Περιπέτεια διαρκείας η διεύρυνση της Ε.Ε. - Free Sunday
Περιπέτεια διαρκείας η διεύρυνση της Ε.Ε.
Αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη με Τουρκία, Δυτικά Βαλκάνια και Ουκρανία

Περιπέτεια διαρκείας η διεύρυνση της Ε.Ε.

Στους ευρωπαϊκούς θεσμούς πληθαίνουν, τα τελευταία χρόνια, οι αναλύσεις και οι παρεμβάσεις υπέρ της διεύρυνσης της Ε.Ε.

Ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. –το λεγόμενο Brexit–, οι Βρυξέλλες θέλουν να περάσουν το μήνυμα, μέσω της προβολής σχεδίων για διευρύνσεις, ότι η Ε.Ε. παραμένει δυναμική και ελκυστική.

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο σύνθετη. Οι διευρύνσεις της Ε.Ε. αποδεικνύονται δύσκολες έως αδύνατες για λόγους που έχουν σχέση με τις χώρες που θα ήθελαν να ενταχθούν στην Ε.Ε. αλλά και τα εσωτερικά προβλήματα της Ε.Ε.

Το ζήτημα της Τουρκίας

Η Τουρκία έχει συμπληρώσει 15 χρόνια ενταξιακών διαπραγματεύσεων οι οποίες πλέον έχουν παγώσει.

Την αρχική αισιοδοξία ότι ο Ερντογάν θα χάρασσε ευρωπαϊκή πορεία και η Ε.Ε. θα ήταν σε θέση να υποδεχθεί ένα νέο μέλος με τόσο σύνθετα προβλήματα, διαδέχθηκε η απόλυτη απαισιοδοξία.

Μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν πραγματοποίησε μία ολοκληρωμένη στροφή προς τον αυταρχισμό με χαρακτηριστικά δικτατορίας, η οποία βέβαια δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από την Ε.Ε.

Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ερντογάν διώκονται, τα ΜΜΕ και η Δικαιοσύνη ελέγχονται από την κυβέρνηση, οι φυλακές έχουν γεμίσει από πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος, οι διώξεις σε βάρος των Κούρδων έχουν κλιμακωθεί στην Τουρκία αλλά και στη Συρία και το Ιράκ, όπου έχουν εισβάλει τουρκικά στρατεύματα, οι περισσότεροι από αυτούς που διαφωνούν με τον Ερντογάν χαρακτηρίζονται από το καθεστώς τρομοκράτες και διώκονται με βάση τους ειδικούς αντιτρομοκρατικούς νόμους.

Η διαδικασία της διεύρυνσης δεν μπορεί να προχωρήσει σε αυτές τις συνθήκες, γιατί θα τίναζε στον αέρα τη δημοκρατική πολιτική οργάνωση των κρατών-μελών της Ε.Ε.

Υπάρχουν προβλήματα σε ό,τι αφορά την ελευθερία των ΜΜΕ και τον σεβασμό των κανόνων του κράτους Δικαίου σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία και τελευταία και στην Ελλάδα. Ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα οδηγούσε σε ποιοτική κατάρρευση της Δημοκρατίας ή και στην κατάργησή της.

Οι δυσκολίες της Ε.Ε.

Στο ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία είχε επικρατήσει η άποψη ότι η δυναμική εξέλιξη της Ε.Ε. θα της επέτρεπε να ενσωματώσει μία χώρα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Τουρκίας.

Αλλεπάλληλες κρίσεις όμως έδειξαν τα όρια των δυνατοτήτων της Ε.Ε. Η οικονομική κρίση της Ευρωζώνης ανέδειξε τα οικονομικά προβλήματα της Ε.Ε. Το προσφυγικό-μεταναστευτικό που πήρε επικίνδυνες διαστάσεις το 2015-2016 προκάλεσε πολιτική αναταραχή και ενίσχυσε τις αντιδράσεις σε ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας.

Η σημερινή κρίση της Ε.Ε., που σχετίζεται με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αναδεικνύει τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας, δεν καταργεί όμως τις βασικές αντιρρήσεις για την ένταξή της στην Ε.Ε.

Άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί ο Ερντογάν τη στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας ενισχύει τον προβληματισμό πολλών Ευρωπαίων για τη στρατηγική του. Στο θέμα της Ουκρανίας παίζει ουσιαστικά διπλό παιχνίδι, μία με τη Δύση, μία με τον Πούτιν. Δεν εφαρμόζει οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, περιορίζοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των μέτρων που παίρνουν οι Βρυξέλλες. Έχει δημιουργήσει και μια ιδιαίτερη σχέση συνεργασίας και αντιπαλότητας με τον Πούτιν σε περιοχές στρατηγικής σημασίας, όπως ο Νότιος Καύκασος, η Συρία και η Λιβύη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εμφανίζονται πολύ διακριτικοί στην αξιολόγηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας για να μπορέσουν να συνεννοηθούν μαζί της σε ζητήματα μεγάλης σημασίας, όπως είναι η ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.

Αντίθετα, η κριτική τους είναι πολύ πιο ουσιαστική σε ζητήματα ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων, εφόσον αντιλαμβάνονται το καθεστώς Ερντογάν σαν μια διαρκή και έμπρακτη απόρριψη βασικών ευρωπαϊκών δημοκρατικών αρχών και αξιών.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να ενταχθεί στην Ε.Ε. στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών.

Τέσσερα χρόνια μετά τις Πρέσπες

Σε αδιέξοδο φαίνεται να βρίσκεται και η διεύρυνση της Ε.Ε. προς τα Δυτικά Βαλκάνια.

Έχουν συμπληρωθεί τέσσερα χρόνια από την πολυσυζητημένη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία υποτίθεται ότι θα «ξεκλείδωνε» τη διαδικασία εκδημοκρατισμού των Δυτικών Βαλκανίων, περιορισμού της αντιπαλότητας μεταξύ συγκεκριμένων χωρών και θα άνοιγε τον δρόμο για γρήγορη ένταξη στην Ε.Ε.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη. Απλά η κυβέρνηση Τσίπρα ανέλαβε το πολιτικό κόστος για μια Συμφωνία που ήθελε τόσο πολύ η Μέρκελ. Η ΝΔ άλλαξε τη στάση της, περνώντας από την έντονη κριτική στη Συμφωνία, στην ενθουσιώδη αλλά αναποτελεσματική προώθηση της ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε.

Η προώθηση της ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας σκόνταψε σε μία καθαρά… βαλκανική μεθόδευση. Για όσο διάστημα η Ελλάδα έφερνε αντιρρήσεις στη συνεννόηση με τα Σκόπια για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η Βουλγαρία εμφανιζόταν σαν ο υποστηρικτής των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών των Σκοπίων.

Μόλις όμως ξεπεράστηκαν οι ελληνικές αντιρρήσεις, η Βουλγαρία στράφηκε κατά της Βόρειας Μακεδονίας, σε μια προσπάθεια να επιβάλει όρους που θα τη μετέτρεπαν σε ένα συμπλήρωμα της ιστορίας, ακόμη και της γλώσσας της Βουλγαρίας.

Οι βουλγαρικές αντιρρήσεις προβλήθηκαν επί Μπορίσοφ, αλλά εξακολουθούν να δεσμεύουν τη νέα κυβέρνηση του μεταρρυθμιστή Κίριλ Πέτκοφ. Ο τελευταίος πήρε την πρωτοβουλία για άρση του βουλγαρικού βέτο στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Μακεδονία, αλλά βρέθηκε πολύ γρήγορα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Ένα από τα τέσσερα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού αποχώρησε καταγγέλλοντας «μειοδοσία» και στερώντας από τον πρωθυπουργό την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δυναμικά αντίθετος στη συνεννόηση με τη Βόρεια Μακεδονία εμφανίζεται και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ρούμεν Ράντεφ.

Το βουλγαρικό βέτο προς τη Βόρεια Μακεδονία δεσμεύει τις εξελίξεις σε ό,τι αφορά και την Αλβανία. Έτσι, στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., που θα πραγματοποιηθεί στις Βρυξέλλες 23 και 24 Ιουνίου, δεν πρόκειται να παρθεί απόφαση για άμεση έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τις δύο χώρες.

Σε λάθος κατεύθυνση

Δεν είναι μόνο η διαμάχη Βουλγαρίας - Βόρειας Μακεδονίας που εμποδίζει τη διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια. Γενικά η περιοχή κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Οι Ευρωπαίοι επισημαίνουν την αναγκαιότητα της επιτάχυνσης της διεύρυνσης για να μη δημιουργηθεί στρατηγικό κενό που θα καλύψουν η Ρωσία ή η Κίνα. Ταυτόχρονα, όμως, ενισχύονται οι δισταγμοί τους για ενδεχόμενη διεύρυνση.

Η Σερβία, η οποία έχει προχωρήσει αρκετά στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, παίζει και αυτή διπλό παιχνίδι στην κρίση της Ουκρανίας. Στηρίζει ορισμένες από τις πρωτοβουλίες της Ε.Ε., αρνείται όμως να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, ενώ τα εξοπλιστικά της προγράμματα στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα και στη Ρωσία.

Πολύ δύσκολα θα δεχθούν οι Ευρωπαίοι εταίροι να κάνουν χώρο σε μία Σερβία που επιμένει σε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τη Ρωσία ακόμη και μετά την εισβολή στην Ουκρανία.

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έχει ουσιαστικά καταρρεύσει σαν ενιαία κρατική οντότητα, με τους Σερβοβόσνιους να τραβάνε το σκοινί της αποδέσμευσής τους από το ομοσπονδιακό κυβερνητικό σχήμα, ενώ η Κροατία ζητάει –χωρίς να είναι εύκολο να το επιτύχει– αλλαγές των κανόνων εκπροσώπησης υπέρ της κροατικής μειοψηφίας.

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους σαν μια γεωστρατηγική «μαύρη τρύπα», η ένταξη της οποίας στην Ε.Ε. μόνο προβλήματα θα δημιουργούσε.

Δυσκολίες υπάρχουν επίσης με το Μαυροβούνιο, στο οποίο έχουν αναπτυχθεί διεθνή κυκλώματα παράλληλης οικονομίας αλλά και στο Κόσοβο, παραδοσιακό πεδίο αναμέτρησης του σέρβικου και του αλβανικού εθνικισμού.

Από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε, πριν από μία εικοσαετία, η στρατηγική της διεύρυνσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια, η οποία επιβεβαιώθηκε στη συνάντηση ηγετών της Ε.Ε., των Δυτικών Βαλκανίων και της Μολδαβίας, την εβδομάδα που πέρασε στη Θεσσαλονίκη.

Η διπλωματία κορυφής δεν έχει φέρει –προς το παρόν– εντυπωσιακά αποτελέσματα, ούτε υπάρχουν εκτιμήσεις για άμεσες θετικές εξελίξεις.

Θεωρητικά, τα Δυτικά Βαλκάνια μπορούν να ενταχθούν γρήγορα στην Ε.Ε. Τα οικονομικά μεγέθη είναι σχετικά μικρά, η συνεργασία μεταξύ των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων αναπτύχθηκε όταν αποτελούσαν μέρος της Γιουγκοσλαβίας και το εμπόριο, ο τουρισμός και οι επενδύσεις τους έχουν κυρίαρχη την ευρωπαϊκή διάσταση.

Υπάρχουν όμως ζητήματα δημοκρατικής οργάνωσης και εφαρμογής των κανόνων του κράτους Δικαίου, όπως και εμπόδια που συνδέονται με ιστορικές εθνικές αντιθέσεις που δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν.

Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατεί στην περιοχή μας ήταν η εκπροσώπηση της Τουρκίας στη συνάντηση κορυφής της Θεσσαλονίκης σε επίπεδο… υφυπουργού. Με τον τρόπο αυτόν ο Ερντογάν θέλησε να στείλει μήνυμα απόλυτης δυσαρέσκειας έναντι της Ελλάδας, του ευρωπαϊκού της ρόλου στα Δυτικά Βαλκάνια και του «παγώματος» των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ε.Ε. με την Τουρκία.

Σε κάποια φάση θα αποφασιστεί η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία, αλλά η εξέλιξή τους θα είναι αργή έως βασανιστική και με αβέβαιο αποτέλεσμα. Η Γερμανία επενδύει στη διεύρυνση της Ε.Ε. προς τα Δυτικά Βαλκάνια, θεωρώντας ότι θα ενισχύσει τη θέση της σε μία περιοχή όπου έχει παραδοσιακά μεγάλη επιρροή. Αντίθετα, η Γαλλία είναι πολύ πιο επιφυλακτική. Γι’ αυτό ο πρόεδρος Μακρόν έχει προτείνει την εφαρμογή αυστηρότερων κριτηρίων σε ό,τι αφορά την πρόοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ενώ προβάλλει την ιδέα μιας ευρύτερης πολιτικής συνεννόησης, χωρίς απαραίτητα να φτάνουν οι χώρες που συμμετέχουν σε αυτή στην πλήρη ένταξη στην Ε.Ε.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που εδώ και μία εικοσαετία προβάλλονται συστηματικά τα περί ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων, χωρίς να υπάρχει εντυπωσιακή πρόοδος στην κατεύθυνση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε.

Ουκρανική δοκιμασία

Η εκ των πραγμάτων προβληματική στρατηγική διεύρυνση της Ε.Ε. θα περάσει στο άμεσο μέλλον και από τη δοκιμασία της Ουκρανίας.

Η σε γενικές γραμμές θετική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία θα προκαλέσει έντονες συζητήσεις στη Σύνοδο Κορυφής, που θα πραγματοποιηθεί στις 23 και 24 Ιουνίου.

Υπάρχουν τρεις σχολές σκέψης μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Οι πιο μαχητικές, όπως είναι οι κυβερνήσεις της Πολωνίας, της Λιθουανίας και της Εσθονίας, ζητούν την άμεση έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, για να σταλεί μήνυμα ευρωπαϊκής αποφασιστικότητας προς την επιτιθέμενη Ρωσία.

Οι περισσότερες κυβερνήσεις των «27» δέχονται, για λόγους στρατηγικής, την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, επισημαίνουν όμως ότι η ένταξη της Ουκρανίας στην Ε.Ε. είναι υπόθεση δεκαετιών. Πρόκειται για μια οικονομικά κατεστραμμένη χώρα, εφόσον εκτιμάται ότι το ΑΕΠ της θα υποχωρήσει εξαιτίας του πολέμου κατά 40%-50%, στη διάρκεια του 2022. Επίσης, οι δημοκρατικοί θεσμοί της χώρας είναι εξαιρετικά υπανάπτυκτοι και προβληματικοί. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ε.Ε. που προσπαθεί να συμβάλει στη διερεύνηση των εγκλημάτων πολέμου στην Ουκρανία. Στις επαφές που είχαν οι Ευρωπαίοι με τις αρχές της Ουκρανίας, φάνηκε ότι οι δικαστικές, ανακριτικές αρχές είναι πολιτικά καθοδηγούμενες, ενώ οι Ουκρανοί θεωρούν αδιανόητο να ελεγχθεί και η δική τους συμπεριφορά έναντι Ρώσων αιχμαλώτων ή ρωσόφωνων αυτονομιστών.

Τέλος, υπάρχει και η ευρωπαϊκή σχολή των ρεαλιστών, οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι η Ουκρανία πρέπει πρώτα να λύσει τα στρατιωτικά της θέματα για να δημιουργηθούν στη συνέχεια οι προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση τεράστιων οικονομικών εκκρεμοτήτων. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων, η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων μπορεί να περιμένει.

Με τις παρεμβάσεις μου στο Renew Europe και στις Επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις οποίες συμμετέχω, υποστηρίζω –για λόγους στρατηγικής– την άμεση έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία. Θα χρειαστούν μία και δύο δεκαετίες για να προσαρμοστεί η Ουκρανία στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και να φτάσουμε στην ένταξή της στην Ε.Ε. Θεωρώ όμως ότι χρειάζεται ένα μήνυμα ευρωπαϊκής αποφασιστικότητας προς την κατεύθυνση της Ρωσίας.

Η Μολδαβία και η Γεωργία είναι άλλες δύο χώρες –που ανήκαν παλαιότερα στη Σοβιετική Ένωση– και αναπτύσσουν τη συνεργασία τους με την Ε.Ε., με στόχο τη μελλοντική ένταξή τους σε αυτήν. Και σε αυτές πιστεύω ότι οι Βρυξέλλες πρέπει να στείλουν θετικά μηνύματα για οριστική μελλοντική αποδέσμευση από τη ρωσική επιρροή.

Πρέπει να ξέρουμε όμως ότι, στέλνοντας θετικά μηνύματα σε Ουκρανία, Μολδαβία και Γεωργία, μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με δυναμική ρωσική αντίδραση. Γι’ αυτό, το άνοιγμα της Ε.Ε. προς τις χώρες αυτές πρέπει να στηρίζεται σε μία δυναμική εξωτερική πολιτική, την ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη –με την άμεση προμήθεια εξελιγμένων οπλικών συστημάτων σε μεγάλη κλίμακα– και τη χρηματοδότηση των οικονομιών τους με δεκάδες ή και εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ.

Το χειρότερο που μπορεί να κάνει η Ε.Ε. είναι να αναβαθμίσει στα λόγια την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών αυτών, χωρίς να σταθεί δυναμικά στο πλευρό τους με τεράστια στρατιωτική και οικονομική βοήθεια.

Αυτή την τακτική ακολουθεί από το 2014 ενισχύοντας τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες των Ουκρανών –μαζί με αυτές και τις αντιδράσεις της Μόσχας–, χωρίς να στέκεται αποφασιστικά στο πλευρό της Ουκρανίας. Με τη μέθοδο αυτή, οι Ουκρανοί βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα τεράστιο εθνικό κόστος εξαιτίας της αναμέτρησής τους με τη Ρωσία, αλλά και με αλλεπάλληλα προγράμματα λιτότητας –σε προδιαγραφές ΔΝΤ– που ρίχνουν ακόμη πιο χαμηλά το βιοτικό τους επίπεδο.

Η διεύρυνση προς την Τουρκία είναι και θα παραμείνει παγωμένη. Δεν έχω συναντήσει στους διαδρόμους των Βρυξελλών Ευρωπαίο αξιωματούχο ή κυβερνητικό παράγοντα, ο οποίος να θεωρεί ότι η Τουρκία μπορεί να έχει θέση στην Ε.Ε.

Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία είναι πιθανόν να ξεκινήσουν το 2022 ή το 2023, αφού ξεπεραστούν τα εμπόδια που δημιούργησε η Βουλγαρία μόλις εγκατέλειψε τις αντιρρήσεις της η Ελλάδα. Θα χρειαστεί όμως πολύς χρόνος για να ολοκληρωθούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, κυρίως επειδή υπάρχουν τεράστια ζητήματα σε σχέση με την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών, της Δικαιοσύνης και του κράτους Δικαίου σε αυτές τις χώρες.

Τέλος, ακόμη πιο μακροπρόθεσμη είναι η προοπτική της ένταξης της Ουκρανίας στην Ε.Ε. Στις αποσκευές των Ουκρανών περιλαμβάνονται ο πόλεμος με τη Ρωσία, η υπανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών και η γενικευμένη διαφθορά, όπως και η καταστροφή της εθνικής οικονομίας.

Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επαναλαμβάνουν το ίδιο λάθος στρατηγικής και στο θέμα των πιθανών διευρύνσεων. Μιλάνε πολύ, χωρίς μάλιστα να έχουν συνεννοηθεί για μια κοινή προσέγγιση, υπόσχονται πολλά και αποφεύγουν –στο μέτρο του δυνατού– τις πολιτικοστρατιωτικές και οικονομικές υποχρεώσεις τους. Αυτή η επιφανειακή προσέγγιση που χαρακτηρίζει την κοινοτική μέθοδο είναι εντελώς ξεπερασμένη σε συνθήκες γεωπολιτικών αναταράξεων και μεγάλης κλίμακας πολέμου και κατά την άποψή μου επικίνδυνη.