Μετα-λαϊκισμός: Η νέα πολιτική απειλή - Free Sunday
Μετα-λαϊκισμός: Η νέα πολιτική απειλή
Σουηδία και Ιταλία στέλνουν λάθος μηνύματα

Μετα-λαϊκισμός: Η νέα πολιτική απειλή

Για ένα διάστημα είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι δεξιόστροφοι και ακροδεξιοί λαϊκιστές είχαν μπει σε φάση πολιτικής υποχώρησης στην Ε.Ε.

Είχαν ηττηθεί από την κεντροδεξιά στην Αυστρία ύστερα από το ξέσπασμα οικονομικού σκανδάλου στην ηγεσία τους, ο Μακρόν επικράτησε ξανά της Λεπέν –έστω με μικρότερη διαφορά–, στη Σλοβενία και στην Τσεχία οι εκφραστές τους απομακρύνθηκαν από την εξουσία.

Μόνο ο Όρμπαν στην Ουγγαρία εξασφάλισε την πέμπτη τετραετία στην πρωθυπουργία, τέταρτη συνεχή, με ένα εντυπωσιακό 53% στις βουλευτικές εκλογές.

Ανατροπή στη Σουηδία

Οι βουλευτικές εκλογές της 11ης Σεπτεμβρίου 2022 έφεραν τη μεγάλη πολιτική ανατροπή.

Ο συσχετισμός μεταξύ κεντροαριστερών, αριστερών κομμάτων και κεντροδεξιών, ακροδεξιών κομμάτων άλλαξε οριακά. Οι δεξιόστροφες δυνάμεις απέκτησαν οριακό πλεονέκτημα στις ψήφους και πλεονέκτημα τριών εδρών στη Βουλή.

Αυτό που άλλαξε δραματικά ήταν η πολιτική συμπεριφορά του μεγαλύτερου κόμματος της κεντροδεξιάς, των Μετριοπαθών (Moderates). Στις προηγούμενες εκλογές δεν δέχθηκαν καμία συζήτηση με το ακροδεξιό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών και πέρασαν στην αντιπολίτευση, αφήνοντας στους Σοσιαλδημοκράτες τον σχηματισμό κυβέρνησης.

Στις εκλογές της προπερασμένης Κυριακής, οι Σοσιαλδημοκράτες ήρθαν πρώτοι με 30%, ενισχύοντας ελαφρά τις δυνάμεις τους, αλλά τα συνεργαζόμενα με αυτούς κόμματα δεν μπόρεσαν να συμβάλουν στην επίτευξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Αντίθετα, οι Μετριοπαθείς είδαν το ποσοστό τους να υποχωρεί ελαφρά και κυρίως να τους περνάνε οι ακροδεξιοί Σουηδοί Δημοκράτες, στη δεύτερη θέση με 20%.

Η κεντροδεξιά, αντί να μείνει στην αντιπολίτευση, αποφάσισε να κάνει το αδιανόητο για τη Σουηδία, τη συνεργασία με την άκρα Δεξιά, για να μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση.

Σύμφωνα με πληροφορίες και ενδείξεις, οι Σουηδοί Δημοκράτες δεν θα πάρουν υπουργεία αλλά θα διαπραγματευτούν σκληρά το κυβερνητικό πρόγραμμα που θα εφαρμόσουν τα δύο κεντροδεξιά και το φιλελεύθερο κόμμα που θα συμμετάσχουν στην κυβέρνηση.

Οι Φιλελεύθεροι έχουν αποκλείσει τη συμμετοχή τους σε κυβερνητικό σχηματισμό, στον οποίο θα συμμετέχουν οι Σουηδοί Δημοκράτες. Οι τελευταίοι φαίνεται να δίνουν προτεραιότητα στην προώθηση του προγράμματός τους, ίσως διεκδικήσουν και την προεδρία της Βουλής.

Η εικόνα πάντως παραδοσιακών κεντροδεξιών κομμάτων να επιζητούν τη συνεργασία με την άκρα Δεξιά στη Σουηδία, χώρα με ιδιαίτερα αναπτυγμένη Δημοκρατία και «πατρίδα» του άλλοτε κυρίαρχου σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό.

Πολιτική ενσωμάτωση

Με την επικείμενη συμφωνία, οι Σουηδοί Δημοκράτες θα επιτύχουν την πλήρη ενσωμάτωσή τους στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα.

Έχουν ακροδεξιές, ορισμένοι υποστηρίζουν και νεοναζιστικές ρίζες, αλλά είναι γεγονός ότι έχουν αλλάξει στην πορεία. Δίνουν σταθερά έμφαση στον περιορισμό της μετανάστευσης, θεωρώντας ότι το Ισλάμ αποτελεί απειλή για την Ευρώπη, και στην πάταξη της εγκληματικότητας, την οποία συνδέουν με την έλλειψη κοινωνικής συνοχής.

Από την άλλη, δέχονται ευχαρίστως πρόσφυγες από την Ουκρανία, δέχονται να συνεχιστεί η καταβολή των κοινωνικών επιδομάτων σε μετανάστες και πρόσφυγες από ευρωπαϊκές χώρες, στηρίζουν και την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, εκτιμώντας και αυτοί ότι η ασφάλεια της περιοχής απειλείται από την επεκτατική στρατηγική του Πούτιν.

Οι Σουηδοί Δημοκράτες ενισχύθηκαν και από τη μερική υιοθέτηση της ατζέντας τους από τα παραδοσιακά κόμματα. Οι Σοσιαλδημοκράτες, που κυριαρχούν στην απερχόμενη κυβέρνηση, πήραν κι αυτοί μέτρα για τον περιορισμό της παράνομης μετανάστευσης.

Πολιτικοί αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι κόμματα με ακροδεξιές ρίζες περνάνε από τον επιθετικό λαϊκισμό σε ένα είδος μετα-λαϊκισμού. Αποκτούν με το πέρασμα του χρόνου μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, απο-δαιμονοποιούν την επιχειρηματολογία τους εγκαταλείποντας τις πιο ακραίες θέσεις και αξιοποιούν τις ευκαιρίες που τους προσφέρουν τα σύγχρονα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Το κράτος πρόνοιας βρίσκεται παντού σε φάση υποχώρησης, η ένταξη προσφύγων και μεταναστών στην οικονομία και στην κοινωνία προκαλεί αντιδράσεις, η μεσαία τάξη δέχεται μεγάλη οικονομική πίεση και ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης απειλείται με περιθωριοποίηση.

Η πολιτική ανατροπή που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Σουηδία συμπληρώνεται από αλλαγές στην Ιταλία που μπορεί να οδηγήσουν σε μία ευρύτερη αποσταθεροποίηση.

Συμμαχία λαϊκιστών

Αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, στις βουλευτικές εκλογές αυτής της Κυριακής θα επικρατήσουν δεξιόστροφα λαϊκίστικα κόμματα που έχουν συνασπιστεί.

Πρώτο κόμμα αναμένεται να είναι τα Αδέλφια της Ιταλίας, της Τζόρτζια Μελόνι, με ένα ποσοστό της τάξης του 23%-24%.

Δεύτερο κόμμα στον συνασπισμό των δεξιόστροφων λαϊκιστών θα είναι η Λέγκα του Σαλβίνι, με ένα ποσοστό της τάξης του 12%.

Τρίτη με 7%-8% προβλέπεται να είναι η Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Έχει διατελέσει τρεις φορές πρωθυπουργός, αλλά είναι πλέον 85 ετών, με εύθραυστη υγεία και τη δημοτικότητά του σε φάση μεγάλης υποχώρησης.

Παίζει όμως καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, γιατί εμφανίζεται σαν εκφραστής της κεντροδεξιάς. Ο ίδιος είναι ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και νομιμοποιεί με τη συνεργασία του την ιταλική άκρα Δεξιά.

Εντυπωσιακές αυξομειώσεις

Η Ιταλία έχει μία παράδοση επιθετικού λαϊκισμού, με τα κόμματα που τον εκφράζουν να παρουσιάζουν μεγάλες αυξομειώσεις στα εκλογικά ποσοστά τους και να αλλάζουν αρκετά εύκολα επιχειρήματα και συμμαχίες.

Ο πιο δυναμικός εκφραστής των λαϊκιστών ήταν ο Μπέπε Γκρίλο με το Κίνημα των Πέντε Αστέρων. Τελικά, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ξέφυγε από τον έλεγχό του, κινήθηκε σε δημοσκοπικά και εκλογικά ποσοστά της τάξης του 20%-30% και κατεβαίνει σε αυτές τις εκλογές με προοπτική να καταγράψει 12%.

Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων έχει πάρει μέρος σε κυβέρνηση με τη Λέγκα με δεξιόστροφη πολιτική στόχευση, αλλά μετεξελίχθηκε σε δύναμη που συνεργάστηκε με το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα και στήριξε στη συνέχεια την κυβέρνηση Ντράγκι.

Η Λέγκα του Σαλβίνι δοκίμασε κι αυτή δημοσκοπικά και εκλογικά ποσοστά της τάξης του 20%-30%, για να υποχωρήσει στη συνέχεια γύρω στο 12% σε όφελος του κόμματος της Μελόνι, το οποίο φαίνεται να εκτοξεύεται από ποσοστά της τάξης του 5% προς το 24%.

Η Μελόνι ενίσχυσε τη θέση της, γιατί αρνήθηκε να στηρίξει την κυβέρνηση Ντράγκι. Όταν εκδηλώθηκαν οι αντιφάσεις στο εσωτερικό του συνασπισμού των δυνάμεων που στήριζαν τον Ντράγκι, ενισχύθηκε η αξιοπιστία της και αναδείχθηκε σε αντίπαλο πόλο.

Τα Αδέλφια της Ιταλίας θεωρείται ότι έχουν νεοφασιστικές ρίζες, αλλά εμφανίζονται ευέλικτα και με μεγάλη προσαρμοστικότητα.

Η Μελόνι έπαιξε στην αρχή το χαρτί της αμφισβήτησης της Ε.Ε. και της αντιπαλότητας της Ιταλίας με τη Γαλλία. Όλα αυτά τα έχει αφήσει κατά μέρος και ζητεί περισσότερη Ευρώπη στα βασικά, όπως είναι η άμυνα και η εξωτερική πολιτική, με λιγότερη Ευρώπη σε μικρότερης σημασίας θέματα που όλα μαζί επηρεάζουν την καθημερινότητα του πολίτη.

Τάσσεται δυναμικά υπέρ της Ουκρανίας και κατά του Πούτιν και διαφωνεί δημόσια με τον Σαλβίνι, ο οποίος αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα των οικονομικών κυρώσεων, εκτιμώντας ότι βλάπτουν περισσότερο την Ε.Ε. και την Ιταλία και λιγότερο τη Ρωσία.

Ο ρόλος του Μπερλουσκόνι

Παρά τη βιολογική και πολιτική του κάμψη, ο Μπερλουσκόνι έχει ρόλο στρατηγικής σημασίας.

Είναι αυτός που πρωταγωνίστησε στη διαδικασία απομάκρυνσης του Ντράγκι από την εξουσία. Η κυβέρνηση Ντράγκι θεωρείτο από πολλούς η τελευταία ευκαιρία της Ιταλίας να αποφύγει μία νέα οικονομική κρίση. Ο Ντράγκι, σαν πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), είχε μεγάλη ευρωπαϊκή επιρροή και προωθούσε με όλα τα μέσα την αναγκαία επανεκκίνηση της ιταλικής οικονομίας.

Συμβάλλοντας στην πτώση της κυβέρνησης Ντράγκι, ο Μπερλουσκόνι άνοιξε την πόρτα στην επικράτηση της άκρας Δεξιάς.

Το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα αναμένεται να δώσει μάχη για την πρώτη θέση με τα Αδέλφια της Ιταλίας, γύρω στο 23%-24%. Μικρότερες δυνάμεις του Κέντρου και της κεντροαριστεράς δεν αρκούν για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Αν ο Μπερλουσκόνι, σαν επίσημος εκφραστής της ιταλικής και της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς, επεδίωκε συνεργασία με το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα θα μπορούσε να σχηματιστεί κυβερνητικός συνασπισμός, ενδεχομένως και με συμμετοχή του Κινήματος των Πέντε Αστέρων.

Προτιμά, όμως, να συμπληρώσει το δίδυμο Μελόνι και Σαλβίνι, το οποίο προσέγγισε πριν μερικά χρόνια, θεωρώντας ότι θα μπορούσε να το εντάξει στα πολιτικά του σχέδια. Οραματιζόταν έναν συνασπισμό όπου το κόμμα του, Forza Italia, θα ήταν το ισχυρότερο και αυτός θα ήταν ο επικεφαλής. Κατέληξε να εκπροσωπεί τη μικρότερη δύναμη στον συνασπισμό των λαϊκιστών και να παίζει ουσιαστικά το παιχνίδι της Μελόνι και του Σαλβίνι.

Αλλαγή πορείας του ΕΛΚ

Το εντυπωσιακό είναι ότι ο Μπερλουσκόνι δεν κινείται αυτόνομα, αλλά έχει την πλήρη κάλυψη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και του Γερμανού προέδρου του, Μάνφρεντ Βέμπερ.

Την εποχή της κυριαρχίας της Μέρκελ, η απομόνωση των ακροδεξιών δυνάμεων στη Γερμανία και γενικότερα ήταν βασικός στόχος της πολιτικής των Χριστιανοδημοκρατών.

Η Μέρκελ ήταν αμείλικτη με όσους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες σκέφτηκαν να συνεργαστούν, ακόμη και σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Το δόγμα Μέρκελ, της απομόνωσης των ακροδεξιών δυνάμεων, παρουσίαζε σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο Βέμπερ μέσω του ΕΛΚ.

Η Μέρκελ όμως αποτελεί πολιτικό παρελθόν και οι καιροί έχουν αλλάξει. Με παρέμβασή του στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο την Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου, ο Βέμπερ ζήτησε από τις άλλες πολιτικές ομάδες να μην… πολιτικοποιούν τη συνεργασία με την άκρα Δεξιά. Ανέφερε παραδείγματα κεντροαριστερών ή Πράσινων κομμάτων που βρέθηκαν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς με επιθετικούς δεξιόστροφους λαϊκιστές ή και ακροδεξιούς.

Χρησιμοποίησε συγκεκριμένα παραδείγματα για να εγκαταλείψει –σε ευρωπαϊκό επίπεδο– τη γραμμή Μέρκελ, της απομόνωσης των ακροδεξιών δυνάμεων. Κάλυψε τους Σουηδούς Μετριοπαθείς και τον Μπερλουσκόνι για τη συνεργασία τους με την άκρα Δεξιά.

Σοβαρά κενά

Η επιχειρηματολογία Βέμπερ υπέρ της απενοχοποίησης της συνεργασίας της κεντροδεξιάς με την άκρα Δεξιά παρουσιάζει σοβαρά κενά.

Κατ’ αρχήν, το δόγμα Μέρκελ εξακολουθεί να ισχύει στη Γερμανία, όπου οι Χριστιανοδημοκράτες επιδιώκουν την πολιτική απομόνωση της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Εκτός αν ο Βέμπερ μάς περιγράφει αυτό που δεν ξέρουμε και πρόκειται να συμβεί.

Έπειτα, ο Μπερλουσκόνι, τον οποίο καλύπτουν πλήρως ο Βέμπερ και το ΕΛΚ, δεν εφαρμόζει το αρχικό σχέδιο του εγκλωβισμού των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων σε ένα σχήμα υπό την ηγεσία του, αλλά μετατρέπεται ο ίδιος σε συμπλήρωμα ακροδεξιών δυνάμεων που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις θα κυριαρχούν στην επόμενη κυβέρνηση.

Η κεντροδεξιά, με βάση την πρακτική του Μπερλουσκόνι και τη λογική του Βέμπερ, φτάνει στο σημείο να υποτάσσεται στην άκρα Δεξιά για να μη συνεργαστεί με την κεντροαριστερά.

Έχουμε να κάνουμε με πλήρη ανατροπή των πολιτικών παραδοχών στις οποίες στηρίζεται η ίδια η οικοδόμηση της Ε.Ε. Η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά πρέπει να ξεπερνούν τις αντιθέσεις τους όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες και να υπερασπίζονται την κοινή ευρωπαϊκή πορεία.

Η σημασία της Ιταλίας

Η Ιταλία έχει μετατραπεί, με ευθύνη του Μπερλουσκόνι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο του Βέμπερ, σε ένα πολιτικό εργαστήρι από το οποίο δεν προβλέπεται να βγει τίποτε καλό.

Επιπλέον, η Ιταλία είναι ένα εξαιρετικά κρίσιμο μέγεθος για την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. στο σύνολό της. Ο μετα-λαϊκισμός της Μελόνι μπορεί να θολώνει τα νερά και να δημιουργεί δυναμική εξουσίας για τα Αδέλφια της Ιταλίας, αποκλείεται όμως να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων που έχουν οδηγήσει, εδώ και μία εικοσαετία, την Ιταλία σε στασιμότητα.

Από τη σοβαρή διαχειριστική προσπάθεια του Ντράγκι θα περάσουμε σε ένα δεξιόστροφο λαϊκίστικο αλαλούμ, το οποίο θα συμβάλει στην αποσταθεροποίηση της οικονομίας της Ιταλίας και θα δοκιμάσει τη συνοχή της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.

Μία ιταλική κρίση μπορεί να δημιουργήσει ένα οικονομικό ντόμινο με κίνδυνο να παρασυρθεί και η Ελλάδα. Μόλις αρχίσουν τα δύσκολα, θα φανεί και η επιρροή της άκρας Δεξιάς στις εθνικές και τις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Για παράδειγμα, οι Σουηδοί Δημοκράτες θα ασκήσουν όλη την επιρροή τους για να μην υπάρξει οικονομική στήριξη της Ιταλίας και όποιας άλλης χώρας βρεθεί σε δεινή θέση.

Η Μελόνι, αν υποθέσουμε ότι γίνει πρωθυπουργός και στη συνέχεια χάσει τον έλεγχο της οικονομίας, θα καταφύγει στη γνωστή πολιτική άμυνα με καταγγελίες εναντίον των Βρυξελλών, του Βερολίνου, του Παρισιού.

Αλλαγές και στην Ελλάδα

Η ανάπτυξη του μετα-λαϊκισμού στην Ε.Ε. και η αλλαγή στάσης του ΕΛΚ σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με την άκρα Δεξιά επηρεάζει τις εξελίξεις και στην Ελλάδα.

Ο Μητσοτάκης φαίνεται να πραγματοποιεί στροφή στον δεξιό λαϊκισμό. Η υπόθεση της παρακολούθησης του Ανδρουλάκη έκαψε οριστικά τις γέφυρες με το ΠΑΣΟΚ κι έτσι η ΝΔ προσαρμόζεται στην τάση που επικρατεί στη Σουηδία και στην Ιταλία.

Την πολιτική γραμμή εκλαϊκεύουν κυρίως ο Ά. Γεωργιάδης, ο Βορίδης και ο Πλεύρης, όλοι τους στελέχη με προέλευση από το ΛΑΟΣ.

Η καραμανλική πτέρυγα, η οποία ζητεί διαφάνεια και κάθαρση στην υπόθεση Ανδρουλάκη, δεν λαμβάνεται υπόψη από τον Μητσοτάκη, ο οποίος κάνει διαφορετικούς υπολογισμούς στην προσπάθειά του να παραμείνει στην εξουσία.

Το μήνυμα της εφαρμογής μιας δεξιόστροφης λαϊκίστικης πολιτικής περνάει ο Μητσοτάκης και στην Ε.Ε., εφόσον απορρίπτει την κριτική που του ασκούν για τις επιλογές του ευρωπαϊκά ΜΜΕ και οι πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Θεωρώ επίσης σημαντικό ότι, με το πέρασμα του χρόνου, η Ελληνική Λύση ρίχνει ολοένα περισσότερο τους τόνους της κριτικής της στην κυβέρνηση. Η υπόθεση της παρακολούθησης Ανδρουλάκη και τα μεγάλα προβλήματα που προκάλεσε στην κυβέρνηση αποτέλεσαν μια καλή ευκαιρία για να περάσει η Ελληνική Λύση το μήνυμα ότι έχει καλή διάθεση έναντι της ΝΔ και είναι ανοιχτή σε συνεννόηση.