Η φέτα και οι δρόμοι που ανοίγονται με τη CETA
Με βασική παραδοχή ότι η αφύπνιση της ελληνικής οικονομίας περνά υποχρεωτικά από την αύξηση των εξαγωγών, έξω από μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις πρέπει κανείς εν ηρεμία να δει ότι η Εμπορική Συμφωνία ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά, γνωστή ως CETA μπορεί να αποτελέσει μοναδική ευκαιρία για τα ελληνικά προϊόντα και την διόγκωση των εξαγωγών τους.
Ειδικότερα, με τη CETA ανοίγει η αγορά του Καναδά στους Έλληνες παραγωγούς φέτας και διατηρούν το δικαίωμα παραγωγής φέτας Έλληνες του Καναδά που το έχουν εδώ και δεκαετίες.
Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα δεν υπήρχε κανενός είδους προστασία της φέτας και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών τυριών στον Καναδά -γι’ αυτό και πωλείται και βουλγαρική και σκοπιανή «φέτα»- η Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) αφορά μόνο την Ευρωπαϊκή Ένωση.
H Ελλάδα παράγει ετησίως 120.000 τόνους φέτα, από τους οποίους οι Έλληνες καταναλώνουμε τους 80.000 τόνους. Οι ανάγκες της Ευρώπης μπορούν να φτάσουν τους 500.000 τόνους και η παγκόσμια αγορά τους 1.000.000 τόνους ετησίως.
Υπάρχουν εταιρίες του Καναδά από μετανάστες Έλληνες, Ιταλούς, Ισπανούς και Γάλλους, που παράγουν πέντε τυριά (φέτα, Gorgonzola, Fontina, Asiago, Munster). Όσες από αυτές τις εταιρείες έχουν αρχίσει την παραγωγή τους πριν από το 2013 θα μπορούν να συνεχίσουν να παράγουν μόνο για την αγορά του Καναδά και δεν θα μπορούν να εξάγουν το προϊόν τους στην Ευρώπη. Άρα δεν διακυβεύεται η αγορά της Ε.Ε. από ξένους παραγωγούς και βεβαίως υπάρχει και το παραθυράκι που λέει ότι το θέμα αυτό θα συζητηθεί ξανά σε πέντε χρόνια.
Οι ελληνικές εταιρείες, που παράγουν Π.Ο.Π φέτα, θα μπορούν να κάνουν εξαγωγές στον Καναδά και, κυρίως, χωρίς δασμούς εισαγωγής. Τέλος, απαγορεύεται πλέον και η χρήση ενδείξεων (σε παλιούς και νέους παραγωγούς), οι οποίες να παραπέμπουν στην Ελλάδα. Για παράδειγμα η «φέτα» που πουλούν στον Καναδά μέχρι την επικύρωση της συμφωνίας Βούλγαροι και Σκοπιανοί παραγωγοί είχε στη συσκευασία της τσολιάδες ή ελληνικά νησιά.
Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε γύρω από τη φέτα, οφείλεται στο ότι η συμφωνία CETA απαγορεύει στους παραγωγούς του Καναδά την παραγωγή πέντε συγκεκριμένων τυριών, μεταξύ των οποίων η φέτα, εξαιρώντας όσους παρήγαγαν τα πέντε αυτά τυριά μέχρι την 18η-10-2013 χωρίς όμως αυτοί να αποτελούν εξαγωγική απειλή για την ελληνική φέτα.
Στη συμφωνία υπάρχει πρόβλεψη ότι η χρήση της ονομασίας αυτών των πέντε ευρωπαϊκών τυριών:
- Θα συνοδεύεται υποχρεωτικά από λέξεις όπως kind, type κτλ.
- Θα φέρει υποχρεωτικά ευανάγνωστη ένδειξη της γεωγραφικής προέλευσης του προϊόντος, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σύγχυσης των καταναλωτών.
- Επιπλέον, απαγορεύεται στους παραγωγούς του Καναδά η χρήση οποιωνδήποτε ενδείξεων παραπέμπουν στην Ελλάδα (όπως εικόνες, λέξεις κλπ).
Πολλαπλά τα οφέλη για τις εξαγωγές
Μέσω της οικονομικής και εμπορικής συμφωνίας ΕΕ - Καναδά CETA, μόνο από τη μείωση των δασμών οι ευρωπαϊκές εξαγωγικές επιχειρήσεις υπολογίζεται ότι στο εξής θα εξοικονομούν ετησίως 600 εκ ευρώ.
Ειδικά σε ό, τι αφορά στο τυρί, οι 2.000 τόνοι που εισάγει μέχρι σήμερα σε ετήσια βάση ο Καναδάς από την Ε.Ε., αναμένεται να αυξηθούν σε 16.000 μέσα στην επόμενη πενταετία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο χώρο της τυροκομίας.
Έτσι, η CETA εξασφαλίζει την προστασία 15 προϊόντων γεωγραφικών ενδείξεων της χώρας μας (φέτα, κεφαλογραβιέρα, γραβιέρα Νάξου και Κρήτης, κασέρι, μανούρι, ελαιόλαδο Καλαμάτας, Χανίων, Σητείας, Λακωνίας, ελιές Καλαμάτας, Κρόκος Κοζάνης, Μαστίχα Χίου κ.λπ.). Με την εφαρμογή της CETA οι Έλληνες παραγωγοί όχι μόνο δεν έχουν κάτι να φοβηθούν, αλλά αντιθέτως αποκτούν νέες σημαντικές ευκαιρίες επέκτασης των εξαγωγικών τους δραστηριοτήτων.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, της Eurostat, του IRI Worldwide και του περιοδικού «Τρόφιμα και Ποτά», για την παρασκευή φέτας στην χώρα μας απασχολούνται 100.000 κτηνοτρόφοι με 12.000.000 αιγοπρόβατα και 350.000 εργαζόμενοι συνολικά στην πρωτογενή παραγωγή, τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες και παράγουν 120.000 τόνους ετησίως σε 500 τυροκομεία.
Οι ετήσιες εξαγωγές της χώρας μας, συνεχώς αυξανόμενες, ανέρχονται σε 45.000 τόνους και 260 εκατ. ευρώ τζίρο ετησίως, με διανομή σε 56 χώρες και στις πέντε ηπείρους.
H Ελλάδα παράγει και διακινεί το 28% της παγκόσμιας παραγωγής τυριών με ονομασία «φέτα».
Με την αύξηση της ζήτησης από τις νέες αγορές στις οποίες μπαίνει η χώρα μας αυτά τα νούμερα μπορεί να πολλαπλασιαστούν και βέβαια να αποδώσουν σε ένα ιδιαίτερα εύθραυστο τομέα.
Με δεδομένο ότι οι εξαγωγές αποτελούν αναγκαστική διέξοδο στη συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς, οι Έλληνες τυροκόμοι αναγκάζονται σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες ακόμη και από αυτές της ελληνικής αγοράς παρά το σαφώς μεγαλύτερο μεταφορικό κόστος. Υπολογίζεται πως η μέση τιμή είναι στα 5,9 ευρώ/κιλό ενώ σε πολλές περιπτώσεις υποχωρεί και κάτω των 5 ευρώ το κιλό!
Η ανησυχία που υπάρχει στους κύκλους των Ελλήνων παραγωγών για την εμπορική συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά γίνεται πιο εύκολα κατανοητή, εάν δει κανείς τη βαρύτητα που έχουν χρόνο με τον χρόνο στις πωλήσεις τους οι εξαγωγές. Υπολογίζεται πως το ένα τρίτο της ελληνικής παραγωγής φέτας εξάγεται στο εξωτερικό και ειδικότερα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες απορροφούν τη «μερίδα του λέοντος» σε ποσοστό 87%, με διαρκώς ανοδικές τάσεις.
Τι ισχύει
Εδώ και χρόνια, στην παγκόσμια συνείδηση η φέτα έχει ταυτιστεί ως ένα καθαρά ελληνικό προϊόν και ως προϊόν Π.Ο.Π στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, με κριτήρια τόσο αυστηρά, ώστε έχουν αποκλειστεί ακόμη και ολόκληρες ελληνικές περιοχές.
Τα προνόμια στη φέτα, ή αλλιώς την κατοχύρωση της ονομασίας και την προστασία της ως Π.Ο.Π. στην Ε.Ε., έχουν μέχρι σήμερα μόνο η ηπειρωτική Ελλάδα (Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησος) και από τα νησιά μόνο η Μυτιλήνη.
Για να αποκαλείται ένα τυρί «φέτα Π.Ο.Π.», πρέπει το γάλα που χρησιμοποιείται να είναι νωπό ή παστεριωμένο πρόβειο, ή μίγμα πρόβειου γάλακτος με γίδινο σε αναλογία 70% με 30% αντίστοιχα, να προέρχεται μόνο από ελληνικές φυλές αιγοπροβάτων παραδοσιακά εκτρεφόμενες, η φέτα να έχει μέγιστη υγρασία 56% και ελάχιστη λιποπεριεκτικότητα επί ξηρού 43% και τέλος, η ωρίμανσή της να διαρκεί για τουλάχιστον δύο μήνες.
Εν κατακλείδι, έγκριση της συμφωνίας CETA αναμένεται να έχει σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία, καθώς εξ’ ορισμού δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών με το διμερές εμπόριο που είναι της τάξης των 250 - 300 εκ. ευρώ το χρόνο να μπορεί πλέον να κινηθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα.