Τα κομματικά συνέδρια αφετηρία για τον εκλογικό αγώνα - Free Sunday
Τα κομματικά συνέδρια αφετηρία για τον εκλογικό αγώνα
Δυνατά και αδύνατα σημεία Νέας Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ

Τα κομματικά συνέδρια αφετηρία για τον εκλογικό αγώνα

Με το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έκλεισε ο κύκλος των συνεδρίων των τριών κομμάτων που πρωταγωνιστούν στην πολιτική ζωή.

Η στόχευση και τα μηνύματα των συνεδρίων της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ήταν διαφορετικά. Όμως και οι τρεις κομματικοί μηχανισμοί φρόντισαν με τα συνέδριά τους να πάρουν θέση στην αφετηρία ενός εκλογικού αγώνα που μπορεί να διαρκέσει μέχρι και 14 μήνες, ανάλογα με το εκλογικό σενάριο που θα επιλέξει ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης.

Κυριαρχία και παρασκήνιο

Το βασικό χαρακτηριστικό του συνεδρίου της Νέας Δημοκρατίας ήταν η ενίσχυση της οργανωτικής κυριαρχίας του Κ. Μητσοτάκη και των υποστηρικτών του.

Στο συνέδριο φάνηκαν σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, αν κρίνουμε από την ομιλία Σαμαρά με την οποία αποδόμησε την κυβερνητική πολιτική και βασικές επιλογές του Μητσοτάκη.

Η γραμμή Σαμαρά θεωρείται από το μεγαλύτερο τμήμα των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας εξαιρετικά δύσκολη στην εφαρμογή της –εφόσον οδηγεί σε διεθνοπολιτικές εντάσεις, ενώ δεν υπάρχουν τέτοια περιθώρια– και ξεπερασμένη από ορισμένες πλευρές.

Δεν παύει όμως να έχει τη σημασία της, εφόσον με αυτή καταγράφεται η πολιτική αμφισβήτηση της ηγεσίας.

Ισχυρή παραμένει η καραμανλική πτέρυγα στη Νέα Δημοκρατία, αλλά υιοθετεί στάση πολιτικής αναμονής. Ένας από τους βασικούς εκφραστές της, ο Β. Μεϊμαράκης, έστειλε στο συνέδριο μηνύματα παραταξιακής ενότητας, σε μια προσπάθεια να κινητοποιήσει τα στελέχη και τη βάση. Δεν υπάρχει όμως συνεννόηση μεταξύ Σαμαρά και καραμανλικής πτέρυγας, επομένως ο Μητσοτάκης δεν αντιμετωπίζει μεγάλες εσωκομματικές προκλήσεις.

Επιπλέον, στη Νέα Δημοκρατία επικρατούν παραδοσιακά οι ευκολίες και τα κίνητρα της εξουσίας έναντι ιδεολογικών και πολιτικών αναζητήσεων και διαφοροποιήσεων. Οι αντιρρήσεις που έχουν καταγραφεί και η αποστασιοποίηση συγκεκριμένων στελεχών θα αποκτήσουν σημασία μόνο μετά από ένα αρνητικό, για τη Νέα Δημοκρατία, αποτέλεσμα.

Την περίοδο που η Νέα Δημοκρατία πραγματοποίησε το συνέδριό της κατέγραφε σημαντική δημοσκοπική υποχώρηση, με αποτέλεσμα να σταματήσει να αναφέρεται ο Μητσοτάκης στη βεβαιότητα της αυτοδυναμίας. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται –η αξιοπιστία των περισσότερων αμφισβητείται–, η Νέα Δημοκρατία επιστρέφει από το όριο του 30%, στο οποίο είχε υποχωρήσει, προς το 35%.

Υποτίθεται ότι ο κόσμος της συσπειρώνεται εξαιτίας των οικονομικών μέτρων που ανακοινώθηκαν προκειμένου να περιοριστεί η μείωση του λαϊκού εισοδήματος. Τα ποσοστά της ανακάμπτουν έως έναν βαθμό, με τη βοήθεια της επικοινωνιακά επιτυχημένης επίσημης επίσκεψης Μητσοτάκη στις ΗΠΑ.

Πάντως, η γενική εικόνα της Νέας Δημοκρατίας είναι ιδεολογικής και πολιτικής φτώχειας και έλλειψης μεταρρυθμιστικού ζήλου και αποτελεσματικότητας. Εντύπωση επίσης προκάλεσε η περιορισμένη ευρωπαϊκή εκπροσώπηση στο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ΕΛΚ και των κομμάτων του ήταν ο Ισπανός γενικός γραμματέας του ΕΛΚ Λόπεθ-Ιστουρίθ, ο οποίος πρόκειται να αντικατασταθεί στο συνέδριο του ΕΛΚ στο Ρότερνταμ από τον συνεργάτη του πρωθυπουργού Θ. Μπακόλα.

Ο στόχος του Τσίπρα

Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον, γιατί εξελίχθηκε σε μάχη επιρροής μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και «ιστορικών» στελεχών που είχαν μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της πολιτικής του κόμματος.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ περιόρισε τις δυνάμεις της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, επιβάλλοντας την εκλογή των κομματικών στελεχών από τη βάση και όχι από το συνέδριο. Πρόκειται για μια πρωτοτυπία που έχει τις παρενέργειές της.

Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή η αναμέτρηση για την πρωτιά στους σταυρούς μεταξύ της Έφης Αχτσιόγλου και της Ρένας Δούρου, η οποία ξέφυγε από τον επικοινωνιακό και πολιτικό έλεγχο. Δημιουργήθηκε η εντύπωση μιας μονομαχίας που θα μπορούσε να κρίνει το πολιτικό μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η μια πλευρά διέρρεε σχόλια και πληροφορίες σε βάρος της άλλης.

Τα κομματικά συνέδρια έχουν το πρόβλημα με τις κατευθυνόμενες λίστες σταυροδοσίας και τα σχετικά πάρε-δώσε και τις ομαδοποιήσεις. Η ανάδειξη των ηγετικών στελεχών από τη βάση περνάει το δηλητήριο των εσωτερικών διαφορών και του φατριασμού στα απλά μέλη του κόμματος.

Το τελικό αποτέλεσμα του συνεδρίου ήταν η επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης σχεδόν του συνόλου των στελεχών και των μελών στον Α. Τσίπρα και η αναμενόμενη επικράτηση των προεδρικών έναντι διαφόρων τάσεων της εσωκομματικής αντιπολίτευσης.

Ο Αλέξης Τσίπρας ενίσχυσε την ελευθερία κινήσεών του, εφόσον στελέχη που μπορούσαν να περιορίσουν τις επιλογές του βγήκαν σχετικά αποδυναμωμένα από το συνέδριο.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι ακριβώς θα κάνει με τη μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων που εξασφάλισε. Προς το παρόν, αντιμετωπίζει δύο σοβαρά προβλήματα τα οποία δεν επιτρέπουν στον ΣΥΡΙΖΑ να αξιοποιήσει πλήρως τη φθορά της Νέας Δημοκρατίας.

Το ένα πρόβλημα έχει σχέση με το κυβερνητικό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο αναδεικνύεται από τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη σαν φόβητρο για τους ψηφοφόρους. Το μήνυμα Μητσοτάκη που βρίσκει απήχηση είναι, προσέξτε μη δώσετε την ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ να μας πάει πίσω στην κρίση του 2015.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα διαφορετικός από ό,τι ήταν το 2014-2015 και οι οικονομικές του επιδόσεις την περίοδο 2017-2019 ήταν πολύ καλύτερες από τις οικονομικές επιδόσεις της τετραετίας Μητσοτάκη. Το κόμμα όμως της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει την αναγκαία πολιτική ενότητα για να μετριάσει τις εντυπώσεις από την περιπέτεια του 2015 και να επιχειρηματολογήσει υπέρ του αποτελέσματος, οικονομικού και κοινωνικού, που έφερε στη συνέχεια. Οι σχέσεις Τσίπρα - Τσακαλώτου, οι οποίοι διαχειρίστηκαν τότε την οικονομία, είναι ανταγωνιστικές έως κακές, γεγονός που στέκεται εμπόδιο στην ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ.

Το δεύτερο πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει ο κ. Τσίπρας είναι η κακή ποιότητα των σχέσεών του με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Ο επικεφαλής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί να «καπελώσει» τον Νίκο Ανδρουλάκη και να περιορίσει τον πολιτικό του χώρο στην Κεντροαριστερά, ακόμη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και η κομματική εφημερίδα «Αυγή» με τους αρθρογράφους της έχουν τον Ανδρουλάκη συνεχώς στο στόχαστρο, σε μια προσπάθεια να αντιστρέψουν την ανοδική δημοσκοπική πορεία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.

Η έντονη αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ λειτουργεί τελικά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας, εφόσον δημιουργεί την εντύπωση σε ταλαντευόμενους ή αναποφάσιστους ψηφοφόρους ότι μόνο αυτή μπορεί να δώσει ρεαλιστική κυβερνητική λύση.

Η ενίσχυση της κυριαρχίας του κ. Τσίπρα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ μεγαλώνει τις ευθύνες του σε μια περίοδο κατά την οποία πρέπει να παρθούν αποφάσεις στρατηγικής σημασίας.

Οι ισορροπίες Ανδρουλάκη

Στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ο Νίκος Ανδρουλάκης έδειξε ότι είναι πολύ καλός στην οργανωτική δουλειά και στις πολιτικές συνθέσεις με ταυτόχρονη εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου του κόμματος.

Πήγε το Κίνημα Αλλαγής πίσω στους συμβολισμούς του ΠΑΣΟΚ, για να ενώσει και να δραστηριοποιήσει τους παλιούς και να συμβάλλει στη δημιουργία μιας νέας δυναμικής. Η επιστροφή του ΚΙΝΑΛ στην περίοδο του ΠΑΣΟΚ δείχνει και τις περιορισμένες δυνατότητες του πολιτικού μας συστήματος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ γνώρισε μεγάλη φθορά ασκώντας την εξουσία, η Νέα Δημοκρατία, που έχει αναδειχθεί στο πιο ανθεκτικό κόμμα εξουσίας, δοκιμάζεται και φθείρεται με τη σειρά της. Από αυτή την κατάσταση δεν έχουν ξεπηδήσει, προς το παρόν, νέες πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να φέρουν την υπέρβαση, απλά βελτιώθηκε η ανάμνηση του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ.

Ο Ανδρουλάκης συνδύασε την επιστροφή στο παρελθόν με την οργανωτική επικράτηση των συνεργατών του που ανήκουν στη νέα γενιά πολιτικών. Έκανε επίσης προσεκτικές κινήσεις για την προώθηση ενός κυβερνητικού προγράμματος που στηρίζεται στις αντιλήψεις που έχουν επικρατήσει στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και την ευρύτερη Κεντοαριστερά, και συνδέει το σημερινό ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με τη θετική διαχειριστική παράδοση του εκσυγχρονιστικού, σημιτικού ΠΑΣΟΚ.

Όλα αυτά μπορεί να σημαίνουν πολλά για τα στελέχη και την κομματική βάση, θα πρέπει όμως να γίνουν πολλά και διάφορα για να κινητοποιήσουν ευρύτερα επαγγελματικά και κοινωνικά στρώματα υπέρ του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.

Οι δυσκολίες της αυτονομίας

Η γραμμή που έχει χαράξει ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι υπέρ της αυτονομίας έναντι της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ. Προσπαθεί να διευρύνει τον πολιτικό χώρο για το κόμμα του εμφανίζοντας τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ σαν τους «μονομάχους» ενός πολιτικού συστήματος που δεν αποδίδει.

Η στρατηγική της αυτονομίας μπορεί να εφαρμοστεί στις πρώτες βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής. Οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ υπολογίζονται από 12%-16%. Μπορεί να μην είναι αρκετά μεγάλες για να επιβάλλει τους όρους του στα δύο μεγαλύτερα κόμματα, αλλά ο χώρος της Κεντροαριστεράς, στον οποίο κινείται το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, είναι στρατηγικής σημασίας. Από τη στιγμή που αποκλείεται το σενάριο ενός «μεγάλου συνασπισμού» Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα του κ. Ανδρουλάκη καθίσταται αναγκαίο για οποιαδήποτε σοβαρή κυβερνητική συνεργασία, σε ευρωπαϊκό πλαίσιο και προοπτική.

Φιλοδοξία της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι να στρέψει τη συζήτηση από τις βουλευτικές έδρες στις προγραμματικές συγκλίσεις των κομμάτων, όπως γίνεται σε πολλές χώρες της Ε.Ε. Θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο μπορεί να βάλει τις σωστές βάσεις για μια κυβέρνηση συνεργασίας, ακόμη και να εμποδίσει την παρουσία του κ. Μητσοτάκη και του κ. Τσίπρα στο Μαξίμου την επόμενη τετραετία.

Οι κανόνες του παιχνιδιού

Το επικοινωνιακό, πολιτικό παιχνίδι προβλέπεται ιδιαίτερα σκληρό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου που μπορεί να διαρκέσει από λίγους μήνες μέχρι 14 μήνες.

Ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του έχουν επιτύχει έναν εντυπωσιακό βαθμό ελέγχου στα ΜΜΕ ακόμη και στον χώρο των δημοσκοπήσεων, με αποτέλεσμα να αμφισβητούνται οι μέθοδοί τους και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ορισμένοι συγκρίνουν τη μέθοδο Μητσοτάκη με τη μέθοδο Όρμπαν, στην πραγματικότητα όμως ο Μητσοτάκης είναι πιο αυταρχικός και φιλόδοξος στην προσέγγισή του στα ΜΜΕ.

Το κόμμα του Όρμπαν έχει ένα ποσοστό της τάξης του 45% ακόμη και σε περιόδους «πτώσης», το οποίο με τις κατάλληλες μεθοδεύσεις μετατρέπει σε 50% ή και 53%.

Στην περίπτωση του Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας, τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ έχουν να καλύψουν ένα πολύ μεγαλύτερο πολιτικό κενό. Το δημοσκοπικό ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας έχει σαν βάση το 28%-30% και αυτό πρέπει να μεγαλώσει, με τις κατάλληλες παρεμβάσεις, σε 36%-38%.

Οι χειρισμοί Μητσοτάκη είναι αναγκαστικά πιο χοντροκομμένοι από τους χειρισμούς Όρμπαν, για αυτό άλλωστε η Ελλάδα έχει, στην ετήσια έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, τις χειρότερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά την ελευθερία των ΜΜΕ στην Ε.Ε. των 27.

Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ο έλεγχος του 90% των ΜΜΕ από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και η μετατροπή των δημοσκοπήσεων σε ένα είδος ψυχολογικού, υβριδικού πολέμου κατά των κομμάτων της αντιπολίτευσης εξασφαλίσουν το ποσοστό που έχει σαν στόχο ο Μητσοτάκης, οι δυνατότητες για αποτελεσματική διακυβέρνηση από τη Νέα Δημοκρατία θα παραμείνουν εξαιρετικά περιορισμένες.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Νέα Δημοκρατία έχει ήδη την αυτοδυναμία με ένα ποσοστό που είναι ανώτερο από αυτό που διεκδικεί στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Η κυριαρχία της με βάση τους κανόνες του πολιτικού συστήματος δεν μετατρέπεται σε κυριαρχία στην κοινωνία ούτε οδηγεί σε αποτελεσματική διακυβέρνηση.

Είναι άλλο να είσαι Όρμπαν με 53%, «ντοπαρισμένος» από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, και άλλο να είσαι Μητσοτάκης, που με ακόμη σκληρότερες μεθόδους επικοινωνιακού ελέγχου προσπαθείς να «καπελώσεις» την κοινωνία κατασκευάζοντας ένα ποσοστό της τάξης του 35%-36%.

Στη σκιά της οικονομίας

Το Μαξίμου και τα κομματικά επιτελεία κινούνται στη βαριά σκιά της οικονομίας. Είναι φανερό ότι διολισθαίνουμε σε μια οικονομική κρίση χωρίς προηγούμενο. Θα ήμασταν ήδη σε αδιέξοδο, εάν δεν είχε υιοθετήσει η Ε.Ε. μια χαλαρή νομισματική πολιτική και μια εντυπωσιακά ευέλικτη δημοσιονομική πολιτική, που επιτρέπουν «ανάσες» στην προβληματική εθνική οικονομία.

Είναι όμως πολλά τα βασικά μεγέθη που κινούνται σε λάθος κατεύθυνση. Το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος είναι σε επίπεδα-ρεκόρ. Το ασφαλιστικό έλλειμμα είναι τόσο μεγάλο, ώστε δεν αναφέρεται από κανέναν. Έχουμε το ρεκόρ ενεργειακής ακρίβειας και φτώχειας. Ο πληθωρισμός είναι σχεδόν τρεις μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το εμπορικό έλλειμμα αυξάνεται με εκρηκτικούς ρυθμούς. Οδηγεί ξανά σε σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και στα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα που προκάλεσαν την ελληνική κρίση το 2009-2010.

Υπάρχουν και θετικά στοιχεία για την οικονομία όπως είναι οι σημαντικές χρηματοδοτήσεις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και η τουριστική περίοδος, που είναι εξαιρετικά πιθανό να σπάσει τα ρεκόρ του 2019.

Συνολικά, όμως, έρχονται στην επιφάνεια ενισχυμένα τα παραδοσιακά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, ενώ παρατηρείται ήδη μεγάλη πτώση του πραγματικού εισοδήματος των μη προνομιούχων και των φτωχών συμπολιτών μας, δηλαδή των 2/3 του συνόλου.

Με πληθωρισμό της τάξης του 10%, ο οποίος είναι υψηλότερος και σκληρότερος για τα χαμηλά εισοδήματα, πολλοί συμπολίτες μας δοκιμάζονται περισσότερο και από την περίοδο των μνημονίων. Η νέα δοκιμασία έρχεται χωρίς να υπάρχουν οι εισοδηματικές και κοινωνικές εφεδρείες που είχαμε στο ξεκίνημα της κρίσης του 2009-2010.

Πολλά από τα βασικά μεγέθη μάς προειδοποιούν για τις δυσκολίες που έρχονται, το κρίσιμο ερώτημα είναι πότε ακριβώς θα ξεσπάσει η νέα ελληνική κρίση.

Υπάρχουν τα περιθώρια χρηματοδότησης και σχετικά χαλαρής προεκλογικής δημοσιονομικής διαχείρισης, εφόσον η Ε.Ε. αποφεύγει, προς το παρόν, δραστικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις ανάλογες με εκείνες της περιόδου των μνημονίων. Είναι λογικό, λοιπόν, να περιμένουμε ότι η κυβέρνηση θα εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να πάει στις εκλογές χωρίς να πάρει δύσκολα οικονομικά μέτρα.

Οι ευκολίες και οι αναβολές όμως αποκλείεται να συνεχιστούν την επόμενη τετραετία. Αυτό σημαίνει ότι το κυβερνητικό σχήμα που θα προκύψει από τη μία ή τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις που θα έχουμε θα υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να πάρει δύσκολα οικονομικά μέτρα για να αποφύγουμε τα χειρότερα.

Αυτό είναι και το πιο αδύναμο σημείο της στρατηγικής Μητσοτάκη. Ήρθε στην εξουσία υποσχόμενος την «απογείωση» της οικονομίας και των μεταρρυθμίσεων και προσπαθεί να διατηρηθεί στην εξουσία έχοντας περιορίσει δραστικά τις οικονομικές προσδοκίες και έχοντας προετοιμάσει το έδαφος για δυσάρεστα μέτρα προσαρμογής.

Είναι δύσκολο να εκλεγεί για να διορθώσει τον εαυτό του και η κοινωνία αναμένεται να αντιδράσει, εάν ο διαχειριστής της κρίσης είναι αυτός που την προκάλεσε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αποστολή των άλλων κομμάτων είναι ευκολότερη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να είναι υπόλογος για το τρίτο μνημόνιο, το οποίο οφείλεται στο ριζοσπαστικό πείραμα του 2015. Η ανάμνηση του ΠΑΣΟΚ, την οποία τόσο προβάλλει ο Ανδρουλάκης, έχει περισσότερο σχέση με διαχειριστικές ευκολίες παρά με διαχειριστική συνέπεια και πειθαρχία.

Με τα κομματικά τους συνέδρια, τα τρία κόμματα που πρωταγωνιστούν στις εξελίξεις τοποθετήθηκαν στην αφετηρία του προεκλογικού αγώνα που μπορεί να διαρκέσει από 2 έως 14 μήνες.

Προσπαθούν να ενισχύσουν τη θέση τους δημιουργώντας την εικόνα μιας σχετικής οικονομικής κανονικότητας ενώ γνωρίζουν ότι, μόλις ανοίξουν οι κάλπες, θα βγει και ένας τεράστιος οικονομικός και κοινωνικός λογαριασμός.