένας κατώτερης κατηγορίας επενδυτής, ο οποίος, αφού εξασφάλισε δημοσιότητα με επίσκεψή του στο Μαξίμου, έδωσε προτεραιότητα σε μια μικρής κλίμακας επένδυση στη Βουλγαρία.

Την εντυπωσιακή αδράνειά μας αναδεικνύει ο δυναμισμός που δείχνει η Τουρκία στο ζήτημα, η οποία εντός του 2022 θα αρχίσει τη μεγάλης κλίμακας παραγωγή ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων.

Η βελτίωση των συγκοινωνιών

Από τον Σεπτέμβριο του 2020 πρόβαλα συστηματικά προτάσεις για τη βελτίωση των αστικών συγκοινωνιών, ιδιαίτερα στην Αθήνα.

Συνέδεσα τη βελτίωση των αστικών συγκοινωνιών με την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τότε οι επιδόσεις μας σε ό,τι αφορά την πανδημία ήταν ακόμη από τις καλύτερες στην Ε.Ε. Ήταν φανερό όμως ότι η κακή κατάσταση των συγκοινωνιών θα μπορούσε να συμβάλει στη διάδοση του κορονοϊού.

Πρότεινα στην κυβέρνηση λύσεις-εξπρές με τη βοήθεια των τουριστικών λεωφορείων και με αξιοποίηση των οχημάτων τύπου βαν. Υπογράμμισα μάλιστα ότι, ύστερα από ένα κακό τουριστικό καλοκαίρι, οι επαγγελματίες του κλάδου θα έπαιρναν μία μεγάλη οικονομική ανάσα, οι επιβάτες θα έβλεπαν άμεση βελτίωση στις προσφερόμενες υπηρεσίες και τα μέτρα κατά της διάδοσης του κορονοϊού θα γίνονταν περισσότερο αποτελεσματικά.

Τις προτάσεις μου περιέγραψα σε σημείωμα που έστειλα στο Μαξίμου. Η αντίδραση των αρμοδίων ήταν από την αρχή αρνητική. Θεώρησαν ότι, θέτοντας ζήτημα αστικών συγκοινωνιών σε μια περίοδο που πηγαίναμε τόσο καλά στην αντιμετώπιση της πανδημίας, έδινα επιχειρήματα και πολιτικές ευκαιρίες στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ανεξάρτητα από τις απόψεις που είχαν οι αρμόδιοι τον Σεπτέμβριο του 2020, θα πρέπει να έχουν καταλάβει τον Ιανουάριο του 2022 ότι έπρεπε να είχαν συμβάλλει στην έγκαιρη βελτίωση των αστικών συγκοινωνιών για λόγους αποτελεσματικής αντιμετώπισης του COVID-19. Θεωρώ ότι τα όποια επιχειρήματα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν τα έδωσα εγώ με τις προτάσεις μου, αλλά όσοι αδράνησαν.

Η απολιγνιτοποίηση

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να επιταχύνουμε την απολιγνιτοποίηση. Η Πολωνία, που έχει τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τον άνθρακα στην Ε.Ε., έχει αναλάβει τη δέσμευση να κλείσει τα ανθρακωρυχεία της μέχρι το 2048. Η αντίστοιχη δέσμευση για τη Γερμανία ήταν το 2038. Μετά την άνοδο των Πρασίνων στην εξουσία, ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός ανέλαβε την υποχρέωση να προσπαθήσει να κλείσει τα ανθρακωρυχεία μέχρι το 2030, διατηρώντας τη δυνατότητα μιας παράτασης, αν το επιβάλλουν οι συνθήκες.

Επομένως, δεν υπήρχε κανένας λόγος να πάμε σε απολιγνιτοποίηση-εξπρές, ούτε φυσικά σώζουμε τον πλανήτη με τη βιασύνη μας. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι η Κίνα, ο μεγαλύτερος παραγωγός άνθρακα στον κόσμο, αύξησε την παραγωγή το 2021 κατά 4% για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες. Οι περισσότερες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Κίνα χρησιμοποιούν σαν καύσιμο τον άνθρακα. Ανάλογες εξελίξεις και στην Ινδία.

Σε ό,τι μας αφορά, προχωράμε στο γρήγορο κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα δαπανηρές εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, οι οποίες την παράγουν με λιγνιτικές μονάδες πολύ πιο ρυπογόνες από τις δικές μας.

Η γρήγορη απολιγνιτοποίηση δημιούργησε ένα σωρό προβλήματα στην οικονομία της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας και μετέτρεψε το φυσικό αέριο σε καύσιμο της μεταβατικής περιόδου, προτού φτάσουμε στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ).

Το φυσικό αέριο επιλέχθηκε σαν μεταβατικό καύσιμο, γιατί, αν και εισαγόμενο ορυκτό καύσιμο, είχε σοβαρά πλεονεκτήματα κόστους. Οι αλλαγές όμως στη διεθνή αγορά ενέργειας και οι γεωπολιτικές εντάσεις, ιδιαίτερα στις σχέσεις Ε.Ε. - Ρωσίας, πολλαπλασίασαν τη διεθνή τιμή του φυσικού αερίου και το έκαναν πανάκριβο. Παράλληλα, αυξήθηκαν εντυπωσιακά και οι τιμές των αερίων ρύπων, με αποτέλεσμα η γρήγορη απολιγνιτοποίηση να προκαλέσει τεράστιες οικονομικές επιβαρύνσεις στην οικονομία μας, ιδιαίτερα στη βιομηχανία.

Η θέση μου κατά της γρήγορης απολιγνιτοποίησης δικαιώθηκε πλήρως από τις αρνητικές εξελίξεις, αν και πρέπει να πούμε ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να προβλέψει την «έκρηξη» στις διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου. Έπρεπε όμως να είχε προνοήσει ώστε να μην είχαμε τόσο μεγάλη εξάρτηση από ένα εισαγόμενο ορυκτό καύσιμο.

Πράσινο ομόλογο

Παρά τη μεγάλη διαπραγματευτική επιτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη και του ευρωπαϊκού Νότου, που άνοιξε τον δρόμο στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, είναι φανερό ότι χρειαζόμαστε πρόσθετη χρηματοδότηση για να επιταχύνουμε την πράσινη μετάβαση.

Πρότεινα να καλύψουμε τα όποια χρηματοδοτικά κενά με την έκδοση πράσινου ομολόγου. Το έκανε με επιτυχία ο Ντράγκι στην Ιταλία, εξασφαλίζοντας 8 δισ. ευρώ για πράσινες επενδύσεις, και πρόκειται να το κάνει και ο Σάντσεθ στην Ισπανία.

Επέμεινα λοιπόν με παρεμβάσεις μου στη Βουλή και στο Ευρωκοινοβούλιο, με δηλώσεις μου και τη δημοσίευση σχετικών άρθρων, ότι πρέπει να πάμε γρήγορα στην έκδοση πράσινου ομολόγου. Με τον τρόπο αυτόν θα περιορίζαμε την εξάρτησή μας από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και τις όποιες καθυστερήσεις της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και θα μπορούσαμε να κινηθούμε πιο άνετα και πιο γρήγορα στο ζήτημα των πράσινων επενδύσεων.

Κατά την άποψή μου, το Ελληνικό Δημόσιο θα έπρεπε να έχει εκδώσει το πράσινο ομόλογο το β’ εξάμηνο του 2021. Το οικονομικό επιτελείο στην αρχή αδιαφόρησε σε ό,τι αφορά την έκδοση πράσινου ομολόγου. Στη συνέχεια, όμως, ο αρμόδιος υπουργός διευκρίνισε ότι η έκδοση πράσινου ομολόγου από το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να πραγματοποιηθεί το β’ εξάμηνο του 2022.

Το διεθνές περιβάλλον για τα επιτόκια είναι ήδη πιο δύσκολο απ’ ό,τι ήταν το β’ εξάμηνο του 2021 και θα είναι ακόμη πιο δύσκολο το β’ εξάμηνο του 2022. Κατά συνέπεια, η καθυστέρηση στην έκδοση πράσινου ομολόγου κοστίζει ακριβά, ενώ ο τρόπος που διατυπώνει η κυβέρνηση την πρόθεσή της να προχωρήσει στην έκδοση πράσινου ομολόγου δεν ακούγεται ιδιαίτερα δεσμευτικός.

Χρήματα για ΕΣΥ, Παιδεία

Μία άλλη πρότασή μου, η υιοθέτηση της οποίας θα είχε συμβάλει στην αντιμετώπιση μεγάλων προβλημάτων, είναι η πρόσθετη χρηματοδότηση του ΕΣΥ και της Παιδείας.

Με απόφαση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απέκτησαν τη δυνατότητα να προσφύγουν σε αυτόν για δανεισμό της τάξης του 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) με περίπου μηδενικό επιτόκιο. Τα ποσά, στην περίπτωση της Ελλάδας της τάξης των 3,5 δισ. ευρώ, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για την αντιμετώπιση των συνεπειών του COVID-19 σε τομείς όπως η Υγεία και η Παιδεία.

Υπέδειξα στην κυβέρνηση να κάνει χρήση της νέας ευκολίας για να γίνουμε αποτελεσματικότεροι στην αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά και γιατί η υποδομή του ΕΣΥ και της Παιδείας πρέπει να ενισχυθεί, ανεξάρτητα από την πορεία της πανδημίας.

Και αυτή η πρότασή μου έπεσε στο κενό, για δύο λόγους. Το οικονομικό επιτελείο δεν θεώρησε το περίπου μηδενικό επιτόκιο ιδιαίτερα ελκυστικό, γιατί για ένα μεγάλο διάστημα το Ελληνικό Δημόσιο δανειζόταν στις διεθνείς αγορές με συγκρίσιμο, εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο. Σήμερα όμως επικρατεί διεθνώς τάση ανόδου των επιτοκίων, γι’ αυτό και το πρόσφατο δεκαετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου είχε επιτόκιο της τάξης του 1,85%.

Επομένως, θα μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει χρήματα σε ό,τι αφορά το κόστος δανεισμού μας και μπορούμε ακόμη να κερδίσουμε, αν προσφύγουμε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Δεύτερον, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και ο επικεφαλής του, Κλάους Ρέγκλινγκ, φοβίζουν τις κυβερνήσεις, με την έννοια ότι μπορεί να ζητήσουν να ρίξουν μια ματιά στα βιβλία προτού βάλουν την υπογραφή τους σε ένα δάνειο με περίπου μηδενικό επιτόκιο.

Δεν είναι τυχαίο ότι καμία κυβέρνηση της Ε.Ε. δεν θέλησε να δανειοδοτηθεί με τόσο ευνοϊκούς όρους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Επιμένω ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ξεπεράσει τους όποιους δισταγμούς της και να εξασφαλίσει σοβαρή πρόσθετη χρηματοδότηση για τη βελτίωση της υποδομής του ΕΣΥ και της Παιδείας.

Όσο δύσκολη και να είναι η συνεννόηση με τον Ρέγκλινγκ –προσωπικά θεωρώ ότι θα είναι αρκετά εύκολη–, αξίζει να κινηθεί η κυβέρνηση προς αυτή την κατεύθυνση αντί να προβληματίζονται οι πολίτες για την κατάσταση και την προοπτική του ΕΣΥ και της Παιδείας και να αξιοποιεί πολιτικά η αντιπολίτευση τις σοβαρές ελλείψεις που παρατηρούνται.

Μικρό και ευέλικτο

Διαχρονικά υποστηρίζω το μικρό και ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα, επειδή το θεωρώ καταλύτη για την αποτελεσματική διαχείριση του δημόσιου χρήματος.

Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια κινηθήκαμε –παρά τις επισημάνσεις μου πριν και αμέσως μετά τις εκλογές– στην αντίθετη κατεύθυνση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουμε το πολυπληθέστερο υπουργικό συμβούλιο που είχαμε ποτέ, ενώ και η διόγκωση του Μαξίμου έπαιξε κι αυτή τον ρόλο της. Δεν λειτουργεί όπως την εποχή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη σαν ένας μηχανισμός που υποστηρίζει τον πρωθυπουργό στη σχέση του με την κυβέρνηση, αλλά σαν μία υπερ-κυβέρνηση που αφαιρεί αρμοδιότητες και πρωτοβουλίες από το πολυπληθές υπουργικό συμβούλιο.

Η πανδημία λειτούργησε διεθνώς σαν δημοσιονομικό άλλοθι για τις κυβερνήσεις, να αυξήσουν ανεξέλεγκτα τις δημόσιες δαπάνες. Είναι φανερό ότι σε ορισμένους τομείς όπως η Υγεία όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά επιβάλλεται η σημαντική αύξηση των δαπανών.

Παρατηρώ όμως ότι δεν γίνονται σοβαρές προσπάθειες ελέγχου των δημοσίων δαπανών σε τομείς που δεν επηρεάζονται από την πανδημία, ενώ συνεχίζονται μαζικοί διορισμοί, η επέκταση της γραφειοκρατίας και χειρισμοί υψηλού δημοσιονομικού κόστους που θα έπρεπε να είχαν αποφευχθεί.

Η Ελλάδα έρχεται δεύτερη στην Ε.Ε. των «27» στις δημόσιες δαπάνες, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, μετά τη Γαλλία. Θα έπρεπε να ήμαστε πολύ πιο προσεκτικοί, γιατί έχουμε ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 200% επί του ΑΕΠ και δημοσιονομικό έλλειμμα, για δεύτερη χρονιά, της τάξης του 9%-10% του ΑΕΠ. Επιπλέον, το σχετικά χαμηλό επίπεδο της διοίκησης και η χαμηλή ποιότητα αρκετών από τις υπηρεσίες που προσφέρει το κράτος και τα παρακλάδια του δεν δικαιολογούν τόσο υψηλό επίπεδο δημοσίων δαπανών.

Επιπλέον, συνεχίστηκε –λόγω πανδημίας– η αποδυνάμωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, ο οποίος θα κληθεί μαζί με τους φορολογούμενους πολίτες να σηκώσει τα νέα μεγάλα δημοσιονομικά βάρη.

Επισημαίνω κατά καιρούς δημοσιονομικές υπερβολές της κυβέρνησης που μπορεί να μας κοστίσουν. Για παράδειγμα, δεν έπρεπε να μοιράσει αναδρομικά στους συνταξιούχους, προτού λύσει το πρόβλημα της μεγάλης ουράς που έχει δημιουργηθεί από τους δικαιούχους που περιμένουν τη σύνταξή τους.

Είναι γνωστό ότι στα τέλη του 2022 θα αρχίσουν να ισχύουν λιγότερο χαλαροί δημοσιονομικοί κανόνες στην Ευρωζώνη, με το σκεπτικό ότι πρέπει να ελεγχθούν το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα που αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αντί, λοιπόν, να επιμένουμε σε αμφίβολης ποιότητας δημοσιονομικές πρακτικές, καλό είναι να βάλουμε τάξη –με δική μας πρωτοβουλία– στα οικονομικά μας. Διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος να μας επιβληθούν μέτρα προσαρμογής, τα οποία θα θυμίζουν το ξένο «κοστούμι» που μας έραψαν και μας φόρεσαν στην κρίση του 2010.

Δεν υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιστροφής στην περίοδο των μνημονίων. Θεωρώ όμως ότι οι διορθώσεις και οι προσαρμογές πρέπει να γίνονται έγκαιρα με πρωτοβουλία της Αθήνας, αντί να επιβάλλονται καθυστερημένα από τις Βρυξέλλες, χωρίς να λαμβάνουν πάντα υπόψη τους ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας.

Η πανδημία

Από τον Σεπτέμβριο του 2020, οπότε δημοσίευσα το βιβλίο μου «Στον Λαβύρινθο της Πανδημίας», διατυπώνω προτάσεις για αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του COVID-19. Γράφοντας το βιβλίο μου κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η ευρωπαϊκή μέθοδος αντιμετώπισης της πανδημίας ήταν αρκετά πρόχειρη και εξέθετε τη δημόσια Υγεία σε σοβαρούς κινδύνους.

Άρχισα, λοιπόν, να προτείνω αυστηρότερη προσέγγιση στο θέμα των μέτρων, αξιοποιώντας και την εμπειρία χωρών όπως η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα, η Σιγκαπούρη, η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία.

Την περίοδο που άρχισα να διατυπώνω τις σχετικές προτάσεις, η Ελλάδα είχε από τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε. Με το πέρασμα του χρόνου έπεσαν οι επιδόσεις μας ακόμη και στο προβληματικό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Από τον Νοέμβριο του 2020 κινούμαστε ολοένα και πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και το τελευταίο διάστημα έχουμε από τις χειρότερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά στις εισαγωγές στις ΜΕΘ και στους θανάτους, σε σχέση με τον πληθυσμό.

Είναι λογικό λοιπόν να επιμένω σε προτάσεις για αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της πανδημίας, εφόσον με το πέρασμα του χρόνου το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε γίνεται μεγαλύτερο.

Αναγνωρίζω όμως ότι η κοινή γνώμη στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που περιγράφω. Αυτό εξηγεί –σε μεγάλο βαθμό– την προσπάθεια της κυβέρνησης να αποφύγει αυστηρότερα μέτρα, τα οποία είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά θα μεγάλωναν τη λαϊκή δυσαρέσκεια από την κυβερνητική πολιτική.