Σε νέα φάση ο πόλεμος στην Ουκρανία - Free Sunday
Σε νέα φάση ο πόλεμος στην Ουκρανία
Η Ελλάδα χωρίς ολοκληρωμένη στρατηγική

Σε νέα φάση ο πόλεμος στην Ουκρανία

Ο πόλεμος στην Ουκρανία μπαίνει σε μια νέα φάση πιο απρόβλεπτη και επικίνδυνη. Η «ειδική επιχείρηση» που ξεκίνησε ο Πούτιν μετατράπηκε σε ένα μεγάλης διάρκειας και έντασης συμβατικό πόλεμο.

Ο Πούτιν έχει υποστεί ήδη στρατηγική ήττα, με την έννοια ότι ξεκίνησε να καταλάβει το Κίεβο και να προκαλέσει αλλαγή κυβέρνησης και καθεστώτος μέσα σε λίγες ημέρες και έχει εμπλακεί σε μία δοκιμασία από την οποία ούτε ο ίδιος ξέρει πώς θα βγει.

Είναι τόσο στριμωγμένος ο Πούτιν από στρατιωτική, οικονομική και πολιτική άποψη ώστε ενισχύονται τα σενάρια για ενδεχόμενη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων. Τα σενάρια αυτά έχουν ακόμη μικρή πιθανότητα πραγματοποίησης και, ούτως ή άλλως, δεν αποτελούν λύση του προβλήματος, αλλά μέθοδο εκβιασμού από την πλευρά εκείνου που προκάλεσε τον πόλεμο και βλέπει τα σχέδιά του να καταρρέουν.

Οι εχθροπραξίες

Στο πεδίο της μάχης οι Ουκρανοί κάνουν αρκετά αποτελεσματικές αντεπιθέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ελεγχόμενος από τους Ρώσους διοικητής της Χερσώνας κάλεσε τους πολίτες να εγκαταλείψουν την πόλη και να πάνε σε ελεγχόμενες από τους Ρώσους περιοχές ενόψει σκληρών συγκρούσεων.

Η Χερσώνα έχει τεράστια στρατηγική και συμβολική αξία. Είναι η μόνη μεγάλη πόλη που κατέλαβαν οι Ρώσοι τα πρώτα 24ωρα της «ειδικής επιχείρησης», πιθανότατα σε συνεννόηση με φιλορώσους παράγοντες της περιοχής. Γι’ αυτό, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι «ξήλωσε» όλους τους αρμόδιους θεωρώντας τους υπεύθυνους για μία μεγάλη ήττα.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις ορισμένων ειδικών, η Χερσώνα μπορεί να ξαναπεράσει υπό τον έλεγχο της Ουκρανίας σε διάστημα λίγων εβδομάδων.

Η αναμέτρηση όμως προβλέπεται να διαρκέσει και ο «στρατηγός χειμώνας» μπορεί να έρθει σε βοήθεια του Πούτιν. Από τα τέλη Νοεμβρίου οι εχθροπραξίες θα «παγώσουν» λόγω των καιρικών συνθηκών και οι Ρώσοι θα αποκτήσουν το χρονικό περιθώριο για να οχυρώσουν τις θέσεις τους στο περίπου 20% της Ουκρανίας που έχουν καταλάβει και να ενισχύσουν τα στρατεύματά τους με τουλάχιστον 300.000 εφέδρους.

Επομένως, μπορούμε να προβλέψουμε συνέχιση του πολέμου και το 2023 με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Η οικονομία της Ουκρανίας

Τεράστια σημασία για την έκβαση του πολέμου έχει η πορεία της οικονομίας των αντιμαχομένων.

Η Ουκρανία υφίσταται πραγματική καταστροφή, με τους Ρώσους να καταστρέφουν συστηματικά την υποδομή των μεγαλύτερων αστικών κέντρων της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πούτιν όρισε επικεφαλής των ρωσικών στρατευμάτων τον στρατηγό που ισοπέδωσε τις πόλεις της Συρίας προκειμένου να εξουδετερώσει τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Τον αποκαλούν στρατηγό Αρμαγεδδώνα και διακηρυγμένος στόχος των Ρώσων είναι να επιστρέψει η Ουκρανία στον 19ο αιώνα.

Αυτή η τακτική δημιουργεί τρία προβλήματα για τις χώρες που υποστηρίζουν την Ουκρανία. Πρώτον, το 2023 θα χρειαστούν 8-9 δισ. ευρώ τον μήνα για να μην καταρρεύσει η οικονομία της. Μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη οικονομική υποστήριξη έρχεται από τις ΗΠΑ, ενώ η Ε.Ε. συνεχίζει μία αρνητική παράδοση βάσει της οποίας δεσμεύει εύκολα κονδύλια αλλά δύσκολα τα εκταμιεύει. Έχουν εγκριθεί 8-9 δισ. άμεσης οικονομικής βοήθειας και ο Ζελένσκι διαμαρτύρεται γιατί έχουν εκταμιευθεί μόλις 1-2 δισ.

Δεύτερον, θα χρειαστούν εκατοντάδες δισ. για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας όταν με το καλό λήξει ο πόλεμος. Επειδή η Ε.Ε. έχει ήδη δεχθεί την ενταξιακή προοπτική της Ουκρανίας, θα πρέπει να αναλάβει εξαιρετικά σημαντικές υποχρεώσεις παρά τους αυστηρούς περιορισμούς στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.

Τρίτον, οι Ρώσοι κάνουν δύσκολη τη ζωή των Ουκρανών και για να δημιουργήσουν εκατομμύρια προσφύγων που θα ασκήσουν, με την παρουσία τους, μεγάλη πίεση στις γειτονικές χώρες.

Η Πολωνία έχει υποδεχθεί ήδη πάνω από 2.000.000 Ουκρανούς πρόσφυγες. Τα σχέδια του Πούτιν όμως απέτυχαν. Τα 38 εκ. Πολωνοί άλλαξαν στάση και από εκεί που έλεγαν «όχι» σε πρόσφυγες και μετανάστες, τώρα έχουν ανοίξει την κοινωνία τους στους Ουκρανούς με τον καλύτερο τρόπο. Δημιουργείται μια νέα ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που προετοιμάζει τη διεύρυνση της Ε.Ε. σε χώρες που άλλοτε αποτελούσαν μέρος της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας και ήταν υπό τον άμεσο έλεγχο της Μόσχας.

Το κόστος για τη Ρωσία

Το κόστος για τη ρωσική οικονομία δεν είναι τόσο άμεσο, όσο μεσομακροπρόθεσμο.

Ο Πούτιν είχε στη διάθεσή του συναλλαγματικά αποθέματα της τάξης των 500-600 δισ. δολαρίων και εξαπέλυσε την επίθεσή του σε μία περίοδο κατά την οποία οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ήταν στα ύψη, δημιουργώντας συνθήκες για την παραπέρα αύξησή τους.

Είναι ενδεικτικό ότι τους πρώτους επτά μήνες του πολέμου τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου ξεπερνούν κατά πολύ τα έσοδα της αντίστοιχης περιόδου του 2021.

Η ηγεσία της Ρωσίας είναι σε θέση να συνεχίσει τη χρηματοδότηση του επιθετικού πολέμου χωρίς πρόβλημα τουλάχιστον και για το 2023. Η ρωσική οικονομία όμως παθαίνει μεγάλη ζημιά σε βάθος χρόνου. Αποκόπτεται από τις καλύτερες αγορές για το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο και για άλλες στρατηγικής σημασίας εξαγωγές της, ενώ βλέπει να μεγαλώνει η εξάρτησή της από μεγάλες οικονομίες της Ασίας με πολύ χειρότερους όρους.

Το πετρέλαιο που δεν πηγαίνει στην ευρωπαϊκή αγορά κατευθύνεται σε σημαντικό ποσοστό στην Ινδία με έκπτωση που ξεπερνάει το 30% της διεθνούς τιμής. Με το πέρασμα του χρόνου η ρωσική οικονομία στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στην κινεζική, η οποία είναι περίπου δεκαπλάσια σε μέγεθος και έχει δυνατότητες οικονομικής υπερδύναμης.

Επομένως, ο Πούτιν έχει βάλει τη Ρωσία σε πορεία μεγάλης σταδιακής πτώσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, απομόνωσης από εξαιρετικά καλές διεθνείς αγορές και μεσομακροπρόθεσμης απαξίωσης.

Το ενεργειακό

Ο ενεργειακός εκβιασμός που ασκεί ο Πούτιν, ιδιαίτερα σε βάρος της Ε.Ε., δεν είναι τόσο αποτελεσματικός όσο θα ήθελε.

Οι περισσότεροι ειδικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι Ευρωπαίοι έχουν ήδη καλύψει τις ανάγκες τους για φυσικό αέριο γι’ αυτόν το χειμώνα και πως το πρόβλημά τους είναι κυρίως για την επόμενη χρονιά.

Οι τεράστιοι αποθηκευτικοί χώροι έχουν γεμίσει κατά 80%-90% και οι προμήθειες από χώρες όπως η Νορβηγία, η Αλγερία και το Κατάρ έχουν αυξηθεί ή πρόκειται να αυξηθούν. Βοηθάει και η κατάσταση στην Κίνα, εφόσον οι αυστηροί περιορισμοί για την πανδημία και η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης μειώνουν τη ζήτηση για φυσικό αέριο.

Υπάρχει, βέβαια, το πρόβλημα του κόστους, που είναι εξωφρενικό και δημιουργεί κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις. Σε γενικές γραμμές, όμως, οι Ευρωπαίοι είναι σε θέση να πληρώσουν για να περάσουν την κρίση και να μειώσουν δραστικά την ενεργειακή τους εξάρτηση από τη Ρωσία βάζοντας οριστικό τέλος στην επικίνδυνη και αποτυχημένη –όπως αποδείχθηκε– στρατηγική της Μέρκελ.

Το πρόβλημα πάντως του πανάκριβου φυσικού αερίου προβλέπεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια και όποιοι –όπως η κυβέρνηση Μητσοτάκη– δεν προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, θα προκαλέσουν τεράστιες επιβαρύνσεις στην οικονομία τους.

Δυσάρεστη αλλά όχι επικίνδυνη είναι η εξέλιξη στο θέμα των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Η συνεργασία των χωρών του ΟΠΕΚ και της Ρωσίας, στον λεγόμενο ΟΠΕΚ+, για τη μείωση της παραγωγής και την αύξηση των τιμών συνεχίζεται απρόσκοπτα, προκαλώντας τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ και της Ε.Ε.

Ειδικά οι Αμερικανοί έχουν συγχωρήσει τα πάντα στους Σαουδάραβες, από τον Μπιν Λάντεν που ανήκε σε μία από τις πιο πλούσιες και ισχυρές οικογένειες της χώρας, μέχρι την άγρια δολοφονία του δημοσιογράφου Κασόγκι και τον πόλεμο στην Υεμένη που οδήγησε σε ανθρωπιστική καταστροφή.

Το «ευχαριστώ» ήταν η στενή συνεργασία των Σαουδαράβων με τους Ρώσους για να μεθοδευθεί η άνοδος της διεθνούς τιμής του πετρελαίου σε μία περίοδο κατά την οποία οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι πιέζονται στο ενεργειακό από τον Πούτιν και προσπαθούν να περιορίσουν τα μέσα χρηματοδότησης του επιθετικού πολέμου που διεξάγει στην Ουκρανία.

Η στρατηγική αστοχία της Ουάσιγκτον είναι εξαιρετικά σημαντική αν σκεφτούμε ότι επί Τραμπ τορπίλισε τη συμφωνία για τα πυρηνικά με το Ιράν, αποκλείοντας ουσιαστικά από τις διεθνείς αγορές το πετρέλαιο του Ιράν, περιφερειακού αντιπάλου της Σαουδικής Αραβίας.

Η οικονομία της Ε.Ε.

Από τις δυνάμεις που στηρίζουν αποφασιστικά την Ουκρανία, η Ε.Ε. είναι αυτή που πληρώνει ακριβότερα την οικονομική και ενεργειακή αντιπαράθεση με τη Ρωσία.

Οι εκτιμήσεις για τις επιδόσεις και την προοπτική της ευρωπαϊκής οικονομίας αλλάζουν συνεχώς προς το χειρότερο. Η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού, η αναγκαστική αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σε μια καθυστερημένη προσπάθεια να ελεγχθεί ο πληθωρισμός και το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργούν η παράταση και η κλιμάκωση του πολέμου, πλήττουν καίρια την ευρωπαϊκή οικονομία.

Η Γερμανία διολισθαίνει σιγά-σιγά σε περίοδο οικονομικής στασιμότητας, ενδεχομένως και ύφεσης. Σε διάφορες χώρες –από την Ιταλία μέχρι την Τσεχία– εκδηλώνονται κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις, κυρίως εξαιτίας της αναποτελεσματικής αντιμετώπισης της ακρίβειας.

Το ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον αλλάζει συνεχώς προς το χειρότερο, γεγονός που επηρεάζει και την ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα, την επόμενη άνοιξη και το καλοκαίρι πολλά ευρωπαϊκά νοικοκυριά θα είναι σε κλοιό οικονομικών υποχρεώσεων, γεγονός που μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην επανάληψη των ρεκόρ του ελληνικού τουρισμού.

Η γενική εικόνα είναι μιας Ε.Ε. που υπερέχει εντυπωσιακά στις επιδόσεις και στην προοπτική σε σύγκριση με τη ρωσική οικονομία, αλλά δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό της.

Σε περιόδους μεγάλης κρίσης αναδεικνύονται οι εσωτερικές αντιθέσεις στην Ε.Ε. και οι μεγάλες ελλείψεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της κοινής ενεργειακής πολιτικής που δεν υπάρχει και απ’ ό,τι φαίνεται ούτε πρόκειται να υπάρξει.

Μια άλλη δυσάρεστη εξέλιξη είναι ότι μπαίνουμε σε περίοδο περιορισμένης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να επαναληφθεί ο κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός, όπως για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

Ευρύτερες προεκτάσεις

Ο πόλεμος στην Ουκρανία προκαλεί ευρύτερες διεθνοπολιτικές ανακατατάξεις.

Αποκτά τεράστια σημασία η στάση της Κίνας, στην οποία ξεκινάει αυτή την Κυριακή το συνέδριο που θα εξασφαλίσει την επ’ αόριστον παραμονή στην εξουσία του Σι Τζινπίνγκ.

Οι Κινέζοι έχουν ταχθεί υπέρ «συνεργασίας χωρίς όρια» με τη Ρωσία, αλλά το τελευταίο διάστημα αρχίζουν να κρατάνε κάποιες αποστάσεις από τον Πούτιν θεωρώντας ότι ξεπερνάει τα όρια.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία φέρνει στην επικαιρότητα τα σενάρια για ενδεχόμενη αναγκαστική ενσωμάτωση της Ταϊβάν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, αν χρειαστεί, με εισβολή στο νησί.

Δημιουργείται κλίμα αβεβαιότητας που επηρεάζει την πολιτική δυνάμεων όπως η Ιαπωνία, η Ταϊβάν, η Αυστραλία, οι ΗΠΑ.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία ενισχύει τη στρατηγική σημασία της Ινδίας, η οποία έχει παραδοσιακά καλές σχέσεις με τη Ρωσία και κατά περιόδους βρίσκεται σε αντιπαλότητα με την Κίνα. Η Ινδία εφαρμόζει μία πολυδιάστατη πολιτική αξιοποιώντας τις οικονομικές ευκαιρίες που της προσφέρει η Ρωσία, προσπαθώντας να περιορίσει την ένταση με την Κίνα και ενισχύοντας τη συνεργασία της με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., ιδιαίτερα σε τομείς που εφαρμόζονται κυρώσεις σε βάρος της Κίνας από τις ΗΠΑ και μπορεί να αναδειχθεί σε εναλλακτικό προμηθευτή.

Στην Αφρική η Ε.Ε. διαπιστώνει τις συνέπειες από την αποικιοκρατική πολιτική του παρελθόντος. Οι περισσότερες χώρες δείχνουν ανοχή στον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, ενώ οι χώρες του Σαχέλ, με παραδοσιακή εξάρτηση από τη Γαλλία, προκάλεσαν τη διακοπή της στρατιωτικής παρουσίας της Γαλλίας και αρχίζουν να στηρίζονται στον ρωσικό μισθοφορικό οργανισμό Wagner στο όνομα –υποτίθεται– της καταπολέμησης της ισλαμικής τρομοκρατίας.

Η Δύση διαπιστώνει μέσα από τον πόλεμο στην Ουκρανία ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και μαζί με αυτόν ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων, ο οποίος δεν πια τόσο ευνοϊκός γι’ αυτήν.

Τα προβλήματα της Ελλάδας

Η παράταση και η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία προκαλούν σύνθετα προβλήματα στην Ελλάδα, η αντιμετώπιση των οποίων δυσχεραίνεται εξαιτίας της έλλειψης ολοκληρωμένης στρατηγικής.

Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε έχει να κάνει με τη στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας, η οποία έχει καταφέρει να παίξει έναν ρόλο αμοιβαία αποδεκτού μεσολαβητή.

Έτσι, οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. αρχίζουν να παραβλέπουν ζητήματα στρατηγικής σημασίας, όπως είναι η μη συμμετοχή της Τουρκίας στις οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας και η συνεχιζόμενη συνεργασία μαζί της σε θέματα εξοπλισμών.

Επιπλέον, περιορίζουν την κριτική τους διάθεση σε ό,τι αφορά την αναθεωρητική, επιθετική πολιτική της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας.

Η σταδιακή στροφή του προέδρου Μπάιντεν υπέρ της κάλυψης των εξοπλιστικών αναγκών της Τουρκίας με αμερικανικά οπλικά συστήματα δείχνει την τάση που επικρατεί.

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης δεν αντιδρά προς το παρόν, γεγονός που προσφέρει πρόσθετες ευκαιρίες στην τουρκική διπλωματία, ιδιαίτερα στην Ε.Ε.

Το ενεργειακό είναι το άλλο μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας, το οποίο μεγεθύνεται εξαιτίας της προτίμησης που δείχνει η κυβερνητική ηγεσία στο φυσικό αέριο. Στη Γερμανία η ηλεκτροπαραγωγή από ανθρακικές μονάδες έχει ξεπεράσει το 30% του συνόλου, ενώ στην Τσεχία πλησιάζει το 50%.

Αντίθετα, στην Ελλάδα η στρατηγική της απολιγνιτοποίησης με ταυτόχρονη κλιμάκωση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο –το οποίο είναι υπεύθυνο για το 40%-50% της ηλεκτροπαραγωγής– οδηγεί σε διπλό οικονομικό, ενεργειακό αδιέξοδο.

Δισεκατομμύρια από το Ταμείο της Δίκαιης Μετάβασης καταλήγουν να επιδοτούν την κερδοσκοπία αντί να χρηματοδοτούν την πράσινη μετάβαση. Για τον ίδιο σκοπό δαπανώνται δισεκατομμύρια από τα πληθωριστικά υπερέσοδα των καταναλωτικών φόρων.

Αν δεν υπάρξει αλλαγή στρατηγικής και ενεργειακού μίγματος, η κατάσταση της οικονομίας, των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα συνεχίσει να εξελίσσεται από το κακό στο χειρότερο.

Η παράταση του πολέμου και της σχετικής κρίσης αναδεικνύει όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Με τον πληθωρισμό να κινείται πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, τα επιτόκια να αυξάνονται, τον δανεισμό και τη διαχείριση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους να δυσχεραίνονται και τον αναπτυξιακό ρυθμό να «φρενάρει», πληρώνουμε ακριβά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Παρά το γεγονός ότι η κυβερνητική ηγεσία υπογραμμίζει ότι είμαστε με τη σωστή πλευρά της ιστορίας στον πόλεμο της Ουκρανίας, το κάνουμε με λάθος τρόπο.

Παραμένει η τεράστια εξάρτησή μας από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου. Το πρώτο εξάμηνο του 2022 καταβάλαμε στους Ρώσους διπλάσιο συνάλλαγμα απ’ ό,τι το πρώτο εξάμηνο του 2021, συμβάλλοντας έτσι στη χρηματοδότηση του επιθετικού τους πολέμου. Έχει επέλθει επίσης η ουσιαστική εξαφάνιση των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία.

Η παραδοσιακά αργή ελληνική αντίδραση σε νέες καταστάσεις, αλλά και τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα στέκονται εμπόδιο στη γρήγορη απεξάρτησή μας από το ρωσικό φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.

Προβληματική είναι και η διαχείριση της στρατιωτικής βοήθειας που παρέχουμε στην Ουκρανία. Θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη αν αξιοποιούσαμε το στοκ σοβιετικών ή ρωσικών οπλικών συστημάτων που διαθέτουμε και τα οποία είναι εκπαιδευμένοι να χειρίζονται οι Ουκρανοί.

Θα μπορούσαμε επίσης να εξασφαλίσουμε στους Ουκρανούς διαφόρων τύπων άρματα μάχης με άμεση καταβολή των χρημάτων από τα σχετικά ευρωπαϊκά κονδύλια και δυνατότητα εκσυγχρονισμού των οπλικών συστημάτων μας με βάση τις ανάγκες του σύγχρονου πολέμου.

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται το θέμα, εμποδίζεται όμως στις κινήσεις του από τις αντιρρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως τους ενδοιασμούς της ευρύτερης κοινής γνώμης.

Αν, πάντως, μας ενδιαφέρει να μπει ένα τέλος στη δοκιμασία, θα πρέπει να κάνουμε πολλά περισσότερα σαν Ε.Ε. και Ελλάδα για την επικράτηση της Ουκρανίας και την ήττα του Πούτιν.