Η Ε.Ε. στην κρίση χωρίς στρατηγική - Free Sunday
Η Ε.Ε. στην κρίση χωρίς στρατηγική
Το 2023 προβλέπεται έτος σκληρής δοκιμασίας

Η Ε.Ε. στην κρίση χωρίς στρατηγική

Η Ε.Ε βρίσκεται αντιμέτωπη, για μία ακόμη φορά, με πολυδιάστατη κρίση. Τα προβλήματα συσσωρεύονται χωρίς να υπάρχει ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή στρατηγική για την αντιμετώπισή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις λείπει η πολιτική θέληση για την επίλυσή τους, σε άλλες δεν υπάρχουν οι δυνατότητες.

Σε έναν κόσμο ο οποίος γίνεται ολοένα πιο ανταγωνιστικός και επικίνδυνος, η Ε.Ε. μένει συχνά πίσω από τις εξελίξεις. Προς το παρόν στηρίζεται στο γεγονός ότι και άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία, έχουν τις δικές τους αδυναμίες που προσφέρουν «ανάσες» στην Ε.Ε.

Λείπει όμως μία θετική, ολοκληρωμένη στρατηγική που θα δημιουργήσει δυναμική υπέρ των Ευρωπαίων.

Πολιτική ασυνεννοησία

Η Ε.Ε. πάσχει από πολιτική ασυνεννοησία στο ανώτατο επίπεδο.

Το δίδυμο στο οποίο παραδοσιακά στηρίζεται, η Γαλλία και η Γερμανία, αδυνατούν να ηγηθούν, για διάφορους λόγους, της ευρωπαϊκής προσπάθειας.

Στη Γερμανία η σύνθεση του κυβερνητικού συνασπισμού επιβάλλει ακόμη περισσότερους συμβιβασμούς και στέκεται εμπόδιο σε δυναμικές πρωτοβουλίες. Ο καγκελάριος Σολτς αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν ένας επιμελής πολιτικός παράγοντας παρά σαν ηγετική πολιτική προσωπικότητα.

Ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν έχει ισχυρή προσωπικότητα και διεθνή ακτινοβολία αλλά τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της Γαλλίας είναι τεράστια και στέκονται εμπόδιο στις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες του. Επιπλέον, ο ευρωσκεπτικισμός είναι πολύ πιο ισχυρός στη Γαλλία απ’ ό,τι στη Γερμανία όπως δείχνουν τα ποσοστά της Λεπέν και του Μελανσόν.

Η αδυναμία του γαλλογερμανικού άξονα να στηρίξει αποτελεσματικά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συμπληρώνεται από την ευρωπαϊκή «εξαφάνιση» της Ιταλίας λόγω της πολιτικής επικράτησης της Μελόνι και του μεταλαϊκισμού.

Την εικόνα της έλλειψης συνεννόησης ενισχύουν οι κακές σχέσεις μεταξύ της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φον ντερ Λάιεν και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.

Η Φον ντερ Λάιεν δεν έχει τη γνώση των Βρυξελλών και την επιρροή που είχε ο Γιούνκερ, ενώ ο Σαρλ Μισέλ δεν έχει τον συμβολισμό του Ντόναλντ Τουσκ, πρώην πρωθυπουργού της Πολωνίας και ηγέτη του δημοκρατικού κινήματός της. Δεν έχουν το ειδικό πολιτικό βάρος των προκατόχων τους, ούτε τη διάθεση να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Έτσι, η έλλειψη συντονισμού των ευρω-θεσμών συμβάλλει στην ανάδειξη της πολιτικής ασυνεννοησίας.

Χωρίς οικονομική πολιτική

Η εικόνα δεν είναι καλύτερη στον οικονομικό τομέα. Το πιθανότερο σενάριο για το 2023 είναι μικρή ή μηδενική οικονομική ανάπτυξη με συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων, οι οποίες όμως θα εμφανίσουν σαφή τάση εξασθένισης.

Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επιστρέψει η Ε.Ε. σε ένα είδος στασιμοπληθωρισμού που είχε δοκιμάσει τις αντοχές της πριν δεκαετίες.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθούν τις οικονομικές εξελίξεις χωρίς να τις διαμορφώνουν. Προσπαθούν να κερδίσουν πολιτικό χρόνο διατηρώντας μια χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και αυξάνοντας το δημόσιο χρέος σε απόλυτους αριθμούς. Αυτό δεν εμποδίζει την επιδείνωση της κατάστασης σε ό,τι αφορά την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και την πτώση του πραγματικού εισοδήματος εργαζόμενων και νοικοκυριών λόγω εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού.

Η κατάσταση είναι δραματική σε πρώην ανατολικές χώρες με παραδοσιακή εξάρτηση από τη Ρωσία. Βρίσκονται αντιμέτωπες με πληθωρισμό της τάξης του 20% που δημιουργεί σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα.

Εξαιρετικά δύσκολη είναι η κατάσταση και σε ευρωπαϊκές χώρες με χαμηλό εισόδημα, όπως η Ελλάδα. Σε αυτές η ενίσχυση του πληθωρισμού ρίχνει το πραγματικό εισόδημα που έχει ήδη συμπιεστεί στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

Αλλά και σε χώρες της Ε.Ε. με ισχυρή οικονομία, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, δεν λείπουν οι δυσκολίες. Οι παγκοσμιοποιημένες οικονομίες τους δοκιμάζονται από τους περιορισμούς που προκαλούν ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι διεθνοπολιτικές εντάσεις, ενώ οι περισσότεροι εργαζόμενοι σε αυτές έχουν μια πειθαρχημένη από οικονομική άποψη διαβίωση χωρίς σημαντικά περιθώρια πτώσης του βιοτικού τους επιπέδου.

Στην οικονομική σύγχυση συμβάλλει με τις αστοχίες και την έλλειψη δυναμισμού που τη χαρακτηρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η Λαγκάρντ δεν έχει την προσωπικότητα και την επιρροή του Ντράγκι.

Επί των ημερών του, η ΕΚΤ αναδείχθηκε σε στυλοβάτη της οικονομίας της Ευρωζώνης, ενώ οι βασικοί συνεργάτες της Λαγκάρντ έπεσαν έξω στις εκτιμήσεις τους. Υποτίμησαν τον κίνδυνο του πληθωρισμού και θεώρησαν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν θα είχαν διάρκεια, με αποτέλεσμα να χάσει η ΕΚΤ πολύτιμο χρόνο.

Τώρα η Λαγκάρντ προσπαθεί να κάνει λιγότερη χαλαρή την οικονομική πολιτική και να αυξήσει τα επιτόκια. Είναι φανερό όμως ότι η ΕΚΤ είναι λιγότερο δυναμική στην αντίδρασή της στο πληθωριστικό φαινόμενο σε σχέση με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Επιπλέον, επικρατεί αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας με υψηλότερα επιτόκια, ενώ αμφισβητείται ότι υπάρχει ο αναγκαίος συντονισμός μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

Η ευρωπαϊκή οικονομία μπήκε σε μια νέα περίοδο αβεβαιότητας. Μετά την αντιμετώπιση της κρίσης της Ευρωζώνης είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι θα περνάγαμε σε φάση δυναμικής ανάπτυξης. Αντί γι’ αυτό ήρθε η COVID-19 να συμβάλει στην υπερχρέωση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Ακολούθησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η οποία μεγάλωσε τις δυσκολίες και τη σύγχυση σε ό,τι αφορά την οικονομία.

Ο συνδυασμός έλλειψης πολιτικής συνεννόησης και οικονομικού συντονισμού μπορεί να δώσει εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα.

Ο πόλεμος θα διαρκέσει

Η «ειδική επιχείρηση» του Πούτιν που είχε στόχο την κατάληψη του Κιέβου και την αντικατάσταση της κυβέρνησης της Ουκρανίας από στελέχη πιστά στη Μόσχα, απέτυχε παταγωδώς.

Ρωσία και Ουκρανία έχουν εμπλακεί σε μία στρατιωτική αναμέτρηση μεγάλης κλίμακας και διάρκειας.

Αυτό επηρεάζει αναπόφευκτα και την Ε.Ε. Γίνεται φανερό ότι η ενεργειακή κρίση, οι οικονομικές δυσκολίες, οι διεθνοπολιτικές εντάσεις και οι σοβαροί κίνδυνοι για κλιμάκωση, θα είναι μαζί μας για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Οι Ευρωπαίοι καλούνται να πάρουν μία απόφαση στρατηγικής σημασίας την οποία συνεχώς αναβάλλουν κάνοντας έτσι ακόμα πιο σύνθετη την κατάσταση.

Αν επιθυμούν να περιοριστεί η διάρκεια του πολέμου θα πρέπει να πολλαπλασιάσουν την οικονομική και κυρίως τη στρατιωτική βοήθειά τους προς την Ουκρανία. Ακόμη κι αν δεν επικρατήσει στρατιωτικά η Ουκρανία επί της Ρωσίας, η ηγεσία της τελευταίας θα καταλάβει ότι δεν μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο και πως η συνέχιση της αναμέτρησης έχει απαγορευτικό οικονομικό και πολιτικό κόστος.

Διαφορετικά, η Ε.Ε. θα πρέπει να συμφιλιωθεί με την ιδέα της παράτασης του πολέμου και της ενεργειακής, οικονομικής και διεθνοπολιτικής κρίσης που συνδέεται με αυτόν.

Δύο είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι σε παγκόσμιο επίπεδο από τον πόλεμο, οι ΗΠΑ και η Κίνα. Η Ε.Ε. είναι από τους χαμένους εφόσον μένει συνεχώς πίσω στον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό και είναι υποχρεωμένη να λειτουργεί σε περιβάλλον γενικευμένης αστάθειας.

Το εντυπωσιακό είναι ότι η Ε.Ε. δεν στηρίζει αποφασιστικά την Ουκρανία για να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στη Ρωσία. Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και κυρίως στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία προέρχεται από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι κυρίως μια ευρωπαϊκή υπόθεση. Παρ’ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι υστερούν σε αποφασιστικότητα και υποστήριξη της Ουκρανίας έναντι των Αμερικανών και των Βρετανών.

Το χειρότερο είναι ότι οι μεγαλύτερες χώρες της Ε.Ε. –η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία– δίνουν το κακό παράδειγμα της περιορισμένης υποστήριξης της Ουκρανίας, ενώ η Πολωνία, η Λιθουανία, η Εσθονία και η Λετονία στηρίζουν αποφασιστικά την προσπάθεια των Ουκρανών.

Από τη μία, η Ε.Ε. διαπιστώνει ότι η παράταση του πολέμου στην Ουκρανία συσσωρεύει προβλήματα. Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι δεν φαίνονται να κάνουν μεγαλύτερη προσπάθεια προκειμένου να περιορίσουν τη διάρκεια του πολέμου με εντυπωσιακές στρατιωτικές επιτυχίες των Ουκρανών. Αναπτύσσεται και ο προβληματισμός για κάποιου είδους συνεννόηση με τη Ρωσία, ο οποίος κατά την άποψή μου είναι σε εντελώς λάθος κατεύθυνση. Ο Πούτιν έδειξε τις προθέσεις του το 2008 στη Γεωργία, το 2014 με την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία και ξανά το 2022 με την εισβολή στην Ουκρανία. Όλες οι απορίες έχουν λυθεί. Η μόνη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο Πούτιν είναι η γλώσσα της ισχύος. Τη μιλάνε οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί, όχι όμως ξεκάθαρα οι Ευρωπαίοι.

Χωρίς άμυνα

Η επιθετικότητα της Ρωσίας προκαλεί ανακατατάξεις σε διεθνές επίπεδο. Στη Δανία πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα με το οποίο εγκρίθηκε η συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας. Φινλανδία και Σουηδία εγκαταλείπουν την παραδοσιακή ουδετερότητά τους και ζητούν την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ προκειμένου να ενισχύσουν τη θέση τους έναντι της Ρωσίας.

Παρά το ευνοϊκό περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί, οι προσπάθειες προώθησης της κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής δεν αποδίδουν.

Αυτοί που υποστηρίζουν, θεωρητικά, την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας θέλουν να αποφύγουν τη σχετική οικονομική επιβάρυνση και περιορίζονται σε συμβολικές κινήσεις.

Έχει αποφασιστεί η δημιουργία μιας δύναμης 5.000 στρατιωτικών που θα είναι σε θέση να παρεμβαίνει γρήγορα και αποτελεσματικά, όπου το επιβάλλουν οι συνθήκες. Η δύναμη αυτή είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες. Επιπλέον, καθυστερεί η δημιουργία της και δεν θα είναι αυτόνομη αλλά θα αποτελείται από μονάδες ενταγμένες στους εθνικούς στρατούς, οι οποίες θα είναι άμεσα διαθέσιμες.

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα δεν πρόκειται να υπάρξει ευρωπαϊκή στρατιωτική άμυνα και προστασία και όλοι στρέφονται προς το ΝΑΤΟ για να λύσουν το πρόβλημά τους. Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν καταλύτης για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα αλλά με ευθύνη των Ευρωπαίων λειτουργεί σαν καταλύτης για τη συσπείρωση γύρω από το ΝΑΤΟ.

Έτσι, το όραμα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας που υποστηρίζεται από χώρες όπως η Γαλλία και η Ελλάδα θα παραμείνει… όραμα.

Ενεργειακά ευάλωτη

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε πόσο ενεργειακά ευάλωτη είναι η Ε.Ε. Με την επίθεση που εξαπέλυσε ο Πούτιν κατέρρευσε η στρατηγική της Μέρκελ που στηριζόταν στη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία.

Η καγκελάριος Μέρκελ δεν έδινε σημασία στην κριτική πολλών Ευρωπαίων για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 και επέμενε ότι η απόφαση για την κατασκευή του στηριζόταν αποκλειστικά σε οικονομικά, επιχειρηματικά κριτήρια.

Η γεωπολιτική τύφλωση της Μέρκελ κοστίζει τώρα ακριβά στη Γερμανία και στο σύνολο της Ε.Ε. Γίνεται μια προσπάθεια περιορισμού της εξάρτησης από το εισαγόμενο ρωσικό φυσικό αέριο, το πετρέλαιο, τον άνθρακα και το ρωσικό ουράνιο, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι ικανοποιητικά.

Ο Πούτιν εξακολουθεί να εισπράττει από τους Ευρωπαίους τεράστια ποσά για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών τους με τα οποία χρηματοδοτεί τον επιθετικό του πόλεμο. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ελλάδας, η οποία έστειλε μετά την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022 στον Πούτιν υπερδιπλάσιο συνάλλαγμα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021 λόγω του αυξημένου κόστους των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου.

Η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία είχε αυξηθεί δυσανάλογα και τώρα περιορίζεται με μεγάλη δυσκολία. Επιπλέον, δημιουργούνται νέες εξαρτήσεις, ιδιαίτερα από την Κίνα η οποία έχει φύγει πολύ μπροστά σε ζητήματα πράσινης μετάβασης. Για παράδειγμα, η επιταχυνόμενη στροφή των Ευρωπαίων προς τα φωτοβολταϊκά μετά την εισβολή στην Ουκρανία στηρίζεται κυρίως στην κινεζική βιομηχανία παραγωγής του σχετικού εξοπλισμού. Η Ε.Ε. διαπιστώνει επίσης ότι τα στρατηγικής σημασίας μέταλλα και υλικά που χρειάζονται για τις μπαταρίες και την ηλεκτροκίνηση ελέγχονται σε εντυπωσιακό ποσοστό, σε ό,τι αφορά την παραγωγή και την επεξεργασία τους, από την Κίνα.

Υπάρχει λοιπόν σοβαρός κίνδυνος η Ε.Ε. να περάσει από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα από τη Ρωσία σε μια νέα τύπου ενεργειακή εξάρτηση από την Κίνα.

Οι Ευρωπαίοι δεν έχουν κοινή ενεργειακή πολιτική και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις δεν πρόκειται να αποκτήσουν. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνει ό,τι μπορεί για να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση κοινής ενεργειακής πολιτικής, αλλά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάνει τους δικούς του υπολογισμούς. Κάθε χώρα έχει το δικό της ενεργειακό μίγμα που προσδιορίζει τις ενεργειακές προτεραιότητες της κυβέρνησής της.

Έτσι, πολλά ακούγονται αλλά ελάχιστα γίνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για έκτακτη φορολογία 140 δισ. ευρώ στα «ουρανοκατέβατα κέρδη» των ενεργειακών επιχειρήσεων δεν εφαρμόζεται από τις περισσότερες κυβερνήσεις. Η απόφαση για κοινή ευρωπαϊκή προμήθεια φυσικού αερίου ισχύει μόνο για το 15% των αποθεμάτων, δηλαδή είναι άνευ πρακτικής σημασίας. Δεν έγινε επίσης σοβαρή προσπάθεια για την επιβολή ενός νέου συστήματος τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας και αποδέσμευσης της χονδρικής τιμής της ενέργειας από τη διεθνή τιμή του φυσικού αερίου. Λόγια, λόγια σε κενό ενεργειακής πολιτικής. Οι όποιες λύσεις προέρχονται από πρωτοβουλίες κυβερνήσεων, όπως της ισπανικής και της πορτογαλικής, οι οποίες προχώρησαν στην αποδέσμευση της χονδρικής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας από τη διεθνή τιμή του φυσικού αερίου σε ό,τι αφορά την ηλεκτροπαραγωγή χωρίς να περιμένουν τις ευρωπαϊκές λύσεις οι οποίες, πιθανότατα, δεν θα υπάρξουν.

Η αδύνατη διεύρυνση

Το 2018 κυριάρχησε πολιτικά στην Ελλάδα το θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών. Δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση, ενώ στο τέλος θεωρήθηκε ότι η συμφωνία άνοιγε τον δρόμο για την επιτάχυνση της διεύρυνσης της Ε.Ε. προς τα Δυτικά Βαλκάνια.

Τα χρόνια περνούν αλλά η Ε.Ε. φαίνεται να απομακρύνεται από την προοπτική της διεύρυνσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια. Τη θέση της αντιπαλότητας Ελλάδας - Βόρειας Μακεδονίας πήρε η αντιπαλότητα Βουλγαρίας - Βόρειας Μακεδονίας η οποία φαίνεται να οδηγεί σε πολιτικές, συνταγματικές αναταράξεις τη Βόρεια Μακεδονία. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη εξακολουθεί να μην αποτελεί λειτουργικό κράτος, η Σερβία πλησιάζει ολοένα περισσότερο την εξωτερική πολιτική Πούτιν, ενισχύεται η ένταση στις σχέσεις Σερβίας - Κοσόβου, το Μαυροβούνιο έχει βυθιστεί σε πολιτική και θεσμική κρίση.

Οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων δεν δείχνουν έτοιμες για ένταξη στην Ε.Ε., ενώ από την πλευρά της η Ε.Ε. δεν παρεμβαίνει αποφασιστικά για να δημιουργήσει δυναμική διεύρυνσης.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέδειξε τη στρατηγική σημασία των Δυτικών Βαλκανίων στα οποία θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να ανοίξει η Ρωσία νέο μέτωπο στην αντιπαράθεσή της με την Ε.Ε.

Επιπλέον, η επιθετική στρατηγική Πούτιν έκανε την Ε.Ε. να συμπεριλάβει στις υπό ένταξη χώρες την Ουκρανία, τη Μολδαβία και στο απώτερο μέλλον τη Γεωργία.

Δημιουργήθηκε έτσι μία περίεργη κατάσταση. Από τη μία αυξήθηκε ο αριθμός των υπό ένταξη χωρών, από την άλλη παρατηρείται πλήρης στασιμότητα στην ενταξιακή διαδικασία των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων.

Ο στρατηγικός στόχος που θέτει η Ε.Ε. δεν έχει μεγάλη σχέση με την πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται και αυτό πλήττει καίρια την αξιοπιστία της. Ήδη μειώνονται τα ποσοστά των πολιτών χωρών των Δυτικών Βαλκανίων που τάσσονται υπέρ της ένταξης στην Ε.Ε.

Η Ε.Ε. επιχειρεί μια νέα διατύπωση των κανόνων που διέπουν την ενταξιακή διαδικασία προκειμένου να υπάρξει κάποια κινητικότητα με παράλληλες διασφαλίσεις για την ευρωπαϊκή πλευρά. Παραμένουν όμως ανοιχτά τα μεγάλα ζητήματα, όπως αν οι κυβερνήσεις είναι έτοιμες να αναλάβουν το όποιο πολιτικό κόστος της διεύρυνσης και κυρίως να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη χωρών με τεράστια προβλήματα.

Το προσφυγικό-μεταναστευτικό

Και στο προσφυγικό-μεταναστευτικό η Ε.Ε. παραμένει χωρίς ολοκληρωμένη στρατηγική.

Ο Πούτιν ισοπεδώνει σκόπιμα την Ουκρανία για να υπονομεύσει την πολεμική της προσπάθεια, αλλά και για να δημιουργήσει ένα νέο κύμα προσφύγων που θα φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση χώρες της Ε.Ε.

Ήδη πάνω από 5 εκ. Ουκρανοί έχουν καταφύγει σε χώρες της Ε.Ε., με περισσότερους από 2 εκ. να βρίσκονται στην Πολωνία. Με τη συστηματική καταστροφή της ενεργειακής υποδομής της Ουκρανίας, ο Πούτιν έχει αφήσει 10 εκ. Ουκρανούς χωρίς ηλεκτρισμό και θέρμανση. Οι θερμοκρασίες είναι ήδη κάτω του μηδενός και πολλοί από αυτούς θα υποχρεωθούν να περάσουν στην Ε.Ε. για να βγάλουν τον χειμώνα.

Οι πρόσφυγες από την Ουκρανία γίνονται δεκτοί με ιδιαίτερα θετικό τρόπο από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, την τοπική αυτοδιοίκηση και τους Ευρωπαίους πολίτες. Δεν υπάρχει όμως επαρκής ευρωπαϊκή στήριξη, ενώ αναμένεται να ενισχυθούν οι οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις που δημιουργούν, αναπόφευκτα, τα εκατομμύρια των προσφύγων.

Παραμένουν επίσης τα προβλήματα σε σχέση με τις «παραδοσιακές» ροές προσφύγων και μεταναστών. Η Frontex έχει αποδυναμωθεί –στα πλαίσια της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης της Ε.Ε.– και αυτό μπορεί να ανοίξει την όρεξη του Ερντογάν.

Οι συνολικές ροές από Τουρκία και Βόρεια Αφρική εμφανίζουν σημαντική αύξηση χωρίς να υπάρχει μία πολιτική αποτελεσματικής υποστήριξης των χωρών πρώτης υποδοχής. Επιπλέον, ανοίγουν νέοι δρόμοι για την παράνομη μετανάστευση, όπως μέσω Σερβίας.

Το προσφυγικό-μεταναστευτικό αποκτά νέες διαστάσεις και δείχνει κι αυτό τη βραδύτητα και την αναποτελεσματικότητα με την οποία αντιδρά η Ε.Ε. στις μεγάλες προκλήσεις.