Μαραθώνιος με κύριο εμπόδιο την αξιολόγηση για τράπεζες - Free Sunday
Μαραθώνιος με κύριο εμπόδιο την αξιολόγηση για τράπεζες

Μαραθώνιος με κύριο εμπόδιο την αξιολόγηση για τράπεζες

Όμηροι της οικονομικοπολιτικής κατάστασης είναι για άλλη μια φορά οι τράπεζες, καθώς η δεύτερη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας είναι ανοιχτή ακόμη, με συνέπεια να πολλαπλασιάζονται οι αλυσιδωτές παρενέργειες για το μέλλον τους.

Χαρακτηριστική ήταν η στάση των ξένων θεσμικών στο πρόσφατο road show που διοργάνωσε στο Λονδίνο η Deutsche Bank, όπου η πορεία των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης κυριάρχησε στις ερωτήσεις που απηύθυναν στα υψηλόβαθμα στελέχη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, Εθνικής, Eurobank, Alpha Bank και Πειραιώς, οι fund managers.

Τα ζητήματα υψίστης σημασίας που πρέπει να κλείσουν για να δει κανείς το θετικό σενάριο είναι το κλείσιμο της αξιολόγησης, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών αλλά και η διαχείριση των κόκκινων δανείων, η συμφωνία με συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο για τη συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος, η επιστροφή της οικονομίας σε υψηλούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στοιχείο που θα ευνοήσει καταλυτικά όλα τα εγχώρια assets.

«Καμπανάκι» εν όψει stress tests

Σε αυτό το σκηνικό προστίθεται και το προειδοποιητικό καμπανάκι από τη Φρανκφούρτη ενόψει των νέων stress tests που είναι προγραμματισμένο να γίνουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο το φθινόπωρο του 2018 και αναφέρεται σε νέα κεφάλαια που θα χρειαστούν οι συστημικές τράπεζες.

Ουσιαστικά πρόκειται για έναν τέταρτο γύρο ανακεφαλαιοποιήσεων, που ενδέχεται να φέρει ξανά στο προσκήνιο το κούρεμα των καταθέσεων, αν δεν καλυφθούν οι κεφαλαιακές ανάγκες που προκύπτουν, και εκτιμώνται σε 5-10 δισ. ευρώ, από υφιστάμενους ή από νέους μετόχους.
Από την άλλη, η Goldman Sachs σε νέο της report για τις ευρωπαϊκές τράπεζες επισημαίνει ότι οι βασικοί κίνδυνοι για τις ελληνικές τράπεζες αφορούν την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων και τις τάσεις στη λειτουργική κερδοφορία, την πρόοδο σχετικά με την αναδιάρθρωση των ομίλων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, την απομόχλευση, καθώς και τους όρους χρηματοδότησης.

Η τράπεζα παράλληλα προειδοποιεί πως εντοπίζει πιθανούς περαιτέρω κινδύνους που συνδέονται με την πολιτική σταθερότητα και τη μακροοικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα.

Μπορεί στην παρούσα φάση οι ελληνικές τράπεζες να διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια, ωστόσο έχουν να αντιμετωπίσουν τα κόκκινα δάνεια, που είναι δύσκολο να ελεγχθούν αποτελεσματικά, και βέβαια πρέπει να υπάρξει ο μηχανισμός ώστε να μη συνεχίσουν να παράγονται νέα προβληματικά δάνεια, σε ρυθμούς μεγαλύτερους από εκείνους με τους οποίους θα απομειώνονται τα υπάρχοντα, μέσω των αναδιαρθρώσεων. Διότι, στην περίπτωση αυτή, οι τράπεζες θα είναι αναγκασμένες να πάρουν μεγαλύτερες προβλέψεις, θυσιάζοντας τα κεφαλαιακά τους υπόλοιπα.


Ο φόβος των αναδιαρθρώσεων πλήττει τις τράπεζες, καθώς έχουν μείνει πίσω στις διαδικασίες εκκαθάρισης των προβληματικών τους χαρτοφυλακίων και η κατάσταση στη χώρα δεν βοηθά. Από τη μια η φοροεπιδρομή που ασκείται σε επιχειρήσεις και ιδιώτες και από την άλλη το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει η πραγματική οικονομία επιδεινώνουν τις καθυστερήσεις στις αποπληρωμές δανείων. Επιπρόσθετα, τα capital controls και η παρατεταμένη αβεβαιότητα δεν αφήνουν περιθώρια για ουσιαστική ενίσχυση της καταθετικής βάσης των τραπεζών.

Ανησυχία για την αξιολόγηση

H εξάλειψη του ελληνικού κινδύνου είναι βασική επιδίωξη των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, λόγος για τον οποίο έχουν υποχρεώσει τις τράπεζες σε σκληρά μέτρα αναδιοργάνωσης που περιλαμβάνουν πωλήσεις θυγατρικών και περιορισμό προσωπικού και καταστημάτων, ενισχύοντας έτσι την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών. Αυτές, με τη σειρά τους, επιδιώκουν την επιστροφή στην κερδοφορία, με την καθεμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, που σαφώς μπορεί να τη διαφοροποιούν από μια ενδεχόμενη νέα ανακεφαλαιοποίηση, και να φτιάχνει τις δικές της άμυνες για τα δυσμενή σενάρια.

Ωστόσο, έκδηλη παραμένει στις διοικήσεις των τραπεζών η ανησυχία, καθώς η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης μεταθέτει την προοπτική συμπερίληψης των ελληνικών ομολόγων στο διευρυμένο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που υλοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Πρόγραμμα που έχει ορόσημο την 9η Μαρτίου –οπότε υπολογιζόταν ότι θα τεθεί κατ’ αρχήν η πρόταση για την ένταξη και των ελληνικών τίτλων στο QE–, το οποίο μπορεί να φαντάζει –ακόμη– σχετικά μακρινό, πλην όμως ο χρόνος «τρέχει» και η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους δανειστές δεν έχει «ξεπαγώσει», προκαλώντας εύλογες ανησυχίες στους τραπεζίτες, στους επιχειρηματίες και στην αγορά.

Οι τράπεζες περιμένουν πώς και πώς την ολοκλήρωση της συμφωνίας Αθήνας-δανειστών και συνακόλουθα τις κινήσεις Ντράγκι, προκειμένου να προχωρήσουν σε τιτλοποιήσεις, στην έκδοση ομολόγων, σε πωλήσεις τίτλων κ.λπ. με στόχο να ενισχύσουν τη θέση των χρηματοπιστωτικών ομίλων.

Μείωση καταθέσεων

Τέλος, η υπερφορολόγηση δείχνει να αποστραγγίζει τις καταθέσεις των πολιτών, δημιουργώντας έναν ακόμη πονοκέφαλο στις διοικήσεις των τραπεζών, καθώς σε φθίνουσα πορεία είναι η αποταμίευση των νοικοκυριών σύμφωνα με το Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου προκύπτει ότι το περασμένο ενδεκάμηνο (Ιανουάριος-Νοέμβριος 2016) όχι μόνο δεν αυξήθηκαν τα ποσά των καταθετών σε λογαριασμούς ταμιευτηρίων αλλά, αντιθέτως, λιγόστεψαν, με πρόσθετες αναλήψεις που άγγιξαν περίπου τα 1,65 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό των καταθέσεων ταμιευτηρίου που παραμένει στις τράπεζες να υποχωρήσει τον Νοέμβριο του 2016 στα 49,5 δισ. ευρώ, σπάζοντας το όριο των 50 δισ. ευρώ στο οποίο είχε διατηρηθεί για έναν ολόκληρο χρόνο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταθέσεις ταμιευτηρίου αποτελούν, μαζί με τις προθεσμιακές καταθέσεις, το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι του συνολικού τραπεζικού παθητικού και για νοικοκυριά και φυσικά πρόσωπα αποτελούν την πλέον απλή και εύχρηστη τραπεζική αποταμίευση για την κάλυψη καθημερινών και τρεχουσών αναγκών, καθώς το επιτόκιο που προσφέρεται είναι σχεδόν μηδενικό.