Προεκλογική περίοδος… χωρίς εκλογές - Free Sunday
Προεκλογική περίοδος… χωρίς εκλογές
Η οικονομία και η κοινωνία σε οριακό σημείο

Προεκλογική περίοδος… χωρίς εκλογές

Το πολιτικό και επικοινωνιακό σύστημα δείχνει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του χωρίς να μπορεί να αποφασίσει ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει.

Αλλαγή πορείας

Στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων δημιουργήθηκε δυναμική υπέρ της διενέργειας πρόωρων βουλευτικών εκλογών τον επόμενο Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο.

Υπήρξαν μεθοδευμένες διαρροές από το Μαξίμου στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, τα οποία κυριαρχούν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ενώ εντάθηκε ο «βομβαρδισμός» με δημοσκοπήσεις που αναδεικνύουν το πλεονέκτημα της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και την ισχυρότερη πρωθυπουργική εικόνα του κ. Μητσοτάκη σε σχέση με του κ. Τσίπρα.

Τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής φάνηκαν στη στροφή της κοινής γνώμης υπέρ των πρόωρων εκλογών, ή τουλάχιστον της αποδοχής τους. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα είδαμε να διαμορφώνεται μια άνετη πλειοψηφία –χαρακτηριστική η τελευταία δημοσκόπηση της Alco για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού Open– υπέρ της διενέργειας πρόωρων εκλογών ή της πεποίθησης ότι αυτές πρόκειται να πραγματοποιηθούν.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Τσίπρας, τάχθηκε κι αυτός δημόσια υπέρ των πρόωρων εκλογών «για να βγει η χώρα από το κυβερνητικό αδιέξοδο Μητσοτάκη - ΝΔ». Eπομένως, όλα έμοιαζαν έτοιμα για την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου.

Η παρέμβαση όμως του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στη Βουλή, την Τετάρτη 6 Ιουλίου, άλλαξε ξανά το σκηνικό. Ο πρωθυπουργός διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση θα εξαντλήσει την τετραετία, που σημαίνει ότι οι εκλογές θα γίνουν τέλος άνοιξης, αρχές καλοκαιριού 2023. Δεν άφησε περιθώρια παρερμηνείας και είναι δύσκολο –όχι βέβαια αδύνατο– να επιστρέψει γρήγορα στο βασικό σενάριο των πρόωρων βουλευτικών εκλογών.

Πολλές ερμηνείες

Στον σύνθετο κόσμο του ελληνικού δημόσιου βίου είναι πολλές οι ερμηνείες των ελιγμών τακτικής του πρωθυπουργού και του Μαξίμου.

Σύμφωνα με μία θεωρία, δεν έχει εγκαταλείψει το σενάριο των πρόωρων βουλευτικών εκλογών, αλλά προς το παρόν δεν θέλει να διαταράξει την εξαιρετικά καλή τουριστική περίοδο και τα «μπάνια του λαού», τουλάχιστον του 50% που δηλώνουν στις έρευνες της κοινής γνώμης ότι έχουν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν διακοπές.

Με βάση αυτή την ανάλυση, ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να επανέλθει λίγο αργότερα για εκλογές τέλη Οκτωβρίου, αρχές Νοεμβρίου επικαλούμενος κάποιον σημαντικό ρόλο και προσπαθώντας να ρίξει το κόστος της επιτάχυνσης των εξελίξεων στα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Από την πλευρά των αναλυτών που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση προβάλλεται η άποψη ότι ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων είναι πολύ πιο δύσκολος για τη ΝΔ από αυτόν που εμφανίζουν τα αποτελέσματα των περισσότερων δημοσκοπήσεων.

Σύμφωνα με αυτά, τα ποσοστά των κομμάτων κινούνται, με αναγωγή, στο 33%-35% για τη ΝΔ, στο 24%-26% για τον ΣΥΡΙΖΑ και στο 13%-15% για το ΠΑΣΟΚ.

Αν τα ποσοστά αυτά μετατραπούν σε εκλογικό αποτέλεσμα, η ΝΔ θα έχει εντυπωσιακό πλεονέκτημα εφόσον θα είναι σχεδόν αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης χωρίς αυτήν, ενώ το ΠΑΣΟΚ θα δεχθεί φοβερή πίεση στην πορεία προς τις δεύτερες εκλογές, με τους περισσότερους πολίτες να θέλουν να δώσουν λύση στο πρόβλημα της ακυβερνησίας και να ενισχύουν τα ποσοστά της ΝΔ.

Αν όμως τα ποσοστά είναι διαφορετικά από αυτά που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να αντιμετωπίσει κίνδυνο.

Αν το άθροισμα του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνάει αρκετά το 40%, θα δημιουργηθεί δυναμική υπέρ κάποιου είδους συνεννόησης με ή χωρίς τη ΝΔ, αλλά σίγουρα χωρίς τον κ. Μητσοτάκη.

Σε αυτή την περίπτωση, ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να συναντήσει ένα πρόωρο και άδοξο πολιτικό τέλος, εφόσον, αν χάσει την πρωθυπουργία, θα είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσει την ηγεσία της ενωμένης ΝΔ. Ο Σαμαράς και οι συνεργάτες του περιμένουν την ώρα του πολιτικού λογαριασμού. Ο Καραμανλής κρατάει αποστάσεις ασφαλείας και ανέπαφο το προσωπικό πολιτικό του κεφάλαιο. Ο Μεϊμαράκης προσφέρει πάντα μία θεσμική, ενωτική λύση. Ο Δένδιας θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που προσφέρονται. Ο Βορίδης και ο Α. Γεωργιάδης θα κληθούν να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν την προσπάθεια στο εσωτερικό της ΝΔ ή θα εκφράσουν αυτούς που κινούνται στα δεξιά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, μέσα ή έξω από τη ΝΔ.

Μία σταθερά των δημοσκοπήσεων των τελευταίων μηνών είναι η σταδιακή ενίσχυση των ποσοστών των πολιτικών κομμάτων με σκληρά δεξιά ή ακροδεξιά χαρακτηριστικά. Ενδεικτική η περίπτωση της Ελληνικής Λύσης του κ. Βελόπουλου, η οποία «τσιμπάει» στις δημοσκοπήσεις.

Υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες της νέας στροφής του κ. Μητσοτάκη υπέρ της εξάντλησης της τετραετίας. Μία από αυτές δίνει έμφαση σε «σκληρές δεσμεύσεις» που έχει αναλάβει έναντι μεγάλων συμφερόντων τα οποία εξυπηρετεί με συνέπεια –φυσικό αέριο, ενέργεια, κατασκευές– και τα οποία θέλουν να εξαντλήσει την τετραετία για να προλάβει να βάλει υπογραφές που θα δεσμεύσουν δεκάδες εκατομμύρια σε βάθος χρόνου.

Ακόμη και η έξαρση της πανδημίας αξιοποιείται από ορισμένους πολιτικούς αναλυτές στην προσπάθεια να ερμηνευτεί η προεκλογική ταλάντευση του πρωθυπουργού. Οι θάνατοι από την πανδημία κινούνται με ρυθμό 15-20 την ημέρα και είναι πλέον υπερδιπλάσιοι από την αντίστοιχη περίοδο του 2021. Αυτό σημαίνει ότι το φθινόπωρο μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις και τις εκατόμβες του φθινοπώρου του 2021. Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί αυτό το σενάριο, θα επηρεάσει τον πολιτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης.

Ελληνικό παράδοξο

Μέσα από τις κινήσεις και τους ελιγμούς που περιέγραψα, φτάσαμε σε ένα ακόμη νεοελληνικό παράδοξο. Μπήκαμε δυναμικά σε προεκλογική περίοδο χωρίς να πηγαίνουμε –με βάση τις επίσημες διαβεβαιώσεις– σε πρόωρες εκλογές.

Πρόκειται για μία ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη, εφόσον τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα τείνουν να ξεφύγουν από τον έλεγχο και η άτυπη έναρξη της προεκλογικής περιόδου στέκεται εμπόδιο στις αποφασιστικές παρεμβάσεις.

Στον τομέα της ενέργειας οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πηγαίνουμε σε έναν μαρτυρικό χειμώνα ανατιμήσεων και πιθανών ελλείψεων. Μία λογική αμυντική κίνηση –με τον πόλεμο στην Ουκρανία να παρατείνεται και τα ρωσικά στρατεύματα να προελαύνουν ενισχύοντας τη δυνατότητα του Πούτιν να χρησιμοποιήσει την ενέργεια σαν όπλο κατά της Ε.Ε.– είναι η άμεση λήψη μέτρων για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και καυσίμων κατά ένα κρίσιμο ποσοστό της τάξης του 15%.

Ο Μητσοτάκης όμως φοβάται το δημοσκοπικό και στη συνέχεια εκλογικό κόστος και προτιμά να αφήσει την κρίση να εξελιχθεί στη βάση του αξιώματος ότι «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει».

Ανάλογες καταστάσεις έχουμε στον τομέα της πανδημίας, όπου εκδηλώνεται μια ανησυχητική αρνητική δυναμική. Η κυβέρνηση αποφεύγει οποιαδήποτε παρέμβαση για να μην αμφισβητηθεί η θεαματική άνοδος του τουρισμού και να μη διαταραχθούν τα «μπάνια του λαού». Έχει εγκαταλείψει την αντιμετώπιση της πανδημίας στη βάση επιστημονικών δεδομένων και εκτιμήσεων και τη διαχειρίζεται στη βάση δημοσκοπήσεων, ελπίζοντας ότι ο κορονοϊός δεν θα μετατρέψει την Ελλάδα σε Μπέργκαμο της πρώτης περιόδου της πανδημίας.

Αυτά είναι παραδείγματα προεκλογικής διαχείρισης που δεν έχουν καμία σχέση με την ανάγκη αποτελεσματικής διακυβέρνησης της χώρας σε περίοδο κρίσεων που συνδυάζονται μεταξύ τους και μπορεί να οδηγήσουν σε γενικευμένη οικονομική και κοινωνική αποσταθεροποίηση.

Αποτελέσματα που τρομάζουν

Τα αποτελέσματα των ερευνών της κοινής γνώμης για την αξιοπιστία της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων τρομάζουν, όχι τόσο για την εκλογική προοπτική της κυβέρνησης, όσο για την προοπτική της ίδιας της χώρας.

Στο ζήτημα της ακρίβειας που καταπιέζει τα περισσότερα νοικοκυριά, η κοινή γνώμη θεωρεί αποτυχημένη την κυβέρνηση σε ποσοστό 75%-80%, ενώ ένα 15%-20% βλέπει θετικά την όποια προσπάθειά της να ελέγξει την ακρίβεια.

Εντυπωσιακά είναι και τα ποσοστά δυσαρέσκειας σε ό,τι αφορά τα εργασιακά. Αυτοί που δηλώνουν δυσαρεστημένοι με την κυβερνητική πολιτική είναι 2,5-3 φορές περισσότεροι από αυτούς που δηλώνουν ικανοποιημένοι.

Στην αντιμετώπιση της πανδημίας και την υγεία, οι Έλληνες κρίνουν 2 προς 1 ότι η κυβέρνηση δεν τα πηγαίνει καλά. Στο α’ εξάμηνο της πανδημίας είχε διαμορφωθεί ένα πρωτοφανές 80%-90% που ενέκρινε τους κυβερνητικούς χειρισμούς.

Τα ποσοστά απόρριψης της κυβερνητικής πολιτικής σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας είναι πλέον της τάξης του 80%. Το ποσοστό είναι εντυπωσιακό για μια κυβέρνηση με ατζέντα «νόμου και τάξης» και αναδεικνύει το διαζύγιο του πρωθυπουργού και του Μαξίμου με τη σκληρή πραγματικότητα που διαμορφώνουν τα λάθη και οι παραλείψεις τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση για δημιουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας –ουσιαστικά 1.500 αργόμισθων αστυνομικών που θα πίνουν φραπέ στο… πανεπιστημιακό campus– μοιάζει με πολιτικό ανέκδοτο.

Έχουμε λοιπόν μία κατάρρευση της αξιοπιστίας της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων που διαμορφώνουν το πραγματικό εισόδημα και την καθημερινότητα των περισσότερων πολιτών. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ΝΔ βαδίζει προς βέβαιη εκλογική ήττα, γιατί οι ίδιες δημοσκοπήσεις καταγράφουν την αδυναμία των κομμάτων της αντιπολίτευσης να συσπειρώσουν τον κόσμο προβάλλοντας εναλλακτικές λύσεις.

Σημαίνει όμως ότι η κυβέρνηση είναι κατώτερη των περιστάσεων, περνάει κάτω από τον πήχη στην αντιμετώπιση των περισσότερων βασικών θεμάτων και είναι πρακτικά αδύνατον να βελτιώσει τις επιδόσεις της σε συνθήκες παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, που η ίδια δημιούργησε.

Δεν μπορούν να περιμένουν

Τα μεγάλα προβλήματα δεν μπορούν να περιμένουν.

Πρώτον, η Ελλάδα έχει ρεκόρ πληθωρισμού στη Νότια Ευρώπη με ετήσιο ποσοστό 12%.

Στην Ισπανία ο πληθωρισμός είναι 10%, στην Κύπρο 9,1%, στην Πορτογαλία 9%, στην Ιταλία 8,5%, στη Γαλλία 6,5% και στη Μάλτα 6,1%.

Τα ελληνικά νοικοκυριά δέχονται μεγαλύτερη πίεση από τα νοικοκυριά των άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου της Ευρωζώνης και η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας πέφτει κι άλλο.

Δεύτερον, το εμπορικό έλλειμμα δείχνει να ξεφεύγει, εφόσον αυξήθηκε το α’ τετράμηνο του 2022 κατά 4,7 δισ. ευρώ ή 71,6% σε σχέση με το α’ τετράμηνο του 2021, για να φθάσει τα 11,3 δισ. ευρώ.

Αυτό οφείλεται στην άνοδο του κόστους των εισαγόμενων καυσίμων αλλά και στη διεύρυνση του ελλείμματος χωρίς καύσιμα λόγω πτώσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Τρίτον, η μεγάλη αύξηση του εμπορικού ελλείμματος οδήγησε στην επανεμφάνιση του λεγόμενου δίδυμου ελλείμματος, μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Το 2020 και το 2021, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν της τάξης του 6,7% και του 6% αντίστοιχα του ΑΕΠ.

Το 2020 το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης έφθασε στο 10,2% του ΑΕΠ για να υποχωρήσει το 2021 στο 7,4% του ΑΕΠ.

Τα στοιχεία του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι πολύ καλύτερα το 2022. Στηρίζονται όμως στη μεγάλη αύξηση των έμμεσων-καταναλωτικών φόρων και κυρίως στην υπεραπόδοση του ΦΠΑ σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού. Πρόκειται για μία κοινωνικά σκληρή δημοσιονομική πολιτική, που δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να συνεχιστεί.

Τέταρτον, με ευθύνη Μητσοτάκη η χώρα έχει πέσει σε ενεργειακή, οικονομική παγίδα φυσικού αερίου. Η μεγάλη εξάρτηση από το φυσικό αέριο λειτουργεί υπέρ ενός πανίσχυρου λόμπι συμφερόντων και σε βάρος των νοικοκυριών και της οικονομίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηλεκτροπαραγωγή βασίζεται σε ποσοστό 45%-55% στο πανάκριβο και εισαγόμενο φυσικό αέριο και μόλις σε ποσοστό 7%-14% στον εγχώριο λιγνίτη. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Γερμανία, που πρωταγωνιστεί στην πράσινη μετάβαση, είναι η ηλεκτροπαραγωγή σε ποσοστό μικρότερο από 15% στο φυσικό αέριο, ενώ η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη και σκληρό άνθρακα πάνω από το 30% του συνόλου με τάσεις παραπέρα αύξησης.

Αυτό τα λέει όλα για την ταύτιση Μητσοτάκη με το λόμπι του φυσικού αερίου.

Πέμπτον, η ελληνική οικονομία υποφέρει ολοένα περισσότερο από τον συνδυασμό της ανόδου των διεθνών επιτοκίων και τον υψηλό πληθωρισμό.

Το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου έφτασε στο 4,7%, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο της Ελλάδας σαν αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης. Χρειάστηκε η δυναμική παρέμβαση της Λαγκάρντ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για να υποχωρήσει το ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου στο 3,5% και να σταθεροποιηθεί.

Παρ’ όλα αυτά, η άνοδος των διεθνών επιτοκίων συνδυάζεται με τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας για να κάνει πιο δύσκολη τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους-ρεκόρ και την τραπεζική χρηματοδότηση των περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων.

Η χρονιά ξεκίνησε με εκτιμήσεις οικονομικής ανάπτυξης της τάξης του 5%-6%, οι οποίες ψαλιδίστηκαν ήδη, με βάση την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, στο 3,2%. Το ποσοστό παραμένει ικανοποιητικό, μειώνεται όμως μήνα με τον μήνα, καθώς ενισχύεται ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού στην Ε.Ε. και φυσικά στην Ελλάδα.

Έκτον, η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης αναδεικνύει την ευρωπαϊκή οικονομική υστέρηση της Ελλάδας. Σαράντα χρόνια στην ΕΟΚ –μετέπειτα Ε.Ε.– η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ούτε μία άλλη ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ έμεινε πίσω από πολλές άλλες που την ξεπέρασαν.

Σε βάθος χρόνου έχει έναν ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1%, ο οποίος είναι εντελώς ανεπαρκής. Αυτή η χαμηλή επίδοση επιβεβαιώνεται και στην τετραετία Μητσοτάκη, εφόσον η δυναμική ανάπτυξη του 2021 δεν κάλυψε πλήρως τη μεγάλη πτώση, λόγω πανδημίας, του 2020.

Η Ελλάδα μπήκε στην κρίση το 2009-2010 με κατά κεφαλήν ΑΕΠ ίσο με το 95% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και έχει ήδη πέσει σε ένα εξαιρετικά ανησυχητικό 65% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Έβδομον, η συνεχιζόμενη οικονομική αποτυχία έχει δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις. Το 2009 δύο στους τρεις Έλληνες είχαν ευρωπαϊκό επίπεδο διαβίωσης και ευρωπαϊκή προοπτική, ενώ τώρα αυτό ισχύει μόνο για έναν στους τρεις.

Τα οικονομικά, κοινωνικά στατιστικά στοιχεία είναι εφιαλτικά. Δύο στους τρεις Έλληνες δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες ή έχουν οδηγηθεί στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, ένας στους τρεις εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται με λιγότερο από 330 ευρώ, καθαρά τον μήνα.

Με βάση τα αποτελέσματα έρευνας της Kapa Research για το Ινστιτούτο Νίκος «Πουλαντζάς», ένα στα δύο νοικοκυριά δεν καλύπτουν πλήρως τις ενεργειακές τους ανάγκες. Ένα στα τρία νοικοκυριά μειώνουν την κατανάλωση τροφίμων και τις δαπάνες για φάρμακα για να πληρώσουν τον λογαριασμό ηλεκτρικού.

Σύμφωνα με οικονομική ανάλυση που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (3/7/2022), τα νοικοκυριά με εισόδημα μικρότερο των 750 ευρώ τον μήνα δαπάνησαν το 2021 το 55% του εισοδήματός τους για τρόφιμα και ηλεκτρικό. Το 2022 το σχετικό ποσοστό αυξήθηκε στο 67%.

Η ίδια ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «μεσαία» οικογενειακά εισοδήματα 1.450-1.800 ευρώ τον μήνα επιβαρύνονται από τις αυξήσεις των τελευταίων μηνών με τουλάχιστον 2.200 ευρώ σε ετήσια βάση.

Όγδοον, η αποτυχία της κυβέρνησης στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας κάνει ακόμη πιο σύνθετο το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.

Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται με πάνω από 50.000 τον χρόνο λόγω της υπογεννητικότητας, της αύξησης των θανάτων και του brain drain. Σε αυτά προστέθηκαν οι θάνατοι από την πανδημία, με την Ελλάδα να έχει το ρεκόρ στη Δυτική Ευρώπη, παρά το πολύ καλό ξεκίνημά της στο α’ εξάμηνο της πανδημίας.

Στις αρχές Ιουλίου 2022, η Ελλάδα έχει 2.936 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους από την πανδημία. Η Ιταλία που ξεκίνησε με… Μπέργκαμο είχε 2.796. Το Βέλγιο είχε 2.730, η Πορτογαλία 2.382, η Ισπανία 2.311 και η Γαλλία 2.282 θανάτους από την πανδημία ανά εκατομμύριο κατοίκους.

Επιπλέον, τις πρώτες έξι ημέρες του Ιουλίου είχαμε 126 θανάτους από την πανδημία, ενώ τις πρώτες έξι ημέρες του Ιουλίου 2021 είχαμε 59 θανάτους.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι χρειάζονται γρήγορες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις για να αποτρέψουμε τα χειρότερα. Αυτές όμως είναι πολιτικά αδύνατον να πραγματοποιηθούν, εξαιτίας της εντυπωσιακής κυβερνητικής αναποτελεσματικότητας και της ουσιαστικής έναρξης της προεκλογικής περιόδου.