Πράσινη μετάβαση με βάρκα την ελπίδα - Free Sunday
Πράσινη μετάβαση με βάρκα την ελπίδα
Επικίνδυνη έλλειψη ενεργειακής στρατηγικής

Πράσινη μετάβαση με βάρκα την ελπίδα

Το θέμα που κυριαρχεί στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. είναι η μεγάλη αύξηση των τιμών των καυσίμων και της ενέργειας. Οι πληθωριστικές πιέσεις ενισχύονται συνεχώς σε όλη τη Δύση, και αυτό οφείλεται κυρίως στα καύσιμα και στην ενέργεια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ βρίσκεται ήδη στο 7,5% και οι τιμές των καυσίμων στα πρατήρια έχουν αυξηθεί κατά 50% στη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν.

Παρά την εντυπωσιακή αύξηση της τιμής, το λίτρο της βενζίνης είναι γύρω στα 0,85 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα η μέση τιμή πλησιάζει το 1,90 ευρώ, παρά το γεγονός ότι το εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών είναι ένα κλάσμα του εισοδήματος των αμερικανικών νοικοκυριών.

Στην Ελλάδα εκδηλώνεται με δραματικό τρόπο ένα γενικότερο ευρωπαϊκό πρόβλημα. Επιχειρούμε τη λεγόμενη πράσινη μετάβαση χωρίς σοβαρό στρατηγικό σχεδιασμό και χωρίς να πληρούνται βασικές προϋποθέσεις.

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, πηγαίνουμε με ευρωπαϊκές ενεργειακές αναταράξεις διαρκείας, με τις ισχυρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες και τις καλύτερα οργανωμένες κοινωνίες να αντιδρούν αποτελεσματικότερα και τον ενεργειακό λογαριασμό να αυξάνεται δυσανάλογα για χώρες με τα διαρθρωτικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της Ελλάδας.

Η σημασία του Ουκρανικού

Δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στο τι θα γίνει ή δεν θα γίνει στην Ουκρανία τα επόμενα εικοσιτετράωρα, με αποτέλεσμα να χάνουμε τη γενικότερη εικόνα.

Η κρίση στην Ουκρανία έχει ούτως ή άλλως συνέχεια, γιατί το πρόβλημα μοιάζει πιο σύνθετο και από το Κυπριακό ή το Μεσανατολικό. Υπάρχει η αντικειμενική βάση για τη διαιώνιση της κρίσης, ενώ οι εμπλεκόμενοι δεν δείχνουν καλή πολιτική διάθεση. Ο καθένας κάνει εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς και καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα και αλληλοσυγκρουόμενες επιλογές.

Η Ρωσία έχει ήδη προσαρτήσει την Κριμαία, ελέγχει μέσω ρωσόφωνων αυτονομιστών ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας και σκέφτεται αν θα αποκτήσει τον έλεγχο και της Οδησσού για να ενώσει τις περιοχές των αυτονομιστών με την Κριμαία και την Τρανσνίστρια, περιοχή της Μολδαβίας, η οποία ελέγχεται και αυτή από ρωσόφωνους αυτονομιστές.

Η Δούμα έχει ήδη προτείνει στον Πούτιν να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας που ελέγχονται από ρωσόφωνους αυτονομιστές, όπως –για παράδειγμα– έκανε με περιοχές της Γεωργίας που ελέγχονται και αυτές από ρωσόφωνους αυτονομιστές.

Πέρα από την επιθετικότητα του Πούτιν, υπάρχουν και αντικειμενικές βάσεις για τη σκληρή σύγκρουση. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησε 15 ανεξάρτητα κράτη μέσα σε μια νύχτα, ενώ 25 εκατομμύρια Ρώσοι ξύπνησαν σε ξένα κράτη. Οι ρωσόφωνοι, οι Ρώσοι της Ουκρανίας –είναι θέμα ορισμού– ανέρχονται σε 8 εκατομμύρια, με τον συνολικό πληθυσμό της χώρας στα 43 εκατομμύρια.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι αν δεν υπάρξει «θερμή» αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, θα υπάρξει η λεγόμενη «παγωμένη» αντιπαράθεση κατά τα πρότυπα που εφαρμόζει η Μόσχα σε διάφορες περιοχές. Διεκδικεί επιρροή ή και έλεγχο και αφήνει σκόπιμα σε βάθος χρόνου ανοιχτές τις πληγές που δημιουργούν οι πρώτες συγκρούσεις.

Αυτά δεν τα γράφω για να δούμε ποιοι είναι οι καλοί ή οι κακοί των αναμετρήσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη ή έχουν «παγώσει», αλλά για να καταλάβουμε ότι η Ε.Ε. έπρεπε να είχε καλυφθεί ενεργειακά σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία.

Η Ε.Ε. καλύπτει το 40% των αναγκών της σε φυσικό αέριο από τη Ρωσία, ενώ απορροφά σε ημερήσια βάση πάνω από το ένα τρίτο της παραγωγής πετρελαίου της Ρωσίας. Τέσσερα εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα με συνολική παραγωγή έντεκα εκατομμυρίων.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η Ε.Ε. έπρεπε να είχε ορίσει τους κανόνες της ενεργειακής συνεργασίας της με τη Ρωσία προτού πατήσει το κουμπί της πράσινης μετάβασης. Δεν είναι μόνο ότι η Ρωσία έχει –σε πολλές περιπτώσεις– ανταγωνιστικά συμφέροντα με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά η πράσινη μετάβαση θέτει σαν στρατηγικό στόχο την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2050. Πώς, λοιπόν, μπορούν να περιμένουν οι Ευρωπαίοι ότι οι Ρώσοι παραγωγοί φυσικού αερίου και πετρελαίου θα περιμένουν ήρεμα το οικονομικό τους τέλος, στο όνομα της σωτηρίας του πλανήτη με πρωτοβουλία της Ε.Ε.;

Οι Ρώσοι αξιοποιούν τη συγκυρία με βάση τα συμφέροντά τους. Τα προηγούμενα χρόνια, που οι διεθνείς τιμές των καυσίμων ήταν πεσμένες, η Ε.Ε. απέφευγε τη σύναψη νέων μακροπρόθεσμων συμφωνιών με τη Ρωσία και προτιμούσε την κάλυψη των αναγκών της, σε μεγάλο βαθμό, στην αγορά spot. Τώρα που η οικονομική, ενεργειακή συγκυρία ευνοεί τη Ρωσία, ο Πούτιν περιορίζεται στην εφαρμογή των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί και αποφεύγει την κάλυψη των πρόσθετων αναγκών της Ε.Ε. στην αγορά spot –παρά τις εξαιρετικά καλές τιμές– μεγαλώνοντας για λόγους στρατηγικής την ενεργειακή αγωνία της Ε.Ε.

Δεν φτάνει που η Ε.Ε. άρχισε την πράσινη μετάβαση χωρίς να έχει τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με τη Ρωσία, από την οποία εξαρτάται ενεργειακά, αλλά τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. έχουν διαφορετική προσέγγιση στο θέμα.

Η Γερμανία επιδιώκει να ενισχύσει το συγκριτικό οικονομικό πλεονέκτημά της εντός της Ε.Ε., αναπτύσσοντας την ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία με τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2.

Η Πολωνία και οι Δημοκρατίες της Βαλτικής αντιτίθενται στα γερμανικά σχέδια, με το σκεπτικό ότι η ανάπτυξη της ενεργειακής συνεργασίας θα χρηματοδοτήσει τη ρωσική επιθετικότητα και θα τις αποδυναμώσει, μαζί με την Ουκρανία, στρατηγικά.

Ο υπερσυντηρητικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Όρμπαν, ο οποίος αντιμετωπίζει μια δύσκολη εκλογική αναμέτρηση στις 3 Απριλίου, επισκέφτηκε τη Μόσχα, συνάντησε τον Πούτιν, εξασφάλισε φυσικό αέριο σε προνομιακές τιμές και έκανε δηλώσεις… υπέρ της Ρωσίας για την ουκρανική κρίση.

Σε αυτό το σκηνικό ευρωπαϊκής ενεργειακής Βαβέλ, η Ελλάδα είναι από τους χαμένους.

Η νατοϊκή συσπείρωση για την αντιμετώπιση της Ρωσίας στην κρίση της Ουκρανίας οδήγησε στη βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ - Τουρκίας και στην οριστική, απ’ ό,τι φαίνεται, εγκατάλειψη των πολυσυζητημένων σχεδίων για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου EastMed.

Επιπλέον, η Ελλάδα έχει κάνει –για λόγους εθνικής ασφάλειας– μια επιλογή ανάπτυξης της στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι προμηθευόμαστε το ρωσικό φυσικό αέριο σε «τσιμπημένες» τιμές και εναλλακτικά το υγροποιημένο αμερικανικό φυσικό αέριο σε ακόμη υψηλότερες τιμές.

Ο ρόλος της Κίνας

Η Ε.Ε. προχωράει στην πράσινη μετάβαση χωρίς να έχει αξιολογήσει σωστά τον ρόλο της Κίνας, της νέας οικονομικής υπερδύναμης.

Η Κίνα είναι πολύ μπροστά από την Ε.Ε. σε ζητήματα ηλεκτροκίνησης, μπαταριών, παραγωγής φωτοβολταϊκών.

Ταυτόχρονα, όμως, επιμένει για οικονομικούς, αναπτυξιακούς λόγους στην «παραδοσιακή» ρυπογόνο παραγωγή ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που έχει ανάγκη παράγεται με καύσιμο τον άνθρακα. Τόσο η Κίνα, όσο και η Ινδία αύξησαν το 2021 την παραγωγή και κατανάλωση άνθρακα για να καλύψουν τις ενεργειακές και αναπτυξιακές τους ανάγκες.

Στις δύο χώρες αναλογεί περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού και είναι τουλάχιστον περίεργο να θεωρεί η Ε.Ε., στην οποία αναλογεί μόλις το 8% των παγκόσμιων ατμοσφαιρικών ρύπων, ότι μπορεί να επιβάλλει τους όρους της σε παγκόσμιο επίπεδο μέσα από τη στρατηγική της πράσινης μετάβασης.

Ενώ η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ έχουν δεσμευτεί να φτάσουν σε μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία μέχρι το 2050, η δέσμευση της Κίνας είναι πολύ πιο χαλαρή. Ανέλαβε τη δέσμευση να σταματήσει να αυξάνει τους ρύπους μέχρι το 2030 και στη συνέχεια να επιδιώξει την κλιματική ουδετερότητα της οικονομίας της μέχρι το 2060.

Έτσι, η Κίνα έχει ένα διπλό στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Ε.Ε. Έχει φύγει μπροστά σε ζητήματα πράσινης μετάβασης, όπως είναι η ηλεκτροκίνηση και η παραγωγή μπαταριών, ενώ έχει εξασφαλίσει μεγαλύτερα χρονικά περιθώρια για να περιορίσει τους ατμοσφαιρικούς ρύπους.

Επιπλέον, η Κίνα έχει μετατραπεί σε οικονομικό στυλοβάτη, έναντι ανταλλαγμάτων, της Ρωσίας. Απορροφά ολοένα μεγαλύτερες ποσότητες ρωσικού φυσικού αερίου και στηρίζει τη Ρωσία στην αντιπαράθεσή της με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ στην κρίση της Ουκρανίας. Υιοθετεί τη ρωσική άποψη ότι το ΝΑΤΟ επιδιώκει τη στρατηγική, στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσίας.

Η στάση της Κίνας αναδεικνύει ένα ευρύτερο πρόβλημα στρατηγικής των ΗΠΑ και –ως έναν βαθμό– της Ε.Ε. Η Ουάσινγκτον διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι η Κίνα αποτελεί τον βασικό στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ και επιδιώκει τη συμπαράταξη άλλων κρατών, από την Ιαπωνία και την Αυστραλία μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο και των κρατών-μελών της Ε.Ε. που είναι ταυτόχρονα μέλη του ΝΑΤΟ, για να ελεγχθεί η ενίσχυση της κινεζικής επιρροής.

Κλιμακώνοντας όμως την αντιπαράθεση με τη Ρωσία, η Δύση μπορεί να τη στείλει στην αγκαλιά της Κίνας και να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο τη νέα υπερδύναμη που οι ΗΠΑ θεωρούν βασικό στρατηγικό αντίπαλο.

Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, ότι η πράσινη μετάβαση της Ε.Ε. επιχειρείται σε ένα επικίνδυνο κενό στρατηγικής, το οποίο την κάνει ιδιαίτερα ευάλωτη σε ενεργειακές πιέσεις με ενισχυμένη την γεωπολιτική διάσταση.

Το πρόβλημα της Ελλάδας

Σε αυτό το σύνθετο διεθνές πολιτικό περιβάλλον, το ενεργειακό και το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας μεγαλώνουν συνεχώς. Πληρώνουμε έναν συνδυασμό λαθών στην ευρωπαϊκή στρατηγική, αλλά και λαθών σε εθνικό επίπεδο.

Κατά την άποψή μου, επιβάλλονται άμεσες και δυναμικές διορθωτικές κινήσεις, διαφορετικά μπορεί να διολισθήσουμε στην επόμενη ελληνική κρίση της Ευρωζώνης.

Τα προειδοποιητικά μηνύματα είναι πολλά και σημαντικά. Τους χειμωνιάτικους μήνες έχουμε τεράστια αύξηση του εμπορικού ελλείμματος λόγω των εισαγωγών καυσίμων σε υψηλές τιμές. Συνολικά, το 2021 το εμπορικό έλλειμμα της χώρας αυξήθηκε κατά 33% σε σχέση με το 2020, συντηρώντας το σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που επανεμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια.

Η αύξηση των διεθνών τιμών των καυσίμων και τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα στην ελληνική αγορά ενέργειας οδηγούν σε έναν οικονομικό στραγγαλισμό τα νοικοκυριά που δεν έχουν μεγάλες οικονομικές αντοχές και τις μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις που είναι οριακές.

Ταυτόχρονα, δημιουργούν νέες επιβαρύνσεις για τον κρατικό προϋπολογισμό. Σε διάστημα μερικών μηνών δεσμεύτηκαν πάνω από 2 δισ. δημόσιου χρήματος υπέρ νοικοκυριών και επιχειρήσεων για να περιοριστεί το ενεργειακό σοκ, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Με τις ενεργειακές επιβαρύνσεις δημιουργείται ένα αρνητικό οικονομικό ντόμινο.

Πρώτον, τα νοικοκυριά δυσκολεύονται και περιορίζουν αναγκαστικά τις δαπάνες τους, ακόμη και την εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων.

Δεύτερον, η εξαγωγική βιομηχανία, η οποία πάσχει διαχρονικά από υψηλό ενεργειακό κόστος, αντιμετωπίζει πρόσθετα προβλήματα σε ό,τι αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της.

Τρίτον, οι δυσκολίες των νοικοκυριών, των μικρομεσαίων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων μπορούν να σταθούν εμπόδιο στη μετατροπή της εξαιρετικά δυναμικής ανάκαμψης του 2021, σε δυναμική ανάπτυξη το 2022.

Τέταρτον, οι πρόσθετες δημόσιες δαπάνες για περιορισμό του ενεργειακού σοκ για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στέκονται εμπόδιο στον αναγκαίο περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος. Το δημοσιονομικό έλλειμμα πλησίασε το 10% του ΑΕΠ το 2020 και εκτιμάται γύρω στο 9% του ΑΕΠ για το 2021. Με το δημόσιο χρέος να είναι στο 200% του ΑΕΠ και τα επιτόκια του δεκαετούς ομολόγου να κινούνται ανοδικά, είναι φανερό ότι περιορίζονται συνεχώς τα δημοσιονομικά μας περιθώρια. Αν μάλιστα σπάσει, λόγω του υπερβολικού ενεργειακού κόστους, η αναπτυξιακή δυναμική, τότε ο περιορισμός του ελλείμματος θα γίνει αναγκαστικά με την επιβολή εξαιρετικά δύσκολων μέτρων προσαρμογής.

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται για μία ακόμη φορά σε ενεργειακό αδιέξοδο για διεθνείς αλλά και εθνικούς λόγους.

Διορθωτικές κινήσεις

Επειδή είναι φανερό ότι οι ενεργειακές αναταράξεις έχουν μέλλον και πως δεν μπορούμε να κάνουμε στρατηγικό σχεδιασμό στη βάση σχετικά χαμηλών διεθνών τιμών καυσίμων και ενεργειακού κόστους, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε σημαντικές διορθωτικές κινήσεις.

Κατά την άποψή μου, αυτές πρέπει να είναι οι εξής.

Να εγκαταλείψουμε τη γρήγορη και πρόχειρη απολιγνιτοποίηση και να την προγραμματίσουμε στη βάση δεκαετίας ή δεκαπενταετίας ζητώντας και τη στήριξη της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά στο κόστος της αγοράς δικαιωμάτων ρύπων. Η πράσινη μετάβαση της Ε.Ε. είναι γεμάτη εξαιρέσεις και ανατροπές, από την εξάρτηση της Πολωνίας από τον άνθρακα μέχρι το 2048 μέχρι την αναγνώριση της πυρηνικής ενέργειας που ενδιαφέρει τη Γαλλία σαν πράσινης, με τα σχετικά χρηματοδοτικά προνόμια. Είναι λογικό, λοιπόν, να ζητήσουμε την κατανόηση των εταίρων μας, ώστε η πράσινη μετάβαση να μην οδηγήσει σε αδιέξοδο την ελληνική οικονομία.

Το δεύτερο που πρέπει να κάνουμε είναι να προχωρήσουμε στη δραστική αναδιοργάνωση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και γενικότερα του ενεργειακού τομέα στη χώρα μας.

Έτσι όπως είναι δομημένος επιβραβεύει την άγρια κερδοσκοπία σε βάρος των νοικοκυριών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της βιομηχανίας.

Στην Ελλάδα οι τιμές της ενέργειας προσδιορίζονται σε βραχυπρόθεσμη, κερδοσκοπική βάση σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ε.Ε., όπου προσδιορίζονται κυρίως σε μεσομακροπρόθεσμη βάση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή την περίοδο το κόστος της ενέργειας ακολουθεί την παραγωγή ενέργειας με φυσικό αέριο, η διεθνής τιμή του οποίου έχει πολλαπλασιαστεί σε σχέση με πέρυσι.

Είναι τέτοια η ασυδοσία σε βάρος των καταναλωτών, ώστε και η ρευματοκλοπή, η οποία έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, χρεώνεται από τους παρόχους στους συνεπείς καταναλωτές. Αντί να ληφθούν μέτρα προστασίας του δικτύου και αντιμετώπισης της ρευματοκλοπής, απλά μεταφέρεται το κόστος της στους ανυποψίαστους καταναλωτές.

Με τον East Med να αποτελεί ένα ακόμη αφήγημα που εγκαταλείφθηκε, το ρωσικό φυσικό αέριο και το υγροποιημένο φυσικό αέριο να είναι στα ύψη –όπως και το πετρέλαιο–, η Ελλάδα πρέπει να οργανώσει τη γρήγορη απανθρακοποίηση της παραγωγής ενέργειας και της οικονομίας της.

Για να γίνει αυτό χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις στα δίκτυα, στις ΑΠΕ και στη συμφιλίωση των μεγάλων επενδυτών με τις τοπικές κοινωνίες, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ε.Ε.

Επιβάλλεται επίσης η δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων για την ανάπτυξη των ΑΠΕ σε όφελος νοικοκυριών, μικρών καλλιεργειών, μικρών επιχειρήσεων.

Πρέπει να γίνουν πολλά στον τομέα των δικτύων και της αποθήκευσης ενέργειας για να περάσουμε, όσο το δυνατόν ταχύτερα, στις ΑΠΕ.

Προς το παρόν, το ενεργειακό ασκεί ασφυκτική οικονομική πίεση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, δυσκολεύει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και μας αφήνει ακόμη πιο πίσω στον εσωτερικό οικονομικό ανταγωνισμό της Ε.Ε. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να συνεχίσουμε την ίδια ξεπερασμένη πολιτική. Οι επιβαρύνσεις που προκαλεί, δημοσιονομικές και οικονομικές, ξεπερνούν ήδη τα οφέλη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.