Τεστ αντοχής για την ελληνική οικονομία - Free Sunday
Τεστ αντοχής για την ελληνική οικονομία
Επιδείνωση διεθνούς περιβάλλοντος, ανάδειξη διαρθρωτικών προβλημάτων

Τεστ αντοχής για την ελληνική οικονομία

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρή επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος. Η άνοδος στο κόστος των καυσίμων και της ενέργειας, οι διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις και η έναρξη της σταδιακής ανόδου των διεθνών επιτοκίων μάς φέρνουν σε δύσκολη θέση.

Η Ελλάδα επιβεβαιώνεται σαν αδύναμος οικονομικός κρίκος της Ευρωζώνης.

Η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε νέες προκλήσεις. Ο Μητσοτάκης ξεκίνησε την τετραετία φιλοδοξώντας να οργανώσει την «απογείωση» της οικονομίας. Ήρθε η πανδημία να του χαλάσει τα σχέδια και να αναδείξει ζητήματα δημόσιας υγείας και κοινωνικής συνοχής, τα οποία δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει το Μαξίμου. Προς το τέλος της τετραετίας η οικονομική κατάσταση γίνεται πιο σύνθετη, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται η στρατηγική και η τακτική της κυβέρνησης.

Αλλαγή περιβάλλοντος

Η ενεργειακή ακρίβεια και οι αυξήσεις τιμών στα ράφια των σούπερ-μάρκετ φαίνεται ότι θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια απ’ ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί.

Είναι πολύ πιθανόν να μπούμε το 2022 σε έναν φαύλο κύκλο πληθωρισμού. Από τη μία έχουμε την άνοδο του κόστους ζωής και του κόστους παραγωγής. Από την άλλη έχουμε την αναπόφευκτη διεκδίκηση από τους εργαζόμενους μισθολογικών αυξήσεων που θα τους επιτρέψουν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους. Οι μισθολογικές αυξήσεις δεν μπορούν να περιμένουν πολύ. Όταν πραγματοποιηθούν, θα επιβαρύνουν τα οικονομικά των επιχειρήσεων και θα δημιουργήσουν νέες πληθωριστικές πιέσεις, ιδιαίτερα σε χώρες με πολλές οριακές επιχειρήσεις και πολλά διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η Ελλάδα.

Ο πληθωρισμός έχει ήδη εκτοξευθεί στο 7% στις ΗΠΑ και στο 5% στην Ευρωζώνη. Προβλέπεται μερική αποκλιμάκωσή του, αλλά παραμονή του σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Το βασικό σενάριο για τις ΗΠΑ είναι η σταδιακή υποχώρησή του προς το 5% στα τέλη του 2022.

Ο υψηλός πληθωρισμός υποχρεώνει τις κεντρικές τράπεζες να εγκαταλείψουν την πολιτική του άφθονου δωρεάν χρήματος. Τα τελευταία χρόνια είχε επικρατήσει η άποψη ότι όσο χαλαρή και να ήταν η νομισματική πολιτική δεν θα προκαλούσε μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη προγραμματίσει αυξήσεις βασικών επιτοκίων το 2022 και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αρχίζει και αυτή να ακολουθεί μία λιγότερο χαλαρή νομισματική πολιτική. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι η σημαντική αύξηση των επιτοκίων της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και την Ιταλία, χώρες στις οποίες αυξήθηκε θεαματικά το δημόσιο χρέος κατά την περίοδο της πανδημίας.

Τα δύσκολα νέα δεν σταματούν εδώ. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το οποίο μέχρι τώρα στήριζε ανεπιφύλακτα τη χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, αρχίζει να κάνει λόγο για ανάγκη ελέγχου των ελλειμμάτων και προώθησης των διαρθρωτικών αλλαγών σε δύσκολες συνθήκες.

Οι προειδοποιήσεις είναι, προς το παρόν, πιο διακριτικές σε ό,τι αφορά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Τα πράγματα όμως θα γίνουν πιο δύσκολα, εφόσον έχει προγραμματιστεί ένα ελεγχόμενο σφίξιμο της δημοσιονομικής πολιτικής από τα τέλη του 2022.

Η επιστροφή των ελλειμμάτων

Στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, αποκτούν μεγαλύτερη σημασία τα «παραδοσιακά» ελλείμματα της Ελλάδας.

Η δημοσίευση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για το εμπορικό έλλειμμα του Δεκεμβρίου 2021 και το συνολικό εμπορικό έλλειμμα το 2021 μάς προσγείωσε στη σκληρή πραγματικότητα.

Το εμπορικό έλλειμμα του Δεκεμβρίου αυξήθηκε κατά 79% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2020 και έφτασε τα 2,68 δισ. ευρώ.

Σημαντικό ρόλο στη μεγάλη αύξησή του έπαιξε η άνοδος των διεθνών τιμών των καυσίμων. Όμως και χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά 46% τον Δεκέμβριο του 2021 σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2020.

Επομένως, δεν έχουμε μόνο μεγάλη εξάρτηση από τα εισαγόμενα καύσιμα, αλλά και γενικό πρόβλημα διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Μόλις ανεβάζει στροφές η ελληνική οικονομία, αυξάνεται το εμπορικό έλλειμμα και μαζί με αυτό και η… εξαγωγή παραγωγικών θέσεων εργασίας σε άλλες χώρες.

Προβληματισμό προκαλούν και τα στοιχεία για το εμπορικό έλλειμμα στο σύνολο του 2021. Αυξήθηκε από 18,1 δισ. το 2020 σε 24,2 δισ. το 2021, μια αύξηση που ξεπερνάει το 33%. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, η αύξηση στο εμπορικό έλλειμμα είναι της τάξης του 21%.

Το εμπορικό έλλειμμα έχει τεράστια σημασία σε περίοδο κάμψης των τουριστικών εσόδων. Οδηγεί σε μεγάλη αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα, το 2021 κινήθηκε γύρω στο 9% του ΑΕΠ, ενώ το 2020 είχε αγγίξει το 10% του ΑΕΠ. Είναι στα όρια του διψήφιου ελλείμματος, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, ενώ αυξάνονται συνεχώς επιβαρύνσεις και «μαύρες τρύπες». Η ενίσχυση της Εθνικής Άμυνας έχει δημιουργήσει νέα βάρη για τον κρατικό προϋπολογισμό σε βάθος χρόνου. Η διαχείριση του ασφαλιστικού παραμένει στα γνωστά επίπεδα που το έχουν αναδείξει την τελευταία εικοσαετία σε βασικό παράγοντα δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης. Η επιδότηση του ασφαλιστικού συστήματος από τον κρατικό προϋπολογισμό κινείται σε επίπεδα-ρεκόρ υπολογισμένη σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, ενώ έχουν δημιουργηθεί τεράστιες ουρές συνταξιούχων που περιμένουν να πάρουν αυτά που δικαιούνται.

Η εικόνα της χώρας σε ό,τι αφορά βασικά ελλείμματα συγκρίνεται με την περίοδο 2009-2010. Το χρέος είναι στο 200% του ΑΕΠ, ενώ τότε ήταν 125%-130% του ΑΕΠ. Είναι όμως ρυθμισμένο σε βάθος χρόνου με ανταγωνιστικά επιτόκια, γι’ αυτό και οι δαπάνες εξυπηρέτησής του είναι σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα κινείται στο 9%-10% του ΑΕΠ, όπως εκείνη την εποχή, πριν από τη δημοσιονομική αναθεώρηση που το εκτόξευσε προς το 15% του ΑΕΠ. Το ασφαλιστικό έλλειμμα είναι σταθερά στο ύψος του. Το χειρότερο είναι ότι έχουμε επιστρέψει στα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θεωρεί ότι θα επέλθει, σε μεγάλο βαθμό, αυτόματη διόρθωση του δημοσιονομικού ελλείμματος μέσα από την επίτευξη δυναμικής ανάπτυξης.

Είναι γεγονός ότι η ανάκαμψη το 2021 ήταν εντυπωσιακή, σχεδόν κάλυψε το σύνολο των απωλειών του 2020 εξαιτίας της πανδημίας. Επιπλέον, οι προγνώσεις θεσμών και οίκων για το 2022 είναι για ανάπτυξη 4%-5,5% με τη βοήθεια των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και επιβράδυνση της ανάπτυξης το 2023.

Νέα μεγάλη επιβάρυνση

Οι εκτιμήσεις θεσμών και οίκων αρχίζουν να μοιάζουν αισιόδοξες, εφόσον οι πρώτοι μήνες του 2022 χαρακτηρίζονται από τη συνέχιση της νέας ενεργειακής κρίσης.

Το ενεργειακό έχει άμεσες δημοσιονομικές επιπτώσεις και μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας μας.

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα στήριξη των καταναλωτών, νοικοκυριών και επιχειρήσεων με 350 εκατ. ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Στόχος είναι να περιοριστούν, στο μέτρο του δυνατού, οι αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος που επιβαρύνουν τους καταναλωτές. Τα 350 εκατ. προστίθενται σε κρατικές επιδοτήσεις ύψους 1,7 δισ. ευρώ για την περίοδο Σεπτεμβρίου 2021-Ιανουαρίου 2022.

Ο λογαριασμός ανεβαίνει εντυπωσιακά για τον κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς αυτό να αποτρέπει τη μεγάλη αύξηση της οικονομικής επιβάρυνσης για τους καταναλωτές.

Τα δισεκατομμύρια που δαπανώνται, αναδεικνύουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα. Η χονδρική τιμή της μεγαβατώρας είναι από τις υψηλότερες στην Ε.Ε. και περίπου τετραπλάσια της μέσης τιμής του 2020.

Το κόστος του φυσικού αερίου υποχώρησε από 116 ευρώ ανά μεγαβατώρα τον Δεκέμβριο στα 84,5 ευρώ ανά μεγαβατώρα τον Ιανουάριο. Παραμένει όμως πενταπλάσιο σε σχέση με την περίοδο που προηγήθηκε της νέας ενεργειακής κρίσης.

Με τέτοιες επιβαρύνσεις μεγαλώνει το δημοσιονομικό μας πρόβλημα, όπως και το πρόβλημα διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η Ελλάδα έχει παραδοσιακά συγκριτικά υψηλό ενεργειακό κόστος, το οποίο υπονομεύει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της. Το ενεργειακό κόστος κινείται πλέον σε καταδικαστικά επίπεδα για την παραγωγή και τις εξαγωγές μας.

Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα αρχίσουν να αναθεωρούνται προς τα κάτω οι εκτιμήσεις για εξαιρετικά δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας μας το 2022.

Μεταρρυθμιστική υστέρηση

Οι επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας είναι ταυτόχρονα και επιδότηση στις κερδοσκοπικές πρακτικές που κυριαρχούν στην ελληνική αγορά ενέργειας. Πρέπει να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, το οποίο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν οδηγεί σε μακροπρόθεσμη διαμόρφωση των τιμών, αλλά ευνοεί τις κερδοσκοπικές πρακτικές με τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις. Είναι επίσης ανάγκη να περιοριστούν τα διαφόρων μορφών «καπέλα» υπέρ των παρόχων, που οδηγούν σε εξωφρενικές χρεώσεις στα τιμολόγια. Μέχρι και η ρευματοκλοπή χρεώνεται στους συνεπείς καταναλωτές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κίνητρο αντιμετώπισής της, εφόσον την ολοένα αυξανόμενη ζημιά την πληρώνουν οι καταναλωτές και όχι οι επιχειρήσεις του κλάδου.

Όσα «απίθανα και όμως ελληνικά» παρατηρούνται στον ενεργειακό τομέα, υπογραμμίζουν την υστέρηση στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεωρείται μεταρρυθμιστική από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις αγορές, δεν έχουν γίνει οι αναγκαίες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας μας.

Για παράδειγμα, η ηλεκτροκίνηση έμεινε απελπιστικά πίσω. Η έναρξη της προσπάθειας αναβλήθηκε για την επόμενη τετραετία. Οι νέου τύπου βιομηχανικές επενδύσεις, από μπαταρίες μέχρι ηλεκτρικά αυτοκίνητα, παραμένουν περιορισμένες ή και ανύπαρκτες.

Οι συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα δυσλειτουργούν εις βάρος των φορολογουμένων και των καταναλωτών υπηρεσιών, όπως έδειξε η χαοτική κατάσταση με τη χιονόπτωση στην Αττική Οδό. Το Δημόσιο παραμένει –παρά την πρόοδο στην ψηφιοποίηση– τεράστιο, εξαιρετικά δαπανηρό και γραφειοκρατικό.

Η σοβαρή υστέρηση στις μεταρρυθμίσεις καλύπτεται, ως έναν βαθμό, όταν παρατηρείται δυναμική ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας. Έρχεται όμως στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο όταν μεγαλώνουν τα ελλείμματα και ασκούνται πιέσεις για διορθωτικές κινήσεις που επηρεάζουν αρνητικά την αναπτυξιακή δυναμική.

Η καθυστέρηση στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μεγαλώνει την παραδοσιακή εξάρτηση της οικονομίας από τον τουρισμό και τα ακίνητα.

Ο στόχος για το 2022 είναι να επιστρέψουμε στα τουριστικά ρεκόρ του 2019. Οι προκρατήσεις για το καλοκαίρι και η αύξηση των προγραμματισμένων πτήσεων για τους επόμενους μήνες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο στόχος είναι ρεαλιστικός.

Υπάρχει όμως αρκετά μεγάλη αβεβαιότητα που συνδέεται με την έξαρση της πανδημίας στην Ελλάδα και την επίμονη διεθνή παρουσία της.

Τους τελευταίους μήνες, η Ελλάδα είναι σταθερά στις τρεις έως τέσσερις χειρότερες χώρες της Ε.Ε. των «27» σε ό,τι αφορά τον βασικό δείκτη, θάνατοι από την πανδημία το τελευταίο επταήμερο ανά εκατομμύριο κατοίκους.

Είναι τόσο κακές οι επιδόσεις μας, ώστε χάσαμε το πλεονέκτημα που είχαμε αποκτήσει στην πρώτη φάση της πανδημίας και έχουμε πλέον περισσότερους θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους από χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, οι οποίες δοκιμάστηκαν σκληρά σε διάφορες φάσεις της πανδημίας.

Η αγορά ακινήτων χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακή άνοδο, η οποία όμως συνοδεύεται από αύξηση των ενοικίων και γενικότερα του κόστους στέγασης. Μέσα από την ανάπτυξη της πολιτικής της «χρυσής βίζας» προσελκύονται χιλιάδες επενδυτές της τάξης των 250.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές ακινήτων και ενοικίων ακόμη και σε περιοχές που κυριαρχούν τα χαμηλά ή τα μεσαία εισοδήματα. Υπάρχει πάντα και ο κίνδυνος της λεγόμενης «φούσκας ακινήτων», που είναι ένα φαινόμενο σε εξέλιξη που απασχολεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σε επίπεδο Ευρωζώνης.

Η επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος φέρνει στο προσκήνιο τα «παραδοσιακά» ελλείμματα, τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας μας και τη μεγάλη καθυστέρηση στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Οι καλές επιδόσεις και η προοπτική του τουρισμού, όπως και η άνοδος των επενδύσεων στα ακίνητα βελτιώνουν την εικόνα. Ταυτόχρονα, όμως, μας υπενθυμίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένη στρατηγική ανάπτυξης της οικονομίας με τόσο μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και τα ακίνητα.

Σοβαρά λάθη

Στο άμεσο μέλλον θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τις συνέπειες σοβαρών λαθών στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.

Το πρώτο λάθος ήταν η δημοσιονομική χαλάρωση. Με αφορμή την αντιμετώπιση της πανδημίας, διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θεώρησαν ότι είχαν στη διάθεσή τους λευκές επιταγές, με αποτέλεσμα να αυξηθούν δυσανάλογα και δαπάνες του Δημοσίου που δεν έχουν σχέση με την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Το χρέος αυξήθηκε κατά περίπου 35 δισ. ευρώ, τα περισσότερα από τα οποία μοιράστηκαν χαλαρά και οριζόντια. Επιδοτήθηκαν πολλοί που δεν είχαν καμία ανάγκη, ενώ δόθηκαν χρήματα και σε εταιρείες που ουσιαστικά δεν λειτουργούσαν.

Η υπερβολική χαλαρότητα εκφράστηκε για ένα διάστημα με μεγάλη αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων και ενίσχυσε, προσωρινά, τη δημοτικότητα της κυβέρνησης. Έκανε όμως αναγκαίο ένα δημοσιονομικό συμμάζεμα, το οποίο μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στη δημοτικότητα της κυβέρνησης.

Το δεύτερο λάθος είναι ότι μείναμε πίσω στην πράσινη μετάβαση, ενώ προχωρήσαμε σε μια απολιγνιτοποίηση-εξπρές με όρους που συνέβαλαν στην κατακόρυφη αύξηση του ενεργειακού κόστους.

Το οικονομικό επιτελείο έδειξε να μην έχει αίσθηση του χρόνου και της σημασίας των ευκαιριών που προσφέρονταν. Όλες οι προτάσεις που έκανα, από τη γρήγορη στροφή στην ηλεκτροκίνηση των λεωφορείων και των ταξί στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, μέχρι την έκδοση πράσινου ομολόγου –όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες στην αγορά– και ο δανεισμός 3,5 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), για την ενίσχυση της Υγείας και της Παιδείας, έμειναν αναξιοποίητες.

Με το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο να κινείται πάνω από το 2,4% και το spread πάνω από τις 210 μονάδες βάσης, πολλές από τις προτάσεις έχουν ήδη ξεπεραστεί από τις αρνητικές εξελίξεις.

Για παράδειγμα, το οικονομικό επιτελείο στην αρχή δεν αντέδρασε θετικά στην πρόταση για γρήγορη έκδοση πράσινου ομολόγου, κατά το πρότυπο της Ιταλίας. Στη συνέχεια άφησε να εννοηθεί ότι το σκέφτεται για το 2ο εξάμηνο του 2022. Με την ανοδική δυναμική στα διεθνή επιτόκια και ειδικά στα επιτόκια των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, μπορεί τώρα να το ξεχάσει…

Χάθηκαν σημαντικές ευκαιρίες στη βάση της εκτίμησης ότι η διεθνής οικονομική συγκυρία, σε ό,τι αφορούσε ενέργεια, πληθωρισμό και επιτόκια, θα κρατούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το τρίτο λάθος έχει σχέση με την εκτίμηση της εξέλιξης βασικών οικονομικών μεγεθών. Το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν θα έφτανε στο 10% του ΑΕΠ το 2020, αλλά το έφτασε. Το έλλειμμα θα έπεφτε πολύ το 2021, αλλά τελικά δεν έπεσε. Ο πληθωρισμός δεν θα ανέβαινε πολύ, αλλά τελικά ανέβηκε. Οι τιμές ενέργειας, καυσίμων και τροφίμων θα υποχωρούσαν γρήγορα, αλλά δεν υποχώρησαν. Τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων θα έμεναν σε πολύ χαμηλά επίπεδα –γι’ αυτό δεν υπήρχε λόγος να δανειστούμε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) με περίπου μηδενικό επιτόκιο– αλλά τελικά ανέβηκαν πολύ.

Βασικά κυβερνητικά στελέχη έχουν την τάση να υιοθετούν τα καλύτερα σενάρια –από την πανδημία μέχρι την οικονομία– και να πέφτουν έξω στις εκτιμήσεις τους με τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος.

Το πολυσυζητημένο επιτελικό κράτος έπρεπε να είχε επιτελική σκέψη, με βασικό χαρακτηριστικό τη σωστή εκτίμηση της κατάστασης και της προοπτικής.

Το τέταρτο λάθος του οικονομικού επιτελείου είναι μία διαρκής προσπάθεια ωραιοποίησης της κατάστασης, η οποία στέκεται εμπόδιο στην αναγνώριση και την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων. Μέχρι και η οικονομική ορολογία και η παρουσίαση των οικονομικών εξελίξεων προσαρμόζονται στις επικοινωνιακές ανάγκες σε βάρος της ουσίας.

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Οι αρμόδιοι δεν αναφέρονται στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, αλλά στο πρωτογενές έλλειμμα που είναι μικρότερο, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν δυσάρεστες συγκρίσεις.

Δεν δίνουν την έμφαση στη μεγάλη αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, που δείχνει το πρόβλημα διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, αλλά στην «αύξηση-ρεκόρ» των εξαγωγών, ενώ βέβαια η αύξηση των εισαγωγών είναι πολύ μεγαλύτερη και διευρύνει το εμπορικό έλλειμμα.

Ακόμη και στο θέμα των επενδύσεων, οι κυβερνητικοί αρμόδιοι παίζουν με τις λέξεις. Μετέτρεψαν την πολύ καλή αύξηση, κατά 20%, των επενδύσεων που κατέγραψε το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο για την Ελλάδα από τα τέλη του 2019 ως το 3ο τρίμηνο του 2021, σε… ρεκόρ επενδύσεων στην Ευρωζώνη. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα είναι ο επενδυτικός ουραγός στην Ευρωζώνη και πρέπει να καλύψει τεράστια απόσταση για να πλησιάσει τον μέσο όρο των επενδύσεων σε αυτή, υπολογισμένων σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Η ελληνική οικονομία έχει αρχίσει να υποβάλλεται σε ένα τεστ αντοχής. Για να ανταποκριθεί στη νέα πρόκληση, πρέπει να υπάρξουν σοβαρές, γρήγορες και αποτελεσματικές διορθωτικές κινήσεις.