Ε.Ε: Η δύσκολη αναζήτηση στρατηγικής - Free Sunday
Ε.Ε: Η δύσκολη αναζήτηση στρατηγικής
Οι Ευρωπαίοι μετράνε δυνάμεις με ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία

Ε.Ε: Η δύσκολη αναζήτηση στρατηγικής

Η εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία άλλαξε δραματικά τα δεδομένα για την Ε.Ε. Απέκτησε μία υπαρκτή απειλή, η οποία της επιβάλλει να αναζητήσει μία νέα στρατηγική υπό μεγάλη πίεση.

Η Ε.Ε. των «27» παίρνει εντυπωσιακές πρωτοβουλίες, αλλά έχει μεγάλη απόσταση να καλύψει για να μπορέσει να σταθεί στο ύψος των ΗΠΑ και να απαντήσει με επιτυχία στις διαφορετικές προκλήσεις της Ρωσίας και της Κίνας.

1 δισ. για όπλα

Με δύο αποφάσεις των Ευρωπαίων ηγετών, η Ε.Ε. διέθεσε στην αρχή μισό δισεκατομμύριο και στη συνέχεια άλλο μισό δισεκατομμύριο για την προμήθεια οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία.

Η έμφαση δόθηκε στην προμήθεια αντιαρματικών και αντιαρματικών πυραύλων, τους οποίους οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας αξιοποίησαν με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα σε βάρος των Ρώσων εισβολέων.

Η στρατιωτική βοήθεια της Ε.Ε. έπιασε τόπο, ενώ ανάλογη προσπάθεια έκαναν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Ευρωπαίοι όμως οργανώθηκαν καλύτερα στον συντονισμό της βοήθειας στη βάση μίας λίστας, στη διεκπεραίωσή της, στη συγκέντρωσή της στην Πολωνία και την προώθησή της στη συνέχεια στη δυτική Ουκρανία.

Τα πυραυλικά χτυπήματα των Ρώσων στη δυτική Ουκρανία, μακριά από το πεδίο των πολεμικών συγκρούσεων, έστειλαν το μήνυμα της βαθιάς δυσαρέσκειας του Κρεμλίνου με την παρέμβαση της Ε.Ε. στο πλευρό της Ουκρανίας.

Η στρατιωτική βοήθεια που έδωσαν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. στην Ουκρανία ξεπερνάει κατά πολύ τη δέσμευση του 1 δισ. ευρώ και είναι σε πολλές περιπτώσεις δωρεάν, με την έννοια ότι οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών δεν διεκδικούν χρήματα από τον κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό. Τη μεγαλύτερη συνεισφορά –σε σχέση με τον αμυντικό προϋπολογισμό τους– έχουν η Λιθουανία, η Λετονία και η Εσθονία, οι οποίες θεωρούν ότι απειλούνται από την επεκτατική στρατηγική του Πούτιν.

Οι αμυντικές δαπάνες

Η παροχή οπλικών συστημάτων στην αγωνιζόμενη Ουκρανία αναδεικνύει το ζήτημα των αμυντικών δαπανών των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε.

Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί, αλλά τα κενά στην αμυντική προσπάθεια παραμένουν τεράστια.

Οι Ευρωπαίοι δαπανούν σε ετήσια βάση για την Άμυνα γύρω στα 200 δισ. ευρώ, ποσό που αναλογεί στο 1,5% του ΑΕΠ των «27». Όμως, η διάρθρωση των δαπανών είναι προβληματική και περιορίζει την αποτελεσματικότητα της αμυντικής προσπάθειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ έχει τεθεί σαν στόχος το 35% των δαπανών να στηρίζει την ευρωπαϊκή συνεργασία, τελικά μόνο το 11% των συνολικών δαπανών προωθεί αυτήν τη συνεργασία. Πρέπει να υπάρξει αλλαγή προτεραιοτήτων για την ανάπτυξη κοινών οπλικών συστημάτων, για τη δημιουργία της αναγκαίας υποδομής για τη γρήγορη μετακίνηση των στρατιωτικών μονάδων, για μια σύνθεση στρατιωτικών δυνατοτήτων που δεν θα επαναλαμβάνονται, αλλά θα είναι –όπου επιβάλλεται– συμπληρωματικές.

Οι Ευρωπαίοι παρακολουθούν ανήσυχοι την επιθετική στρατηγική των Ρώσων, ενώ οι συνολικές αμυντικές δαπάνες τους είναι υπερ-τετραπλάσιες των δαπανών της Ρωσίας και συγκρίνονται με της Κίνας.

Ακόμη και στο ζήτημα του ευρωπαϊκού στρατού σε εμβρυακή μορφή, τα βήματα προόδου των Ευρωπαίων είναι εξαιρετικά περιορισμένα, παρά τη δραματική αλλαγή των διεθνοπολιτικών συνθηκών. Η πολυσυζητημένη δύναμη άμεσης παρέμβασης που θα κινητοποιεί γύρω στους 5.000 άνδρες και γυναίκες σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης –όπως ήταν η κατεπείγουσα αποχώρηση των τελευταίων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, κυρίως μέσω του αεροδρομίου της Καμπούλ– δεν αφορά σε ετοιμοπόλεμη στρατιωτική δύναμη αλλά σε διαθεσιμότητα μονάδων από διαφορετικά κράτη-μέλη. Η διαφορά είναι σημαντική και δείχνει ότι δεν υπάρχει ισχυρή πολιτική θέληση για να κινηθεί η Ε.Ε. στην κατεύθυνση δημιουργίας ευρωπαϊκού στρατού.

Δημοσκοπική αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής από την Ε.Ε. εξακολουθεί να στηρίζεται σε… δημοσκοπικά κριτήρια. Όπως είπε ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της Γερμανίας, Σολτς, δεν μπορούμε να σταματήσουμε να καλύπτουμε τις ενεργειακές μας ανάγκες από τη Ρωσία χωρίς να κινδυνεύσει η οικονομία μας από βαθιά ύφεση.

Αυτή είναι η κυρίαρχη προσέγγιση, εφόσον δεν έχει εξηγηθεί στους Ευρωπαίους πολίτες η σοβαρότητα της ρωσικής απειλής και οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να κρίνονται από το ύψος των τιμών των καυσίμων και την ποιότητα της οικονομικής και κοινωνικής καθημερινότητας.

Έτσι όπως λειτουργεί το πολιτικό σύστημα, οι Ευρωπαίοι καταβάλλουν στη Ρωσία 700-800 εκατ. ευρώ σε καθημερινή βάση, για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών. Με τα χρήματα αυτά, το σύστημα Πούτιν έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τη στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας, ακόμη και τους επεκτατικούς πολέμους της.

Οι Ευρωπαίοι εντυπωσιάζονται με την αλληλεγγύη του 1 δισ. ευρώ στη στρατιωτική προσπάθεια της Ουκρανίας, αλλά εξακολουθούν να χρηματοδοτούν με 5-7 δισ. ευρώ την εβδομάδα την πολιτική του Πούτιν.

Όλα τα σχέδια περιορισμού της ενεργειακής εξάρτησης της Ε.Ε. από τη Ρωσία είναι σε βάθος ενός ή και πέντε χρόνων, ενώ η πολεμική αναμέτρηση κρίνεται σε βάθος μερικών εβδομάδων ή λίγων μηνών.

Μπορεί με τη μέθοδο που ακολουθεί η Ε.Ε. να περιορίζει τον κίνδυνο ενός βραχυπρόθεσμου οικονομικού σοκ, δημιουργεί όμως άλλους μεγαλύτερους κινδύνους που μπορεί να απειλήσουν την προοπτική της.

Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ

Με τον Μπάιντεν βελτιώθηκαν εντυπωσιακά οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Ε.Ε., αυτό όμως δεν καταργεί προβλήματα συνεννόησης και σημαντικές διαφορές στη στρατηγική.

Το πέρασμα του προέδρου Μπάιντεν από τις Βρυξέλλες για συνεννοήσεις στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. και από την Πολωνία, για να σταλεί στη Ρωσία το μήνυμα της νατοϊκής αλληλεγγύης, ανέδειξε σημαντικές διαφορές μεταξύ της προσέγγισης της Ουάσινγκτον, των Βρυξελλών και των ευρωπαϊκών πρωτευουσών.

Ο Μπάιντεν χαρακτήρισε τον Πούτιν «χασάπη» και άφησε να εννοηθεί ότι στόχος της αμερικανικής πολιτικής είναι η αλλαγή ηγεσίας στη Ρωσία. Οι Ευρωπαίοι δεν χρησιμοποιούν τόσο σκληρή φρασεολογία, ούτε επιδιώκουν την ανατροπή του Πούτιν. Ενισχύουν στρατιωτικά την Ουκρανία για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για διπλωματική συνεννόηση. Δεν θέλουν τον Πούτιν να αισθάνεται απειλούμενος και σε έξαλλη κατάσταση, γιατί η Ρωσία παραμένει πυρηνική υπερδύναμη και η ηγεσία της έχει δηλώσει ότι θα χρησιμοποιήσει το πυρηνικό οπλοστάσιο σε περίπτωση που απειληθεί η χώρα.

Διαφορετική είναι και η συνολική παρουσίαση της αναμέτρησης από τον πρόεδρο Μπάιντεν και τους Ευρωπαίους. Ο Μπάιντεν θεωρεί ότι στην Ουκρανία συγκρούονται δύο διαφορετικοί κόσμοι, ο κόσμος των δημοκρατικών χωρών με τον κόσμο των αυταρχικών καθεστώτων, όπως είναι η Ρωσία και η Κίνα. Οι Ευρωπαίοι δεν έχουν βέβαια ψευδαισθήσεις για τα βασικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος της Ρωσίας. Δεν θέλουν όμως να το ταυτίζουν με το καθεστώς της Κίνας, ούτε επιδιώκουν μια ψυχροπολεμική ιδεολογική αντιπαράθεση, εφόσον ο Πούτιν δεν έχει κάποια συγκεκριμένη ιδεολογική πρόταση, απλά προσπαθεί να αξιοποιήσει τον συσχετισμό δυνάμεων που εκτιμά ότι είναι προς όφελός του.

Ακόμη και στο ζήτημα της υποκατάστασης του ρωσικού φυσικού αερίου, οι ΗΠΑ κινήθηκαν με έναν τρόπο που πρόβαλε τον ηγετικό της ρόλο έναντι των Ευρωπαίων, χωρίς να δώσουν λύση σε ένα πολύ πρακτικό πρόβλημα. Το υγροποιημένο φυσικό αέριο των ΗΠΑ καλύπτει μικρό μόνο μέρος του ρωσικού φυσικού αερίου που προμηθεύονται οι Ευρωπαίοι από τη Ρωσία. Επομένως, η δέσμευση των ΗΠΑ υπέρ της Ε.Ε. έχει σχετική σημασία και περνάει υποχρεωτικά από σύνθετες παρεμβάσεις στην παγκόσμια αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου με αβέβαιο αποτέλεσμα.

Η απόφαση των Ευρωπαίων –ιδιαίτερα των Γερμανών– να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον στόχο που έχει θέσει εδώ και χρόνια το ΝΑΤΟ, βοηθάει την Ε.Ε. στη διεκδίκηση μιας πιο ισότιμης σχέσης με τις ΗΠΑ, αλλά παραμένουν σοβαρές διαφορές στην εκτίμηση της συνολικής κατάστασης και στη στρατηγική.

Ο κόσμος αλλάζει

Σε επίπεδο ΟΗΕ, η ρωσική διπλωματία γνωρίζει μεγάλες ήττες εφόσον 140 κράτη-μέλη καταδικάζουν την εισβολή στην Ουκρανία και μόλις 5 –μεταξύ των οποίων η Λευκορωσία, η Συρία και η Βόρεια Κορέα– στηρίζουν τις πρωτοβουλίες Πούτιν. Υπάρχουν, όμως, εξαιρετικά σημαντικές χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Νότια Αφρική που ψηφίζουν λευκό, περιορίζοντας έτσι τη διπλωματική πίεση που ασκείται στη Μόσχα.

Ο κόσμος έχει αλλάξει και μπορεί να μην έχει ιδιαίτερη συμπάθεια στον Πούτιν, αλλά έχει και ανοιχτούς λογαριασμούς με τη Δύση. Για παράδειγμα, οι αριστερόστροφες κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής αποφεύγουν να αντιπαρατεθούν με τη Ρωσία με το σκεπτικό ότι οι χώρες τους καταπιέζονται διαχρονικά από την ισχύ των ΗΠΑ.

Ένα ακραίο παράδειγμα αντίδρασης στην πολιτική της Δύσης είναι οι εκδηλώσεις συμπαράστασης προς τον Πούτιν και τα ρωσικά στρατεύματα που εισέβαλαν στην Ουκρανία, στο Μάλι της υποσαχάριας Αφρικής. Η δικτατορία που έχει επιβληθεί στη χώρα έχει έλθει σε ρήξη με τη Γαλλία –την παλιά αποικιοκρατική δύναμη της περιοχής– και εκδηλώνει την αντίθεσή της στην πολιτική του Παρισιού στηρίζοντας την επιθετική πολιτική της Μόσχας σε βάρος της Ουκρανίας.

Η παγκόσμια κοινή γνώμη δεν είναι έτοιμη να στηρίξει την αντίδραση της Ε.Ε. και των ΗΠΑ στην πολιτική του Πούτιν. Μόνο στην Ινδία και στην Κίνα αναλογεί γύρω στο 40% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Η κατάσταση αναμένεται να γίνει πιο σύνθετη για τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς εξαιτίας της επισιτιστικής κρίσης που μπορεί να προκαλέσουν οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, σε στρατηγικής σημασίας λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Έχει αρχίσει η αντιπαράθεση, σε διεθνές επίπεδο, για το ποιος έχει τη βασική ευθύνη για τις μεγάλες δυσκολίες που παρατηρούνται. Ο Πούτιν που εισέβαλε στην Ουκρανία προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στις εξαγωγές σιτηρών της Ουκρανίας ή οι Δυτικοί που δυσκολεύουν, με τη σειρά τους, τις εξαγωγές των ρωσικών σιτηρών μέσω της επιβολής οικονομικών κυρώσεων.

Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι ανατιμήσεις και οι ελλείψεις να δημιουργήσουν αντι-δυτική δυναμική σε διάφορες χώρες που γνώρισαν την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία ή επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία.

Ο πόλεμος της ενημέρωσης

Για να παίξει τον παγκόσμιο ρόλο που επιβάλλουν οι νέες συνθήκες, η Ε.Ε. πρέπει να αποκτήσει νέες δυνατότητες σε ό,τι αφορά την ενημέρωση και τη διαμόρφωση της παγκόσμιας κοινής γνώμης.

Ο Πούτιν επένδυσε τεράστια ποσά στη δημιουργία ενός μηχανισμού προπαγάνδας, κυρίως μέσω του τηλεοπτικού σταθμού Russia Today και του ειδησεογραφικού πρακτορείου Sputnik, που είχαν σαν βασικό στόχο την άσκηση επιρροής σε ένα στοχευμένο κοινό 700 εκατομμυρίων. Οι κινήσεις που έκανε η Ρωσία είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα μέσα από μία στρατηγική που στηριζόταν στην προπαγάνδα, στα fake news αλλά και στην ανάδειξη υπαρκτών προβλημάτων και αντιθέσεων στις χώρες που είχαν μπει στο στόχαστρο.

Οι Ευρωπαίοι δεν λειτουργούν συντονισμένα σε αυτά τα ζητήματα και πρέπει να καλύψουν το κενό το συντομότερο δυνατόν.

Επιπλέον, πρέπει να κάνουν πολλά περισσότερα σε ό,τι αφορά τον λεγόμενο υβριδικό πόλεμο, ο οποίος έχει τονισμένη τη διάσταση της προπαγάνδας, των fake news και της ψυχολογικής αποσταθεροποίησης. Μία άλλη απειλή, η οποία μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου, είναι οι κυβερνοεπιθέσεις από χάκερς που συνεργάζονται με το ρωσικό κράτος και παρακράτος ή εγκληματικά στοιχεία που λειτουργούν αυτόνομα. Οι κυβερνοεπιθέσεις μπορεί να προκαλέσουν χαοτικές καταστάσεις αποδιοργανώνοντας ψηφιακά συστήματα στην ενέργεια, στις μεταφορές, ακόμη και στην υγεία.

Από τη στιγμή που η Ε.Ε. μπαίνει –πιεζόμενη από τις εξελίξεις στην Ουκρανία– στον στρατηγικό ανταγωνισμό, πρέπει να είναι σε θέση να αναπτύξει τις δυνάμεις της σε διαφορετικά πεδία δράσης.

Οι σχέσεις με την Κίνα

Στο νέο διεθνοπολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία οι σχέσεις της Ε.Ε. με την Κίνα. Η Κίνα αντιμετωπίζεται από τους Ευρωπαίους ταυτόχρονα σαν εταίρος, ανταγωνιστής και στρατηγικός αντίπαλος.

Σε γενικές γραμμές, οι Ευρωπαίοι επιδιώκουν μια πιο δημιουργική σχέση με την Κίνα απ’ ό,τι οι ΗΠΑ, περιορίζοντας το στοιχείο της αντιπαλότητας.

Δεν είναι εύκολο να επιτύχει η Ε.Ε. την ισορροπία που επιδιώκει, εφόσον η Κίνα κάνει ορισμένες επιλογές που προκαλούν ευρωπαϊκές αντιδράσεις και οι ΗΠΑ ασκούν πίεση για μία ενιαία, πιο σκληρή στάση έναντι της Κίνας.

Ιδιαίτερα στο θέμα των οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας και τη στάση που θα τηρήσει η Κίνα, η πολιτική των Ευρωπαίων –όπως και των Αμερικανών– είναι αντιφατική. Από τη μια, θα ήθελαν η Κίνα να μην στηρίξει οικονομικά τη Ρωσία παρά τις στενές σχέσεις που έχουν αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ οι Αμερικάνοι πηγαίνουν πιο πέρα και απειλούν τους Κινέζους με κυρώσεις σε περίπτωση που διευκολύνουν τους Ρώσους να παρακάμψουν τις κυρώσεις για την εισβολή στην Ουκρανία.

Το θέμα της Σερβίας και της Τουρκίας που αυτοεξαιρέθηκαν από τις κυρώσεις –παρά το γεγονός ότι φιλοδοξούν να ενταχθούν στην Ε.Ε.– και του Ισραήλ, το οποίο και αυτό δεν εφαρμόζει κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, υπονομεύουν την επιχειρηματολογία της Ε.Ε. και των ΗΠΑ έναντι της Κίνας.

Ανεξάρτητα πάντως από το θέμα της εφαρμογής των κυρώσεων, είναι φανερό ότι η Ε.Ε. χρειάζεται μία ολοκληρωμένη στρατηγική έναντι της Κίνας για να πάρει μέρος με αξιώσεις στον παγκόσμιο στρατηγικό ανταγωνισμό.

Δυσκολίες παντού

Στην προσπάθειά της να αναδειχθεί σε ένα είδος παγκόσμιας δύναμης με ενισχυμένη την πολιτικο-στρατιωτική διάσταση, η Ε.Ε. αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου.

Χρειάζεται την αναβίωση της συμφωνίας με το Ιράν για τη μη ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, από την οποία αποχώρησαν μονομερώς οι ΗΠΑ επί Τραμπ. Η συμφωνία έχει τεράστια σημασία για την Ε.Ε. γιατί θα οδηγήσει στην άρση των οικονομικών κυρώσεων και στη δυνατότητα του Ιράν να πολλαπλασιάσει τις εξαγωγές πετρελαίου, καλύπτοντας και μέρος των ενεργειακών αναγκών της Ε.Ε.

Η Ρωσία φαίνεται έτοιμη να βάλει την υπογραφή της στην αναβίωση της συμφωνίας, αλλά πρέπει να ξεπεραστούν οι αντιδράσεις του πανίσχυρου εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ που θεωρεί ότι η συμφωνία μπορεί να ανοίξει τον δρόμο στην ανάπτυξη ιρανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Επίσης, η άποψη πολλών Αμερικανών αξιωματούχων ότι οι «Φρουροί της Επανάστασης» είναι διεθνής τρομοκρατική οργάνωση δυσκολεύει την τελική συμφωνία.

Το εντυπωσιακό είναι ότι η Ε.Ε. δυσκολεύεται να συνεννοηθεί και με τον στρατηγικό αντίπαλο του Ιράν, τη Σαουδική Αραβία. Η τελευταία δεν δέχεται να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου για να διευκολύνει τους Ευρωπαίους. Θεωρεί ότι είναι δεσμευμένη στη συμφωνία ΟΠΕΚ+, η οποία συμπεριλαμβάνει και την παραγωγή της Ρωσίας.

Το Κατάρ έκανε μια πρώτη κίνηση στρατηγικής σημασίας, υπογράφοντας με τη Γερμανία μακροπρόθεσμη συμφωνία προμήθειας φυσικού αερίου. Δεν λύνει όμως το πρόβλημα για τα αμέσως επόμενα χρόνια, ούτε έχει ευρωπαϊκή διάσταση.

Σκληρή διαπραγματευτική στάση έναντι της Ε.Ε. έχουν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, εφόσον έχουν καταλήξει και αυτά στο συμπέρασμα ότι η παράταση της ενεργειακής κρίσης που είχε εκδηλωθεί πριν από τον πόλεμο της Ουκρανίας τούς εξασφαλίζει υπερκέρδη εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Ο νέος κόσμος είναι ανταγωνιστικός και σε περιπτώσεις σκληρός για την Ε.Ε. Μία άλλη περιοχή στην οποία θα δοκιμάσει τις δυνάμεις της είναι τα Δυτικά Βαλκάνια, όπου η Ρωσία εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη επιρροή κυρίως μέσω των Σέρβων και των Σερβοβόσνιων. Το αδύνατο σημείο των Δυτικών Βαλκανίων αυτή την περίοδο είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Σε αυτήν αναπτύσσεται δυναμική αυτονόμησης από την πλευρά των Σερβοβόσνιων, ενώ ενισχύεται η αντιπαλότητα μεταξύ Κροατών και Βόσνιων σε ό,τι αφορά ζητήματα εκλογικής και συνταγματικής μεταρρύθμισης.

Η Ε.Ε. αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις, αλλά μέσα από τη δοκιμασία του πολέμου της Ουκρανίας αποκτά τη δυνατότητα να καλύψει μεγάλες ελλείψεις που τη χαρακτηρίζουν και να μετατραπεί σε παγκόσμιο πρωταγωνιστή, σε επίπεδο στρατηγικής, ξεπερνώντας τους περιορισμούς μιας οικονομικής δύναμης που ασκεί την επιρροή της με ήπιο τρόπο. Η παράδοση του soft power που έχει δημιουργήσει η Ε.Ε. πρέπει να συμπληρωθεί από την πολιτικο-στρατιωτική διάσταση της ισχύος.